Όσο αυξάνονται οι τιμές, τόσο μειώνονται οι πραγματικοί μισθοί
Η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να προκαλεί δυσάρεστες εκπλήξεις με τον πληθωρισμό. Τον Ιανουάριο οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν περισσότερο από το αναμενόμενο στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και στην Ευρωζώνη. Και οι τιμές παραγωγού στις ΗΠΑ εξακολούθησαν να καλπάζουν με ρυθμό κοντά στο 10%, σε ετήσια βάση.
Επιδεινώνοντας περαιτέρω τα πράγματα, οι φόβοι ότι η Ρωσία θα εισβάλει στην Ουκρανία οδήγησε την τιμή του πετρελαίου πάνω από τα 96 δολάρια το βαρέλι στις 14 Φεβρουαρίου – το υψηλότερο επίπεδο από το 2014. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού οι κεφαλαιαγορές προεξόφλησαν περιορισμό της ρευστότητας το 2022, καθώς κάποιοι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν αρχίσει να ομολογούν δημοσίως ότι, έτσι όπως πάνε τα πράγματα, αρχίζει να δοκιμάζεται η αξιοπιστία τους να εξασφαλίζουν την σταθερότητα των τιμών.
Οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής ψάχνουν στις αγορές εργασίας για να βρουν ενδείξεις ότι ο υψηλός πληθωρισμός τροφοδοτείται από τις μισθολογικές απαιτήσεις των εργαζομένων, υποδηλώνοντας την έναρξη μιας σπειροειδούς διαδικασίας αυξήσεων μισθών και τιμών. Βρίσκονται σε δυσχερή θέση, διότι η ιδέα ότι κακώς οι μισθοί αυξάνονται πολύ γρήγορα είναι πολιτικά τοξική. Στις ΗΠΑ η ετήσια αύξηση των μισθών κατά 5,7% είναι σαφές ότι δεν συνάδει με τον στόχο της Κεντρικής Τράπεζας (Fed) για πληθωρισμό 2%. Ωστόσο, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν πανηγυρίζει για την αύξηση των μισθών, ενώ η αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών αποδίδει τις αυξήσεις των τιμών των αγαθών στην απληστία των επιχειρήσεων. Φυσικά μεγάλος θόρυβος έχει προκληθεί και αλλού. Η βρετανική κυβέρνηση ξεκαθάρισε ότι δεν υποστηρίζει την έκκληση του διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας Άντριου Μπέιλι προς τους εργαζομένους να περιορίσουν τις μισθολογικές τους απαιτήσεις. Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ λέει ότι ελπίζει να δει τους μισθούς να αυξάνονται, παρόλο που οι συνάδελφοί της προειδοποιούν για τους κινδύνους της υπερβολικής αύξησης των μισθών.
Στο λαϊκό φαντασιακό οι εργαζόμενοι είναι συχνά οι πονηροί που υποκινούν πρώτοι το πληθωριστικό σπιράλ και όχι τα θύματα της όλης διαδικασίας. Η αύξηση των αμοιβών αυξάνει το κόστος για τις επιχειρήσεις, οι οποίες στη συνέχεια αυξάνουν τις τιμές για να προστατεύσουν την κερδοφορία τους. Εν μέρει αυτό βασίζεται στην εμπειρία των όσων συνέβησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και κατά τη δεκαετία του 1970, όταν οι συνδικαλιστικοί ηγέτες διαπραγματεύονταν αυξήσεις αμοιβών πάνω από τον πληθωρισμό για τα μέλη των Σωματείων τους. Το 1974 στον περιβόητο «Γύρο Κλούνκερ» στη Γερμανία, ο μαχητικός συνδικαλιστής Χάιντς Κλούνκερ κέρδισε για λογαριασμό των εργαζομένων του δημόσιου τομέα μια αύξηση μισθών της τάξεως του 11% που τίναξε στον αέρα τον προϋπολογισμό.
Στην πραγματικότητα ο υψηλός πληθωρισμός βλάπτει τους εργαζομένους. Τον περασμένο χρόνο, ο ρυθμός αύξησης των τιμών ήταν υψηλότερος από το ρυθμό αύξησης των μισθών σε όλες τις χώρες του G7, παρά τις εκτεταμένες ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Τα συνδικάτα είναι πολύ λιγότερο ισχυρά σήμερα από όσο ήταν κατά τη δεκαετία του 1970. Και οι μελετητές συνήθως διαπιστώνουν ότι οι τιμές είναι εκείνες που οδηγούν τους μισθούς και όχι το αντίστροφο. Ακόμη και στη δεκαετία του 1970 πολλοί εργαζόμενοι υπέφεραν από το φαύλο κύκλο ανόδου μισθών και τιμών. Τη δεκαετία εκείνη οι αμερικανικοί μισθοί αυξάνονταν με ρυθμό μικρότερο κατά το ήμισυ συγκριτικά με τον ρυθμό με τον οποίο αυξανόταν η παραγωγικότητα των εργαζομένων. Όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, που οι μισθοί δεν έχουν φτάσει ακόμη σε τόσο υψηλά επίπεδα.
Στην Ευρώπη ο υψηλός πληθωρισμός οφείλεται κυρίως στην ακριβή ενέργεια. Αλλά στις ΗΠΑ είναι η συνέπεια ενός τσουνάμι δαπανών. Το αποτέλεσμα των κυβερνητικών πακέτων στήριξης για την πανδημία και των χαμηλών επιτοκίων, που ροκανίζουν την ικανότητα της οικονομίας να αυξήσει την παραγωγή της. Οι εταιρείες αύξησαν τις τιμές των προϊόντων τους όχι για να μετακυλίσουν το κόστος, αλλά για να αντιμετωπίσουν την κάμψη της ζήτησης, εκτοξεύοντας τα περιθώρια κέρδους στα ύψη. Καθώς ο δείκτης τιμών καταναλωτή έφθασε να αυξάνεται με ρυθμό 7,5%, είναι το κεφάλαιο και όχι η εργασία που είχε το πάνω χέρι, τροφοδοτώντας έτσι τους ισχυρισμούς ότι οι επιχειρήσεις κερδοσκοπούν. Το αποτέλεσμα μοιάζει οξύμωρο, κυρίως επειδή ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ έχει επαναλάβει πολλές φορές ότι πρωταρχικός στόχος των πακέτων τόνωσης της οικονομίας ήταν να βοηθηθούν οι εργαζόμενοι και να μειωθούν οι ανισότητες.
Είναι ασφαλώς άσκοπο να προσπαθήσει κανείς να εκφοβίσει τις επιχειρήσεις ή τους εργαζομένους προκειμένου να αντισταθούν στις δυνάμεις της αγοράς. Υπάρχει το παράδειγμα της Ιαπωνίας, όπου η κυβέρνηση προσπάθησε επί σειρά ετών να αντιμετωπίσει τον αποπληθωρισμό σπρώχοντας τις επιχειρήσεις να αυξήσουν τους μισθούς, δίχως να το πετύχει. Η σωστή απάντηση σε μια οικονομία με πολύ υψηλό ή πολύ χαμηλό πληθωρισμό είναι η κατά περίσταση προσαρμογή της μακροοικονομικής πολιτικής και όχι οι παρεμβάσεις στον καθορισμό των μισθών και των τιμών.
Είναι σημαντικό για τη Fed να προχωρήσει γρήγορα σε αύξηση των επιτοκίων – και οι νομισματικές αρχές στην Ευρώπη να παραμείνουν σε επαγρύπνηση. Όσο περισσότερο χρόνο διατηρείται ο πολύ υψηλός πληθωρισμός, τόσο πιο επώδυνη θα είναι η μείωση του. Τα πληθωριστικά σπιράλ της δεκαετίας του 1970 περιορίστηκαν μόνο αφού η αυστηρή νομισματική πολιτική προκάλεσε μια παγκόσμια ύφεση, κατά την οποία η αμερικανική ανεργία κορυφώθηκε σχεδόν στο 11%. Εάν οι κεντρικοί τραπεζίτες πρέπει για άλλη μια φορά να προκαλέσουν ύφεση για να αποκαταστήσουν την αξιοπιστία τους σε ό,τι αφορά την ικανότητά τους να εξασφαλίζουν την σταθερότητα των τιμών, οι εργαζόμενοι θα είναι πάλι εκείνοι που θα πληρώσουν το τίμημα.