Το υπουργείο Οικονομικών δεν κρύβει πλέον την ανησυχία του για την πορεία του πληθωρισμού, καθώς τα στοιχεία συγκλίνουν ότι θα κινηθεί τουλάχιστον για ένα τρίμηνο σε υψηλά επίπεδα, αλλά και για τις ανατιμήσεις των προϊόντων που γεμίζουν το καλάθι της νοικοκυράς
Ουψηλός πληθωρισμός θολώνει την εικόνα της οικονομίας και αναγκάζει το υπουργείο Οικονομικών να προχωρήσει σε αναπροσαρμογή των προβλέψεών του, αλλά και να εξετάσει τη λήψη επιπλέον μέτρων προκειμένου να ενισχύσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Tο οικονομικό επιτελείο δεν κρύβει πλέον την ανησυχία του για την πορεία του πληθωρισμού, καθώς τα στοιχεία συγκλίνουν ότι θα κινηθεί τουλάχιστον για ένα τρίμηνο σε υψηλά επίπεδα, αλλά και για τις ανατιμήσεις των προϊόντων που γεμίζουν το καλάθι της νοικοκυράς. Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση παρακολουθεί τις εξελίξεις στην Ουκρανία, αφού μια ενδεχόμενη πολεμική σύρραξη θα εντείνει την ενεργειακή κρίση.
Τι λένε στο ΥΠΟΙΚ
Στο υπουργείο Οικονομικών εκτιμούν ότι με δεδομένη την υψηλή εξάρτηση της χώρας από τα ορυκτά καύσιμα, καθώς και τις υψηλές τιμές στα συμβόλαια ρύπων, οι τιμές της ενέργειας θα αποτελέσουν για το μεγαλύτερο διάστημα το 2022 μια πολύ σημαντική οικονομική μεταβλητή, επηρεάζοντας το ύψος του ΑΕΠ, τον πληθωρισμό και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας σε δηλώσεις του στον Realfm ανέφερε ότι οι πληθωριστικές πιέσεις που προκαλούνται κυρίως εξαιτίας των αυξήσεων των τιμών στην ενέργεια, οδηγούν σε αναθεώρηση των εκτιμήσεων του οικονομικού επιτελείου για το ύψος του πληθωρισμού φέτος στο 1,5% με 2%, από 1% που προβλέπεται στον προϋπολογισμό. Όπως ανέφερε, το πρώτο τρίμηνο του έτους ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα κινηθεί στα επίπεδα του 5%, για να αρχίσει να καταγράφεται σταδιακή αποκλιμάκωση τους επόμενους μήνες του έτους.https://cdn.iframe.ly/api/iframe?url=https%3A%2F%2Fwww.imerisia.gr%2Foikonomia%2F33989_mayri-protia-stin-akribeia-akribotero-reyma-stin-eyropi-eihe-i-ellada-ton-ianoyario&key=ef043e33766d6c39e569f2993d30e5e2&v=1&app=1
Aντισταθμιστικά μέτρα
Η πίεση που ασκείται στα νοικοκυριά αναγκάζει το οικονομικό επιτελείο να επανεξετάσει το σενάριο της μείωσης των συντελεστών ΦΠΑ σε βασικά είδη ευρείας κατανάλωσης. Ο Χρήστος Σταϊκούρας παραδέχτηκε ότι το θέμα έχει εξεταστεί, αλλά σημείωσε ότι το δημοσιονομικό κόστος είναι υψηλό, ενώ δεν έκρυψε και τον προβληματισμό του για το κατά πόσο μια ενδεχόμενη μείωση θα φτάσει στον τελικό καταναλωτή. «Δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια» για παρεμβάσεις, αλλά όταν προκύπτουν «τα μοιράζουμε σε κοινωνικά δίκαιο τρόπο», είπε.
Ταυτόχρονα τα συναρμόδια υπουργεία εξετάζουν και ένα πακέτο μέτρων για τη στήριξη των αγροτών, που περιλαμβάνει την αύξηση του ποσοστού επιδότησης στο 80% από 50% στα αγροτικά τιμολόγια της ΔΕΗ και μείωση του ΦΠΑ στο 6% από το 13% για τα λιπάσματα.
Στη δίνη της ακρίβειας τα νοικοκυριά
Οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί δοκιμάζονται. Μετά το ενεργειακό κόστος που παραμένει στα ύψη, τις ανατιμήσεις βασικών αγαθών και προϊόντων που «καλπάζουν», οι καταναλωτές έρχονται αντιμέτωποι με πολύ υψηλές τιμές βενζίνης, με τον μέσο όρο σε πανελλαδικό επίπεδο να αγγίζει πλέον τα 1,90 ευρώ ανά λίτρο. Οι προβλέψεις της αγοράς καυσίμων μοιάζουν εφιαλτικές, καθώς υπάρχει η εκτίμηση ότι πολύ σύντομα η τιμή της βενζίνης θα αγγίξει τα 2 ευρώ στα αστικά κέντρα και τα 2,20 ευρώ στα νησιά. Ταυτόχρονα, παράγοντες της αγοράς κάνουν λόγο για επερχόμενο κύμα ανατιμήσεων σε ευρύ φάσμα αγαθών και υπηρεσιών που θα φθάσει έως 30%, καθώς οι αγρότες παραγωγοί ανεβάζουν τις τιμές σε φρούτα, λαχανικά και άλλα προϊόντα λόγω των ζημιών που επήλθαν στις καλλιέργειες.
Στο κόκκινο και οι επιχειρήσεις
Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, των οποίων η λειτουργία και παραγωγή βασίζεται σε μεγάλο ποσοστό στην ενέργεια, αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα βιωσιμότητας. Ήδη, σε σχέση με πέρυσι τα ενεργειακά τους κόστη έχουν τριπλασιαστεί και βέβαια αναπόφευκτα περνούν ανατιμήσεις στα προϊόντα τους, ωθώντας τον πληθωρισμό αλλά και «ροκανίζοντας» την ανταγωνιστικότητά τους. Μάλιστα, οι μεσαίες επιχειρήσεις της χώρας αναμένεται να αντιμετωπίσουν σοβαρό ζήτημα ανταγωνιστικότητας το επόμενο διάστημα, καθώς σε αντίθεση με τις μεγάλες, που και αυτές βέβαια επιβαρύνονται σημαντικά, δεν έχουν τη δυνατότητα διμερών συμφωνιών με παρόχους που «κλειδώνουν» σταθερά τιμολόγια για ένα ή δύο χρόνια, σε σχετικά πιο ανταγωνιστικές τιμές σε σχέση με τις τρέχουσες.