ΑΠΟΦΑΣΗ
Q και R κατά Σλοβενίας της 08.03.2022 (αρ. προσφ. 19938/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες, υπήκοοι της Σλοβενίας, είναι οι παππούδες του W. και του Z., του οποίου η μητέρα (η κόρη των προσφευγόντων) φέρεται να δολοφονήθηκε το 2015 από τον πατέρα των παιδιών. Μετά τον θάνατο της μητέρας, τα παιδιά παρέμειναν με τους παππούδες τους έως ότου απομακρύνθηκαν από τις αρχές κοινωνικής πρόνοιας. Η πρώτη προσφεύγουσα (γιαγιά) κίνησε τις διαδικασίες για να γίνει ανάδοχος των παιδιών. Λίγο αργότερα, και κατόπιν συνεντεύξεων, εκδόθηκε απορριπτική απόφαση για το αίτημα της προσφεύγουσας καθώς κρίθηκε ότι δεν ήταν το κατάλληλο άτομο για την επιμέλεια και ανατροφή των παιδιών.
Τον Μάρτιο του 2016 τα παιδιά τοποθετήθηκαν σε άσχετη ανάδοχη οικογένεια που βρίσκεται σε άλλη περιοχή, εν αγνοία των προσφευγόντων. Η απομάκρυνση των παιδιών από τους προσφεύγοντες έλαβε ευρεία κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης και αποτέλεσε αντικείμενο τεταμένης δημόσιας και πολιτικής συζήτησης.
Επικαλούμενοι το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και το άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) της ΕΣΔΑ, οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν, ειδικότερα, ότι η διαδικασία ήταν μακροχρόνια και άδικη, ότι δεν επετράπη σε εμπειρογνώμονα να καταθέσει υπέρ τους στη διαδικασία αναφορικά με την αναδοχή και ότι οι επιθυμίες των εγγονών δεν εξετάστηκαν από τα εθνικά δικαστήρια.
Όσον αφορά το άρθρο 6 § 1, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η συμπεριφορά της πρώτης προσφεύγουσας δεν είχε καθυστερήσει τη διαδικασία σε σημαντικό βαθμό. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη τους κύριους λόγους πίσω από τις καθυστερήσεις και την απόρριψη των ένδικων μέσων της πρώτης προσφεύγουσας, το Δικαστήριο δεν ήταν πεπεισμένο ότι, κάνοντας χρήση των εν λόγω ένδικων μέσων σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, θα μπορούσε να είχε επηρεάσει την πορεία τους με οποιονδήποτε σημαντικό τρόπο. Συνολικά, η παρούσα υπόθεση, ακόμη και αν υποθέσει κάποιος ότι ήταν κάποιας πολυπλοκότητας, δεν είχε εκδικαστεί σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ αλλά όχι παραβίαση της οικογενειακής ζωής και επιδίκασε στην πρώτη προσφεύγουσα 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1
Άρθρο 8
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι η γιαγιά και ο παππούς, αντίστοιχα, του W. και του Z. Η μητέρα των W. και Z. (η κόρη των προσφευγόντων) δολοφονήθηκε τον Δεκέμβριο του 2015. Ο πατέρας των παιδιών κατηγορήθηκε για τη δολοφονία της μητέρας τους, συνελήφθη και βρίσκεται στη φυλακή. Ο W. και ο Z. ήταν πέντε και τριών ετών εκείνη την χρονική περίοδο.
Μετά το θάνατο της μητέρας τους, οι W. και Z. παρέμειναν με τους προσφεύγοντες παππούδες τους, έως ότου απομακρύνθηκαν από τις αρχές κοινωνικής πρόνοιας.
Στις 25 Ιανουαρίου 2016, για να μπορέσει να φιλοξενήσει ως ανάδοχος τα εγγόνια της, η πρώτη προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση για άδεια ανάδοχης φροντίδας στο Κέντρο Κοινωνικής Εργασίας SG (εφεξής «το SG Centre»), το οποίο είχε δικαιοδοσία λαμβάνοντας υπόψη τον τόπος κατοικίας της πρώτης προσφεύγουσας.
Στις 17 Φεβρουαρίου 2016, το SG Centre, μετά από συνεντεύξεις με τους προσφεύγοντες, εξέδωσε έκθεση στην οποία βρήκε ότι η πρώτη προσφεύγουσα δεν ήταν το πλέον κατάλληλο άτομο για την ανατροφή των W. και Z. Η τελική απόφαση ελήφθη αργότερα από το Υπουργείο Εργασίας, Οικογένειας, Κοινωνικών Υποθέσεων και Ίσων Ευκαιριών (εφεξής «το Υπουργείο»).
Στις 30 Μαρτίου 2016 το Κέντρο Κοινωνικής Εργασίας V. (εφεξής «Κέντρο V.»), που είχε την εδαφική αρμοδιότητα των παιδιών, πήρε τα παιδιά από τον παιδικό τους σταθμό και τα τοποθέτησε σε άσχετη ανάδοχη οικογένεια που βρίσκεται σε άλλη περιοχή, εν αγνοία των προσφευγόντων. Η απομάκρυνση των παιδιών από τους προσφεύγοντες έλαβε ευρεία κάλυψη από τα ΜΜΕ και αποτέλεσε αντικείμενο τεταμένης δημόσιας και πολιτικής συζήτησης.
Η πρώτη προσφεύγουσα αμφισβήτησε την απομάκρυνση στο πλαίσιο της εσωτερικής διαδικασίας. Σε αυτή τη διαδικασία το Ανώτατο Δικαστήριο (απόφαση της 19 Οκτωβρίου 2016) έκρινε ότι η απομάκρυνση των παιδιών από το Κέντρο V. ήταν παράνομη. Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση της πρώτης προσφεύγουσας να της επιστραφούν τα παιδιά επειδή το ζήτημα της τοποθέτησης των παιδιών επρόκειτο να επιλυθεί από τα δικαστήρια στη διαδικασία χορήγησης άδειας ανάδοχης φροντίδας που είχε κινήσει. Το ζήτημα αν τα παιδιά έπρεπε να είχαν επιστραφεί στους προσφεύγοντες μετά την προαναφερθείσα απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν το αντικείμενο της απόφασης απαραδέκτου του Δικαστηρίου στην υπόθεση Q κατά Σλοβενίας (αποφ.), αρ. 14401/17, 10 Απριλίου 2018.
Τον Ιούλιο του 2017 η πρώτη προσφεύγουσα κατέθεσε μήνυση κατά πολλών εργαζομένων του V. Center και του S.G. Center σε σχέση με την απομάκρυνση των W. και Z. και τη διεξαγωγή της διαδικασίας σχετικά με την αίτηση για άδεια ανάδοχης φροντίδας. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, η ποινική δίωξη εκκρεμεί ακόμη.
Η ταυτότητα της ανάδοχης οικογένειας και των άλλων μελών της οικογένειάς της καθώς και η διεύθυνσή της δεν αποκαλύφθηκαν στους προσφεύγοντες και το όνομα και η διεύθυνσή της δεν αναφέρθηκαν στις δικαστικές αποφάσεις. Η ανάδοχη οικογένεια επικοινωνούσε με τους προσφεύγοντες μέσω των αρχών πρόνοιας.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1
Η πρώτη προσφεύγουσα παραπονέθηκε για τη διάρκεια της διαδικασίας άδειας ανάδοχης φροντίδας, η οποία διήρκεσε μέχρι στιγμής σχεδόν έξι χρόνια και εκκρεμούσε επί του παρόντος σε πρώτο βαθμό μετά την παραπομπή της υπόθεσης από το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Όσον αφορά την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, ενώ τα εθνικά δικαστήρια χρειάστηκε να καταφύγουν σε πραγματογνώμονες προκειμένου να προσδιορίσουν την ικανότητα της προσφεύγουσας να ενεργεί ως ανάδοχος των εγγονών της και να προσδιορίσει τα βέλτιστα συμφέροντα των τελευταίων σύμφωνα με τις ευαίσθητες περιστάσεις της υπόθεσης, το γεγονός αυτό από μόνο του δεν μπορούσε ούτε να εξηγήσει ούτε να δικαιολογήσει ότι, μετά από σχεδόν έξι χρόνια, η διαδικασία εκκρεμούσε ακόμη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Εκτός από ορισμένες περιόδους αδράνειας, οι κύριοι λόγοι για τη διάρκεια της διαδικασίας αφορούσαν την προετοιμασία των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, την παραπομπή της υπόθεσης μετά τη συνταγματική καταγγελία της πρώτης προσφεύγουσας και τα μέτρα που σχετίζονται με την πανδημία Covid-19.
Όσον αφορά τα δύο πρώτα ζητήματα, εναπόκειτο στα συμβαλλόμενα κράτη να οργανώσουν το δικαστικό τους σύστημα κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα δικαστήρια τους να είναι σε θέση να εγγυηθούν σε όλους το δικαίωμα να λάβουν τελική απόφαση για διαφορές που αφορούν αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Αυτό ισχύει τόσο για την παράλειψη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να διορίσει ειδικό κηδεμόνα και να εξετάσει έναν πραγματογνώμονα, που είχε ως αποτέλεσμα την παραπομπή της υπόθεσης, όσο και για τις δυσκολίες που προέκυψαν λόγω της ανεπαρκούς παροχής εμπειρογνωμόνων ή του υπερβολικού φόρτου εργασίας τους, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές καθυστερήσεις. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε επιπλέον ότι οι διορισμένοι πραγματογνώμονες ενεργούσαν στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών υπό δικαστική εποπτεία του δικαστή. Ο τελευταίος παρέμενε υπεύθυνος για την προετοιμασία της υπόθεσης και για την ταχεία διεξαγωγή της δίκης.
Από την άλλη πλευρά, οι περιορισμοί που απαιτούνται από την κρίση του Covid-19 θα μπορούσαν ευνόητα να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη διεκπεραίωση των υποθέσεων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, αυτό δεν μπορούσε να απαλλάξει το Δημόσιο από την ευθύνη του για τη χρονοβόρα διαδικασία. Συγκεκριμένα, η υπόθεση θα εξεταζόταν κατά τις περιόδους περιορισμών που σχετίζονται με τον Covid-19 αν είχε χαρακτηριστεί ως επείγουσα. Λόγω της περιορισμένης φύσης της επικοινωνίας μεταξύ της πρώτης προσφεύγουσας και των εγγονών της, η σημασία αυτού που διακυβευόταν για την πρώτη προσφεύγουσα (δηλαδή, η επιθυμία της να φροντίσει τα εγγόνια της μετά το θάνατο της κόρης της) είχε απαιτήσει ιδιαίτερη επιμέλεια εκ μέρους των αρχών, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη το επιχείρημα της πρώτης προσφεύγουσας σχετικά με την επίδραση του χρόνου στη σχέση της με τα εγγόνια.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η συμπεριφορά της πρώτης προσφεύγουσας δεν είχε καθυστερήσει τη διαδικασία σε σημαντικό βαθμό. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη τους κύριους λόγους πίσω από τις καθυστερήσεις και την απόρριψη των ενδίκων μέσων της πρώτης προσφεύγουσας, το Δικαστήριο δεν ήταν πεπεισμένο ότι, κάνοντας χρήση των εν λόγω ένδικων μέσων σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, θα μπορούσε να είχε επηρεάσει την πορεία τους με οποιονδήποτε σημαντικό τρόπο.
Συνολικά, η παρούσα υπόθεση, ακόμη και αν υποθέσει κάποιος ότι ήταν κάποιας πολυπλοκότητας, δεν είχε εκδικαστεί σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 8
Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν επίσης, αφενός, για την άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να εξετάσουν έναν από τους πραγματογνώμονες και, αφετέρου, για την παράλειψη των δικαστηρίων να εξετάσουν τις απόψεις των εγγονών και να διορίσουν ειδικό κηδεμόνα που να εκπροσωπεί τα συμφέροντά τους.
Όσον αφορά την πρώτη καταγγελία, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε διαβάσει τη γνωμάτευση του σχετικού πραγματογνώμονα, αλλά αρνήθηκε να τον εξετάσει κατά την ακρόαση λόγω, μεταξύ άλλων, του περιορισμένου πεδίου πραγματογνωμοσύνης του. Δύο εμπειρογνώμονες είχαν διοριστεί όταν είχε καθοριστεί αρχικά η επικοινωνία μεταξύ των προσφευγόντων και των εγγονών τους και είχε ετοιμαστεί νέα έκθεση πραγματογνωμοσύνης από τον διορισμένο παιδοψυχίατρο μετά από αίτημα των προσφευγόντων για εκτεταμένη επικοινωνία. Οι προσφεύγοντες μπόρεσαν να απαντήσουν στη πραγματογνωμοσύνη γραπτά και προφορικά κατά την ακρόαση στην οποία είχε εξεταστεί. Το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχαν εξηγήσει γιατί ο σχετικός πραγματογνώμονας δεν είχε εξεταστεί και οι λόγοι τους είχαν κριθεί επαρκείς από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων και του γεγονότος ότι η πρώτη προσφεύγουσα είχε αντιταχθεί αργότερα στην έκθεση του σχετικού πραγματογνώμονα, το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν έκρινε παράλογη την άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να εξετάσουν τον πραγματογνώμονα.
Όσον αφορά τη δεύτερη καταγγελία, τα εγγόνια δεν εξετάστηκαν από το εθνικό δικαστήριο επειδή ο διορισμένος από το δικαστήριο παιδοψυχίατρος θεώρησε ότι, εκείνη τη στιγμή (8 και 5 ετών αντίστοιχα), δεν ήταν σε θέση να διατυπώσουν την άποψή τους επί του θέματος. Το εθνικό δικαστήριο, για να λάβει την απόφασή του βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην έκθεση που συνέταξε ο πραγματογνώμονας, ο οποίος είχε εξετάσει τα παιδιά. Δεν υπήρχε λόγος να αμφισβητηθεί η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου να μην εξεταστούν απευθείας τα παιδιά. Στο βαθμό που οι προσφεύγοντες είχαν παραπονεθεί για το γεγονός ότι τα συμφέροντα των παιδιών εκπροσωπούνταν από το Κέντρο Κοινωνικής Εργασίας και όχι από ειδικό κηδεμόνα, τα εγγόνια δεν ήταν προσφεύγοντες στην παρούσα υπόθεση. Επιπλέον, δεν προβλήθηκαν επιχειρήματα που να αποδεικνύουν ότι το εικαζόμενο ελάττωμα εκπροσώπησης θα μπορούσε να έχει επηρεάσει τη θέση των προσφευγόντων στην εν λόγω διαδικασία.
Το ΕΔΔΑ δε διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επιδίκασε στην πρώτη προσφεύγουσα ποσό 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια: echrcaselaw.com)