Η ως άνω σύμβαση, μολονότι κατά τη θεωρία, τη νομολογία και τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, καθιερώνει σχέση εφοπλισμού, προκειμένου να αντιταχθεί κατά του τρίτου, πρέπει να υποβληθεί στη δημοσιότητα που καθιερώνει το αρ. 105 παρ. 1 ΚΙΝΔ (υποβολή και καταχώριση κοινής δήλωσης εφοπλισμού στη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως, η οποία θεσπίστηκε για την προστασία των τρίτων). Από τη στιγμή που δεν έλαβε χώρα η ως άνω δήλωση εφοπλισμού, επέρχεται η συνέπεια εκ του άρθρου 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ και η καθ’ ης κυρία του πλοίου, τεκμαίρεται μαχητώς ότι εκμεταλλεύεται το πλοίο στο όνομα και για λογαρισμό της. Το ανωτέρω, εξάλλου, μαχητό τεκμήριο, αφορά τις σχέσεις αυτού που εκμεταλλεύεται το πλοίο με τους τρίτους και όχι τις σχέσεις ανάμεσα στον κύριο του πλοίου και σε αυτόν που το εκμεταλλεύεται. Οι τελευταίες αυτές σχέσεις, διέπονται από τη μεταξύ τους συμφωνία. Το γεγονός της μη δήλωσης εφοπλισμού, θέτει ζήτημα ισχύος του μαχητού τεκμηρίου του αρ. 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ, καθόσον η γνώση του τρίτου, σχετικά με την ύπαρξη ή μη του πραγματικού γεγονότος του εφοπλισμού, αποτελεί προϋπόθεση για την ανατροπή του τεκμηρίου του αρ. 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ, στην περίπτωση που ενάγεται ο κύριος του πλοίου. Και τούτο διότι, αν δεχόταν κανείς ότι αρκεί να αποδείξει ο κύριος του πλοίου, για να ανατρέψει το τεκμήριο, ότι δεν εκμεταλλεύεται το πλοίο ο ίδιος, θα περιόριζε σε σημαντικό βαθμό την πρακτική σημασία του τεκμηρίου, καθόσον θα επιφόρτιζε τους τρίτους, τους οποίους μάλιστα και επιδιώκει πρώτιστα να προστατεύσει η θέσπιση του τεκμηρίου, με το έργο της αναζήτησης του πράγματι εκμεταλλευόμενου το πλοίο. Άλλωστε, όταν ο νόμος θεωρεί τον κύριο του πλοίου, που δεν έκανε δήλωση για την παραχώρηση της εκμετάλλευσής του σε άλλον, ως εκμεταλλευόμενο αυτό και παράλληλα επιτρέπει σε αυτόν να προσάγει αντίθετη απόδειξη, υπονοεί κατά λογική ακολουθία, ότι η αντίθετη αυτή απόδειξη αντικείμενο έχει ότι δεν προβαίνει αυτός, αλλά συγκεκριμένο άλλο πρόσωπο στην εκμετάλλευση του πλοίου. Ενόψει όλων των ανωτέρω, δηλαδή της μη ανατροπής του τεκμηρίου του αρ. 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ, η καθ’ ης ευθύνεται ως πλοιοκτήτρια για την καταβολή του οφειλομένου ποσού, ενώ με δεδομένο ότι δεν διαθέτει άλλο περιουσιακό στοιχείο, πλην του ρηθέντος πλοίου και διατηρούν απαιτήσεις σε βάρος της και άλλοι πιστωτές, πιθανολογείται επικείμενος κίνδυνος και επείγουσα περίπτωση, ώστε να πρέπει να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση του περιγραφόμενου πλοίου, με τη δυνατότητα της καθ’ ης να τη ματαιώσει ή να την αντικαταστήσει, δυνάμει παροχής στη Γραμματεία του Δικαστηρίου γραμματίου συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης στο Τ.Π.Δ. για την παροχή ισόποσης προς το παραπάνω ποσό των 160.000,00 ευρώ εγγύησης. Δέχεται την αίτηση.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
(Αριθ. καταθ. …./2021)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Νοεμβρίου 2021, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ….., που εδρεύει στον ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεώργιου Καλτσά.
ΤΗΣ ΚΑΘ` ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία ……, με καταστατική έδρα στις…… και πραγματική στον .., νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της.
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 9-11-2021 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό …/2021 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί καθώς και όσα αναφέρονται στο έγγραφο σημείωμα που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η αιτούσα ισχυρίζεται με την κρινόμενη αίτησή της, όπως αυτή εκτιμάται κατά περιεχόμενο από το παρόν Δικαστήριο, ότι διατηρεί απαίτηση κατά της καθ` ης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου ……. (αριθμός νηολογίου Πειραιά ΔΔΣ …,) που αφορά την καταβολή του ποσού 124.970,84 ευρώ, ως τιμήματος από συμβάσεις πώλησης ανταλλακτικών οι οποίες συνήφθησαν διαδοχικός και ατύπως (προφορικός), σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην κρινόμενη αίτηση πραγματικά περιστατικά, τον Ιανουάριο και τον Απρίλιο, Ιούλιο και Αύγουστο του έτους 2020 καθώς και Ιανουάριο του 2021, μεταξύ αυτής και της εταιρίας με την επωνυμία ….. διαχειρίστριας του ανωτέρω πλοίου και ενεργούσας στο όνομα και για λογαριασμό της καθ` ης και για τις οποίες εκδόθηκαν τα διαλαμβανόμενα στην κρινόμενη αίτηση τιμολόγια πώλησης. Σε επικουρική, εξάλλου, βάση και πέραν της συμβατικής ευθύνης της καθ` ης, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι διατηρεί ισόποση απαίτηση κατά της τελευταίας και βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Επικαλούμενη δε επείγουσα περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο, ζητεί, προς εξασφάλιση της προαναφερθείσας απαίτησής της, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ` ης και ιδίως του ανωτέρω πλοίου, μέχρι του ποσού των 160.000 ευρώ. Τέλος, η αιτούσα ζητεί να καταδικαστεί η καθ` ης στη δικαστική της δαπάνη. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683-703 ΚΠολΔ (άρθρο 682 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι αρμόδιο καθ` ύλη και κατά τόπο (άρθρα 25 παρ. 2 και 683 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 επ. του ν. 2172/1993, που καθιερώνει την λειτουργική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά για υποθέσεις ναυτικού δικαίου και συνακόλουθα έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της (άρθρα 4, 35 και 63 Κανονισμού ΕΕ 1215/2012). Σε κάθε δε περίπτωση, η καθ` ης δεν αντέλεξε και ως εκ τούτου θεωρείται ότι συναινεί σιωπηρά, κατ` άρθρο 26 του ανωτέρω Κανονισμού, στην παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού του Δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 1288/1994 ΔΕΕ 1995.215, ΕφΠειρ 342/1996 ΠειρΝ 2996.209). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ` ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (ΕφΑθ 5009/1987 ΕλλΔνη 29.1218), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΠειρ 542/2012 ΕΝΔ 2012.418, ΕφΑθ 5419/2007 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, υπ` άρθρο 682, αριθ. 1, σ. 1323), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο της αίτησης, τα είδη των προσωρινών μέτρων που μπορεί να ληφθούν, εάν το ζητούμενο αποτελεί πράγματι ασφαλιστικό μέτρο και το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης μεταξύ των διαδίκων. Ως προς δε το εφαρμοστέο δίκαιο επί των εννόμων σχέσεων οι οποίες στηρίζουν τη λήψη του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου, επισημαίνεται ότι: α) Ως προς τις ιστορούμενες από την αιτούσα συμβάσεις πώλησης και ελλείψει της επικλήσεως από την αιτούσα επιλογής από τα συμβαλλόμενα μέρη του εφαρμοστέου δικαίου επί των ανωτέρω συμβάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α` και 2 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η σύμβαση πώλησης αγαθών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του και ότι η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος το οποίο οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης, έχει τη συνήθη διαμονή του, σε κάθε περίπτωση δε, σύμφωνα με το τεκμήριο του άρθρου 4 παρ. 4 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι σε περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις ειδικές συνθήκες, υπό τις οποίες αυτή καταρτίσθηκε και εκτελέσθηκε και για το λόγο αυτό συνδέεται προς τις ένδικες συμβάσεις πώλησης στενότερα, το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας όπου η αιτούσα πωλήτρια, η οποία οφείλει και την χαρακτηριστική παροχή, έχει την έδρα της και β) ως προς τον ιστορούμενο αδικαιολόγητο πλουτισμό της καθ` ης (επικουρική βάση), εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει επίσης το ελληνικό, με βάση τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II)». Εξάλλου, το επιμέρους ζήτημα της αντιπροσώπευσης της καθ` ης από τη διαχειρίστρια του πλοίου κατά την κατάρτιση των ένδικων συμβάσεων πωλήσεως, το οποίο εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Ρώμη I, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. ζ`, ρυθμίζεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος επιχείρησε τη δικαιοπραξία (εν προκειμένω το ελληνικό δίκαιο), για την οποία του χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με την γενικώς αποδεκτή σχετική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (πρβλ. ΑΠ 777/2015 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ). Βάσει δε των ανωτέρω παραδοχών, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει αρκούντως ορισμένη, ο δε ισχυρισμός της καθ` ης περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησής της πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι για τη στοιχειοθέτηση της παθητικής νομιμοποίησης αρκεί ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι η καθ` ης συμβλήθηκε στις ένδικες συμβάσεις πώλησης ως αγοράστρια και ως εκ τούτου τυγχάνει φορέας της αντίστοιχης υποχρέωσης, ανεξαρτήτως της βασιμότητας ή μη του ισχυρισμού αυτού κατ` ουσίαν, αφού στην δεύτερη περίπτωση η αίτηση απορρίπτεται ως αβάσιμη κατ` ουσίαν και όχι ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης της νομιμοποίησης, ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (ΕφΠατρ 508/2006 ΑχΝομ 2007.340, ΕφΠειρ 455/2005 ΠειρΝομ 2005.361). Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 682, 706, 707 επ. και 176 του ΚΠολΔ, σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 211, 340, 361, 513 επ. ΑΚ, καθ` ο δε μέρος αφορά στη συντηρητική κατάσχεση του επίδικου πλοίου, στηριζόμενη και στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. ια` , 2, 8 του ΝΔ 4570/1966 (κύρωση της από 10-5-1952 Διεθνούς Σύμβασης Βρυξελλών για τη συντηρητική κατάσχεση πλοίων), δεδομένου ότι η ως άνω Διεθνής Σύμβαση εφαρμόζεται επί διαφορών με στοιχεία αλλοδαπότητας, εκτός της βάσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού, στην οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί επικουρικός το αίτημα λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, δεδομένου ότι η αξίωση εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσεως και ασκείται μόνο αν ελλείπουν οι προϋποθέσεις ασκήσεως αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία. Εν προκειμένω δε, η αιτούσα κατά τα προεκτεθέντα, στηρίζει την ένδικη (ασφαλιστέα) αξίωσή της σε συμβατική ευθύνη και δεν επικαλείται περιστατικά διαφορετικά προς στήριξη της βάσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 531/1994 ΕλλΔνη 37.81, ΑΠ 1369/1993 ΕλλΔνη 36.304, ΑΠ 1567/1983 ΝοΒ 32.1534). Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση, καθ` ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική βασίμότητά της.
Στην προκειμένη περίπτωση, η καθ` ης, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά τη συζήτηση και με το σημείωμά της, αρνείται καθ` ολοκληρίαν την κρινόμενη αίτηση, επικαλούμενη αφενός μεν ότι ουδέποτε συμβλήθηκε στις ένδικες συμβάσεις πώλησης, δεδομένου ότι η εταιρία – ουδέποτε ενήργησε ως αντιπρόσωπος της ιδίας αλλά συμβλήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό της εφοπλίστριας του πλοίου εταιρίας με την επωνυμία «……», αφετέρου δε και σε επικουρική βάση ότι η εταιρία ….. ενήργησε ως ψευδοαντιπρόσωπος της ιδίας, κατά την έννοια του άρθρου 229 ΑΚ (σημειωτέου ότι ο ισχυρισμός της καθ` ης ότι οι ένδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν χωρίς εξουσία της φερόμενης ως αντιπροσώπου αυτής εταιρίας …….. συνιστά άρνηση – ΑΠ 2107/2009 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 912/2008 ΕπισκΕΔ 2008.844). Τέλος, προβάλλει έλλειψη επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.
Από την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ένορκη εξέταση του μάρτυρος της αιτούσας …… του …. από την υπ` αριθ. …..ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη ….., που ελήφθη με επιμέλεια της καθ` ης, η οποία λαμβάνεται υπόψη στην παρούσα διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ανεξαρτήτως της κλήτευσης του αντιδίκου (ΜΠρΚορ 8/2009 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 4946/2007 ΕλλΔνη 49.302, ΜΠρΑΘ 8594/2001, ΕΔΠολ 2001.229), καθώς και από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκόμισαν, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα τυγχάνει εταιρία που δραστηριοποιείται στον τομέα της κατασκευής και εμπορίας συρματόσχοινων, αλυσίδων και σχοινιών για πλοία, η δε καθ` ης τυγχάνει, κατά τον παρόντα χρόνο, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου …. νηολογίου .. (αριθ. νηολογίου …. και μέλος του ομίλου εταιριών …… ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα των διεθνών χρηματοδοτικών επενδύσεων, κατέχει δε και διαθέτει επενδυτικό και χρηματοδοτικό χαρτοφυλάκιο στην ποντοπόρο εμπορική ναυτιλία. Περαιτέρω, η καθ` ης συνεστήθη από την εταιρία ….. το έτος …., προκειμένου να αποτελέσει μέρος χρηματοδοτικού σχήματος, έχοντος τη μορφή πώλησης και επαναμίσθωσης, στο πλαίσιο του οποίου θα καθίστατο ιδιοκτήτρια και εν συνέχεια εκναυλώτρια του προαναφερθέντος δεξαμενόπλοιου, του οποίου πλοιοκτήτρια υπήρξε, μέχρι το …. 2017, η εδρεύουσα στον …. εταιρία με την επωνυμία «…..», μέλος του ομίλου ναυτιλιακών εταιριών «….» και θυγατρική της μητρικής του εν λόγω ομίλου εταιρίας «..». Ειδικότερα, εντός του έτους στο πλαίσιο συνεννοήσεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ του ανωτέρω ομίλου και της εταιρίας «…» για την (ανα)χρηματοδότηση των ναυτιλιακών επιχειρήσεων του ως άνω ομίλου και την απόκτηση επαρκούς ταμειακής ρευστότητας, συμφωνήθηκε η εκταμίευση από την (χρηματοδότρια) εταιρία «……» προς τον όμιλο ….. συνολικού ποσού 65.550.000 δολαρίων ΗΠΑ, στο πλαίσιο πώλησης και επαναμίσθωσης («sale & leaseback») τεσσάρων υπό ελληνική σημαία δεξαμενοπλοίων, ήτοι των …. (νηολογίου .., με αριθμό νηολογίου….., ΔΔΣ… (ένδικο πλοίο), τα οποία ανήκαν σε πλοιοκτήτριες εταιρίες του εν λόγω ομίλου. Κατά το περιεχόμενο της ανωτέρω συμφωνίας χρηματοδότησης μέσω πωλήσεων και επαναμισθώσεων, συναφθείσας μεταξύ των εταιριών (δανείστριας) και «…» (δανειζόμενης), η πρώτη θα προέβαινε στη σύσταση τεσσάρων εταιριών ειδικού σκοπού, οι οποίες προορίζονταν να αποκτήσουν την κυριότητα των ανωτέρω δεξαμενόπλοιων δ` αγοράς, από τις (τότε) ως άνω πλοιοκτήτριες, έναντι συνολικού τιμήματος 65.550.000 δολαρίων ΗΠΑ. Παράλληλα, με τις συμβάσεις αγοραπωλησίας των πλοίων και με τη μεταβίβαση της κυριότητας τους στις εταιρίες ειδικού σκοπού του δανειστή ομίλου, οι εν λόγω εταιρίες/αγοράστριες θα προέβαιναν στην εκναύλωση των πλοίων προς τις πρώην πλοιοκτήτριες εταιρίες του ομίλου «………..», δυνάμει σχετικών συμβάσεων ναύλωσης «γυμνού πλοίου» (bareboat charter agreements) για περίοδο ενενήντα έξι (96) μηνών (8 έτη), στο πλαίσιο των οποίων οι ναυλώτριες θα αναλάμβαναν την υποχρέωση να καταβάλουν μηνιαίους ναύλους στις αγοράστριες – εκναυλώτριες, διατηρώντας τη ναυτική διεύθυνση και κατοχή των πλοίων, τα οποία θα εκμεταλλεύονταν οι ίδιες, ίδίω ονόματι και για δικό τους λογαριασμό, για ολόκληρη τη συμφωνηθείσα περίοδο των ναυλώσεων. Την δε εμπορική και τεχνική διαχείριση των ανωτέρω πλοίων Θα διατηρούσε για ολόκληρη την περίοδο της ναύλωσης ο όμιλος «…», διά της εταιρίας «…», η οποία διατηρεί νόμιμη εγκατάσταση στον …, κατά τις διατάξεις του Ν. 27/1975. Ειδικότερα και αναφορικά με το δεξαμενόπλοιο «…», πιθανολογήθηκε ότι καταρτίστηκε μεταξύ της καθ` ης και της (τότε πλοιοκτήτριας) εταιρίας «….», το από ….. Προσύμφωνο Αγοραπωλησίας (Memorandum of Agreement), διά του οποίου συμφωνήθηκε η πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας του ανωτέρω πλοίου στην καθ` ης – αγοράστρια αντί συνολικού τιμήματος 20.750.000 δολαρίων ΗΠΑ και δυνάμει της από … σχετικής πράξης μεταβίβασης (Bill of Sale), μεταβιβάστηκε στην καθ` ης η κυριότητα του πλοίου και παραδόθηκε σε αυτή η νομή και κατοχή του. Πέραν δε ως άνω πώλησης και μεταβίβασης καταρτίστηκε μεταξύ αφενός της καθ` ης, ως κυρίας και εκναυλώτριας του ανωτέρω πλοίου και, αφετέρου, της …., ως γυμνής ναυλώτριας, η από 24-8- 2017 σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου, τύπου «BARECON 2001». Η ανωτέρω σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου (bareboat charter ή charter by demise, affretement coque nue) αποτελεί, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά από τη θεωρία και τη νομολογία, καθώς και από τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, είδος της υπό ευρεία έννοια ναύλωσης, κατά τον οποία ο κύριος του πλοίου εκναυλωτής θέτει, έναντι ανταλλάγματος, στη διάθεση του ναυλωτή, για ορισμένο χρόνο, πλοίο κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό, τους δε τελευταίους προσλαμβάνει ο χρονοναυλωτής, στις εντολές του οποίου αυτοί υπακούουν, αναφορικά με τη ναυτική και εμπορική διεύθυνση του πλοίου (ΕφΠειρ 452/2008 Νόμος, ΕφΠειρ 2/1998 ΠειρΝομ 1998, 44, ΕΕμπΔ 1998, 121, ΕφΠειρ 1961/1988 ΕΝΔ 17, 409). Η κατάρτιση, όμως, της ανωτέρω εφοπλιστικής σύμβασης αναφορικά με το υπό ελληνική σημαία (αριθμός Νηολογίου Πειραιά ……) δεξαμενόπλοιο «………», δεν υποβλήθηκε, όπως άλλωστε συνομολογείται και από την καθ` ης, στη δημοσιότητα του άρθρου 105 παρ. 1 του ΚΙΝΔ, στο οποίο προβλέπεται η από κοινού υποβολή δήλωσης κυρίου και εφοπλιστή πλοίου στη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως, η οποία θεσπίστηκε (και) για την προστασία των τρίτων, σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του ΚΙΝΔ. Από τη στιγμή δε που δεν έλαβε χώρα η ως άνω δήλωση εφοπλισμού, επέρχεται η συνέπεια εκ του άρθρου 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ και η καθ` ης – κυρία του πλοίου τεκμαίρεται μαχητώς ότι εκμεταλλεύεται το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του. Το ανωτέρω, εξάλλου, μαχητό τεκμήριο που καθιερώνει η ανωτέρω διάταξη αφορά τις σχέσεις αυτού που το εκμεταλλεύεται το πλοίο με τους τρίτους και όχι τις σχέσεις ανάμεσα στον κύριο του πλοίου και σε αυτόν που το εκμεταλλεύεται. Οι τελευταίες αυτές σχέσεις διέπονται από τη μεταξύ τους συμφωνία (ΕφΠειρ 72/1993 ΕΝΔ 1995.42, ΕφΠειρ 247/1995 ΕΝΔ 1995.343). Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι και στην περίπτωση δε του ένδικου πλοίου, την εμπορική και τεχνική διαχείριση του αυτού συμφωνήθηκε ότι θα αναλάμβανε και θα διατηρούσε για ολόκληρη τη διάρκεια της ναύλωσης η εταιρία «…..» ενεργώντας κατ` εντολή και για λογαριασμό της ναυλώτριας εταιρίας «…», ως αντιπρόσωπός της. Για το λόγο δε αυτό καταρτίστηκε, μεταξύ της ως άνω ναυλώτριας και της εταιρίας «….», η από 8-9-2017, σύμβαση διαχείρισης του πλοίου …. . Η ως άνω, όμως, σύμβαση γυμνής ναύλωσης καταγγέλθηκε από την καθ` ης δυνάμει της από …. δήλωσης – γνωστοποίησης καταγγελίας, δεδομένου ότι η ναυλώτρια είχε καταστεί από τον Ιανουάριο του 2021, υπερήμερη ως προς την καταβολή των ναύλων. Ακολούθως, στις ….. και δυνάμει σχετικού δικαιώματος της καθ` ης (άρθρο 3.7 της από 8-9-2017 επιστολής ανάληψης υποχρέωσης διαχειριστή που εστάλη από την «…» προς την καθ’ ης), η τελευταία κατήγγειλε, με σχετική επιστολή της προς την ….. τη σύμβαση διαχείρισης και ενημέρωσε την τελευταία ότι τη διαχείριση του ένδικου πλοίου αναλάμβανε εφεξής η εταιρία «….».
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα πιθανολογήθηκε ότι τον Απρίλιο, Ιούλιο και Αύγουστο του έτους 2020 καθώς και τον Ιανουάριο του 2021, η αιτούσα συνήψε διαδοχικές προφορικές συμβάσεις πώλησης ανταλλακτικών με την προαναφερθείσα διαχειρίστρια αυτού εταιρία ….., ενεργούσας, όμως, στο όνομα και για λογαριασμό της γυμνής ναυλώτριας (εφοπλίστριας) εταιρίας ….., η οποία κατά το χρόνο σύναψης και εκτέλεσης των ένδικων συβάσεων έργου εκμεταλλευόταν ιδίω ονόματι και για δικό της λογαριασμό το συγκεκριμένο πλοίο, μέχρι και τις ….., οπότε και καταγγέλθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, η σύμβαση γυμνής ναύλωσης που αυτή είχε συνάψει με την καθ` ης. Ειδικότερα, η αιτούσα πώλησε στην ανωτέρω εφοπλίστρία εταιρία: α) Σχοινί (τύπου «TIGER 24mm» x 200 μέτρα) και σχοινί ΠΟΛ/ΛΕΝ 5* χ 40 χιλ. (ΤΕΜ) χ 220 μέτρα, αντί τιμήματος 2.330 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε στο όνομα της διαχειρίστριας του πλοίου το υπό στοιχ. …../28-4-2020 τιμολόγιο πώλησης, με χορηγηθείσα πίστωση 60 ημερών, β) μια αλυσίδα (τύπου «Θ 78 XIA. U3>> Grade 3, dia 78mm 27,5m anchor chain»), μια αλυσίδα (τύπου «Θ 78 XIA. U3 24,99 SLAC»), κλειδιά άγκυρας (τύπου «Θ 78 ΧΙΑ. U3 Grade 3, dia 78mm») αντί τιμήματος 32.010,32 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε στο όνομα της διαχειρίστριας του πλοίου το υπό στοιχ. ……./24-7-2020 τιμολόγιο πώλησης, με χορηγηθείσα πίστωση 60 ημερών, γ) μια αλυσίδα (τύπου «Θ 78 XIA.U3 Grade 3, dia 78mm 27,5m anchor chain») αντί τιμήματος 21.602,66 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε στο όνομα της διαχειρίστριας του πλοίου το υπό στοιχ. ……./24-7-2020 τιμολόγιο πώλησης, με χορηγηθείσα πίστωση 60 ημερών, δ) μια αλυσίδα (τύπου «Θ 78 XIA.U3 Grade 3, dia 78mm 27,5m anchor chain») αντί τιμήματος 21.602,66 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε στο όνομα της διαχειρίστριας του πλοίου το υπό στοιχ. …../24-7- 2020 τιμολόγιο πώλησης, με χορηγηθείσα πίστωση 60 ημερών, ε) μια αλυσίδα (τύπου «Θ 78 XIA.U3 Grade 3, dia 78mm 27,5m anchor chain»), αντί τιμήματος 25.482,66 ευρώ, για τα οποία εκδόθηκε στο όνομα της διαχειρίστριας του πλοίου το υπό στοιχ. ……./24-7-2020 τιμολόγιο πώλησης, με χορηγηθείσα πίστωση 60 ημερών, στ) προϊόντα σιδήρου (VEROPE VEROTOP 10ΧΙΛ. ΜΕΤΡΑ 1 COIL GALV. STEEL WIRE ROPE VEROTOP, NON-ROTATING, T.S. 1960 N/MM2, R.H.L.L., DIAM: 10 MM X 33 MTRS WITH PRESSED THIMBLE AT ONE END. MBL: 9.72 TONS, Συρματόσχοινο 6X36 XY 34XIA.r. 4 REELS GALVANIZED STEEL WIRE ROPE (6X36) +IWRC, RHRL, DIAM:34MM, L: 220 MTRS WITH PRESSED EYES SPLICED 2 MTRS LONG AT BOTH ENDS. LDBF: 74 TONS MEG-4, TAAOYPIT 11ΧΙΛ., ΤΑΛΟΥΡΙΤ 36ΧΙΛ., ΡΟΔΑΝΤΖΕΣ ΒΑΡΕΩΣ ΤΥΠΟΥ 12ΧΙΛ.), αντί τιμήματος 7.643,70 ευρώ, για τα οποία εκδόθηκε στο όνομα της διαχειρίστριας του πλοίου το υπό στοιχ. ……/24-7- 2020 τιμολόγιο πώλησης, με χορηγηθείσα πίστωση 60 ημερών, ζ) προϊόντα σιδήρου (Σχοινί ΚΑΡΑ FLOAT 24 64mm (8″) 8 COILS X 220 MTRS – LDBF: 75.1 TONS, συρματόσχοινο 6X36 ΧΨ ΓΑΛΒΑΝ . 2 REELS DRAWN GALVANIZED HIGH CARBON STEEL WIRE ROPE CONSTRUCTION: 6×36+IWRC DIAMETER:34 MM, ταλουρίτ 36ΧΙΛ.) αντί τιμήματος 13.528,80 ευρώ, για τα οποία εκδόθηκε στο όνομα της διαχειρίστριας του πλοίου το υπό στοιχ. ……/10-8-2020 τιμολόγιο πώλησης, με χορηγηθείσα πίστωση 60 ημερών κα L η) προϊόντα σιδήρου (MANDAL FAIRLEAD SHACKLE 120Μ, NORWAY FAIRLEAD MANDAL 120 TONS STAINLESS STEEL ORIGINAL FROM NORWAY WITH DNV CERTIFICATES) αντί τιμήματος 770,04 ευρώ, για τα οποία εκδόθηκε στο όνομα της δίαχειρίστριας του πλοίου το υπό στοιχ. …../21-1- 2021 τιμολόγιο πώλησης, με χορηγηθείσα πίστωση 60 ημερών. Συνολικά δε η απαίτηση της αιτούσας από τις ένδικες συμβάσεις πώλησης ανέρχεται στο ποσό των 124.970,84 ευρώ. Απαντα τα ανωτέρω πωληθέντα προϊόντα – ανταλλακτικά παραδόθηκαν από την αιτούσα στο πλοίο και παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα από τον πλοίαρχο αυτού, η δε συμφωνηθείσα αξία των πωληθέντων προϊόντων και η ανεπιφύλακτη παραλαβή αυτών δεν αμφισβητείται από την καθ` ης. Η διαχείριση, εξάλλου, του πλοίου «….» είχε ανατεθεί στην εταιρία «…. » από την ως άνω γυμνή ναυλώτρια δυνάμει της από ….. σύμβασης διαχείρισης και όχι από τη καθ` ης, η οποία, σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές, δεν εκμεταλλευόταν, καθ` όλο το χρονικό διάστημα της γυμνής ναύλωσης το πλοίο. Ενόψει των ανωτέρω πιθανολογήθηκε, κατ` αρχάς, ότι η καθ` ης δεν ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου, όπως ισχυρίζεται η αιτούσα στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησής της για την στοιχειοθέτηση της ιστορικής της βάσης και την κατά νόμο θεμελίωση της υποχρέωσης της αντιδίκου της να της καταβάλει το αιτούμενο ποσό του τιμήματος από τις ένδικες πωλήσεις, που αναμφίβολα, κατά τα προαναφερθέντα, παραδόθηκαν στο συγκεκριμένο πλοίο, αλλά απλή κυρία αυτού. Το γεγονός, όμως, της μη υποβολής δήλωσης εφοπλισμού, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες παραδοχές του παρόντος Δικαστηρίου, θέτει ζήτημα ισχύος, στην κρινόμενη υπόθεση, του μαχητού τεκμηρίου του άρθρου 105 παρ. 3 ΚΠολΔ. Και είναι μεν γεγονός ότι η καθ` ης βάλλοντας κατά του ανωτέρω τεκμηρίου, νομιμοποιούμενη προς τούτο, ως κυρία που δεν εκμεταλλεύεται το πλοίο αλλά ενάγεται ως πλοιοκτήτρια (ΕφΠειρ 268/1989 ΕΝΔ 1989.517) προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία βασίμως πιθανολογείται η εφοπλιστική σχέση μεταξύ αυτής και της εταιρίας «…..» πλην όμως αναφορικά με την γνώση της αιτούσας για την ύπαρξη της εφοπλιστικής σχέσης κατά το χρόνο σύναψης των ένδικων συμβάσεων πώλησης, η καθ` ης δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο. Ειδικότερα, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν πιθανολογήθηκε ότι η καθ` ης ή διαχειρίστρια του πλοίου ή εφοπλίστρια εταιρία κατέστησαν γνωστό, καθ` οιονδήποτε τρόπο, προς την αιτούσα ότι η εταιρία «…» ανέλαβε την εκμετάλλευση αυτού, γεγονός άλλωστε που δεν αμφισβητείται ειδικώς από την καθ` ης. Αντιθέτως, η διαχειρίστρια εταιρία ….. συνέχισε να διαχειρίζεται το πλοίο …., εμφανιζόμενη μάλιστα ενώπιον της αρμόδιας διοικητικής αρχής, ακόμα και μετά την κατάρτιση της από σύμβασης γυμνής ναυλώσεως, ως ενεργούσας στο όνομα και για λογαριασμό της φερόμενης ως πλοιοκτήτριας καθ` ης [βλ. σχετ. τις προσκομιζόμενες μετ` επικλήσεως από την αιτούσα υπ` αριθ. πρωτ……/2020 και …../2021 βεβαιώσεις του Εμπορικής Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Διεύθυνση Ποντοπόρου Ναυτιλίας – Τμήμα 2ο)], η δε αιτούσα εισέφερε το ποσό του οφειλομένου τιμήματος των ένδικων συμβάσεων πωλήσεως στον ίδιο χρεοπιστωτικό λογαριασμό που τηρούνταν, κατόπιν συμφωνίας με την διαχειρίστρια εταιρία, και υφίστατο προ της προαναφερθείσας σύμβασης γυμνής ναυλώσεως, για όλα τα πλοία που διαχειριζόταν η τελευταία και ανήκαν στον όμιλο της …… .
Η ως άνω δε γνώση του τρίτου σχετικά με την ύπαρξη ή μη του πραγματικού γεγονότος του εφοπλισμού, αποτελεί, κατά την άποψη που το παρόν Δικαστήριο κρίνει ορθότερη, προϋπόθεση για την ανατροπή του τεκμηρίου του άρθρου 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ, στην περίπτωση που ενάγεται ο κύριος του πλοίου (ΠΠειρ 1877/1964 ΕΕΔ 1964.391, ΑΠ 624/1968 ΕΕΔ 1969.243, ΠΠΠειρ 636/1969 ΕΕΔ 1969.565, ΠΠΠειρ 450/1970 ΕΕΔ 1971.77, ΕφΑΘ 2943/1970 ΕΕΔ 1971.198, ΕφΑΘ 3613/1970 ΕΕΔ 1971.245, ΕφΑΘ 3893/1973 ΝοΒ 1973.1480 ΕΝΔ 1974 129, ΕφΑΘ 8424/1974 ΕΕΔ 1975.624, ΠΠΠειρ 1004/1978 ΕΕΔ 1979.403, Αλίκη Κιάντου – Παμπούκη Ναυτικό Δίκαιο, 2005, τομ. I, σελ. 140-142, Λ. Αθανασίου Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 2020, παρ. 793-796).
Και τούτο διότι αν δεχόταν κανείς ότι αρκεί να αποδείξει ο κύριος του πλοίου, για αν ανατρέψει το τεκμήριο, ότι δεν εκμεταλλεύεται το πλοίο ο ίδιος, θα περιόριζε σε σημαντικό βαθμό την πρακτική σημασία του τεκμηρίου, καθόσον θα επιφόρτιζε τους τρίτους, τους οποίους και επιδιώκει πρώτιστα να προστατέψει η θέσπιση του τεκμηρίου, με το έργο αναζήτησης του πράγματι εκμεταλλευόμενου το πλοίο. Αλλωστε, όταν ο νόμος θεωρεί τον κύριο του πλοίου, που δεν έκανε δήλωση για την παραχώρηση της εκμετάλλευσής του σε άλλον, ως εκμεταλλευόμενο αυτό και παράλληλα επιτρέπει σε αυτόν να προσάγει αντίθετη απόδειξη, υπονοεί κατά λογική ακολουθία, ότι η αντίθετη αυτή απόδειξη αντικείμενο έχει ότι δεν προβαίνει αυτός αλλά συγκεκριμένο άλλο πρόσωπο στη εκμετάλλευση του πλοίου. Ενόψει όλων των ανωτέρω και δεδομένης της μη ανατροπής του μαχητού τεκμηρίου του άρθρου 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ από την καθ` ης, το οποίο σημειωτέον ερευνάται, κατ` αυτεπάγγελτη ενέργεια του Δικαστηρίου, στην περίπτωση κατά την οποία δεν αποδεικνύεται η ιδιότητα της πλοιοκτήτριας αλλά της απλής κυρίας του πλοίου (ΕφΠειρ 436/2018 ΕΕμπΔ 2019.907), η καθ` ης ευθύνεται ως πλοιοκτήτρια για την καταβολή του ως άνω οφειλόμενου ποσού από τις ένδικες συμβάσεις πώλησης. Τέλος, πιθανολογήθηκε ότι η καθ` ης πέραν του ανωτέρω πλοίου, το οποίο εξ αντικειμένου εκτίθεται σε θαλάσσιους κινδύνους, δεν διαθέτει άλλη περιουσία, ενώ σε βάρος της διατηρούν απαιτήσεις και άλλοι πιστωτές, οι οποίοι έχουν ήδη προβεί σε κατάθεση αιτήσεων για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, γεγονότα γνωστά στο Δικαστήριο από άλλες δικαστικές ενέργειές του (άρθρο 336 παρ. 2 ΚΠολΔ-ΣυμβΕφΠειρ 121/1998 Αρμ ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ 1822/2013 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ).
Ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση, ως βάσιμη και κατ` ουσίαν και να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ` ης, μεταξύ των οποίων και του ενδίκου πλοίου προς εξασφάλιση της ένδικης απαίτησης της αιτούσας, για το ποσό των 160.000 ευρώ, ποσό στο οποίο πιθανολογείται ότι θα ανέλθει η απαίτηση αυτής μετά εξόδων και τόκων, έως αποκτήσεως εκτελεστού τίτλου. Λαμβανομένων υπόψη του χρηματικού χαρακτήρα της ένδικης απαίτησης και του επαχθούς στοιχείου του λαμβανομένου ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατασχέσεως, πρέπει παράλληλα να παρασχεθεί η ευχέρεια στην καθ` ης να αντικαταστήσει ή και να ματαιώσει το παραπάνω ασφαλιστικό μέτρο, με την κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, γραμματίου συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης στο Τ.Π.Δ. για την παροχή ισόποσης προς το παραπάνω ποσό των 160.000 ευρώ εγγύησης. Τέλος, η δικαστική δαπάνη της αιτούσας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της καθ` ης, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176 ΚΠολΔ και 84 παρ. 2 ν. 4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
-ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ` ης η αίτηση, είτε αυτή βρίσκεται στα χέρια της, είτε στα χέρια -τρίτου και ιδίως του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου …….. (αριθμός νηολογίου … …. , μέχρι του χρηματικού ποσού των εκατόν εξήντα χιλιάδων (160.000) ευρώ, συγχρόνως δε παρέχει στην ως άνω καθ` ης η αίτηση την ευχέρεια να ματαιώσει ή σε περίπτωση επιβολής της να αντικαταστήσει τη διατασσόμενη με την ανωτέρω διάταξη της παρούσας συντηρητική κατάσχεση, με το μέτρο της εγγυοδοσίας, δια της καταθέσεως στο γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, γραμματίου συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης στο Τ.Π.Δ. για την παροχή εγγύησης, ποσού εκατόν εξήντα χιλιάδων (160.000) ευρώ.
– ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ` ης στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της αιτούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοί και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 21 Ιανουαρίου 2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/MPr(Asf)Peir%20110.2022.htm