ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
4ο ΤΜΗΜΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ 3597/2021
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Πασχαλίνα-Καλλιόπη Σταμάτη, Εφέτη που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών και τη Γραμματέα Ελισάβετ Τσιτσικάου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 11η Μαΐου 2021 για να δικάσει, Α) την από 14.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών …../2020 έφεση (αρ. πιν. ….), μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ- ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “…………… ΑΕΒΕ”, με ΑΦΜ ΦΑΕ Αθηνών ………, που εδρεύει στη ………. Αττικής, οδός ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Περράκη δια δηλώσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις και,
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …………. του ………, κατοίκου Αθηνών, οδός ………, ……… Αχαρνών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Ανδρέα Ματθαίου και Δήμητρα Πρέντζα δια δηλώσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις και,
Β) την από 8.1.2021 και με αριθμό κατάθεσης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ………./8.1.2021 έφεση (αρ.πιν. ….), μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ……….. του ………., κατοίκου Αθηνών, οδός ………, ……… Αχαρνών, ο οποίος έκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Ανδρέα Ματθαίου και Δήμητρα Πρέντζα δια δηλώσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις και,
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ:
1. Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “…………. ΑΕΒΕ”, με ΑΦΜ ΦΑΕ Αθηνών ……….., που εδρεύει στη ………. Αττικής, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2. ………. του ………, κατοίκου ………. Αττικής, οδός ………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Περράκη δια δηλώσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις. Οι παραπάνω εφέσεις εισάγονται για συζήτηση οίκοθεν, μετά τη ματαίωση της συζήτησής τους την 23.2.2021, κατά την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6.12.2016 και με αριθμό κατάθεσης ………./6.12.2016 στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αγωγή, επί της οποίας, συζητηθείσης αντιμωλία την 20.2.2020, εκδόθηκε η με αριθμό 1490/15.9.2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που απέρριψε την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο ………. και τη δέχθηκε εν μέρει ως προς την πρώτη εναγόμενη. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν από τους διαδίκους οι παραπάνω αντίθετες εφέσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Επειδή, i. η από 14.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης …………./15.10.2020 στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έφεση κα, ii. η από 8.1.2021 και με αριθμό κατάθεσης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ………/8.1.2021 έφεση, αμφότερες κατά της με αριθμό 1490/15.9.2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε μετά από αντιμωλία συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και δέχθηκε εν μέρει την από 6.12.2016 και με αριθμό κατάθεσης ………/6.12.2016 στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αγωγή, αρμοδίως εισάγονται για συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (19, όπως αντικ/κε από το άρθρο 4 παρ. 2 ν. 3994/2011), ασκήθηκαν από τους διαδίκους που ηττήθηκαν εν μέρει πρωτόδικα, νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 518 ΚΠολΔ, όπως άλλωστε δεν αμφισβητείται και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές. Ακολούθως, επειδή συντρέχουν εν προκειμένω ο, προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 246 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στη δευτεροβάθμια δίκη (524 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να συνεκδικαστούν οι εφέσεις και περαιτέρω να ερευνηθούν με την ίδια διαδικασία (591 παρ. 7 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την από 6.12.2016 και με αριθμό κατάθεσης ………../6.12.2016 στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αγωγή, ο ενάγων εξέθεσε ότι την 3.2.2016 προσελήφθη ως εργάτης-τεχνίτης από την πρώτη εναγομένη βιοτεχνική, κατασκευαστική και σχεδιαστική εταιρεία, της οποίας ο δεύτερος εναγόμενος είναι Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος, προκειμένου να απασχοληθεί ως ντουκαδόρος-βαφέας μεταλλικών αντικειμένων-χειριστής μηχανών. Ότι η εναγομένη εκτελούσε στις εγκαταστάσεις της επιμεταλλώσεις εξαρτημάτων από ορείχαλκο, ζάμακ, αλουμίνιο, ανοξείδωτο χάλυβα και σίδηρο που γινόταν σε ειδικές δεξαμενές/μπάνια στις οποίες χύνεται το διάλυμα που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την επιμετάλλωση (νίκελ, χρώμιο, βερνίκι, χρώμιο κλπ) και βυθίζονται σε αυτό τα αντικείμενα προς επιμετάλλωση. Ότι στο τμήμα επιμετάλλωσης η εναγομένη τοποθέτησε τον ενάγοντα και του ανέθεσε το καθάρισμα των δεξαμενών και τη μετάγγιση διαλυμάτων από δεξαμενή σε δεξαμενή. Ότι η εναγομένη εταιρεία δεν είχε φροντίσει ώστε να πληρούνται όλες οι τεχνικές και νόμιμες προϋποθέσεις για την ασφαλή διεκπεραίωσή τους στις εγκαταστάσεις της. Ότι ο ίδιος είχε επανειλημμένως συζητήσει το θέμα αυτό με τον δεύτερο εναγόμενο Διευθύνοντα Σύμβουλο και νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας, καθότι λόγω της χρήσης επικίνδυνων χημικών ουσιών στις διαδικασίες επιμετάλλωσης ετίθεντο ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων στις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις στους οποίους συγκαταλεγόταν και ο ενάγων. Ότι παρότι οι δεξαμενές διέθεταν σύστημα αποστράγγισης προκειμένου να μην έρχονται οι εργαζόμενοι σε επαφή με τις επικίνδυνες χημικές ουσίες, η εναγομένη δεν είχε προμηθευτεί τον κατάλληλο εξοπλισμό (ειδική εξωτερική αντλία που προσαρμόζεται στο κάτω μέρος της δεξαμενής) ώστε η δεξαμενή να αδειάζει εντελώς και να μην μένουν υπολείμματα στον πάτο της. Ότι για να αδειάσει τη δεξαμενή ο ενάγων εισερχόταν εντός αυτής με φορητή μεταλλική σκάλα και με φορητή εμβαπτιζόμενη αντλία πυθμένα άδειαζε κατά το μεγαλύτερο μέρος το περιεχόμενό της και τα υπολείμματα, διότι δεν ήταν δυνατή η πλήρης αποστράγγιση, τα άδειαζε με φαράσι. Με την ίδια διαδικασία ακολουθούσε και στη μετάγγιση χημικού διαλύματος από τη μία δεξαμενή στην άλλη. Ότι παράλληλα η εναγομένη δεν είχε φροντίσει να τον εφοδιάσει με κατάλληλο για την εργασία αυτή προστατευτικό εξοπλισμό και συγκεκριμένα του είχε χορηγήσει απλά προστατευτικά γυαλιά που δεν εφάρμοζαν πλήρως στο πρόσωπο και επέτρεπαν την είσοδο βλαπτικών ουσιών, αντί για κλειστή περιμετρική μάσκα, ενώ δεν του είχε χορηγήσει και ειδικό προστατευτικό ρουχισμό (φόρμα προστασίας, ειδικά γάντια ανθεκτικά σε χημικούς παράγοντες, γαλότσες κλπ). Ότι την 9.9.2014 και περί ώρα 8:40 π.μ. ο ενάγων εκτελούσε εργασία μετάγγισης διαλύματος επιχρωμίωσης από παράπλευρη δεξαμενή στην κύρια δεξαμενή επιχρωμίωσης. Ότι ακολουθούσε την πρακτική που του επιβλήθηκε από την εναγόμενη, παρά τις ‘διαμαρτυρίες του, και προσάρμοσε στον κατακόρυφο σωλήνα εξαγωγής (κατάθλιψης) της αντλίας τον πλαστικό αγωγό μετάγγισης (σωλήνα) και τον στερέωσε με ένα μεταλλικό σφιγκτήρα (τσεμπέρι), ο οποίος του είχε δοθεί από την εναγομένη και δεν ήταν βαρέως τύπου, ώστε δεν εξασφάλιζε την μεγαλύτερη δυνατή προστασία. Ότι αφού μετάγγισε το διάλυμα προς την κύρια δεξαμενή, τα υπολείμματα ύψους τουλάχιστον 5 εκατοστών τα μάζεψε με πλαστικό φαράσι και τα τοποθέτησε σε πλαστικό δοχείο. Ότι στο πλαστικό δοχείο εμβάπτισε τη φορητή αντλία μετάγγισης, η άλλη άκρη της οποίας κατέληγε στην κύρια δεξαμενή και έθεσε σε λειτουργία την αντλία, ώστε από το πλαστικό δοχείο να μεταφερθεί στην κύρια δεξαμενή και η τελευταία σταγόνα του χρωμίου. Ότι εκείνη τη στιγμή ο πλαστικός αγωγός μετάγγισης που βρισκόταν συνδεδεμένος με τη φορητή αντλία αποσυνδέθηκε απότομα και λόγω του κατακόρυφου προσανατολισμού του σωλήνα το διάλυμα εκτοξεύτηκε προς τα πάνω και τον περιέλουσε στο σώμα και στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να υποστεί χημικό έγκαυμα στο κερατοειδή και στον σάκο του επιπεφυκότα του αριστερού ματιού, να νοσηλευτεί για έναν μήνα στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο …………… μέχρι την 9.10.2014, να υποβληθεί την 4.11.2014 σε επέμβαση ένθεσης αμνιωτικής μεμβράνης και την 21.6.2016 να υποβληθεί σε αυτομεταμόσχευση βλαστικών κυττάρων, χωρίς όμως να αποκατασταθεί η όραση στον αριστερό του οφθαλμό να μην μπορεί να διαβάσει, να οδηγήσει και να πραγματοποιήσει καθημερινές εργασίες. Ότι το παραπάνω εργατικό ατύχημα οφείλεται σε υπαιτιότητα (αμέλεια) του εργοδότη όσον αφορά την τήρηση των απαραίτητων μέτρων ασφαλείας (σελ. 15,16, 18 αγωγής) και συγκεκριμένα στο ότι η εργοδότριά του 1. δεν καθιέρωσε ασφαλέστερη διαδικασία μετάγγισης με χρήση του συστήματος αποστράγγισης της δεξαμενής, ώστε με την προσάρτηση αντλίας από την παράπλευρη δεξαμενή να μεταγγίζεται το διάλυμα πλήρως και χωρίς τη δημιουργία υπολείμματος στην κύρια δεξαμενή (5 παρ. 2 ΠΔ 338/2001 και 42 παρ. 5, 6 ν. 3850/2010), 2. δεν χορήγησε στον ενάγοντα προς χρήση άλλη αντλία ή προς προσάρτηση κατάλληλο σταθερό εξάρτημα, ώστε ο αγωγός κατάθλιψης της αντλίας στο σημείο προσάρτησης του αγωγού μετάγγισης να έχει οριζόντια φορά και όχι κατακόρυφη και η τυχόν αστοχία της στερέωσης του πλαστικού αγωγού μετάγγισης να μην οδηγεί σε εκτόξευση του διαλύματος προς τα πάνω και να μην προκύπτει κίνδυνος από εκτόξευση του υλικού προς τα πάνω κατά τη λειτουργία της αντλίας (3 ΠΔ 395/1994), 3. δεν χορήγησε στον ενάγοντα κατάλληλα προστατευτικά γυαλιά κλειστού τύπου ή κατάλληλη προσωπίδα που θα κάλυπτε το πρόσωπο (4 παρ. 1, 6 ΠΔ 396/1994), 4. δεν επέβλεπε την ορθή χρήση των κατάλληλων προστατευτικών μέτρων (42 παρ. 6γ ν. 3852/2010), 5. δεν είχε πραγματοποιήσει γραπτή εκτίμηση κινδύνων, ούτε καθόρισε τα μέτρα ασφαλείας που απαιτούνται (41 ν. 3850/2010), 5. δεν φρόντισε ώστε ο τεχνικός ασφαλείας να εκφέρει γραπτή γνώμη για την καταλληλότητα του εξοπλισμού και 6. δεν φρόντισε να ελαχιστοποιήσει τις συνέπειες από τυχόν εργατικό ατύχημα που θα συνέβαινε στον χώρο της (ασκήσεις αντιμετώπισης ατυχημάτων και έκτακτων συμβάντων, σύστημα συναγερμού (ΚΠΔ 338/2001, 45 ν. 3850/2010, 662 ΑΚ). Ότι κατά την επιστροφή του στην εργασία, τον Νοέμβριο 2014 ο δεύτερος εναγόμενος τον εξύβριζε, αποκαλώντας τον “άχρηστο”, λόγω της μείωσης της όρασής του, με αποτέλεσμα την 3.4.2015, ο ενάγων να οδηγηθεί σε οικειοθελή αποχώρηση από την εργασία του. Ότι δικαιούται αποζημίωση για τον σοβαρότατο τραυματισμό που υπέστη και οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν το ποσό των 70.044,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αφού αφενός τυφλώθηκε από το ένα μάτι, αφετέρου κινδύνευσε να υποστεί και μεγαλύτερες βλάβες, ενώ ταλαιπωρήθηκε και ταλαιπωρείται ακόμη με συνεχείς ιατρικές επεμβάσεις. Ότι επίσης οι εναγόμενοι πρέπει να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται να του καταβάλουν τα ποσά που έχει δαπανήσει για την αποκατάσταση και αντιμετώπιση του προβλήματος υγείας του για ιατρικές εξετάσεις, ιατρικές πράξεις και φάρμακα συνολικά το ποσό των 9.455,45 ευρώ, όπως αναλυτικά αναφέρει για κάθε επιμέρους αιτία. Με βάση τα ανωτέρω ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι σε ολόκληρο να του καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη το ποσό των 70.000,00 ευρώ, επιφυλασσόμενος για το ποσό των 44,00 ευρώ προκειμένου να παρασταθεί στο Ποινικό Δικαστήριο ως πολιτική αγωγή και να το ζητήσει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν 9.455,45 ευρώ και όλα τα ανωτέρω ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επομένη του ατυχήματος, άλλως ως προς τα έξοδα από την ημέρα που πραγματοποιήθηκαν, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Ακολούθως, μετά από παραδεκτή μερική τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, με τις προτάσεις του ενάγοντος πρωτοδίκως και με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων του δικηγόρων στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στο ταυτάριθμο με την εκκαλουμένη πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν σε ολόκληρο χρηματική ικανοποίηση 30.000,00 ευρώ για ηθική βλάβη που υπέστη από το εργατικό ατύχημα και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να του καταβάλουν σε ολόκληρο α) 40.000,00 ευρώ χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που του προκάλεσε ο τραυματισμός του και β) 9.455,45 ευρώ για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε συνεπεία του τραυματισμού του με τους νόμιμους τόκους από την επομένη του ατυχήματος, άλλως ως προς τα έξοδα από την ημέρα που πραγματοποιήθηκαν, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Προσέτι, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με απειλή χρηματικής ποινής 200,00 ευρώ ημερησίως και προσωρινής κράτησης του δευτέρου εναγομένου, νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, να συμμορφωθούν με την απόφαση που θα εκδοθεί. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, όσον αφορά τον δεύτερο εναγόμενο, με την αιτιολογία ότι ο ενάγων δεν αναφέρει ορισμένα ποια ήταν τα κατάλληλα και επιβαλλόμενα μέτρα προστασίας που δεν έλαβε ο εναγόμενος και για τα οποία τον είχε ενημερώσει, ενώ κατά την ειδική αναφορά των μέτρων και ελλείψεων σε άπαντα τα σχετικά χωρία της αγωγής αποδίδει τη μη λήψη μέτρων στη συμπεριφορά της εναγομένης, χαρακτηρισμός που δύναται να αφορά σε οποιονδήποτε εκ των προστηθέντων της, αρμοδίων προς τήρηση των μέτρων ασφαλείας υπαλλήλων της, ενώ ως προς την εξύβριση από τον δεύτερο εναγόμενο, παρότι ως αδικοπραξία τελεσθείσα σε εργασιακή σύμβαση μεταξύ των διαδίκων παραδεκτώς θα εισάγονταν προς συζήτηση στο αυτό δικαστήριο, ο ενάγων συνδέει το αγωγικό αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης με το εργατικό ατύχημα που υπέστη. Προσέτι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμο τόσο το αίτημα αποκατάστασης της περιουσιακής ζημίας του υπαγόμενου ασφαλιστικώς στο ΙΚΑ ενάγοντος, ενόψει της έλλειψης αναφοράς στην αγωγή περιστατικών συνισταμένων σε δόλια ενέργεια εκ μέρους της εναγομένης, όσο και το παρεπόμενο αίτημα περί απειλής χρηματικής ποινής, διότι δεν υφίσταται περίπτωση επιχείρησης, παράλειψης ή ανοχής πράξης. Κατά τα λοιπά δέχθηκε την αγωγή ως νόμω βάσιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 299, 330, 346, 648 επ., 662, 914, 932 ΑΚ, 38, 42 παρ. 1 , 5 ν. 3850/2010, 3 παρ. 1 ΠΔ 395/1994, 5 και 6 ΠΔ 338/2001, 4 ΠΔ 396/1994, 70, 176, 191 παρ. 2, 907 και 908 ΚΠολΔ και την έκανε και εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν υποχρεώνοντας την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 30.000,00 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η κρίση αυτή του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προκάλεσε τα με τους λόγους της έφεσης παράπονα των διαδίκων για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, κατ’ ακολουθίαν των οποίων η μεν εναγόμενη ζητεί την ολοσχερή απόρριψη της αγωγής, άλλως τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης ως προς το επιδικασθέν ποσό, ώστε να υποχρεωθεί στην καταβολή χαμηλότερης χρηματικής ικανοποίησης, ο μεν ενάγων την πλήρη αποδοχή της αγωγής του έναντι αμφοτέρων των εναγομένων-εφεσιβλήτων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’ , 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 71 ΑΚ: “Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον”. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό και με αυτές των διατάξεων των άρθρων 65 παρ.1 και 67 του ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες, αντίστοιχα, “το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα” και “όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου, φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα….”, συνάγονται τα ακόλουθα: Α) Οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντο αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούληση τους (ΑΠ 78/2020, ΑΠ 641/2011) Β) Εφόσον τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα, παραβιάσουν υπαιτίως με πράξη ή παράλειψη κανόνα που επιβάλλει επιταγή ή απαγόρευση στο νομικό πρόσωπο, τότε υπαίτια παράβαση από τα όργανα αυτά νόμιμης υποχρέωσης του νομικού προσώπου με υπαίτια παράβαση ίδιας νόμιμης υποχρέωσης. Κατά συνέπεια, τα διοικούντα και εκπροσωπούντο το νομικό πρόσωπο όργανα φέρουν προσωπική αδικοπρακτική ευθύνη για τις υπαίτιες παραβάσεις νομίμων υποχρεώσεων τόσο των ιδίων, όσο και των νομικών προσώπων (ΑΠ 78/2020, ΑΠ 253/2013). Γ) Σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου, δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσεως εκάστου μέλους της διοικήσεως για την κατ’ αρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρεώσεως προς αποζημίωση του βλαβέντος εκ του αδικήματος (ΑΠ 78/2020) και Δ) Το μέλος της διοικήσεως δύναται να επικαλεσθεί με ένσταση, (την οποία και βαρύνεται να αποδείξει), ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικώς υπαίτιο για την διάπραξη του αδικήματος και την εντεύθεν ζημία του παθόντος, για την οποία ευθύνεται το νομικό πρόσωπο( ΑΠ 78/2020, ΑΠ 627/2009). Η ένσταση αυτή πρέπει να προταθεί κατά τον προβλεπόμενο στο άρθρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ τρόπο, δηλαδή πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, άρα ιστορική βάση, και αίτημα περί απαλλαγής από την ευθύνη, ώστε μέσω της κατάλληλης υπαγωγής στο πλαίσιο του οικείου νομικού συλλογισμού να εκδοθεί τελικά απόφαση, σύμφωνη με την έννομη αυτή συνέπεια. Αν το νομικό πρόσωπο είναι ανώνυμη εταιρία, το όργανο εκπροσωπήσεως και διοικήσεως αυτής, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδ. α’ του Κώδικα νόμων 2190/1 920″περί ανωνύμων εταιρειών”, είναι το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο δρα με συλλογικό τρόπο και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας, στη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά στην επιδίωξη του εταιρικού σκοπού. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στο μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου, κατά το νόμο, της αγωγής (ΑΠ 381/2006). Έτσι, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 78/2020, ΑΠ 480/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση η αγωγή με το ανωτέρω διαλαμβανόμενο περιεχόμενο, όσον αφορά τον δεύτερο εναγόμενο και το αίτημα να υποχρεωθεί να καταβάλει σε ολόκληρο με την εργοδότρια ανώνυμη εταιρεία τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ήταν ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις ανωτέρω διατάξεις και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που την απέρριψε ως αόριστη, έσφαλε ως προς την εφαρμογή τους, όπως βασίμως παραπονείται ο εκκαλών με σχετικό λόγο της υπό στοιχείο Β έφεσης. Είναι όμως απορριπτέα ως μη νόμιμη η αγωγή κατά το μέρος με το οποίο ζητείται να απειληθεί χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση του δεύτερου εναγόμενου ως μέσου συμμόρφωσης για την απόφαση που θα εκδοθεί, διότι δεν πρόκειται για υποχρέωση παράλειψης ή ανοχής του οφειλέτη, κατά τη διάταξη του άρθρου 947 ΚΠολΔ.
Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 551/1915 που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8- 1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 εδαφ. α’ ΕισΝΑΚ) προκύπτει, ότι εργατικό ατύχημα δηλαδή, ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερόμενων, στο άρθρο 2 του άνω νόμου, επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού, εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου, προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεόμενου με την εργασία του, λόγω της εμφανίσεώς του, κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 16 του ίδιου ως άνω νόμου, προκύπτει, ότι αυτός, που έπαθε ανικανότητα από εργατικό ατύχημα ή σε περίπτωση θανάτου του, οι, κατά το άρθρο 6 του ίδιου νόμου, συγγενείς του, έχουν δικαίωμα να εγείρουν την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνο, όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων, από αυτόν, προσώπων ή, όταν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών, για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων σ’ αυτές, βρίσκεται, δε, σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων τούτων. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες, ειδικώς, προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, δηλαδή, προσδιορίζουν τους όρους, που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους, προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζομένων. Δεν αρκεί, δηλαδή, ότι το ατύχημα επήλθε από τη μη τήρηση όρων, που επιβάλλονται, μόνο, από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη, στις συναλλαγές, επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΑΠ 477/2017, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 81/2013, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του α.ν. 1846/51, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915, κωδικοποιημένου με το β.δ. της 24-7/25-8-1920, συνάγεται, ότι, σε κάθε περίπτωση, όταν ο εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) και υποστεί ατύχημα, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής της εργασίας, ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση αποζημιώσεώς του, τόσο ως προς τη, σύμφωνα με το κοινό δίκαιο, ευθύνη, για αποζημίωση, όσο και ως προς την προβλεπόμενη, από τον παραπάνω ν. 551/1915, ειδική αποζημίωση και μόνο, αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή αυτών, που ο εργοδότης έχει προστήσει, ο τελευταίος έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον εργαζόμενο την, από το άρθρο 34 παρ. 2 του α.ν 1841/1951, προβλεπόμενη διαφορά, μεταξύ του ποσού, της, κατά το κοινό δίκαιο, αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών, που χορηγεί το ΙΚΑ. Η τελευταία αυτή διάταξη ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 212 ν. 4512/2018 σύμφωνα με το οποίο “Η αληθής έννοια της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951 (Α’ 179) είναι ότι ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τη δαπάνη που προβλέπεται στην περίπτωση α’ της παραγράφου 2 και τη διαφορά μεταξύ του ποσού της, κατά τον Αστικό Κώδικα, αποζημίωσης και των χορηγητέων ασφαλιστικών παροχών που προβλέπεται στην περίπτωση β’ της παραγράφου 2, εφόσον, με δικαστική απόφαση, διαπιστώνεται ότι το ατύχημα, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστεθέντος από αυτόν προσώπου, είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που ορίζουν μέτρα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, εάν το ατύχημα συνδέεται αιτιωδώς με παραβάσεις των διατάξεων αυτών”. Ο παθών, όμως, διατηρεί την αξίωσή του, για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, η οποία κρίνεται, πάντοτε, κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), κατά του εργοδότη και του προσώπου, που προστήθηκε, από αυτόν, όταν το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα αυτών. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι “ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίσθηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές”, περιέχεται γενικός ορισμός της έννοιας του πταίσματος, η δε διάταξη έχει δε εφαρμογή, τόσο στις συμβάσεις, όσο και στις αδικοπραξίες, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, όπου γίνεται λόγος για υπαιτιότητα. Η ίδια διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ, όμως, δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 ΠΚ (ΑΠ 208/2020, ΑΠ 1715/2017), που ορίζει ότι “Με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται”. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει τον δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε, ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που “θέλει” την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως, ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεώς του και, παρά ταύτα, δεν εγκαταλείπει την πράξη του. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς του και το “αποδέχεται” (Ολ. ΑΠ 4/2010, Ολ. ΑΠ 8/2005, ΑΠ 297/2007). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων, πρόσωπο υπαγόμενο στην ασφάλιση του ΙΚΑ, με την αγωγή του επικαλείται αμέλεια και μόνο περιστατικά υπαγόμενα στην έννοια αυτής και δεν επικαλείται δόλο του εργοδότη ή προστεθέντος από αυτόν προσώπου, είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που ορίζουν μέτρα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία και ως εκ τούτου το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή κατά το περιουσιακό της αίτημα, ορθώς εφάρμοσε τον νόμο και δεν έσφαλε, και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της υπό στοιχείο Β’ έφεσης.
Επειδή υποχρέωση προστασίας του εργαζομένου υπάρχει για τον εργοδότη τόσο από τη γενική διάταξη του άρθρου 662 ΑΚ όσο και κυρίως από τις διατάξεις της ειδικής εργατικής νομοθεσίας, οι οποίες, ειδικώς, προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, δηλαδή, προσδιορίζουν τους όρους, που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους, προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζομένων, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι διατάξεις: i) του π.δ. 396/1994 “Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρήση από τους εργαζόμενους εξοπλισμών ατομικής προστασίας κατά την εργασία σε συμμόρφωση προς την οδηγία του Συμβουλίου 89/656/ΕΟΚ” (Φ.Ε.Κ. Α’ 220/19-12-1994) και συγκεκριμένα των διατάξεων του άρθρου 4 που ορίζει ότι, “1. Οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας πρέπει να είναι σύμφωνοι προς τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις σχετικά με το σχεδίασμά και την κατασκευή τους, από πλευράς ασφάλειας και υγείας. Σε κάθε περίπτωση οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας πρέπει : α) Να είναι κατάλληλοι για τους κινδύνους που πρέπει να προλαμβάνονται και να μη συνεπάγεται η χρήση τους νέους κινδύνους. β) Να ανταποκρίνονται στις συνθήκες που επικρατούν στο χώρο εργασίας. γ) να έχουν επιλεγεί με πρόνοια για τις εργονομικές ανάγκες και τις ανάγκες προστασίας της υγείας των εργαζομένων. δ) Να έχουν υποστεί τις απαραίτητες προσαρμογές ώστε να ταιριάζουν στο χρήστη. ……. 5. Οι όροι κάτω από τους οποίους πρέπει να χρησιμοποιείται ένας εξοπλισμός ατομικής προστασίας, ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια του χρόνου κατά τον οποίο ο εργαζόμενος πρέπει να φορά τον εξοπλισμό αυτό, θα καθορίζονται από τη σοβαρότητα του κινδύνου, τη συχνότητα της έκθεσης στον κίνδυνο, τα χαρακτηριστικά της θέσης εργασίας του κάθε εργαζόμενου, καθώς και από την απόδοση του εξοπλισμού ατομικής προστασίας. 6. Οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας χορηγούνται από τον εργοδότη δωρεάν στους εργαζόμενους και πρέπει να προορίζονται για προσωπική χρήση. Εφόσον οι περιστάσεις απαιτούν χρησιμοποίηση ενός εξοπλισμού ατομικής προστασίας από περισσότερους του ενός εργαζόμενους, πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε μια τέτοια χρησιμοποίηση να μη θέτει κανένα πρόβλημα υγείας ή υγιεινής στους διάφορους χρήστες…”, ii) του άρθρου 42 του Ν. 3850/2010 και συγκεκριμένα των παρακάτω διατάξεων αυτού “Γενικές υποχρεώσεις εργοδοτών. 1. Ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων… 5. Στο πλαίσιο των ευθυνών του ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων. 6. Ο εργοδότης υποχρεούται: α) να φροντίζει ώστε να προσαρμόζονται τα μέτρα της προηγούμενης παραγράφου ανάλογα με τις μεταβολές των περιστάσεων και να επιδιώκει τη βελτίωση των υφιστάμενων καταστάσεων,… γ) να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων…” iii) του άρθρου 5 παρ. 2 του π.δ. 338/2001 Προστασία της υγείας και ασφαλείας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλόμενους σε χημικούς παράγοντες” που διαλαμβάνει γενικές αρχές για την πρόληψη των κινδύνων που συνδέονται με επιβλαβείς χημικούς παράγοντες και ορίζουν ότι: “Οι κίνδυνοι για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων κατά την εργασία όπου υπεισέρχονται επιβλαβείς χημικοί παράγοντες. Πρέπει να εξαλείφονται ή να περιορίζονται στο ελάχιστο με: – το σχεδίασμά και την οργάνωση εργασίας στο χώρο εργασίας, – την πρόβλεψη κατάλληλου εξοπλισμού για την εργασία με χημικούς παράγοντες και διαδικασιών συντήρησης που διασφαλίζουν την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων κατά την εργασία, – τη μείωση στο ελάχιστο του αριθμού των εργαζομένων που υφίστανται ή είναι πιθανόν να υποστούν έκθεση, – τον περιορισμό στο ελάχιστο της διάρκειας και της έντασης της έκθεσης, – κατάλληλα μέτρα υγιεινής, – περιορισμό της ποσότητας χημικών παραγόντων που υπάρχουν στο χώρο εργασίας στο ελάχιστο που απαιτείται για το συγκεκριμένο τύπο εργασίας, – κατάλληλες διαδικασίες εργασίας που περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για τον ασφαλή χειρισμό, αποθήκευση και μεταφορά, εντός του χώρου εργασίας, επιβλαβών χημικών παραγόντων και αποβλήτων που περιέχουν τέτοιους χημικούς παράγοντες” και ίν) του άρθρου 3 Π.Δ. 395/1994 που ορίζει ότι: “1. Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εξοπλισμός εργασίας που τίθεται στη διάθεση των εργαζομένων μέσα στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση να είναι κατάλληλος για την προς εκτέλεση εργασία ή κατάλληλα προσαρμοσμένος προς το σκοπό αυτό, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίησή του. 2. Κατά την επιλογή του εξοπλισμού εργασίας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, ο εργοδότης λαμβάνει υπ’ όψη τις ειδικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της εργασίας, τους κινδύνους που υπάρχουν στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση, ιδίως στις θέσεις εργασίας, για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, τους κινδύνους που ενδέχεται να προστεθούν λόγω της χρησιμοποίησης του εν λόγω εξοπλισμού εργασίας καθώς και έγγραφη γνώμη του τεχνικού ασφάλειας. 3. Οταν δεν είναι δυνατό να εξασφαλιστεί πλήρως, κατά τον τρόπο αυτό η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίηση του εξοπλισμού εργασίας, ο εργοδότης λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να περιορίσει τους κινδύνους στο ελάχιστο”.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων το περιεχόμενο των οποίων διαλαμβάνεται στο ταυτάριθμο με την εκκαλουμένη πρακτικό συνεδρίασης, όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (444 αρ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και από τις νομίμως ληφθείσες και κατόπιν νομίμου κλητεύσεως των εναγομένων ένορκες βεβαιώσεις με αριθμούς …../2020 και …../2020 ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσελήφθη την 3.2.2014 από την πρώτη εναγομένη η οποία δραστηριοποιείται στον σχεδίασμά, παραγωγή και εμπορία ειδών κιγκαλερίας, προκειμένου να απασχοληθεί ως ντουκαδόρος-βαφέας μεταλλικών αντικειμένων-χειριστής μηχανών στις εργασίες συντήρησης και επίβλεψης του τμήματος επιμετάλλωσης της επιχείρησης. Ειδικότερα η εναγομένη στις εγκαταστάσεις της διαθέτει δεξαμενές (μπάνια) τριών μέτρων μήκους η καθεμιά και χωρητικότητας 3.000 λίτρων, στις οποίες λαμβάνουν χώρα επιμεταλλώσεις με κατάλληλα χημικά διαλύματα. Στις εργασίες συντήρησης προβλέπεται και ότι τα διαλύματα επιμετάλλωσης που χρησιμοποιήθηκαν για την επιμετάλλωση, μεταγγίζονται από την παράπλευρη δεξαμενή στην οποία έγινε η επιμετάλλωση στην κύρια δεξαμενή, προκειμένου να καθαριστεί η παράπλευρη δεξαμενή και να y επανατοποθετηθούν σ’ αυτή με προφανή σκοπό να χρησιμοποιηθούν εκ νέου. Επομένως, στα ανατεθειμένα στον ενάγοντα καθήκοντα ανάγονταν και η ανωτέρω εργασία. Οι παράπλευρες δεξαμενές διέθεταν σύστημα αποστράγγισης στο χαμηλότερο σημείο τους στο οποίο μπορούσε να προσαρτηθεί κατάλληλη αντλία, φορητή ή σταθερή προκειμένου να μεταγγίζεται όλη η ποσότητα του διαλύματος προς την κύρια δεξαμενή, χωρίς να προκύπτει υπόλειμμα στην παράπλευρη δεξαμενή (βλ. την από 29.1.2015 έκθεση έρευνας των Επιθεωρητών Ασφαλείας και Υγείας …………… και ……….). Ωστόσο, η εναγομένη δια του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερου εναγομένου, είχε αποκλείσει για τους εργαζόμενους τη χρήση του συστήματος αποστράγγισης, μετά από λάθος εργατών που αποστράγγισαν χρήσιμο υλικό που κατέληξε στον βιολογικό καθαρισμό και προκάλεσε οικονομική ζημία στην εναγομένη (βλ. ένορκη βεβαίωση Ιωάννη Έλληνα, άλλοτε συνέταιρο του δεύτερου εναγόμενου σε εταιρεία που ασκούσε δραστηριότητα όπου και η πρώτη εναγομένη και ο οποίος είχε καθημερινή επαφή με τον συνέταιρό του δεύτερο εναγόμενο επισκεπτόμενος τον χώρο της εναγομένης όπου γινόταν η επιμεταλλώσεις) και προς τούτο είχε αφαιρέσει τα πλαστικά κλειδιά ανοίγματος και κλεισίματος των βανών (βλ. σελ. 42 στις από 10.5.2021 προτάσεις των εφεσιβλήτων-εναγομένων στο δικαστήριο αυτό), χωρίς να αποδεικνύεται από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο ότι αυτά βρισκόταν στη διάθεση των εργαζομένων, πράγμα άλλωστε που θα ερχόταν σε αντίθεση με τον σκοπό για τον οποίο τα είχε αφαιρέσει που όπως λέει και η ίδια στο ίδιο χωρίο των προτάσεών της ήταν να μην γίνει αποστράγγιση από λάθος. Όσον αφορά τον ενάγοντα η εναγομένη του είχε επιβάλλει, στην περίπτωση που γινόταν μετάγγιση του χημικού διαλύματος, την παρακάτω διαδικασία.
Συγκεκριμένα, τον είχε προμηθεύσει με φορητή εμβαπτιζόμενη αντλία πυθμένα, στον κατακόρυφο σωλήνα κατάθλιψης (εξαγωγής) της οποίας προσαρμοζόταν πλαστικός αγωγός μετάγγισης συνδεδεμένος με μεταλλικό σφιχτήρα (τσεμπέρι) προκειμένου να μεταγγίζει το χημικό διάλυμα από τη μία δεξαμενή στην άλλη, χωρίς να χρησιμοποιείται το σύστημα αποστράγγισης με κατάλληλη προς τούτο αντλία. Όπως αποδεικνύεται και από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης στο ακροατήριο με τη χρήση της αντλίας αυτής παρέμενε πάντοτε στη δεξαμενή υπόλειμμα 2 πόντων, διότι σταματούσε η λειτουργία της μόλις η στάθμη προς μετάγγιση διαλύματος έπεφτε κάτω από την προπέλα της αντλίας ποσότητα του υπολείμματος άδειαζε ο ενάγων εισερχόμενος μέσα στη, δεξαμενή με φαράσι σε δοχείο και στη συνέχεια με την ίδια αντλία μετάγγιζε και την εντός του δοχείου ποσότητα του διαλύματος στη δεξαμενή, όπου είχε μεταγγίσει και την προηγούμενη ποσότητα. Σχετικά με τον τρόπο απομάκρυνσης του υπολείμματος που δεν μπορούσε να μεταγγιστεί με την αντλία, με φαράσι, βεβαίωσε ενόρκως ο …………… Την 9.9.2014 και περί ώρα 8:40’ π.μ ο ενάγων εργαζόταν ως συνήθως στο χώρο των δεξαμενών, όπου γινόταν επιχρωμίωση πόμολων και του ανατέθηκε να μεταγγίσει διάλυμα επιχρωμίωσης από παράπλευρη δεξαμενή στην κύρια. Το διάλυμα επιχρωμίωσης είναι επικίνδυνο κατά τον χειρισμό του, αφενός λόγω της μεγάλης του οξύτητας (ph<1) και αφετέρου λόγω των διαλυμένων ιόντων εξασθενούς χρωμίου τα οποία είναι πολύ τοξικά. Ο ενάγων για να κάνει τη μετάγγιση είχε στη διάθεσή του τη φορητή εμβαπτιζόμενη αντλία πυθμένα, στον κατακόρυφο σωλήνα κατάθλιψης (εξαγωγής) της οποίας προσάρμοσε πλαστικό αγωγό μετάγγισης στερεώνοντάς τον με μεταλλικό σφικτήρα (τσεμπέρι). Στη συνέχεια εμβάπτισε την αντλία στην παράπλευρη δεξαμενή και την έθεσε σε λειτουργία, μεταγγίζοντας το διάλυμα προς την κύρια δεξαμενή, μέχρι που η αντλία σταμάτησε τη λειτουργία της, αφήνοντας το υπόλειμμα που δεν μπορούσε να μεταγγίσει. Ο ενάγων αφαίρεσε την αντλία και την τοποθέτησε σε πλαστικό δοχείο, το οποίο είχε τοποθετήσει δίπλα στη δεξαμενή και με τα μέσα που είχε στη διάθεσή του, με φαράσι άρχισε να αδειάζει το υπόλειμμα του διαλύματος από την παράπλευρη δεξαμενή και να το συγκεντρώνει στο πλαστικό δοχείο. Μόλις γέμισε το δοχείο, ενεργοποίησε την ήδη εμβαπτισμένη στο πλαστικό δοχείο αντλία, για να μεταγγίσει το διάλυμα από το πλαστικό δοχείο προς την κύρια δεξαμενή, αλλά μόλις η αντλία τέθηκε σε λειτουργία, ο πλαστικός αγωγός μετάγγισης αποσυνδέθηκε απότομα από το σημείο που ήταν στερεωμένος και λόγω του κατακόρυφου προσανατολισμού του σωλήνα κατάθλιψης, το διάλυμα εκτοξεύτηκε προς τα πάνω και εισήλθε στα μάτια του ενάγοντος προκαλώντας του βαρύ χημικό έγκαυμα κερατοειδούς αριστερού οφθαλμού και ήπιο έγκαυμα δεξιού οφθαλμού. Κατά τον χρόνο του ατυχήματος ο ενάγων φορούσε γυαλιά ανοιχτού τύπου τα οποία του είχε χορηγήσει η εναγομένη ως μέσο ατομικής προστασίας, αντί των καταλληλότερων και πλέον ενδεδειγμένων γυαλιών τύπου μάσκας κλειστού τύπου που θα εφάρμοζαν στο πρόσωπο και δεν θα επέτρεπαν την είσοδο των επικίνδυνων χημικών υγρών τα οποία χειριζόταν ν κατά την εργασία του στους οφθαλμούς του και τα οποία αποδείχθηκε ότι δεν του χορήγησε. Μάλιστα τούτο βεβαίωσε ενόρκως και ο …………. τεχνικός ασφαλείας της εναγομένης από το έτος 2012 και κατά το χρόνο του ατυχήματος. Το παραπάνω εργατικό ατύχημα και η εξ αυτού σωματική βλάβη που προκλήθηκε στον ενάγοντα, όπως θα εξειδικευτεί παρακάτω, οφείλεται σε έλλειψη μέτρων ασφαλείας, κατά παράβαση των διατάξεων που αναφέρονται στο σκεπτικό και θα είχε αποφευχθεί αν, 1. η εναγομένη είχε καθιερώσει ασφαλέστερη διαδικασία μετάγγισης του διαλύματος, παρέχοντας ταυτόχρονα τα αναγκαία μέσα και συγκεκριμένα αν η μετάγγιση γινόταν μέσω του συστήματος αποστράγγισης της παράπλευρης δεξαμενής, μειώνοντας με τον τρόπο αυτό τον κίνδυνο για τον εργαζόμενο που προέκυπτε από τη διαχείριση του υπολείμματος, καθώς το σύστημα αποστράγγισης ξεκινά από το χαμηλότερο σημείο της παράπλευρης δεξαμενής και με την προσάρτηση κατάλληλης αντλίας, θα μεταγγιζόταν το σύνολο του διαλύματος στην κύρια δεξαμενή χωρίς να υπάρξει υπόλειμμα, 2. αν ο αγωγός κατάθλιψης της αντλίας στο σημείο προσάρτησης του αγωγού μετάγγισης είχε οριζόντια φορά και όχι κατακόρυφη, όπως είχε ο αγωγός κατάθλιψης στην αντλία πυθμένα που χρησιμοποιήθηκε, είτε με χρήση άλλης αντλίας, είτε με προσάρτηση κατάλληλου σταθερού εξαρτήματος, ώστε σε περίπτωση αποσύνδεσης του πλαστικού αγωγού μετάγγισης να μην εκτοξευτεί το διάλυμα προς τα επάνω και 3. αν η εναγομένη είχε χορηγήσει στον ενάγοντα κατάλληλα προστατευτικά γυαλιά τύπου μάσκας κλειστού τύπου που θα εφάρμοζαν στο πρόσωπο και δεν θα επέτρεπαν την είσοδο του όξινου και τοξικού διαλύματος που χειριζόταν κατά την εργασία του στους οφθαλμούς του. Στο ίδιο συμπέρασμα για τις συνθήκες του ατυχήματος, την αιτία του και τα μέτρα ασφαλείας που δεν λήφθηκαν και αν είχαν ληφθεί θα το απέτρεπαν κατέληξαν και οι Επιθεωρητές Ασφαλείας και Υγείας …….. και ………. στην από 29.1.2015 έκθεση έρευνας που συνέταξαν επιλαμβανόμενοι του ατυχήματος. Οι παραπάνω παραλείψεις συνδέονται αιτιωδώς με το ατύχημα και ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αντικειμενικά ικανές να επιφέρουν το επιζήμιο αποτέλεσμα το οποίο και επέφεραν. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά το ατύχημα και η σωματική βλάβη του ενάγοντος οφείλονται σε αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων που δεν κατέβαλαν την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή που όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλουν και η οποία θα οδηγούσε σε πρόβλεψη του ζημιογόνου αποτελέσματος. Η εναγομένη υποστήριξε πρωτοδίκως και επαναφέρει με την έφεσή της ότι ο ενάγων ήταν αποκλειστικά υπαίτιος για την πρόκληση του ατυχήματος, άλλως συνυπαίτιος κατά 99%, διότι από δική του πρωτοβουλία αντί να απορρίψει το υπόλειμμα της δεξαμενής εκείνος κατά παράβαση των οδηγιών της εταιρείας το μετάγγισε στην κύρια δεξαμενή και συνέβη κατά την ενέργεια αυτή το ατύχημα. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης και η αναλόγου περιεχομένου κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης δεν πείθουν το δικαστήριο για τη βασιμότητά τους, το οποίο καταλήγει στην κρίση ότι η συγκέντρωση του υπολείμματος από την παράπλευρη δεξαμενή γινόταν με σκοπό να διαφυλαχθεί και να επαναχρησιμοποιηθεί μαζί με τη λοιπή ποσότητα του διαλύματος και τούτο γινόταν με τη σαφή υπόδειξη της εναγομένης για τον προφανή λόγο της εξοικονόμησης πρώτων υλών και της μείωσης του κόστους εργασιών. Αντιθέτως, ο ενάγων κανένα όφελος δεν είχε από την εξοικονόμηση του μέρους αυτού του διαλύματος και δεν αποδείχθηκε κανένας δικαιολογητικός λόγος να ενεργήσει αντίθετα με τις οδηγίες της εναγομένης. Προσέτι, η εναγομένη ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων δεν είχε ελέγξει τα ρακόρ σύνδεσης της αντλίας με τον σωλήνα αναρρόφησης, πλην όμως ο ενάγων συνέδεσε την αντλία με το σωλήνα με σφιγκτήρα (τσεμπέρι) με τον τρόπο που μπορούσε να γίνει η σύνδεση με τα μέσα που του είχε χορηγήσει η εναγομένη και με τη σύνδεση αυτή χρησιμοποιούσε εξ αρχής την αντλία για την μετάγγιση του διαλύματος από την παράπλευρη δεξαμενή στην κύρια, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη εκπαίδευσε τον ενάγοντα ειδικά στη χρήση της αντλίας και στους κινδύνους από τη χρήση της. Τέλος, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι ο ενάγων μπορούσε με άλλο τρόπο περισσότερο ασφαλή να μεταγγίσει το υπόλειμμα στην κύρια δεξαμενή ή ότι η εναγομένη του είχε υποδείξει διαφορετικό τρόπο για να το κάνει. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της ότι ο ενάγων έπρεπε να μεταγγίσει το υπόλειμμα σε κάδο που θα τοποθετούσε στο σύστημα αποστράγγισης της δεξαμενής, είναι αλυσιτελής διότι το ατύχημα δεν συνέβη κατά τον χρόνο συλλογής του υπολείμματος από την παράπλευρη δεξαμενή στον κάδο, αλλά κατά τον χρόνο που ο ενάγων επιχείρησε να μεταγγίσει το ήδη συγκεντρωμένο στον κάδο υπόλειμμα από τον κάδο στην κύρια δεξαμενή, παρεκτός ότι όπως προεξετέθη η εναγομένη είχε αποκλείσει τον ενάγοντα από τη δυνατότητα χρήσης του συστήματος αποστράγγισης αφαιρώντας τα πλαστικά κλειδιά των δεξαμενών στις οποίες λάμβαναν χώρα επιμεταλλώσεις με χημικά διαλύματα. Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι ο ενάγων δεν είχε (συν) υπαιτιότητα στην πρόκληση του ατυχήματος, όπως ισχυριζόταν οι εναγόμενοι και απέρριψε, έστω και με διαφορετική αιτιολογία την προβληθείσα ένσταση συνυπαιτιότητας ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα και ορθώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει οι σχετικοί λόγοι της υπό στοιχείο Α’ έφεσης να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές το αίτημα επίδειξης εγγράφων (πίνακες προσωπικού και προγράμματα εργασίας, εκ των οποίων πάντως έχει προσκομιστεί ο πίνακας προσωπικού) που προέβαλε ο ενάγων πρωτοδίκως και επανέφερε στις προτάσεις του στο δικαστήριο αυτό, προκειμένου να αποδείξει τον ισχυρισμό του ότι η εναγομένη δεν φρόντιζε να εργάζονται παράλληλα τουλάχιστον δύο εργαζόμενοι στον χώρο των δεξαμενών για την καλύτερη διεκπεραίωση των εργασιών και την ασφάλεια των εργαζομένων, διότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι το ατύχημα σχετιζόταν με τον αριθμό των εργαζομένων που διεκπεραίωναν την εργασία κατά την οποία συνέβη το ατύχημα και ότι θα είχε αποτραπεί αν ο εναγόμενος δεν εργαζόταν μαζί με άλλον. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων την ημέρα του ατυχήματος εισήλθε στο Τ.Ν.Α ………….., όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος επί ένα μήνα μέχρι την 9.10.2014. Ακολούθως, υπεβλήθη σε επέμβαση ένθεσης αμνιωτικής μεμβράνης την 4.11.2014, συνεπεία της οποίας του συνεστήθη αποχή από την εργασία του για δεκαπέντε ημέρες, ενώ τρεις μήνες μετά το ατύχημα η όραση του δεξιού οφθαλμού του είχε αποκατασταθεί πλήρως, πλην όμως η όραση του αριστερού οφθαλμού του περιοριζόταν στην αντίληψη κινούμενης χειρός και σε αντίληψη φωτός και παρατηρείτο μεγάλη αδιαφάνεια κερατοειδικού στρώματος με επιφανειακή νεοαγγείωση, επιπεφυκοτοποίηση και μερική επιθηλιοποίηση κερατοειδούς και παρεκτόπιση ίριδος, ενώ τον Ιανουάριο 2015 η όρασή του στον αριστερό οφθαλμό επεκτάθηκε σε δυνατότητα μέτρησης δακτύλων, αλλά ο οφθαλμός εμφάνιζε τεράστια υπεραιμία, πολύ μεγάλο οίδημα του κερατοειδή και ουλοποίηση στο επίπεδο του ενδοθηλίου του, το Μάιο του ίδιου έτους εμφάνισε σημαντική βελτίωση, πλην όμως ο κερατοειδής ήταν αδιάφανος χωρίς καλή ενυδάτωση και το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους υπήρχε σημαντική βελτίωση της εξωτερικής επιφάνειας του οφθαλμού, με καλή επιθηλιοποίηση της επιφάνειας του κερατοειδή αλλά με επιθήλιο του επιπεφυκότα, ενώ είχαν υποχωρήσει σημαντικά τα πολύ έντονα αγγεία της αντίδρασης στο χημικό έγκαυμα και προβλέφθηκε ότι η πορεία της οπτικής αποκατάστασης θα είναι μακρά και τονίστηκε η πρόκληση έντονου ερεθισμού στον πάσχοντα οφθαλμό από έντονο φως, αέρα και σκόνη (βλ. τις από 4.11.2014 και 29.12.2014 ιατρικές γνωματεύσεις της οφθαλμολογικής κλινικής “…………..”, την από 24.12.2014 ιατρική βεβαίωσή του ιατρικού ινστιτούτου οφθαλμολογίας “………..” και την από 14.9.2015 ιατρική γνωμάτευση του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας “………..”). Στη συνέχεια την 21.6.2016, ο ενάγων υπεβλήθη σε επέμβαση αυτομεταμόσχευσης προγεννητικών (βλαστικών) κυττάρων από τον δεξιό στον αριστερό οφθαλμό με χρήση και αμνιακής μεμβράνης και του συνεστήθη αποχή από την εργασία του εως τις 5.7.2016, ενώ τον Απρίλιο 2017 παρατηρήθηκε σημαντική βελτίωση της εξωτερικής επιφάνειας του αριστερού οφθαλμού, εν σχέσει με την ερυθρότητα, την ενόχληση και τις διαρκείς αποπτώσεις επιθηλίου, πλην όμως ο κερατοειδής παρέμεινε πολύ θολός με όραση της τάξης απλή αντίληψη φωτός, εκτιμήθηκε δε πολύ μακρά η πορεία της οπτικής αποκατάστασης (βλ. την από 27.6.2016 ιατρική γνωμάτευση και το από 26.4.2017 έγγραφο με τίτλο “……….” του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας “……..”). Τον Ιανουάριο 2018 παρατηρήθηκε οπτική οξύτητα αντίληψης φωτός στον αριστερό οφθαλμό, αδιαύγεια κερατοειδούς, πλην όμως βελτιωμένη από την αρχή της θεραπείας, κορεκτοπία και καταρρακτογένεση, ετέθη σε συνεχή θεραπευτική αγωγή με col Restasis 2/2, col Xalacom 0/1 και αυτόλογο ορό 0/1, στις 26.6.2019 υπεβλήθη σε επιτυχή επέμβαση μεταμόσχευσης κερατοειδή, αφαίρεσης καταρράκτη και ιριδοπλαστικής αριστερού οφθαλμού, και τον Ιούλιο 2019 σε καψουλοτομή με laser και πλήρη οφθαλμολογική εξέταση στο οφθαλμολογικό ιατρείο της εταιρείας “……….. ΕΠΕ, χωρίς να προκύπτει περαιτέρω από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο ότι ο ενάγων μετά τα ανωτέρω συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα όρασης και σε καταφατική περίπτωση σε ποια έκταση. Περαιτέρω, ο ενάγων κατά τον χρόνο του ατυχήματος ήταν 45 ετών, πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων και υγιής και από την προσβολή της υγείας του από το ατύχημα, υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας λαμβάνοντας υπ’ όψη όλα τα παραπάνω αποδειχθέντα σχετικά με τις συνθήκες που έγινε το ατύχημα, την έλλειψη (συν) υπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση του ατυχήματος και στην έκταση της ζημίας, τη βαρύτητα και το είδος της σωματικής βλάβης, τον ψυχικό πόνο, τη σωματική ταλαιπωρία και την ταραχή που υπέστη ο ενάγων και το μακροχρόνιο της ταλαιπωρίας του με ιατρική παρακολούθηση, λήψη φαρμάκων και εγχειρήσεις, την επίδραση του ατυχήματος στη ζωή του ενάγοντος σε συνδυασμό με την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων εκ των οποίων ο ενάγων είναι μισθοσυντήρητος, ενώ η πρώτη εναγομένη εταιρεία-εργοδότρια είναι καταξιωμένη επιχείρηση στον τομέα της, με δραστηριότητα που σχετίζεται με επικερδείς τομείς της οικονομικής ζωής (βιοτεχνία, κατασκευές) και συναλλαγές στην εγχώρια αγορά και στην αγορά του εξωτερικού (βλ. ανακοινώσεις στο ΓΕΜ για εγκεκριμένες οικονομικές καταστάσεις), ο δε δεύτερος εναγόμενος επιτυχημένος επαγγελματίας και μέλος του ΔΣ της “…………..” επί πολλά έτη και επενδυτής σε άλλες επιχειρήσεις (βλ. την ένορκη βεβαίωση του ………….), εύλογη είναι χρηματική ικανοποίηση 45.000,00 ευρώ και πρέπει οι εναγόμενοι να υποχρεωθούν να του καταβάλουν σε ολόκληρο το αιτούμενο ποσό των 30.000,00 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται να του καταβάλουν από την ίδια αιτία το ποσό των 15.000,00 ευρώ και τα παραπάνω ποσά με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής. Σημειώνεται ότι η περιγραφείσα στην αγωγή μεταγενέστερη του ατυχήματος συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου έναντι του ενάγοντος, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής, δεν συνεκτιμάται από τον ενάγοντα στην αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία ζητείται καθ’όλο το ποσό της για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της σωματικής βλάβης από το ατύχημα, ούτε ζητείται ξεχωριστό ποσό χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για τα μεταγενέστερα του ατυχήματος περιστατικά και ως εκ τούτου το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεν τα συνεκτίμησε για τον προσδιορισμό της εύλογης χρηματικής αποζημίωσης δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος της υπό στοιχεί Β έφεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Όμως έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά το μέρος που δέχθηκε ότι εύλογη είναι χρηματική ικανοποίηση χαμηλότερη του ανωτέρω ποσού και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός λόγος της υπό στοιχείο Β’ έφεσης και να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τελευταίος λόγος της υπό στοιχείο Α’ έφεσης που μέμφεται το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για την επιδίκαση υψηλού ποσού αποζημίωσης. Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπό στοιχείο Α’ έφεση, να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν η υπό στοιχείο Β’ έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί και να δικαστεί η αγωγή, να γίνει εν μέρει δεκτή, να υποχρεωθούν σε ολόκληρο οι εναγόμενοι να καταβάλλουν στον ενάγοντα το ποσό των 30.000,00 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής και να αναγνωριστεί ότι οφείλουν να του καταβάλουν σε ολόκληρο το ποσό των 15.000,00 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, πρέπει η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εφεσίβλητο της υπό στοιχείο Α έφεσης τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχήν ως βάσιμου του νομίμου αιτήματος του (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων και μετά από κατανομή να υποχρεωθούν οι εφεσίβλητοι της υπό στοιχείο Β’ έφεσης- εναγόμενοι να καταβάλουν στον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Β’ έφεσης ενάγοντα μέρος της δικαστικής του δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, δεδομένου ότι διαλαμβάνει νόμιμο αίτημα περί καταδίκης των αντιδίκων του στη δικαστική του δαπάνη (178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 1 ΚπολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία Α) την από 14.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ………./15.10.2020 έφεση και Β) την από 8.1.2021 και με αριθμό κατάθεσης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ……../66/8.1.2021 έφεση, αμφότερες κατά της με αριθμό 1490/15.9.2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών.
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.
Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 14.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ………/15.10.2020 και υπό στοιχείο Α’ έφεση.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας του εφεσιβλήτου, που καθορίζει σε 288,00 ευρώ.
Δέχεται κατ’ ουσίαν την από 8.1.2021 και με αριθμό κατάθεσης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ……../8.1.2021 και υπό στοιχείο Β’ έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τους εναγόμενους σε ολόκληρο να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 30.000,00 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν σε ολόκληρο στον ενάγοντα το ποσό των 15.000,00 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής.
Επιβάλλει στους εφεσίβλητους-εναγόμενους μέρος της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος- ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας που καθορίζει σε 1.800,00 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 23η Αυγούστου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
[ ΠΗΓΗ : ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΙΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ]