Ο εργαζόμενος δικαιούται πλήρη αποζημίωση μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων αυτού και υποχρεούται ο εργοδότης να καταβάλλει τη διαφορά ανάμεσα στην αποζημίωση και τις ληφθείσες παροχές από το ΙΚΑ. Έννοια εργοδότη. Περιλαμβάνει και τους προστηθέντες αυτού. Όταν το ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια του εργοδότη ως προς τα μέτρα ασφαλείας, ο εργαζόμενος δικαιούται από τον εργοδότη μόνο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το δε ΙΚΑ υποχρεούται αποκλειστικά σε παροχές από το ατύχημα και δε δύναται να αξιώσει από τον εργοδότη την καταβολή των παροχών καθ΄ υποκατάσταση του εργαζομένου. Σφάλμα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου το οποίο χωρίς να δεχτεί ότι υπήρξε δόλος του εκκαλούντος μηχανικού- τεχνικού ασφαλείας, αλλά συντρέχουσα αμέλεια του εκκαλούντος ως εργοδότη και όχι ως τρίτου, έκανε δεκτή την αγωγή του ΙΚΑ, απορρίπτοντας τη βάσιμη ένσταση του εκκαλούντος περί νόμω αβασίμου της αγωγής. Δεκτή έφεση. Απορρίπτει την αγωγή ως νόμω αβάσιμη.
ΑΠΟΦΑΣΗ 11140/2019
(αριθμ. εκθ. καταθ. έφεσης ././2018)
TO MONOMΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και από τη Γραμματέα
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στη Θεσσαλονίκη στις 2 Νοεμβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του εκκαλούντος – εναγομένου : .. του …, κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου (Α.Μ. ΔΣΘ), κατόπιν κατάθεσης μονομερής δήλωσης του που έγινε σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 και προκατέθεσε προτάσεις.
Του εφεσίβλητου -ενάγοντος : Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)» ως οιονεί καθολικού διαδόχου του πρώην ν.π.δ.δ με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων — Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ – ΕΤΑΜ)», νομίμως εκπροσωπούμενου, που παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας του δικηγόρου, (AM ) συμπαρισταμένης της ασκούμενης δικηγόρου
Το ενάγον και ήδη εφεσίβλητο ζήτησε να γίνει δεκτή η με αριθμό κατάθεσης ./2012 αγωγή του που κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την με αριθμό 4811/2015 μη οριστική απόφαση του ανέβαλε την συζήτηση της αγωγής μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της αντίστοιχης ποινικής δίκης και ακολούθως με την με αριθμό 591/2018 οριστική απόφαση δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη . Ήδη ο εκκαλών με την ένδικη έφεση του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμ. καταθ. ./2018 που προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας εγγραφόμενη στο οικείο πινάκιο, παραπονείται κατά της ως άνω απόφασης.
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις της, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο , αλλά κατέθεσε μονομερής δήλωσης του που έγινε σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 και προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 591/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε ερήμην του δεύτερου εναγομένου … (μη διαδίκου) και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων πρώτου εναγομένου πρώτου εναγομένου …. (μη διαδίκου) και τρίτου εναγομένου … (εκκαλούντος), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 17, 495 επ. 511, 513 παρ. Γ, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθώς από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια επίδοση, από τη δημοσίευση δε αυτής (24-05-2018) μέχρι την άσκηση της κρινόμενης έφεσης (28-06-2018) δεν έχει παρέλθει διετία (άρθρα 17, 495 επ. 511, 513 παρ.1α, 516, 517, 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Το ήδη εφεσίβλητο με την παραπάνω αγωγή του ισχυριζόταν ότι οι εναγόμενοι εκ των οποίων ο πρώτος αναγόμενος (μη διάδικος) ως υπερ-εργολάβος του έργου, ο δεύτερος εναγόμενος (μη διάδικος) ως εργολάβος του έργου και ο τρίτος ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών ως επιβλέπων μηχανικός —τεχνικός ασφαλείας προκάλεσαν κατά το χρόνο και τόπο που αναφέρονται σε αυτήν από αποκλειστική τους υπαιτιότητα εργατικό ατύχημα συνεπεία του οποίου προκλήθηκε ο τραυματισμός του ασφαλισμένου του Ότι ειδικότερα αυτοί παρότι όφειλαν εκ του νόμου να λάβουν προστατευτικά μέτρα και να τηρήσουν τους ορούς ασφαλείας κατά την εκτέλεση των εργασιών δεν το έπραξαν γνωρίζοντας ότι η παράλειψη τους αυτή ενέχει πιθανότητα προκλήσεως ατυχήματος, ενδεχόμενο το οποίο αποδέχθηκαν και ως εκ τούτου το ατύχημα οφείλεται σε δόλο των εναγομένων οι οποίοι ευθύνονται αλληλεγγύως. Ότι λόγω της ασφαλιστικής του σχέση με τον τραυματισθέντα κατέβαλε αυτό στον τελευταίο το ποσό των 16.105,87 ευρώ για το οποίο εκδόθηκαν και οι σχετικές αποφάσεις του Διοικητή του. Με βάση τα ανωτέρω ζητούσε με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι σε ολόκληρο ο κάθε ένας να του καταβάλουν το ποσό των 16.105,87 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και με προσωπική τους κράτηση ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του δέχτηκε την αγωγή ως νόμω βάσιμη και ακολούθως την έκανε δεκτή ως ουσία βάσιμη υποχρεώνοντας τους εναγομένους να καταβάλλουν ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο κάθε ένας το ποσό των 16.105,87 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής ενώ κήρυξε προσωρινά εκτελεστή την απόφαση αυτή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη και επέβαλλε σε βάρος των εναγομένων την καταβολή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος τα οποία όρισε στο ποσό των 175 ευρώ.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο τρίτος εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 25-06-2018 έφεση του για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή του αντιδίκου του ως προς αυτόν άλλως να μεταρρυθμιστεί για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν.
Κατά το άρθρο 1 του ν. 551/1915 «περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων», όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με τα άρθρ. 38 εδ. α’ ΚισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρ. 2 του ίδιου νόμου (εργατικό ατύχημα), θεωρείται κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου μεν με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του από τις συνθήκες της εργασίας, αλλά συνδεόμενου οπωσδήποτε μ’ αυτή λόγω της εμφάνισης του κατά την εκτέλεση της ή εξ αφορμής αυτής, δηλαδή θα πρέπει το αίτιο, στο οποίο οφείλεται το εργατικά ατύχημα, να μην ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος και το οποίο συνεπώς δεν Πα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτέλεσης της (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 1987.1605, ΑΠ 226/2916 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 139/2014 ΕΖ 2014.853). Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 ΑΚ, 1 και 16 του ως άνω ν. 551/1915, όπως αυτός κωδικοποιήθηκε, με το β.δ. της 24.7/25.8.1920, προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Η διάταξη του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1915, κατά την οποία ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι’ αυτό μόνον οι γενικές διατάξεις (ΟλΛΠ 1117/1986 ΕΕργΔ 1987.71, ΑΠ 133/2016, ΑΠ 80/2016 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Κατ’ ακολουθίαν, στην περίπτωση εργατικού ατυχήματος ο παθών δικαιούται πλήρη αποζημίωση, μόνον αν το ατύχημα μπορεί να αποτελεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έγινε σε εργασία ή επιχείρηση στην οποία δεν τηρήθηκαν οι πιο πάνω διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων σ’ αυτές και, συνεπώς, όχι όταν το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των όρων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς δηλαδή να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΛΠ 26/1995 Δνη 1996.38, ΑΠ 1858/2011 ΤΝΠ Νόμος). Για να δικαιούται, αντίθετα, ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνον η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1915 (ΟλΛΙ 1 18/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 181/2016 ό.π., ΑΠ 182/2015 ό.π.). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων του ν. 551/1915 με εκείνες των άρθρων 34 παρ.2 και 60 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 «περί κοινωνικών ασφαλίσεων» συνάγεται ότι, όταν ο παθών από εργατικό ατύχημα είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος αυτού. Απαλλάσσεται δηλαδή τόσο της κατά το κοινό δίκαιο ευθύνης για αποζημίωση όσο και της προβλεπόμενης από το ν. 551/1915 οδικής αποζημίωσης και, μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστηθέντος από αυτόν, υποχρεούται ο εργοδότης να καταβάλει στον παθόντα την από το άρθρο 34 παρ.2 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των υπό του ΙΚΑ χορηγούμενων παροχών. Η απαλλαγή αυτή καλύπτει και την περίπτωση της ειδικής αμέλειας κατά την οποία το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών περί των όρων ασφάλειας (ΟλΛΠ 1267/1976 ΔΕΝ 1977.310, ΑΠ 1118/2607 ΕλλΔνη 49.432). Έτσι, λοιπόν, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, όταν ο παθών εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, το οποίο έχει αναλάβει την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, δεν νομιμοποιείται να αξιώσει από τον εργοδότη ούτε την αυτοτελή αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ, λόγω του περιουσιακού χαρακτήρα αυτής (ΟλΛΠ 16/2006 ΑΠ 668/2915 ΤΝΠ Νόμος, Λ Π 182/2015 ό.π., ΑΠ 1778/2612 ΤΝΠ Νόμος). Η κατά τα ανωτέρω απαλλαγή του εργοδότη από την ευθύνη προς αποζημίωση για περιουσιακή ζημία από εργατικό ατύχημα χωρεί, έστω κι αν δεν έχει γίνει η καταβολή των οφειλόμενων εισφορών στο ΙΚΑ και ανεξάρτητα από το χρόνο ασφάλισης του μισθωτού σ’ αυτό, διότι ο νόμος απαιτεί απλά ο μισθωτός, που υπέστη το ατύχημα, να υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, χωρίς να αξιώνει και την προηγούμενη εγγραφή του στα μητρώα ασφαλισμένων του ιδρύματος, ενώ είναι αδιάφορο αν έχουν καταβληθεί οι εισφορές ή αν οφείλονται και από ποιον, αρκεί δε το ότι ο παθών δικαιούται να αξιώσει ασφαλιστικές παροχές από το ΙΚΑ, χωρίς να απαιτείται να έχει λάβει πράγματι αυτές (ΕφΑΘ 2406/2004 Δνη 2064.1075). Στην ασφάλιση δε του ΙΚΑ υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια, από την έναρξη της ισχύος του ν. 1902/1990 (17.10.1990), και όλοι οι αλλοδαποί οι οποίοι παρέχουν στο ελληνικό έδαφος εξαρτημένη εργασία υπό τους όρους του άρθρου 2 του αν.ν. 1846/1951, ανεξαρτήτως αν απασχολούνται προσκαίρως και αν έχουν εφοδιαστεί με άδεια παραμονής ή εργασίας, δεδομένου ότι η άδεια αυτή δεν συνιστά κατά νόμο προϋπόθεση για την υπαγωγή τους στην ασφάλιση του ΙΚΑ (βλ.σχετ. ΣτΕ 2548/2013, ΣτΕ 21/2013 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο παθών διατηρεί την αξίωση του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ή ψυχικής οδύνης) κατά του εργοδότη και του προσώπου που προστήθηκε από αυτόν, όταν το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα τούτων, καθόσον η πιο πάνω απαλλαγή από κάθε υποχρέωση για «αποζημίωση», ήτοι για αξίωση περιουσιακού χαρακτήρα, δεν καλύπτει την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, αφού καμιά παροχή χορηγούμενη από το ΙΚΑ δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της, λόγω της διαφορετικής φύσης της αξίωσης αυτής (ΟλΑΠ 1117/1986 ό.π., ΑΠ 1509/2011 ΕπισκΕμπΔ 2012.101, ΑΠ 1600/2005 ΕλλΔνη 49.1045). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951 «περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων», εργοδότες θεωρούνται κατ’ αρχήν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου) για λογαριασμό των οποίων τα υπαγόμενα στην ασφάλιση του ΙΚΑ πρόσωπα παρέχουν την εργασία τους (περ. α’). Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 34 του Θεσμικού περί ΙΚΑ Νόμου ΑΝ 1846/1951: «Εάν δια δικαστικής αποφάσεως βεβαιούται, ότι το ατύχημα εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, οφείλεται εις δόλον του εργοδότου ή του υπ’ αυτού προστηθέντος προσώπου, ο εργοδότης υποχρεούται όπως καταβάλη: α) Εις το ΕΚ.Λ., πάσαν την δαπάνην τούτου, την προκληθείσαν εκ της λόγω του ατυχήματος χορηγήσεως παροχών και β) Εις τον παθόντα ή εν περιπτώσει θανάτου τούτου εις τα κατά το άρθρον 28 πρόσωπα, την διαφοράν μεταξύ του ποσού της κατά τον Αστικόν Κώδικα ανηκούσης αυτοίς αποζημιώσεως και του ολικού ποσού των κατά τον παρόντα νόμον χορηγητέων αυτοίς παροχών. Δια κανονισμού ορισθήσεται ο τρόπος υπολογισμού των εν εδαφίω α’ της παραγράφου ταύτης δαπανών.» «*** Η αληθής έννοια της παρ.2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951 (Α” 179) είναι ότι ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τη δαπάνη που προβλέπεται στην περίπτωση α’ της παραγράφου 2 και τη διαφορά μεταξύ του ποσού της, κατά τον Αστικό Κώδικα, αποζημίωσης και των χορηγητέων ασφαλιστικών παροχών που προβλέπεται στην περίπτωση β’ της παραγράφου 2, εφόσον, με δικαστική απόφαση, διαπιστώνεται ότι το ατύχημα, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστηθέντος από αυτόν προσώπου, είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που ορίζουν μέτρα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, εάν το ατύχημα συνδέεται αιτιωδώς με παραβάσεις των διατάξεων αυτών (άρθρο 212 Ν. 4512/2018, ΦΕΚ Α 5/17.1.2018).»
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης και ειδικότερα, από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ως προς την υπαιτιότητα του τρίτου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος ότι το επίδικο ατύχημα και η συνακόλουθη σωματική βλάβη του ασφαλισμένου του ενάγοντος οφείλονται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ως επιβλέποντος μηχανικού —τεχνικού ασφαλείας του έργου, χωρίς να αναφέρεται σε αυτήν ότι ο εκκαλών ενήργησε με δόλο, έστω και ενδεχόμενο και χωρίς να εκτίθεται αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ύπαρξη δόλου του τρίτου εναγομένου-εκκαλούντος είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που ορίζουν μέτρα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία. Επίσης ως προς την υπαιτιότητα του τρίτου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επικαλέσθηκε και στηρίχθηκε αποκλειστικά στα αναφερόμενα στην με αριθμό 2494/2014 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε επί εφέσεως του ασφαλισμένου του ενάγοντος – παθόντος κατά των ίδιων εναγομένων, που όπως αναφέρεται είχε την ίδια όπως και η κρινόμενη αγωγή ιστορική θεμελίωση, με την οποία όμως κρίθηκε ότι το επίδικο εργατικό ατύχημα οφείλεται σε συντρέχουσα αμέλεια των εναγομένων μεταξύ των οποίων και ο ήδη εκκαλών. Ως εκ τούτου το ενάγον και ήδη εφεσίβλητο, όπως ήδη αναφέρθηκε στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν δύναται να αξιώσει ήτοι να στραφεί εναντίον του εργοδότη – τρίτου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, ο οποίος με την ως άνω αμετάκλητη απόφαση με αριθμό 2494/2014 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης που επικαλείται το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο φέρεται ως αμελής εργοδότης που δεν ενήργησε με δόλο και όχι ως τρίτος ζημιώσας. Μετά ταύτα, έπρεπε r ένδικη αγωγή να απορριφθεί ως προς τον τρίτο εναγόμενο ως μη νόμιμη, κατά παραδοχή της σχετικής ενστάσεως που προέβαλε ο τελευταίος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διά των έγγραφων προτάσεων του αλλά και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθόσον ο τρίτος εναγόμενος δεν είχε υποχρέωση αποκατάστασης της περιουσιακής ζημίας του εργαζομένου-ασφαλισμένου του ενάγοντος πλην της ηθικής βλάβης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε την αγωγή νόμω βάσιμη ως προς τον τρίτο εναγόμενο, έσφαλε ως προς εφαρμογή του νόμου, όπως βάσιμα παραπονείται ο εκκαλών με την έφεση του. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά το μέρος που υποχρεώνει τον εν λόγω εκκαλούντα στα ανωτέρω, κατά παραδοχή των σχετικών λόγων της εφέσεως αυτού (τρίτου εναγομένου – εκκαλούντος), που πρέπει να γίνουν και κατ’ ουσίαν δεκτοί, στη συνέχεια δε, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και δικαστεί κατ’ ουσίαν (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη εφόσον το ενάγον δεν δύναται εκ του νόμου να αξιώσει απαιτήσεις που ο εργαζόμενος – ασφαλισμένος του δεν έχει έναντι του τρίτου εναγομένου-εργοδότη του, αντιθέτως δε βαρύνεται αποκλειστικά το ίδιο (ενάγον) για τις παροχές του προς τον ασφαλισμένο σε αυτό εργαζόμενο. Τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, βαρύνουν το ενάγον λόγω της ήττας του (άρθρα 476, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), θα επιβληθούν, όμως μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, όπως ισχύει μετά την 134423/8-12-1992 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών – Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20-1-1993 – ΟλΑΠ 5/2002, Δνη 43/377, ΑΠ 322/2008, δημ. ΝΟΜΟΣ) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την με αριθμό 591/2018 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης κατά το μέρος που αφορά τον άνω εκκαλούντα – τρίτο εκ των εναγομένων.
Διατάσσει την επιστροφή του καταβληθέντος παράβολου στον εκκαλούντα.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά του άνω εκκαλούντα – τρίτο εκ των εναγομένων.
Απορρίπτει την με αριθμό κατάθεσης ./31-10-2012 αγωγή ως προς τον τρίτο των εναγομένων
Επιβάλλει εις βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, και τα προσδιορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, την 4 Οκτωβρίου 2018, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/MPrThes%2011140.2019.htm