ΑΠΟΦΑΣΗ
Plazzi κατά Ελβετίας της 08.02.2022 (αρ. προσφ. 44101/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μη δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης διοικητικής πράξης. Διαμονή ανηλίκου παιδιού. Βέλτιστο συμφέρον του και επείγουσα περίπτωση. Δικαιοδοσία δικαστηρίου μετά από μεταφορά του τόπου διαμονής ανηλίκου στο εξωτερικό. Δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο.
Στην υπόθεση Plazzi, η Αρχή Προστασίας Παιδιών και Ενηλίκων (ΑΡΕΑ) ενέκρινε την μεταφορά στο εξωτερικό του τόπου διαμονής του παιδιού του προσφεύγοντος, κρίνοντας ότι κάθε ενδεχόμενη προσφυγή κατά του μέτρου αυτού δεν θα είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Ο προσφεύγων, επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, δίκαιη δίκη), και το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) μόνο και σε συνδυασμό με το άρθρο 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο) της ΕΣΔΑ, παραπονέθηκε ότι δεν μπόρεσε να προσφύγει σε εθνικό δικαστήριο κατά της απόφασης διοικητικής αρχής (ΑΡΕΑ). Μετά την αναχώρηση της μητέρας και του παιδιού, τα ελβετικά δικαστήρια δεν είχαν πλέον τη δικαιοδοσία να αποφασίσουν επί της ουσίας της προσφυγής του προσφεύγοντος και να επαναφέρουν το ανασταλτικό αποτέλεσμα, με το σκεπτικό ότι η μεταφορά στο εξωτερικό (Μονακό) του τόπου διαμονής του παιδιού είχε ταυτόχρονα μεταβιβάσει τη διεθνή δικαιοδοσία στο κράτος διαμονής. Αφού απέρριψαν τη δικαιοδοσία τους, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπόρεσαν να διενεργήσουν πλήρη, αποτελεσματικό de facto και de jure έλεγχο, διενεργώντας κατ’ αντιμωλία εξέταση των υποθέσεων στο πλαίσιο μιας δίκαιης δίκης σύμφωνα με τις εγγυήσεις του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Σε ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούνται δεόντως από το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, ο επείγων χαρακτήρας μιας δεδομένης κατάστασης απαιτεί από τον εν λόγω γονέα να μπορεί να αλλάξει τον τόπο διαμονής του παιδιού χωρίς να χρειάζεται να περιμένει την τελική απόφαση επί της ουσίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η διαθεσιμότητα μιας αποτελεσματικής διαδικασίας προσφυγής, συνοδευόμενης από προσωρινά μέτρα, είναι επαρκής αλλά και απαραίτητη. Αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι διοικητικές αρχές κατ’ εξαίρεση να ακυρώσουν το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ωστόσο, ο ενδιαφερόμενος γονέας πρέπει να είναι βέβαιος ότι μπορεί να προσφύγει σε δικαστήριο προτού τεθεί σε ισχύ η ακύρωση του ανασταλτικού αποτελέσματος και πρέπει να ενημερωθεί για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι σε καμία περίπτωση η κυβέρνηση δεν παρείχε στοιχεία για τον τρόπο εφαρμογής και την πρακτική αποτελεσματικότητα των διορθωτικών μέτρων που είχαν προτείνει στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης. Ούτε έδωσαν παραδείγματα σχετικής νομολογίας στα εθνικά δικαστήρια σχετικά με παρόμοιες υποθέσεις.
Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν είχε πρόσβαση σε εθνικό δικαστήριο πριν από την αναχώρηση του παιδιού στο εξωτερικό με τη μητέρα του, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσία της απόφασης της διοικητικής αρχής «ΑΡΕΑ» και να ζητήσει την επαναφορά της ανασταλτικής ισχύος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 15.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1
Άρθρο 8
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Federico Plazzi, είναι Ελβετός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1969 και ζει στο Paradiso της Ελβετίας.
Η υπόθεση αφορά το δικαίωμα του προσφεύγοντος να προσφύγει σε εθνικό δικαστήριο κατά απόφασης της Αρχής Προστασίας Παιδιών και Ενηλίκων (APEA) που ανέθεσε την αποκλειστική επιμέλεια της κόρης του (γεννηθείσα το 2013) στην μητέρα, επιτρέποντας την αλλαγή και μεταφορά του τόπου διαμονής του παιδιού στο εξωτερικό και καθορίζοντας ότι τυχόν έφεση δεν θα είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα. Μόλις η μητέρα και το παιδί είχαν μετακομίσει, τα ελβετικά δικαστήρια αρνήθηκαν ότι είχαν τη δικαιοδοσία να αποφασίσουν επί της ουσίας της προσφυγής του προσφεύγοντος και να επαναφέρουν το ανασταλτικό της αποτέλεσμα, με την αιτιολογία ότι η μεταφορά του τόπου διαμονής του παιδιού στο Πριγκιπάτο του Μονακό είχε ταυτόχρονα μεταβιβάσει τη διεθνή δικαιοδοσία σε αυτό το κράτος.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, δίκαιη δίκη), καθώς και το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) μόνο και σε συνδυασμό με το άρθρο 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι δεν μπόρεσε να προσφύγει σε εθνικό δικαστήριο κατά της απόφασης διοικητικής αρχής (ΑΡΕΑ).
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1
(α) Ορισμός του αντικειμένου της εκκρεμούς διαφοράς:
Η αλλαγή του τόπου διαμονής των παιδιών οδηγούσε στη μεταφορά της διεθνούς δικαιοδοσίας σε αυτά τα κράτη και αφαίρεσε τη δικαιοδοσία των ελβετικών δικαστηρίων να εκδικάσουν τις προσφυγές των προσφευγόντων, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης της Χάγης του 1996. Κατά συνέπεια, μετά την προσφυγή του προσφεύγοντος κατά των αποφάσεων της διοικητικής αρχής APEA, το Εφετείο (υπόθεση Plazzi) και το Ανώτατο Δικαστήριο της Βέρνης (υπόθεση Roth) είχαν σημειώσει ότι δεν είχαν πλέον δικαιοδοσία να εκδικάσουν τις προσφυγές, να εξετάσουν τα αιτήματα για επαναφορά του ανασταλτικού αποτελέσματος ή να εξετάσουν την ουσία της υπόθεσης. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο επικύρωσε αυτές τις αποφάσεις και στις δύο περιπτώσεις.
(β) Περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο
Ο προσφεύγων είχε υποστεί περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασής του σε δικαστήριο λόγω της ακύρωσης από την APEA του ανασταλτικού αποτελέσματος οποιασδήποτε προσφυγής, όπως αντικατοπτρίζεται στην απόφαση των εθνικών δικαστηρίων να αρνηθούν τη δικαιοδοσία τους.
(γ) Αιτιολόγηση του περιορισμού
Αφού απέρριψαν τη δικαιοδοσία τους, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπόρεσαν να διενεργήσουν πλήρη, αποτελεσματικό de facto και de jure έλεγχο, διενεργώντας κατ’ αντιμωλία εξέταση των υποθέσεων στο πλαίσιο μιας δίκαιης δίκης σύμφωνα με τις εγγυήσεις του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Οι αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών βασίστηκαν στη Σύμβαση της Χάγης του 1996, η οποία εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις όπου υπήρξε αλλαγή του συνήθους τόπου διαμονής του παιδιού κατά την έννοια του άρθρου 5 της εν λόγω Σύμβασης. Οι αποφάσεις αυτές δεν ήταν αυθαίρετες και θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν αν λαμβανόταν υπόψη μόνο το γεγονός της αλλαγής της συνήθους κατοικίας.
Ωστόσο, η ακύρωση του ανασταλτικού αποτελέσματος οποιασδήποτε πιθανής προσφυγής είχε αποφασιστεί από την APEA, η οποία είναι διοικητική αρχή, και το Εφετείο, το Ανώτατο Δικαστήριο της Βέρνης και τελικά το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο δεν μπόρεσαν να επανορθώσουν αυτή την κατάσταση. Η APEA είχε αποκλείσει κάθε μεταγενέστερη αποτελεσματική επανεξέταση από εγχώριο δικαστικό όργανο με πλήρη δικαιοδοσία.
Σε ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούνται από το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, ο επείγων χαρακτήρας μιας δεδομένης κατάστασης απαιτεί από τον εν λόγω γονέα να μπορεί να αλλάξει τον τόπο διαμονής του παιδιού χωρίς να χρειάζεται να περιμένει την τελική απόφαση επί της ουσίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η διαθεσιμότητα μιας αποτελεσματικής διαδικασίας προσφυγής, συνοδευόμενης από προσωρινά μέτρα, είναι επαρκής αλλά και απαραίτητη. Αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι διοικητικές αρχές κατ’ εξαίρεση να ακυρώσουν το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ωστόσο, ο ενδιαφερόμενος γονέας πρέπει να είναι βέβαιος ότι μπορεί να προσφύγει σε δικαστήριο προτού τεθεί σε ισχύ η ακύρωση του ανασταλτικού αποτελέσματος και πρέπει να ενημερωθεί για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει.
Η APEA και η κυβέρνηση είχαν αιτιολογήσει τον επείγοντα χαρακτήρα της ακύρωσης του ανασταλτικού αποτελέσματος οποιασδήποτε προσφυγής σε σχέση με το βέλτιστο συμφέρον των ενδιαφερόμενων παιδιών, τα οποία η APEA επιθυμούσε να προστατεύσει από τον αρνητικό αντίκτυπο μιας τέτοιας προσφυγής. Ωστόσο, οι λόγοι που προβλήθηκαν για το επείγον στις παρούσες υποθέσεις δεν ήταν αρκετά σοβαροί για να δικαιολογήσουν την αποτροπή των προσφευγόντων από το να προσφύγουν σε δικαστήριο πριν από την έναρξη ισχύος της ακύρωσης του ανασταλτικού αποτελέσματος. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα στην περίπτωση διαδικασιών οικογενειακού δικαίου, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν πολύ σοβαρές και πολύ δύσκολες συνέπειες για τον προσφεύγοντα, στο μέτρο που ήταν άμεσα συνδεδεμένες με τη μελλοντική τους σχέση και τα δικαιώματα σε σχέση με το παιδί του.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να είχε υποβάλει αίτηση στο Εφετείο ή στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βέρνης για την αποκατάσταση της ανασταλτικής ισχύος κατά την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης της APEA. Αν αυτά τα δικαστήρια επέτρεπαν το αίτημα του προσφεύγοντος, η Ελβετία θα είχε διατηρήσει τη διεθνή δικαιοδοσία για να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης. Εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα τέτοιο αίτημα για να λάβει εκτίμηση από δικαστικό όργανο σχετικά με τον κίνδυνο μεταφοράς διεθνούς δικαιοδοσίας στο εξωτερικό.
Ο προσφεύγων δεν είχε καθυστερήσει να ασκήσει την έφεσή του στο Εφετείο, καθώς το είχε κάνει την Τρίτη 29 Αυγούστου 2017, ενώ η απόφαση κοινοποιήθηκε την Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017, ούτε είχε γενικώς αποφύγει να ασκήσει τα ένδικα μέσα που υπήρχαν, τουλάχιστον θεωρητικά. Περαιτέρω, η μητέρα είχε αναχωρήσει με τον γιο τους για το Πριγκιπάτο του Μονακό την ίδια ημέρα της κοινοποίησης της απόφασης της APEA, η οποία δεν έδωσε στον προσφεύγοντα καμία δυνατότητα να υποβάλει αίτηση στο Εφετείο για να επαναφέρει το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής του προκειμένου να διατηρηθεί η ελβετική δικαιοδοσία και να αποκτήσει πρόσβαση σε ένα πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Σε καμία περίπτωση, επομένως, η κυβέρνηση δεν παρείχε στοιχεία για τον τρόπο εφαρμογής και την πρακτική αποτελεσματικότητα των διορθωτικών μέτρων που είχαν προτείνει στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης. Ούτε έδωσαν παραδείγματα σχετικής νομολογίας στα εθνικά δικαστήρια σχετικά με παρόμοιες υποθέσεις.
Συνεπώς, ένα τέτοιο ένδικο μέσο ενώπιον του Εφετείου ή του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βέρνης δεν θα είχε εύλογες προοπτικές επιτυχίας σε σχέση με την προσφυγή που υποβλήθηκε από τον προσφεύγοντα σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν είχε πρόσβαση σε εθνικό δικαστήριο πριν από την αναχώρηση του παιδιού στο εξωτερικό με τη μητέρα του, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσία της απόφασης της διοικητικής αρχής «ΑΡΕΑ» και να ζητήσει την επαναφορά της ανασταλτικής ισχύος.
Η ίδια η ουσία του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο είχε παραβιαστεί από τις αποφάσεις της APEA να ακυρώσει το ανασταλτικό αποτέλεσμα των προσφυγών, ακολουθούμενο από την αναχώρηση του παιδιού στο εξωτερικό με τη μητέρα του, γεγονός που οδήγησε τα ελβετικά δικαστήρια να αρνηθούν τη δικαιοδοσία τους λόγω της μεταφοράς της διεθνούς δικαιοδοσίας στις αντίστοιχες χώρες προορισμού. Ο περιορισμός αυτός ήταν δυσανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών της μητέρας και του παιδιού, ενόψει της σημασίας των ζητημάτων που έθετε η επίδικη διαδικασία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 15.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.