Την ώρα που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίζει να δημιουργεί αντι-επενδυτικά κίνητρα μέσω του μηχανισμού της Ταξινόμησης στην ευρωπαϊκή βιομηχανία αναφορικά με τη χρήση φυσικού αερίου, η δομική εξάρτηση μεγάλου μέρους των ευρωπαϊκών οικονομιών από τις ενεργειακές εξαγωγές της Ρωσίας έρχεται να αναδείξει τις δραματικές αντιφάσεις της ευρωπαϊκής ενεργειακής «στρατηγικής».
Η σχεδόν μονοσήμαντη έμφαση της Επιτροπής στον πυλώνα της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, όπως αυτή ακολουθήθηκε μετά το 2019, υποσκάπτει πλέον εμφανώς τόσο τη διάσταση της ενεργειακής ασφάλειας όσο και τη διάσταση του ενεργειακού κόστους που έως το 2019 ισορροπούσαν μεταξύ τους στην ενεργειακή στρατηγική της Ε.Ε.
Η κατακόρυφη αύξηση των ενεργειακών τιμών που θα παραμείνουν σε ιστορικά υψηλά 30ετίας για όλο το 2022, όπως και η στενή συνεξάρτηση των αγορών Φ.Α. και ηλεκτρισμού λογικά θα είχαν κινητοποιήσει την Ε.Ε. προς μια κατεύθυνση επαναξιολόγησης.
Η επαναξιολόγηση αυτή θα έπρεπε –μεταξύ άλλων– να δώσει έμφαση στην ανάγκη ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής Φ.Α. αλλά και στην ολοκλήρωση των υποδομών μεταφοράς και κυρίως στρατηγικής αποθήκευσης Φ.Α. εκεί όπου υπάρχει και η μεγαλύτερη εξάρτηση από τη Ρωσία, δηλαδή στην ανατολική και τη νοτιοανατολική Ε.Ε. Την ώρα που η Επιτροπή εξακολουθεί –με αυξομειούμενη ομολογουμένως ένταση– το κυνήγι μαγισσών κατά του Φ.Α., η Ρωσία επιχαίρει, ενισχύοντας την ανισομερή εξάρτηση που «απολαμβάνει» έναντι των περισσότερων κρατών-μελών της Ε.Ε. Η εξάρτηση αυτή της επιτρέπει να ασκεί καταναγκαστική πίεση στην Ουκρανία διαιρώντας αποτελεσματικά το κοινό «ευρωπαϊκό» μέτωπο που θα μπορούσε –υπό διαφορετικές συνθήκες– να επιβάλει όντως δρακόντειες κυρώσεις στη ρωσική οικονομία, λειτουργώντας αποτρεπτικά έναντι του ενδεχομένου μιας μεγάλης ρωσικής στρατιωτικής επέμβασης κατά του Κιέβου.
Οι δρακόντειες κυρώσεις, που θεωρητικά θα διέκοπταν τις εξαγωγές της Gazprom στην Ευρώπη όσο οι ρωσικές δυνάμεις προέλαυναν στην Ουκρανία, είναι πολύ απλά αδιανόητες για τους Ευρωπαίους, ακόμη και εάν οι ενεργειακές τιμές δεν προκαλούσαν «ηλεκτροπληξία» στις οικονομίες τους από τον περασμένο Οκτώβριο. Ολοι γνωρίζουν ότι πραγματικές εναλλακτικές προς το ρωσικό Φ.Α. δεν υφίστανται.
Σε αντίθεση με την επικοινωνιακή ψευδαίσθηση ότι θα μας «σώσει» το ΥΦΑ (Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο), οι προσπάθειες των ΗΠΑ δεν εντοπίζονται στην αύξηση της παραγωγής ΥΦΑ από εναλλακτικούς εξαγωγείς ή τις ίδιες τις ΗΠΑ. Από πρακτική άποψη, σχεδόν όλοι οι σημαντικοί παραγωγοί παράγουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Εκεί που επικεντρώνει τις προσπάθειές της η Ουάσιγκτον δεν είναι στο να σώσει τις ροές του ρωσικού αερίου προς την Ε.Ε., αλλά προς την Ουκρανία. ADVERTISING
Οσοι μάλιστα αισθάνονται «ανακουφισμένοι» (έκθεση Bruegel) επειδή μεταξύ 1-24 Ιανουαρίου 2022 οι συνολικές ροές ΥΦΑ προς την Ε.Ε. ξεπέρασαν τις ρωσικές εξαγωγές μέσω αγωγών ξεχνούν ότι α) περίπου το 15% του συνόλου των ευρωπαϊκών εισαγωγών ΥΦΑ (Ε.Ε.+Η.Β.+Τουρκία) προέρχεται από τη Ρωσία (17,2 ΔΚΜ επί συνόλου 114,8 ΔΚΜ το 2021) και ότι β) το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών ευρωπαϊκών εισαγωγών ΥΦΑ κατευθύνεται σε χώρες οι οποίες έχουν είτε μηδενική (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο) είτε ελάχιστη (Γαλλία, Η.Β.) εξάρτηση από τις ρωσικές εξαγωγές που διοχετεύονται μέσω αγωγών.
Από τις αρχές Ιανουαρίου οι Ρώσοι έκοψαν κατά 55% τις ροές προς την Ε.Ε. μέσω Ουκρανίας, εξάγοντας πλέον μόλις 50 από τα 116 εκατομμύρια κυβικά μέτρα αερίου/ημέρα που εξήγαγαν έως 31/12/2021. Αυτά τα 50 ΕΚΒΗ στην πραγματικότητα κάλυπταν, επανεξαγόμενα στην Ουκρανία, το 50% των ουκρανικών αναγκών σε Φ.Α. Αυτά προσπαθούν να βρουν τρόπο να αναπληρώσουν οι ΗΠΑ, έτσι ώστε σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης να συνεχίσει να λειτουργεί η ουκρανική οικονομία. Επιχειρούν δηλαδή να πείσουν κατ’ αρχάς το Κατάρ (και δευτερευόντως την Αυστραλία) να «σπάσει» τις παραδόσεις ΥΦΑ σε πελάτες του στην Ασία που είναι κλειδωμένες σε μακροπρόθεσμα συμβόλαια, ώστε τα φορτία αυτά να καταλήξουν στην Ευρώπη πλησίον της Ουκρανίας.
Ωστόσο, ακριβώς ποια εγγύηση έχουν οι ΗΠΑ ότι οι Ευρωπαίοι δεν θα κρατήσουν αυτό το αυξημένο ΥΦΑ για τη δική τους κατανάλωση ή την αύξηση της δυναμικότητας των στρατηγικών τους αποθεμάτων, που την 1η/2/2022 είχαν πληρότητα μόλις 37,4% έναντι 54% ένα μήνα πριν; Τι ακριβώς θα γίνει εάν την 1η Μαρτίου 2022, όπως είναι πολύ πιθανόν πλέον να συμβεί, η πληρότητα του ευρωπαϊκού μέσου όρου των στρατηγικών αποθεμάτων πέσει κάτω του 20%;
Υπό αυτές τις συνθήκες, για να κρατήσουμε τα φώτα ανοικτά στην Ευρώπη –σε ενδεχόμενο ολικής απώλειας των ρωσικών εξαγωγών– θα πρέπει να επιστρέψουμε μαζικά προς τα πετρελαιοειδή, τον λιγνίτη και τα (γερμανικά) πυρηνικά εργοστάσια. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε περιβαλλοντική οπισθοδρόμηση για το σύνολο της Ενωσης, αλλά όλοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα δεχθούν αυτή την οπισθοδρόμηση για να αποφύγουν ένα παρατεταμένο black out, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των κρατών-μελών (Ολλανδία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισπανία) που δεν θέλουν στο μελλοντικό ηλεκτροπαραγωγικό μείγμα της Ε.Ε. ούτε το Φ.Α. ούτε τα πυρηνικά.
Μήπως τελικά οι «πράσινοι Ταλιμπάν» επιτύχουν, αντί να γίνουν stranded assets οι επενδύσεις Φ.Α., να παρατείνουν άθελά τους τη χρήση του λιγνίτη; Στην περίπτωση αυτή, η φάρσα θα συναντήσει την τραγωδία, αλλά φοβάμαι ότι μάλλον τότε δεν θα γελάει κανείς…
* Ο δρ Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.