Καθώς επικρατεί αβεβαιότητα για τις εξελίξεις στο μέτωπο της Ουκρανίας, οι ηγέτες των «27» της ΕΕ πραγματοποιούν άτυπη σύνοδο. Όμως, η συζήτηση για τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας αναβλήθηκε, καθώς δεν υπάρχει συμφωνία.
Οι νέες κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, σε περίπτωση εισβολής στην Ουκρανία, επρόκειτο να βρεθούν στην ατζέντα της σημερινής έκτακτης συνόδου κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι αποφάσεις δεν επρόκειτο να ληφθούν, καθώς είναι μια άτυπη διαδικασία.
Το αρχικό σχέδιο ήταν οι ηγέτες των «27» να ενημερωθούν για την προεργασία που έχει κάνει η Κομισιόν από την πρόεδρό της, αλλά και να αναδείξουν τα σημεία στα οποία έχει επιτευχθεί συμφωνία και εκείνα στα οποία δεν έχει βρεθεί ακόμη συμβιβασμός.
Σε αυτό το πλαίσιο, μάλιστα, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είχε φροντίσει χθες να επικοινωνήσει με δύο ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να εκτιμήσουν και την αντίστροφη πλευρά: Τη ζημιά που θα υποστεί η οικονομία της Ευρώπης στην περίπτωση που επιβληθούν τελικώς οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Πρόκειται, βεβαίως, για την επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ και για τον προκάτοχό της και νυν πρωθυπουργό της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι.
Είναι πολλά τα λεφτά!
Το σίγουρο είναι ότι οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν ότι η επίτευξη ομοφωνίας δεν θα είναι εύκολη υπόθεση – ακόμη και στην περίπτωση που ξεσπάσει πόλεμος. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι στις τάξεις των εταίρων υπάρχουν αρκετοί (Αυστρία, Ουγγαρία κ.λπ) που δηλώνουν κάθετα αντίθετοι με το σενάριο της ολοκληρωτικής ρήξης με τη Μόσχα, ενώ ακόμη και στη Γερμανία αποτελούν μειοψηφία αυτοί που το υποστηρίζουν.
Γι’ αυτό και, όπως έγινε γνωστό πριν από λίγο, αποφάσισαν να μην θέσουν καν το ζήτημα των κυρώσεων στην ατζέντα τους – φοβούμενοι, προφανώς, ότι θα γίνουν γνωστές οι έντονες διαφωνίες και θα εκτεθούν στις ΗΠΑ (και τη Ρωσία).
Η αιτία για όλα αυτά δεν είναι άλλη, φυσικά, από τους οικονομικούς και επιχειρηματικούς δεσμούς ανάμεσα σε Ευρώπη και Ρωσία, οι οποίοι – σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών – είναι ισχυροί. Με άλλα λόγια: Τα λεφτά είναι πολλά και οι Ευρωπαίοι θα το σκεφτούν δύο και τρεις φορές προτού τα ρίξουν στον μύλο των γεωπολιτικών αντιθέσεων και συγκρούσεων.
«Οι κυρώσεις θα έχουν στόχο να μεγιστοποιήσουν το κόστος για το Κρεμλίνο, τις βασικές του τράπεζες και τους ενεργειακούς ομίλους. Ταυτόχρονα δε, να μην διακινδυνευθούν οι ενεργειακές προμήθειες της ηπείρου που είναι εξαρτημένη από τη Ρωσία, ούτε όμως και να προκληθεί μεγάλο κόστος για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που έχουν ισχυρούς δεσμούς με τη Ρωσία – όπως o γερμανικός βιομηχανικός γίγαντας της Siemens (το 1% των πωλήσεων της οποίας προέρχεται από τη συγκεκριμένη αγορά), η ιταλική κατασκευάστρια ελαστικών Pirelli και αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η Volkswagen και η Mercedes-Benz», σημειώνει χαρακτηριστικά σε σχετικό ρεπορτάζ του το Associated Press.
Παρακολουθούν, αγωνιούν, περιμένουν…
Για την ώρα, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις δεν έχουν άλλη επιλογή από το να παρακολουθούν, να αγωνιούν και να περιμένουν. «Η πολιτική καθορίζει τους κανόνες με τους οποίους λειτουργούμε ως εταιρεία (…) Εάν το πλαίσιο αλλάξει, θα το αξιολογήσουμε και θα αποφασίσουμε πώς να το αντιμετωπίσουμε», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η γερμανική BMW.
«Ειλικρινά, δεν είμαστε εμείς που ασκούμε γεωπολιτική. Σεβόμαστε τους κανόνες, αλλά υπηρετούμε τους Ιταλούς πελάτες μας και το κάνουμε σε όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας. Εφόσον οι κανόνες αλλάξουν και προκαλέσουν εμπόδια, θα κάνουμε τα αναγκαία βήματα», είπε και ο CEO της ιταλικής τράπεζας Intesa SanPaolo.
«Συνεχίζουμε να επενδύουμε και πιστεύουμε στην ανάπτυξη της ρωσικής αγοράς και τη διεθνοποίηση», δήλωσε από την πλευρά του ο Τροντσέτι Προβέρα, CEO της Pirelli – μια εταιρεία-σύμβολο της Ιταλίας, η οποία έχει εξαγοραστεί από Κινέζους και απασχολεί περίπου 2.500 εργαζόμενους στη Ρωσία. Εξέφρασε δε την ελπίδα ότι «στο τέλος θα βρεθεί ένα σημείο ισορροπίας».
Όσο για τη γαλλική Total, έχει τους δικούς της λόγους να βρίσκεται σε κατάσταση συναγερμού: Κατέχει μερίδιο 19,4% της ρωσικής Novatek, η οποία δραστηριοποιείται στην παραγωγή φυσικού αερίου και, κατά πάσα πιθανότητα, θα αποτελέσει στόχο των κυρώσεων.
Δίαυλοι με Κρεμλίνο, ανησυχία για Κίνα
Για όλους τους παραπάνω λόγους και παρά το κλίμα έντασης που επικρατεί σε πολιτικό επίπεδο, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εξακολουθούν να διατηρούν αυτόνομους διαύλους επικοινωνίας με το Κρεμλίνο, όπως απέδειξε και η τηλεδιάσκεψη που είχαν με τον Βλαντιμίρ Πούτιν δεκάδες εξ’ αυτών με έδρα την Ιταλία, τον περασμένο μήνα.
Εκτός των άλλων, υπάρχει μια ακόμη πλευρά που τις κάνει να ανησυχούν: Το «πάγωμα» των δικών τους δραστηριοτήτων στη Ρωσία θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο στους Κινέζους ανταγωνιστές τους. Φέρνουν δε ως παράδειγμα το γεγονός ότι μόλις δύο χρόνια μετά τις κυρώσεις του 2014 (σε απάντηση της προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία), δηλαδή το 2016, η Κίνα εξήγε στη Ρωσία περισσότερο μηχανολογικό εξοπλισμό σε σύγκριση με τη Γερμανία.
Πάντως, υπάρχουν και εκείνοι που θεωρούν ότι οι συνέπειες για την Ευρώπη δεν θα είναι σοβαρές – και σίγουρα θα είναι διαχειρίσιμες, με την κατάλληλη κρατική βοήθεια. «Παρά το μέγεθος και τη δυναμική της, η κακή διαχείριση της ρωσικής οικονομίας έχει ως συνέπεια να μην αποτελεί σημαντική αγορά για την Ευρώπη», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Berenberg.
Ο Χόλγκερ Σμίντινγκ πρόσθεσε, μάλιστα, ότι μόνο το 1,9% των εξαγωγών της Γερμανίας κατευθύνεται προς τη Ρωσία, έναντι 5,6% που έχει προορισμό την Πολωνία. Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, με δεδομένη τη στρατηγική σημασία της ενέργειας, η επιβολή σκληρών κυρώσεων δεν θα είναι εύκολη. Κι αυτό θα φανεί και στη σημερινή έκτακτη σύνοδο των «27».