ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
ΕΦΕΣΗ-ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
(διαφορές για ζημίες από αυτοκίνητο και
από τη σύμβαση ασφαλίσεως του)
Αριθμός Απόφασης 25/2022
( αριθμός έκθεσης κατάθεσης έφεσης …./2019, Μει …./2019)
( αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής …./2015)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και τη Γραμματέα Σταυρούλα Κυριαζή.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 14 Απριλίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του εκκαλούντος –εναγόμενου : Ν… Κ…… του Δ……, κατοίκου Δημοτικού Διαμερίσματος Κ…….. του Δήμου Ανδρίτσαινας – Κρεστένων Νομού Ηλείας, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου του Μαρίνας Μπεβούδα (Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, Α.Μ. 000096, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Ηλείας με αριθμό Η……../14.04.2021) και κατέθεσε προτάσεις.
Της εφεσίβλητης-ενάγουσας : Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «E…… ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», ως καθολική διάδοχος της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «Α……. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕΓΑ», δια της απορρόφησης της τελευταίας από την πρώτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ν.2190/1920 (άρθρα 68 επ.) και του άρθρου 54 Ν.4172/2013 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ.10 Ν.4364/2016, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Νικολάου Θεοδώρου (Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, Α.Μ.000033, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Ηλείας με αριθμό Η0……./14.4.2021) και κατέθεσε προτάσεις.
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πύργου την από 21.12.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2……/…..12.2015 αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Ειρηνοδικείο Πύργου Ηλείας, αφού εκδίκασε την αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με την υπ’αριθμ……/2018 απόφασή του την έκανε εν μέρει δεκτή και κήρυξε την απόφασή του εν μέρει προσωρινά εκτελεστή. Κατά της ανωτέρω απόφασης ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών άσκησε την από 20.02.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./20.02.2019 έφεση, για την οποία με την με αριθμό Μει……./28.02.2019 έκθεση κατάθεσης δικογράφου της Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου ορίστηκε δικάσιμος συζήτησης της έφεσης η 09η Οκτωβρίου 2019 και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό πέντε (5). Κατόπιν διαδοχικών αναβολών [κατά τις δικασίμους τις 09ης.10.2019, 11ης.3.2020, 25ης.11.2020 ] η υπόθεση αναβλήθηκε στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της έφεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 20.02.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/06.02.2019 έφεση κατά της υπ’αριθμ. ……/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών [άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ], αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 21.12.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./29.12.2015 αγωγής , αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου [άρθρο 17Α ΚΠολΔ]. Έχει δε ασκηθεί εμπρόθεσμα και με τις νόμιμες διατυπώσεις [άρθρα 495 παρ.1, 511, 513 παρ.1 περ.β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ], ήτοι με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα [30] ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης στις 22 Ιανουαρίου 2019 στον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα επιμελεία της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης [βλ. την ενυπόγραφη σημείωση του δικαστικού επιμελητή … επί του νομίμως επικυρωμένου ακριβούς αντιγράφου της εκκαλουμένης, που προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή [άρθρο 532 ΚΠολΔ] και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της [άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ].
Με την από 21.12.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./29.12.2015 αγωγή η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία εξέθετε ότι στις 17 Ιουλίου 2004 και περί ώρα 13:15 επί της επαρχιακής οδού Καλλίκωμου συνέβη τροχαίο ατύχημα υπό τις ειδικότερες συνθήκες που περιγράφονται στην αγωγή, κατά το οποίο προκλήθηκαν οι αναφερόμενες υλικές ζημίες στη με αριθμό κυκλοφορίας ΙΗΟ-…… δίκυκλη μοτοσικλέτα, που οδηγούσε ο Ν…….. Σ………. και άνηκε στην ιδιοκτησία του. Ότι το τροχαίο αυτό ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της ανήλικης Π……. Κ………, η οποία οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ΗΑΒ-…… Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του πατέρα της, Ν…….. Κ…….., ενώ στερείτο της απαιτούμενης από το νόμο άδεια ικανότητας οδήγησης. Ότι με τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα Ν……… Κ……….. κατά τον χρόνο του ατυχήματος είχε καταρτίσει ισχυρή σύμβαση ασφάλισης, βάσει της οποίας είχε αναλάβει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του ανωτέρω ιδιωτικής χρήσεως φορτηγού αυτοκινήτου[ΗΑΒ-……..]. Περαιτέρω η ενάγουσα εξέθετε ότι με την υπ’ αριθμ.πρωτ……/08/04/………/27.10.2004 εντολή πληρωμής, κατόπιν εξώδικου συμβιβασμού, κατέβαλε στον ζημιωθέντα Ν……… Σ……… το ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ (3.674,00 €), ως αποζημίωση για τη θετική του ζημία από το ανωτέρω ατύχημα. Ότι μεταξύ των συμβαλλομένων στην ως άνω σύμβαση ασφάλισης είχε συνομολογηθεί ο όρος της απαλλαγής του ασφαλιστή για ζημίες που προκαλούνται από οδηγό που δεν κατέχει την άδεια οδήγησης, η οποία προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει για την ανωτέρω αιτία το ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ (3.674,00 €), άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού ως αχρεωστήτως καταβληθέν, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του ανωτέρω ποσού άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη υπ’αριθμ. ……./2018 απόφαση, αφού έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297,298,345,361, 904 ΑΚ, 6β παρ.1 περ.α, 11 παρ.1 Ν.489/1976, που κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, όπως αυτό ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του Ν.3557/2007, 907, 908, 176 επ. ΚΠολΔ, κατά την κύρια βάση αυτής, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα να καταβάλει στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη το ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ (3.674,00 €), με το νόμιμο τόκο από την 5η Νοεμβρίου 2014 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την υπό κρίση έφεση για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν, αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή καθώς και να επιβληθεί σε βάρος της εφεσίβλητης η δικαστική του δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
(Ι) Με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 εδ. γ` του Ν. 3557/2007, η ισχύς του οποίου άρχισε από τις 14.5.2007, καταργήθηκε η Κ4/585/5.4.1978 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ 795 τ. ΑΕ και ΕΠΕ), ενώ με τη διάταξη του άρθρου 4 του ίδιου νόμου προστέθηκε το άρθρο 6β στο Π.Δ. 237/1986 (που κωδικοποίησε το Ν. 489/1976 “περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”), το οποίο ορίζει ότι : 1. Εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται : α) από οδηγό, ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί, β) από οδηγό, ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν. 2696/1999, ΦΕΚ 57 Α`), όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος…, γ) από αυτοκίνητο όχημα, του οποίου γίνεται διαφορετική χρήση από αυτή που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και στην άδεια κυκλοφορίας, εφόσον η χρήση αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος. Οι προαναφερόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις που απαρτίζουν, περιοριστικά πλέον, τους τρεις (3) λόγους εξαίρεσης από την ασφάλιση, αποτελούν λόγους απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου του, με την επισήμανση ότι επιτρέπεται με τη σύμβαση ασφάλισης να ορίζονται, πέραν των περιπτώσεων αυτών, και άλλες περιπτώσεις εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, εφόσον αυτές αφορούν μόνο προαιρετική ασφαλιστική κάλυψη (άρθρο 6β παρ. 2 Π.Δ. 237/1986). Από το συσχετισμό των τριών περιπτώσεων εξαίρεσης μεταξύ τους σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος προβλέπει την ανάγκη συνδρομής αιτιώδους συνάφειας, ως μιας περαιτέρω προϋπόθεσης για τη συγκρότηση των λόγων εξαίρεσης, μόνο στις περιπτώσεις υπό στοιχεία (β`) και (γ`), όχι όμως και στην περίπτωση υπό στοιχείο (α`), δηλαδή στην πρόκληση ατυχήματος από οδηγό που στερείται άδειας ικανότητας οδήγησης για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί. Ειδικότερα από τη γραμματική διατύπωση των τριών περιπτώσεων εξαίρεσης συνάγεται ότι στην υπό στοιχείο (α`) περίπτωση δεν εξετάζεται και δεν ερευνάται κατά πόσο η έλλειψη άδειας ικανότητας οδηγού επηρέασε ή όχι την πρόκληση του ατυχήματος, αφού πρόκειται τυπικά για περίπτωση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, ενώ η ανάγκη συνδρομής της αιτιώδους συνάφειας ερευνάται μόνο στις δύο άλλες περιπτώσεις. Η διατύπωση αυτή στο νόμο, δηλαδή η μη αναφορά, σε αντίθεση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις, της σύνδεσης της αιτιώδους συνάφειας της έλλειψης άδειας οδήγησης με την πρόκληση του ατυχήματος, αποτελεί συνειδητή ρύθμιση του νομοθέτη, διαφοροποιημένη σε σχέση με τις δύο άλλες περιπτώσεις, και δεν πρόκειται για απλή παράλειψή του. Ναι μεν η σύγχρονη ασφαλιστική επιστήμη, η θεωρία και η πάγια νομολογία (ΑΠ 1068/2013, ΑΠ 1016/2013, ΑΠ 1451/2009, ΑΠ 1357/2008, ΑΠ 1517/2006) θεωρούσαν, μέχρι την κατάργηση της παραπάνω υπουργικής απόφασης, και τους λόγους αυτούς απαλλαγής ή εξαίρεσης (που αποτελούσαν συμβατικές εξαιρέσεις της κάλυψης του ασφαλισμένου), ως καλυμμένα ασφαλιστικά βάρη (συμβατικά), δηλαδή η απαλλαγή του ασφαλιστή, στην επίμαχη περίπτωση, δεν επερχόταν μόλις διαπιστωνόταν η έλλειψη άδειας οδήγησης στο πρόσωπο του οδηγού που είχε εμπλακεί στο ατύχημα, αλλά τούτο επερχόταν, εφόσον συνέτρεχε υπαιτιότητα και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους, δηλαδή της έλλειψης άδειας ικανότητας οδήγησης, και του ατυχήματος, πλην, όμως, τούτο δεν σημαίνει ότι ο νομοθέτης είναι δεσμευμένος (νομοθετικά) να ακολουθήσει οπωσδήποτε την παραδοχή αυτή. Αντίθετα, έχει την ευχέρεια να αποκλίνει, εφόσον, βέβαια, εκφράζεται σαφώς, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του εδαφίου α` της παραγράφου 1 του άρθρου 6β του Π.Δ. 237/1986, στην οποία, σε αντίθεση με τις άλλες δύο ρυθμιζόμενες περιπτώσεις ασφαλιστικών βαρών, δεν θέτει ως προϋπόθεση του λόγου απαλλαγής ή εξαίρεσης του ασφαλιστή την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της πιο πάνω παράβασης και του ατυχήματος, χωρίς περαιτέρω να είναι υποχρεωμένος, όταν προβλέπει λόγους εξαίρεσης για τη ρύθμιση κάποιου θέματος, να θέτει, είτε μόνο λόγους εξαίρεσης, είτε μόνο καλυμμένα ασφαλιστικά βάρη, αλλά έχει τη δυνατότητα να κάνει συνδυασμό μεταξύ τους. Συνεπώς, με βάση την προπαρατιθέμενη ρύθμιση του νόμου, δεν έχει νομική επιρροή ο ισχυρισμός του οδηγού, που έχει εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα και δεν έχει άδεια ικανότητας οδήγησης, ότι γνωρίζει να οδηγεί ή ότι λείπει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της έλλειψης της άδειας αυτής και του ατυχήματος (ΑΠ 71/2017, ΑΠ 324/2016). Όλα όσα προαναφέρθηκαν έχουν νομική αξία στις σχέσεις ασφαλιστή και ασφαλισμένου στη λεγόμενη δίκη αναγωγής του πρώτου κατά του δεύτερου, κατά την οποία παρέχεται το δικαίωμα στον ασφαλιστή να εναγάγει τα αναφερόμενα στο άρθρο 11 παρ. 1 του π.δ. 237/1986 πρόσωπα και να ζητήσει απ` αυτά ό,τι κατέβαλε ή θα καταβάλει σε εκείνον που ζημιώθηκε από το τροχαίο ατύχημα (ΑΠ 379/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 323/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 262/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ327/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 217/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ) Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, όταν υπάρχει λόγος απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου, ο πρώτος [ασφαλιστής] δύναται να μετακυλήσει στον δεύτερο [ασφαλισμένο] τη ζημία του τρίτου, αφού ικανοποιηθεί ο τελευταίος. Δηλαδή έναντι του τρίτου δεν απαλλάσσεται ο ασφαλιστής και υπεισέρχεται στη θέση του ο ασφαλισμένος, ο οποίος κατά κανόνα ήδη ευθύνεται από την αδικοπραξία σε βάρος τρίτου. Η μετακύλιση αυτή επιδιώκεται μέσω της αναγωγής. Το δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή κατά του ασφαλισμένου στηρίζεται στην αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 του Ν. 489/1976, που αποκλείει στον ασφαλιστή να επικαλεσθεί την ασφαλιστική σύμβαση, προκειμένου να αρνηθεί την ασφαλιστική κάλυψη και συγκεκριμένα προκειμένου να αντιτάξει κατά του ζημιωθέντος τρίτου ένσταση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη της ασφαλιστικής περίπτωσης που προήλθε κατόπιν παραβίασης ασφαλιστικού βάρους εκ μέρους του αδικοπραγήσαντος ασφαλισμένου του, του επιβάλλει την καταβολή του ασφαλίσματος και την αποκατάσταση της ζημίας, παρά την εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη, και ταυτόχρονα η ιδία αυτή διάταξη επιφυλάσσει στον ασφαλιστή δικαίωμα άσκησης αναγωγής. Η αναγωγή αποτελεί ιδιαίτερη και αυτοτελή αξίωση που παράγεται απευθείας από το νόμο (άρθρο 11 παρ. 1 του Ν.489/1976) και όχι από την αδικοπραξία ή την σύμβαση. Παθητικά υποκείμενα του δικαιώματος αναγωγής του ασφαλιστή, όταν συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού της ευθύνης του τελευταίου, είναι ο υπαίτιος οδηγός, ο αντισυμβαλλόμενος, ανεξάρτητα εάν έχει ή όχι παράλληλα και την ιδιότητα του ασφαλισμένου, δηλαδή του κυρίου, κατόχου ή οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, και ο ασφαλισμένος, δηλαδή ο κύριος ή κάτοχος του αυτοκινήτου, έστω και εάν δεν οδηγεί το ασφαλισμένο αυτοκίνητο. Οι ως άνω περιπτώσεις αποκλεισμού της ευθύνης του ασφαλιστή και εξαίρεσης αυτού από την ασφαλιστική κάλυψη αποτελούν στην πραγματικότητα καλυμμένο ασφαλιστικό βάρος, το οποίο απευθύνεται και αφορά κάθε ασφαλιζόμενο πρόσωπο, δηλαδή όχι μόνο τον οδηγό, αλλά και τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο του οχήματος, όταν οι τελευταίοι είναι πρόσωπα διαφορετικά από τον οδηγό, των περισσότερων υπόχρεων ευθυνόμενων εις ολόκληρον, το δε δεδικασμένο της δίκης μεταξύ ασφαλιστή και ζημιωθέντος τρίτου δεν επιδρά στη δίκη μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου. Το δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή κατά του ασφαλισμένου, το οποίο κατά τα προαναφερόμενα στηρίζεται στην αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 του Ν.489/1976, υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, που προβλέπει ότι “Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια”, διότι δεν υπάρχει διάταξη που να προβλέπει συντομότερη παραγραφή του δικαιώματος αυτού. Η παραγραφή του άρθρου 10 του Ν.2496/1997, που ορίζει ότι “αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από τέσσερα (4) χρόνια και στις ασφαλίσεις προσώπων μετά από πέντε (5) χρόνια από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν”, αφορά τις απαιτήσεις και αξιώσεις του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου που ιδρύονται από την ασφαλιστική σύμβαση και όχι από το νόμο, όπως π.χ. η αξίωση του ασφαλιστή προς καταβολή του συμφωνηθέντος ασφαλίστρου. Και ναι μεν οι περί παραγραφής διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.2496/1997 τυγχάνουν εφαρμογής στις διατάξεις περί υποχρεωτικής ασφάλισης του άρθρου 26 του Ν.2496/1997, πλην, όμως, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στις διατάξεις του Ν.489/1976, και συνεπώς ούτε στην περί αναγωγής ασφάλιση του άρθρου 11 παρ.1 του Ν.489/1976, δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 26 του Ν.2496/1997, κατά ρητή επιταγή της διατάξεως της παραγράφου 6 του ιδίου άρθρου του νόμου αυτού, δεν εφαρμόζονται στην υποχρεωτική ασφάλιση ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων (ΑΠ 86/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
(ΙΙΙ) Κατά τα άρθρα 483 εδ.α και 484 εδ.α ΑΚ, η καταβολή, που έγινε από έναν συνοφειλέτη, απαλλάσσει και τους λοιπούς. Η άφεση χρέους προς έναν από τους οφειλέτες ισχύει και για τους λοιπούς, μόνο εφόσον συμφωνήθηκε με τέτοιο σκοπό. Κατά δε το άρθρο 871 εδ. α ΑΚ, με τη σύμβαση του συμβιβασμού οι συμβαλλόμενοι διαλύουν, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, μια φιλονικία τους ή μια αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ο συμβιβασμός που συνάπτει ο δανειστής με έναν από τους συνοφειλέτες έχει, κατ’ αρχήν, υποκειμενική ενέργεια, δηλαδή ισχύει μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων και δεν επεκτείνεται σε άλλον συνοφειλέτη, εκτός εάν συμφωνήθηκε να ισχύει για τον άλλο αυτόν συνοφειλέτη. Καταβολή, όμως, που έγινε στα πλαίσια συμβιβασμού από τον συμβληθέντα συνοφειλέτη, ωφελεί και τον άλλο συνοφειλέτη, που δεν συμμετείχε στο συμβιβασμό, και αν αυτός δεν τον δεσμεύει. Από τα παραπάνω ακολουθεί ότι ο δανειστής δύναται, αγνοώντας τον συμβιβασμό, που συνήψε με ένα συνοφειλέτη, να επιδιώξει από άλλο συνοφειλέτη και το ποσό της όλης απαιτήσεώς του, κατά το οποίο αυτή μειώθηκε με τον συμβιβασμό. Ο άλλος αυτός συνοφειλέτης, για να αποκρούσει την αξίωση αυτή του δανειστή, οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει έγκυρη συμφωνία μεταξύ των συμβληθέντων στο συμβιβασμό, δηλαδή ότι ο συναφθείς συμβιβασμός έχει αντικειμενική ενέργεια και ότι αυτός ισχύει και για τον άλλον συνοφειλέτη. Τα παραπάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση, που ο συμβιβασμός συνάπτεται μεταξύ του παθόντος σε αυτοκινητικό ατύχημα και του ασφαλιστή. Έτσι, καταρχήν τέτοιος συμβιβασμός έχει υποκειμενική ενέργεια μεταξύ των συμβαλλομένων και δεν επεκτείνεται και στον υπόχρεο ασφαλισμένο – λήπτη της ασφαλίσεως, ο οποίος δεν δεσμεύεται από ένα τέτοιο συμβιβασμό. Υπό αυτό το πνεύμα τελεί και η περιεχόμενη στην παρ. 2 του άρθρου 23 της Κ4/585/1978 ΑΥΕ και ισχύουσα μεταξύ των μερών, εφόσον κατέστη περιεχόμενο της συμβάσεως ασφαλίσεως, ρύθμιση, που ορίζει ότι “ο ασφαλιστής δικαιούται να προβαίνει κατά την κρίσιν του και εντός των ορίων της ευθύνης του, εις συμβιβαστικόν διακανονισμόν απαιτήσεων τρίτων κατ’ αυτού ή των ησφαλισμένων, του διακανονισμού τούτου μη δεσμεύοντος καθ’ οιονδήποτε τρόπον τους ησφαλισμένους”. Επομένως και αν ο παθών τρίτος συνήψε συμβιβασμό με τον ασφαλιστή, δεχόμενος μείωση της απαιτήσεως αποζημιώσεώς του, δύναται, παρά ταύτα, να στραφεί κατά του ασφαλισμένου για να αξιώσει το επιπλέον ποσό της αποζημιώσεώς του, που δεν καλύπτεται από τον συναφθέντα συμβιβασμό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί ότι ο συμβιβασμός δεν δεσμεύει τον ασφαλισμένο. Αντιθέτως, ο τελευταίος, για να αποκρούσει επιτυχώς την εναντίον του απαίτηση, έχει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι ο συναφθείς συμβιβασμός υπό τις συντρέχουσες συγκεκριμένες περιστάσεις ωφελεί και τον ίδιο με βάση σχετική συμφωνία των συμβληθέντων μερών [ΑΠ 150/2007, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»].
Ο εκκαλών, επαναφέροντας τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του [ένσταση] περί του ότι η επίδικη αξίωση της εφεσίβλητης υπέκυψε στην ειδική τετραετή παραγραφή του άρθρου 10 του Ν.2496/1997, ως απορρέουσα από παράβαση ασφαλιστικής σύμβασης, που συνδέει την ασφαλιστική εταιρεία με τον ασφαλισμένο της, η οποία έχει συμπληρωθεί, δεδομένου ότι από το ένδικο συμβάν, που συνέβη στις 17.7.2004, έως την άσκηση της αγωγής που έλαβε χώρα στις 17.01.2016, παρήλθε χρονικό διάστημα μείζον της τετραετίας, με τον μοναδικό λόγο εφέσεώς του και κατά το πρώτο σκέλος αυτού, όπως αυτός εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένως απέρριψε αυτόν ως μη νόμιμη.
Η εφεσίβλητη αρνείται τον ισχυρισμό αυτό, με την αιτιολογία ότι η αξίωσή της υπόκειται στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, επικουρικά δε με τις προτάσεις της επαναφέρει στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη τον πρωτοδικώς και επικουρικά προβληθέντα ισχυρισμό [αντένσταση] περί διακοπής της αρξάμενης και μη συμπληρωθείσας έτι παραγραφής με την άσκηση όμοιας αγωγής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κρεστένων, που απορρίφθηκε τελεσιδίκως με απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου για λόγους μη ουσιαστικούς, και με την άσκηση της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./29.12.2015 αγωγής, επί της οποίας η εκκαλουμένη, εντός εξαμήνου από της τελεσιδικίας, ο οποίος είναι νόμιμος και θα εξεταστεί περαιτέρω κατ’ουσίαν.
Ο λόγος αυτός εφέσεως, κατά το προαναφερόμενο πρώτο τμήμα αυτού, τυγχάνει μη νόμιμος, καθώς, σύμφωνα και με τα όσα διαλαμβάνονται στην ανωτέρω υπό στοιχεία (Ι & ΙΙ) νομική σκέψη της παρούσας, το δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή, το οποίο απορρέει από το νόμο και ερείδεται στην αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 του Ν.489/1976, υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, διότι δεν υπάρχει διάταξη που να προβλέπει συντομότερη παραγραφή του δικαιώματος αυτού, και αρχίζει από την καταβολή στην οποία προέβη ο ασφαλιστής προς τον ζημιωθέντα τρίτο, συνεπεία της ζημίας που προκάλεσε σε αυτόν ο ασφαλισμένος. Από τα με επίκληση προσκομισθέντα έγγραφα προκύπτει ότι το επίδικο τροχαίο συμβάν έλαβε χώρα στις 17 Ιουλίου 2004 και η καταβολή της αποζημίωσης στον τρίτο ζημιωθέντα, Ν……. Σ………, έλαβε χώρα στις 04 Νοεμβρίου 2004, κατόπιν εξώδικου συμβιβασμού, δυνάμει της υπ’αριθμ……./08/04/……εντολής πληρωμής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Επομένως το χρονικό διάστημα των είκοσι ετών συμπληρώνεται στις 04 Νοεμβρίου 2024 και ως εκ τούτου η αξίωση της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής δεν είχε υποκύψει σε παραγραφή, η δε αντένσταση διακοπή της παραγραφής αλυσιτελώς προβάλλεται. Σε κάθε περίπτωση η παραγραφή διεκόπη, κατά τη διάταξη του άρθρου 261 εδ.α ΑΚ, με την άσκηση της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 46/2005 όμοιας αγωγής της νυν εφεσίβλητης κατά του νυν εκκαλούντος ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κρεστένων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.12/2007 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου. Κατόπιν ασκήσεως της από 03.9.2007 (αριθμ.εκθ.καταθ.04/2007) εφέσεως κατά της τελευταίας αυτής απόφασης εκδόθηκε η υπ’αριθμ.340/16.10.2015 τελεσίδικη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, ήτοι για τυπικό λόγο, που δεν ανάγεται στο υποστατό της επίδικης τότε και τώρα αξίωσης της ενάγουσας, εξαφανίζοντας την ανωτέρω υπ’αριθμ.12/2007 απόφαση. Ωστόσο, εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση της υπ’αριθμ……/16.10.2015 τελεσίδικης απόφασης, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε την από 29.12.2015 νέα αγωγή (αριθ.εκθ.καταθ. ……/29.12.2015), της ίδιας ιστορικής και νομικής αιτίας με την προγενέστερη αγωγή, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα στις 27 Ιανουαρίου 2016 (βλ. την υπ’αριθμ……./27.01.2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της …). Ως εκ τούτου η αξίωση της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης τελεί σε διακοπή της παραγραφής από την άσκηση της υπ’αριθμ.εκθ.καταθ. ……/2005 αγωγής έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της υπ’αριθμ. εκθ.καταθ.206/2015 αγωγής.
Από την επανεκτίμηση των εγγράφων, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στις 17 Ιουλίου 2004 και περί ώρα 13.15 ο Ν……. Σ……… οδηγώντας την με αριθμό κυκλοφορίας ΙΗΟ-……. δίκυκλη μοτοσικλέτα, που άνηκε στην αποκλειστική κυριότητά του, κινείτο επί της επαρχιακής οδού Καλλίκωμου, στο ρεύμα κυκλοφορίας αυτής με κατεύθυνση από Καλλίκωμο προς Ράχες. Την ίδια χρονική στιγμή η ανήλικη θυγατέρα του εκκαλούντος, Π………. Κ……….., ηλικίας τότε δεκαέξι (16) ετών (γεννηθείσα στις 10.6.1988), οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ΗΑΒ-……… ιδιωτικής χρήσεως φορτηγό (Ι.Χ.Φ.) αγροτικό αυτοκίνητο, το οποίο άνηκε στην αποκλειστική κυριότητα του εκκαλούντος και κατά τον χρόνο του ατυχήματος ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του στην εφεσίβλητη, εκινείτο σε αγροτικό οδό εντός της τοπικής κοινότητας Καλλίκωμου, χωρίς να έχει την απαιτούμενη από το νόμο άδεια ικανότητας οδήγησης του οχήματος που οδηγούσε. Φθάνοντας στο ύψος που η ανωτέρω αγροτική οδός διασταυρώνεται με την επαρχιακή οδό Καλλίκωμου, η Π……… Κ………., από έλλειψη σύνεσης και προσοχής, την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, όπως κάθε μέσος συνετός οδηγός, δεν ακινητοποίησε το αγροτικό αυτοκίνητο που οδηγούσε προ της διασταυρώσεως και δεν παραχώρησε προτεραιότητα στα κινούμενα επί της ανωτέρω επαρχιακής οδού οχήματα, αλλά εισήλθε αιφνίδια και ανέλεγκτα σε αυτήν με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην πορεία της δίκυκλης μοτοσυκλέτας που οδηγούσε ο Ν…….. Σ…….. και να συγκρουστεί με αυτήν. Το επίδικο τροχαίο ατύχημα, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα (αμέλεια) της οδηγού του με αριθμό κυκλοφορίας ΗΑΒ-……… ιδιωτικής χρήσεως φορτηγού (Ι.Χ.Φ.) αγροτικού αυτοκινήτου, η οποία δεν παραχώρησε προτεραιότητα στην κινούμενη επί της επαρχιακής οδού Καλλίκωμου με αριθμό κυκλοφορίας ΙΗΟ-………… δίκυκλη μοτοσικλέτα, που οδηγούσε ο Ν……. Σ…….., κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ.1, 26 και 94 Ν.2696/1999 (ΚΟΚ). Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος, ότι οδηγός του ζημιογόνου αγροτικού αυτοκινήτου ήταν ο ίδιος και όχι η Π……. Κ…….. και ως εκ τούτου δεν συντρέχει ο λόγος εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, είναι αβάσιμος κατ’ουσίαν και πρέπει να απορριφθεί και τούτο διότι, όπως προκύπτει από την από 21 Ιουλίου 2004 ένορκη κατάθεση του Ν…….. Σ………. στο Α.Τ.Κρεστένων, που επέχει θέση μηνύσεως, την από 25 Ιουλίου 2004 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Ι……… Σ…………. στο Α.Τ. Κρεστένων και το αντίγραφο βιβλίου αδικημάτων – συμβάντων και συλλήψεων του Α.Τ. Κρεστένων της 19ης Ιουλίου 2004 το ζημιογόνο όχημα οδηγούσε η Π……….. Κ………. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, ήτοι ότι οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου ήταν η Π……. Κ…….., ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός λόγος έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων ως προς το ζήτημα αυτό, όπως εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, είναι αβάσιμος κατ’ουσίαν και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το ζημιογόνο με αριθμό κυκλοφορίας ΗΑΒ-…… Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Μαρτίου 2004 έως τις 29 Μαρτίου 2005 ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «Α………… ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ», της οποίας καθολική διάδοχος τυγχάνει η εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «E….. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», με το υπ’αριθμ ………/01.3.2004 ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που είχε συνάψει η εφεσίβλητη με τον εκκαλούντα (αριθμός πρώτου συμβολαίου 1……….). Σύμφωνα με το άρθρο 25 περ.6 της απόφασης του Υπουργού Εμπορίου Κ4/585/1978, που έχει δημοσιευθεί στο με αριθμό 795/08.4.1978 ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) και στην οποία παραπέμπει η σύμβαση ασφάλισης, καθώς και σύμφωνα με το άρθρο 21 περ.6 των γενικών όρων υποχρεωτικής ασφάλισης, που επισυνάπτονται στο ασφαλιστήριο και αποτελούν ενιαίο και αναπόσπαστο μέρος της ασφαλιστικής σύμβασης, τους οποίους αποδέχθηκε σιωπηρά ο εκκαλών, συνομολογήθηκε ο όρος ότι αποκλείονται από την ασφάλιση ζημίες, που προκαλούνται από οδηγό, ο οποίος δεν έχει την προβλεπόμενη από το νόμο άδεια οδήγησης για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί. Περαιτέρω, από την σύγκρουση η δίκυκλη μοτοσυκλέτα του Ν…… Σ……. υπέστη εκτεταμένες υλικές ζημίες για την αποκατάσταση των οποίων ο ανωτέρω ιδιοκτήτης αυτής δαπάνησε το συνολικό ποσό των 4.037,02 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ. Ειδικότερα κατέλαβε : α) για ένα ψυγείο το ποσό των 283,90 € πλέον ΦΠΑ 18%, για ένα λαιμό πιρουνιού το ποσό των 381,36 € πλέον ΦΠΑ 18%, για δύο φούσκες μπουκάλας το ποσό των 76,27 € πλέον ΦΠΑ 18%, για ένα καλάμι μπουκάλας το ποσό των 283,90 € πλέον ΦΠΑ 18%, για ένα δεξιό αεραγωγό ψυγείου το ποσό των 105,93 € πλέον ΦΠΑ 18%, για έναν αριστερό αεραγωγό ψυγείου το ποσό των 105,93 € πλέον ΦΠΑ 18%, για ένα σωλήνα φρένου το ποσό των 122,88 € πλέον ΦΠΑ 18% και για μία λάμα ACERBIS πλαστική το ποσό των 38,12 € πλέον ΦΠΑ 18%, ήτοι η συνολική καθαρή αξία των ανωτέρω ανταλλακτικών ανήλθε στο ποσό των 295,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ 18% εκ 251,69 €και συνολικά στο ποσό των 1.650,00 €(βλ. προσκομιζόμενο αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 01603/03.08.2004 απόδειξης λιανικής πώλησης του …, αποκλειστικού αντιπροσώπου της SUZUKI για το Νομό Αχαΐας), β) για μία μάσκα εμπρός ENDURO δαπάνησε το ποσό των 65,50 € πλέον ΦΠΑ 18%, για ένα φτερό εμπρός ENDURO το ποσό των 28,10 € πλέον ΦΠΑ 18%, για ένα φτερό πίσω ENDURO το ποσό των 26,00 € πλέον ΦΠΑ 18%, για δύο καπάκια πλαϊνά το ποσό των 70,00 € πλέον ΦΠΑ 18%, για ένα τιμόνι ENDURO το ποσό των 145,50 € πλέον ΦΠΑ 18%, για ένα τεμάχιο χούφτες τιμονιού το ποσό των 75,00 € πλέον ΦΠΑ 18%, για μία δισκόπλακα εμπρός το ποσό των 140,10 € πλέον ΦΠΑ 18%, για ένα τεμάχιο τακάκια εμπρός το ποσό των 32,50 € πλέον ΦΠΑ 18%, για μία εξάτμιση τελικού το ποσό των 450,00 € πλέον ΦΠΑ 18%, για ένα τεμάχιο χερούλια τιμονιού το ποσό των 25,00 € πλέον ΦΠΑ 18%, για ένα στεφάνι εμπρός το ποσό των 120,10 € πλέον ΦΠΑ 18%, για 36 τεμάχια ακτίνες εμπρόσθιου τροχού το ποσό των 54,00 € πλέον ΦΠΑ 18%, για ένα τεμάχιο λάδια ανάρτησης εμπρός το ποσό των 28,00 € πλέον ΦΠΑ 18%, για ένα τεμάχιο υγρό ψυγείου ΙΡΟΝΕ το ποσό των 65,50 € πλέον ΦΠΑ 18%, για ένα τεμάχιο υγρό φρένων ΙΡΟΝΕ το ποσό των 8,10 € και για ένα κράνος ELNDURO BEEL το ποσό των 280,00 € πλέον ΦΠΑ 18%, ήτοι η συνολική καθαρή αξία των ανωτέρω ανταλλακτικών ανήλθε στο ποσό των 1.557,90 ευρώ πλέον ΦΠΑ 18% εκ ποσού 280,42 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 1.838,32 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενο αντίγραφο του υπ’ αριθ. ………/23.08.2004 τιμολογίου-δελτίου αποστολής της επιχείρησης επισκευής και εμπορίας ελαστικών του … Α……..). Επίσης, για τις απαιτούμενες εργασίες αποκατάστασης δαπάνησε : α) για πλέξιμο εμπρόσθιου τροχού το ποσό των 50,00 € πλέον ΦΠΑ 18%, για ακτινολόγηση εμπρόσθιου τροχού το ποσό των 30,00 € πλέον ΦΠΑ 18% και για τοποθέτηση και εργασία ανταλλακτικών κ.τ.λ. το ποσό των 350.0 € πλέον ΦΠΑ 18%, ήτοι το συνολικό καθαρό ποσό των 430,00 €πλέον ΦΠΑ 18% εκ ποσού 77,40 € και συνολικά το ποσό των 507,40 € (βλ. προσκομιζόμενο αντίγραφο της υπ’ αριθ. 87/24.08.2004 Απόδειξης Παροχής Υπηρεσιών της επιχείρησης επισκευής και εμπορίας ελαστικών του …), β) για την επισκευή της σέλας το ποσό των 35,00 € πλέον ΦΠΑ 18% εκ ποσού 6,30 €, ήτοι συνολικά το ποσό των 41,30 € (βλ. προσκομιζόμενο αντίγραφο της υπ’ αριθ. ./10.08.2004 απόδειξης παροχής υπηρεσιών της επιχείρησης ταπετσαριών αυτοκινήτων και καθαρισμού σαλονιών του Ηλία Γ……). Η ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «Α…….. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ», της οποίας καθολική διάδοχος τυγχάνει η εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «E……… ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», μετά την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και τη θετική δήλωση ατυχήματος του εκκαλούντος, που αναγνώριζε την ευθύνη του για το ένδικο ατύχημα [βλ. προσκομιζόμενο αντίγραφο της με αριθμό 1……/2004 και ημερομηνία παράδοσης την 17.9.2004 έκθεσης εκτίμησης ζημιών, που διενεργήθηκε για λογαριασμό της εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας και της υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/02.8.2004 υπεύθυνης δήλωσης ατυχήματος], κατέβαλε στις 04 Νοεμβρίου 2004, μετά από εξώδικο συμβιβασμό, στον ιδιοκτήτη του ζημιωθέντος οχήματος, …, το ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ (3.674,00 €) σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε απαίτησης και αξίωσής του, για τις υλικές ζημιές που υπέστη η με αριθμό κυκλοφορίας IHO-…… μοτοσικλέτα ιδιοκτησίας του, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. πρωτ. ……./08/04/……….. από 27.10.2004 εντολή πληρωμής αποζημίωσης που εξοφλήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2004 (βλ. προσκομιζόμενο αντίγραφο εντολής πληρωμής-εξοφλητικής απόδειξης). Ο συμβιβασμός αυτός είναι έγκυρος μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρίας και του ζημιωθέντος τρίτου και δεν της στερεί το δικαίωμα της αναγωγής κατά του ασφαλισμένου της, ο οποίος δεν δεσμεύεται από τον συμβιβασμό αυτό, καθώς ενεργεί υποκειμενικά. Ωστόσο, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου είναι αποκλειστικά υπαίτια της ένδικης σύγκρουσης, το ποσό της αποζημίωσης που θα υποχρεωνόταν να καταβάλει ο εκκαλών ασφαλισμένος στον ζημιωθέντα, λαμβανομένης υπόψη της έκτασης των ζημιών της μοτοσικλέτας του και της εμπορική της αξίας, θα ήταν μεγαλύτερο από αυτό που δέχθηκε αυτός με το συμβιβασμό, η επίτευξη, επομένως, του οποίου ήταν και προς το συμφέρον του. Συνεπώς, δεν θα βαρυνόταν αυτός με μικρότερο ποσό έναντι της ασφαλιστικής εταιρίας αν δεν επιτυγχανόταν ο συμβιβασμός και γινόταν δίκη με τον ζημιωθέντα για την αποζημίωσή του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του ομοίως έκρινε και υποχρέωσε τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα να καταβάλει στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη το ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ (3.674,00 €), με το νόμιμο τόκο από τις 05 Νοεμβρίου 2004 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με την έφεσή του και κατά το δεύτερο τμήμα αυτής, όπως ορθά εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.
Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 191 παρ. 2, 176 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης που κατέθεσε ο εκκαλών, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 20.02.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/20.02.2019 [έκθ.καταθ. προσδιορ. Μει……/28.02.2019] έφεση κατά της υπ’ αριθμ. ……/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατ΄ ουσίαν.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου άσκησης έφεσης, που κατέθεσε ο εκκαλών, στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στον Πύργο, στις 03 Φεβρουαρίου 2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/mprileias%2025_2022.htm