Κείμενο: Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος
Μεταγλώττιση: Μαρία Αλεξίου – National Geographic Society
Αλλά ποια ήταν η δύναμη με την οποία η Σπάρτη διατηρούσε αυτή την τρομερή κυριαρχία και με την οποία έκανε ευτυχώς πράξεις πολύ πιο γενναίες και ελληνικές από αυτήν που αναφέραμε πριν από λίγο;
Η δύναμη αυτή ήταν οι Σπαρτιάτες, που αποτελούσαν, όπως αναφέραμε, τον μόνιμο, τον συνεχώς εξασκούμενο, τον διαρκώς σε εγρήγορση και τον τυφλά πειθαρχημένο στρατό της πολιτείας. Οι Σπαρτιάτες για το σκοπό αυτό γεννιόνταν, ανατρέφονταν και ζούσαν, χωρίς να έχουν καμία άλλη ενασχόληση πάνω στη Γη ούτε άλλη ευχαρίστηση εκτός από το να πολεμούν για την πατρίδα τους και να πεθαίνουν γι’ αυτή.
Πράγματι, ο Σπαρτιάτης στρατολογούνταν αμέσως μόλις γεννιόταν. Γι’ αυτό οι γεροντότεροι της φυλής εξέταζαν τα νεογνά για να δουν εάν ήταν αρτιμελή και δυνατά, όπως σήμερα οι αρμόδιες επιτροπές εξετάζουν τους νεοσύλλεκτους για να διαπιστώσουν εάν έχουν το αναγκαίο ανάστημα και την απαραίτητη υγεία. Στη Σπάρτη όμως τα ασθενικά βρέφη και εκείνα που είχαν κάποια δυσπλασία ή αναπηρία θανατώνονταν με τη ρίψη τους στις λεγόμενες Αποθέτες, μια κρημνώδη τοποθεσία στον Ταΰγετο. Από τη στιγμή δηλαδή που αδυνατούσαν να υπηρετήσουν ως στρατιώτες, οι Σπαρτιάτες έκριναν ότι δεν είχαν κάποια χρησιμότητα. Μέχρι την ηλικία των επτά ετών, η επιμέλεια των παιδιών είχε ανατεθεί στους γονείς, οι οποίοι όμως δεν μπορούσαν να τα ανατρέφουν όπως ήθελαν, αλλά έπρεπε να υποτάσσονται σε κάποιους κανόνες, που στόχο είχαν να μην επιτρέπουν στους γονείς να δείχνουν υπερβολική στοργή. Από την ηλικία των επτά ετών άρχιζε η μακρόχρονη δημόσια εκπαίδευση των παιδιών, η οποία γινόταν όλο και πιο σκληρή όσο αυτά πλησίαζαν στην εφηβεία. Γι’ αυτό παραδίδονταν σε δημόσιο λειτουργό, τον παιδονόμο. Εκείνος τα διαιρούσε σε τάξεις ή αγέλες, σε καθεμΐα από τις οποίες επικεφαλής ήταν ένας νέος 20 ετών, που είχε διακριθεί για την ανδρεία και τη σύνεσή του. Αυτός αναλάμβανε να εξασκεί και να γυμνάζει την αγέλη κάτω από την επιτήρηση του ανωτέρου του παιδονόμου. Η ανατροφή που έπαιρναν εδώ τα παιδιά της Σπάρτης κύριο σκοπό είχε να διαμορφώσει άνδρες που επρόκειτο να ζήσουν ανάμεσα σε χιλιάδες κινδύνους και δυσκολίες και να κρατήσουν κάτω από το σιδερένιο τους ζυγό υπηκόους που ήταν πάντα έτοιμοι να επαναστατήσουν. Έτσι, ο νέος Σπαρτιάτης μπορεί να μην ήξερε να διαβάζει ή να γράφει, και να είχε ελάχιστες γνώσεις σχετικά με τις τέχνες και τις επιστήμες που κάνουν πιο πλούσια και πιο όμορφη την κοινωνία. Ωστόσο ήξερε να τρέχει, να πηδά, να παλεύει, να ρίχνει δίσκο ή ακόντιο και γενικά να μεταχειρίζεται κάθε όπλο με δύναμη, εξυπνάδα και χάρη ασυναγώνιστη σε ολόκληρη την Ελλάδα – όπου ωστόσο αυτές οι ασκήσεις ήταν πολύ συνηθισμένες. Από πολύ νεαρή ηλικία η ζωή του ήταν ένα σχολείο διαρκούς εγκαρτέρησης: τροφή φρικτή, ελαφρύ ντύσιμο, που ήταν ίδιο χειμώνα καλοκαίρι, ύπνος πάνω σε στρώμα -το οποίο έφτιαχνε το ίδιο το παιδί από καλάμια που μάζευε από τις όχθες του Ευρώτα-, πάλη με τους συντρόφους του, πληγές που του προκαλούσε ο επιστάτης (περισσότερο για να σκληραγωγηθεί το παιδί παρά για να το τιμωρήσει). Τα πάντα συνήθιζαν το νεαρό Σπαρτιάτη στη στέρηση και στον κόπο, τα πάντα του δίδασκαν υπομονή. Από τις καλές τέχνες οι μόνες στις οποίες αποκτούσε δεξιότητες ήταν ο χορός, το τραγούδι, ο αυλός και η κιθάρα. Αλλά ακόμα και ο χορός ήταν προσαρμοσμένος έτσι ώστε να προωθεί τη φιλοδοξία, κυρίως εκείνη των νέων, καθώς από τους τρεις χορούς που υπήρχαν, ανάλογα με τις τρεις ηλικίες, εκείνος των γερόντων που ξεκινούσε έψαλλε:
«Ήμασταν κάποτε νέοι δυνατοί.»
Εκείνος των ενήλικων ανδρών απαντούσε:
«Εμείς είμαστε δυνατοί. Βλέπε και μάθαινε».
Ο τρίτος χορός, εκείνος των παιδιών, κατέληγε:
«Εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροι.»
Τα τραγούδια που ομόρφαιναν τη μνήμη ή εξασκούσαν τη φωνή των νέων ήταν είτε ιεροί ύμνοι είτε ηρωικά τραγούδια. Γι’ αυτό τα ομηρικά έπη, ακόμα κι αν δεν τα έφερε στη Σπάρτη ο Λυκούργος, ωστόσο από πολύ νωρίς είχαν θετική υποδοχή στη Σπάρτη.
Γι’ αυτόν το λόγο οι Σπαρτιάτες τιμούσαν τον Αθηναίο ποιητή Τυρταίο, ο οποίος με έργα απέδειξε ότι είχε μέσα του την ιερή φωτιά της ανδρείας που υμνούσε. Από την άλλη, ο Πάριος ποιητής Αρχίλοχος, που έλεγε ότι είναι προτιμότερο να χάσει κανείς τα όπλα του παρά να πεθάνει, εκδιώχθηκε. Όλη, λοιπόν, αυτή η εκπαίδευση είχε στόχο περισσότερο να διαμορφώσει το συναίσθημα παρά το πνεύμα και γι’ αυτόν το σκοπό ο νομοθέτης μάθαινε τους νέους από την παιδική τους ηλικία να απαντούν ζωηρά, σύντομα και μερικές φορές ειρωνικά, πάντα όμως αποφθεγματικά. Αυτό ήταν και το παροιμιώδες χαρακτηριστικό της σπαρτιατικής ομιλίας. Ο νομοθέτης δηλαδή ήθελε με αυτό όχι να οξύνει το πνεύμα των νέων αλλά κυρίως να τους κάνει να συνηθίσουν να παραμένουν ατάραχοι και να αποφασίζουν με λογική και ταχύτητα αυτό που έπρεπε να γίνει σε κάθε περίσταση. Κυρίως όμως διδάσκονταν -κυρίως με έργα παρά με λόγια- να είναι σεμνοί και υπάκουοι, να σέβονται τους γέροντες και τις αρχές, καθώς αυτά εύλογα θεωρούνταν η πιο σίγουρη βάση ολόκληρου του πολιτεύματος. Το βάδισμα και το βλέμμα των νέων Σπαρτιατών, όταν περπατούσαν στο δρόμο, αναδείκνυαν, όπως παρατηρεί ο Ξενοφώντας, την κοσμιότητα και τη σύνεση. Μπροστά στους μεγαλύτερους ήταν συνεσταλμένοι σαν κορίτσια και σιωπηλοί σαν αγάλματα, εκτός αν κάποιος τους απηύθυνε ερώτηση. Ο σεβασμός στους νόμους εξαιτίας του οποίου ο Σπαρτιάτης κατέληξε να είναι τόσο απρόθυμος για κάθε είδους εσωτερική καινοτομία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά απόρροια του θρησκευτικού φόβου που ένιωθε για τους γεροντότερους και τους άρχοντες, τον οποίο του εμφυσούσαν μέσω της ανατροφής του. Γενικά οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι ο φόβος είναι αυτός που κρατά σε συνοχή την πολιτεία και γι’ αυτό είχαν αναγείρει ιερό στον Φόβο κοντά στην κατοικία των εφόρων. Ανάλογα ήταν και η ανατροφή των κοριτσιών, που υποβάλλονταν σε ασκήσεις, πολλές φορές δημοσίως, σχεδόν όμοιες με εκείνες των αγοριών.
Αυτό γινόταν γιατί σκοπός του νομοθέτη ήταν να κάνει κυρίως τους νέους γενναίους στρατιώτες, άρα έπρεπε και τα κορίτσια να προετοιμάζονται με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορούν να γεννήσουν παιδιά κατάλληλα να γίνουν γενναίοι στρατιώτες. Αυτά που εξιστορούνται για την πολυτελή και άσωτη ζωή κάποιων γυναικών της Σπάρτης αναφέρονται προφανώς στα χρόνια κατά τα οποία είχε ήδη παρακμάσει το πολίτευμα.
Από την ηλικία των 20 ετών άρχιζε η στρατιωτική υπηρεσία των Σπαρτιατών και συνέχιζε αδιάκοπα μέχρι την ηλικία των 60 ετών. Η πανοπλία του οπλίτη της Σπάρτης ήταν ουσιαστικά πανομοιότυπη με εκείνη των οπλιτών της υπόλοιπης Ελλάδας, η οποία πάλι, αν εξαιρέσουμε το άρμα, που είχε σταματήσει να χρησιμοποιείται, ελάχιστα διέφερε από την πανοπλία των ηρώων που ήδη περιγράψαμε. Επιπλέον η άσκηση του σώματος και η εκγύμναση στα όπλα αποτελούσαν παντού στην Ελλάδα ένα από τα βασικότερα κεφάλαια στην ανατροφή ενός ελεύθερου άνδρα. Αλλά η υπεροχή της Σπάρτης απέναντι στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις οφειλόταν στο εξής: Ενώ οπουδήποτε αλλού οι πολίτες είχαν και διάφορες άλλες ασχολίες -γεωργία, βιοτεχνία, εμπόριο, ναυτιλία, πνευματικές ενασχολήσεις, ηθικές αναζητήσεις και φιλολογικές συζητήσεις- στη Σπάρτη ο πολίτης ήταν για όλη του τη ζωή στρατιώτης και μόνο στρατιώτης. Έτσι ως προς αυτό τον τομέα υπερτερούσε σε σχέση με τους άλλους Έλληνες. Εκτός από αυτό, στις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας ο πολίτης, αφού οπλιζόταν όποτε αυτό ήταν αναγκαίο, τον έθεταν, ανάλογα με την πολιτική του φυλή ή σύμφωνα με κάποια άλλη υποδιαίρεση, κάτω από τις διαταγές ταξιαρχών που εκλέγονταν τυχαία, ενώ η θέση του στις τάξεις (ομάδες) δεν ήταν προκαθορισμένη. Αντίθετα, στη Σπάρτη υπήρχαν ανέκαθεν ειδικές στρατιωτικές διαιρέσεις και υποδιαιρέσεις που δεν είχαν καμία σχέση με τις πολιτικές διαιρέσεις.
Η θεμελιώδης βάση αυτών των υποδιαιρέσεων ήταν η ενωμοτία. Αποτελούνταν από 23 ή 33 ή 36 άνδρες, οι οποίοι ασκούνταν συνεχώς μαζί σε πολεμικούς ελιγμούς και συνδέονταν μεταξύ τους με έναν κοινό όρκο – από τον οποίο προέρχεται και ο όρος «ενωμοτία». Αρχηγός της ενωμοτίας ήταν ο ενωμοτάρχης, ο πιο δυνατός και ο πιο ικανός από τους πολεμιστές της. Αυτός κατηύθυνε την ενωμοτία και στεκόταν στην πρώτη σειρά της, φροντίζοντας να βρίσκονται μπροστά και στις άλλες σειρές οι καλύτεροι στρατιώτες, που ονομάζονταν πρωτοστάτες. Οι ενωμοτίες εξασκούνταν συνεχώς στο από κοινού βάδισμα, στο να διασπώνται αιφνιδιαστικά σε τμήματα και στο να στρέφονται δεξιά ή αριστερά με τέτοιον τρόπο ώστε ο ενωμοτάρχης και οι πρωτοστάτες να είναι πάντα οι πρώτοι άνδρες που αντιπαρατάσσονταν στους εχθρούς.
Όπως και στα γυμνάσια και στη μάχη, το ρυθμό του βηματισμού στις ενωμοτίες τον έδινε ο αυλός.
Τα άτομα που αποτελούσαν τις ενωμοτίες ήταν τόσο πολύ εξασκημένα στις συντονισμένες κινήσεις της ενωμοτίας ώστε, αν τύχαινε να διαταραχθεί η τάξη της, οι στρατιώτες που έβγαιναν από το σχηματισμό μπορούσαν να ξαναβρούν τη θέση τους, καθώς ήξεραν από καιρό τη σειρά στην οποία βρίσκονταν αλλά και τη σημασία της. Δύο ή τέσσερις ενωμοτίες αποτελούσαν μία πεντηκοστύν. Οι πεντηκοστύες αποτελούσαν το λόχο και οι λόχοι τη μόρα. Οι μόρες συνολικά ήταν έξι και καθεμία αποτελούνταν, ανάλογα με τις διάφορες περιστάσεις και ανάγκες, από 400 ή 500 ή 600 ή και 900 άνδρες.
Επικρατούσε μεγάλη ενότητα αναφορικά με τη διοίκηση. Ο βασιλιάς, που ήταν ο αρχηγός όλων, έδινε τις διαταγές στους πολέμαρχους, δηλαδή τους αρχηγούς των μορών, αυτοί τις διαβίβαζαν στους λοχαγούς, οι λοχαγοί με τη σειρά τους στους πεντηκοστήρες και τέλος οι πεντηκοστήρες στους ενωμοτάρχες, οι οποίοι φρόντιζαν κάθε ενωμοτία να εκτελεί τις εντολές. Και αν σε όλα αυτά τα πλεονεκτήματα της σωματικής άσκησης και της στρατιωτικής τέχνης, προσθέσουμε το φρόνημα που, χάρη στην ανατροφή και τους νόμους, διακατείχε όλους εκείνους τους άνδρες, θα καταλάβουμε γιατί ο σπαρτιατικός στρατός ήταν αήττητος.
Το σύνθημα του Σπαρτιάτη ήταν «νίκη ή θάνατος» ή μάλλον, όπως λέγεται ότι είπε κάποτε μια Σπαρτιάτισσα στο γιο της, δίνοντάς του την ασπίδα: «ή ταν ή επί τας», που σημαίνει ή να ξαναφέρει την ασπίδα του στη Σπάρτη ή να τον μεταφέρουν νεκρό πάνω στην ασπίδα του, καθώς εκείνος που έχανε την ασπίδα του και επιζούσε θεωρούνταν ότι είχε χάσει την τιμή του και υπέφερε όλα όσα είναι αδύνατον να αντέξει μια ευγενική ψυχή. Ο τρέσας, δηλαδή εκείνος που είχε δειλιάσει και προτίμησε να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης παρά να πεθάνει μαζί με τους συναγωνιστές του, έχανε όλα τα πολιτικά του δικαιώματα και περνούσε όλη του τη ζωή περιφρονημένος από όλους. Ο Αριστόδημος ήταν ένας από τους 300 Σπαρτιάτες που αντιπαρατάχθηκαν κάτω από τις διαταγές του βασιλιά Λεωνίδα στις Θερμοπύλες εναντίον των Περσών. Μόνο αυτός δεν σκοτώθηκε μαζί με τους άλλους αλλά διασώθηκε και γύρισε στη Σπάρτη. Εκεί όμως αντιμετώπισε βαριά ντροπή. Κανείς δεν ήθελε να του δώσει φωτιά ούτε να του μιλήσει, ενώ όλοι τον έδειχναν και έλεγαν: «Ο τρέσας Αριστόδημος». Αυτή ήταν η τύχη του άνανδρου στη Σπάρτη. Αν ήταν ανύπαντρος, δεν έβρισκε σύζυγο, αν είχε κόρες, δεν έβρισκε γαμπρούς. Οι νέοι δεν τον σέβονταν καθόλου και όσοι δεν γύριζαν το κεφάλι από την άλλη όταν τον έβλεπαν, είχαν το δικαίωμα να τον χτυπήσουν χωρίς να τιμωρηθούν. Συνεπώς, «δεν είναι περίεργο» συμπεραίνει ο Ξενοφώντας «που εκεί προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν μια ζωή μέσα στην ντροπή και την περιφρόνηση».
Συσσίτια και ισότητα στην ιδιοκτησία
Η σπαρτιατική πολιτεία έμοιαζε περισσότερο με στρατόπεδο παρά με μια συνηθισμένη κοινωνία ανθρώπων, αφού οι Σπαρτιάτες δεν έτρωγαν στα σπίτια τους, αλλά όλοι μαζί σε δημόσια συσσίτια ή φειδίτια, στα οποία όφειλαν όλοι να παρευρίσκονται, χωρίς να εξαιρούνται ούτε οι βασιλιάδες. Μόνο οι έφοροι, όπως είδαμε, εξαιρούνταν από αυτή τη διατροφή. Τόσο σημαντική θεωρούνταν η εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος, ώστε εκείνος που δεν είχε τη δυνατότητα να συνεισφέρει στα συσσίτια δεν μπορούσε να ασκήσει ούτε τα πολιτικά του δικαιώματα. Τα δείπνα αυτά ήταν πολύ λιτά, αλλά πολλοί Σπαρτιάτες ήταν τόσο φτωχοί, που δεν μπορούσαν να καταβάλουν τη μικρή εισφορά που είχε οριστεί γι’ αυτά. Από αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι η περίφημη ισότητα των περιουσιών, την οποία λέγεται ότι είχε εισαγάγει ο Λυκούργος στη Σπάρτη, στην πραγματικότητα δεν ίσχυε στην πόλη αυτή. Το ότι η ισότητα ιδιοκτησίας δεν εφαρμόστηκε ποτέ στη Σπάρτη, τουλάχιστον κατά τα γνωστά κάπως ιστορικά χρόνια, αποδεικνύεται και από άλλα στοιχεία. Αρχικά εξιστορείται ότι στα χρόνια που συντάχθηκε το πολίτευμα που αποδίδεται στον Λυκούργο όλη η Λακωνική μοιράστηκε σε 39.000 ίσους κλήρους, από τους οποίους 9.000 πήραν οι Σπαρτιάτες και 30.000 οι περίοικοι. Εκείνα όμως τα χρόνια οι Σπαρτιάτες κάθε άλλο παρά κυριαρχούσαν στη Λακωνική. Ήταν περιορισμένοι μέσα στη στενή κοιλάδα της Σπάρτης. Εκτός από αυτό, στην ισότητα της ιδιοκτησίας κάνουν αναφορά ο Πλούταρχος και άλλοι μεταγενέστεροι συγγραφείς, όχι όμως οι παλαιότεροι, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφώντας, ο Αριστοτέλης. Αντίθετα πολλοί από αυτούς έκαναν λόγο για την ανισομερή κατανομή ιδιοκτησίας στη Σπάρτη. Πράγματι, από τον 6ο αιώνα π.Χ., ο Λέσβιος ποιητής Αλκαίος που άκμασε τότε, αναφέρει κάποιον Αριστόδημο να παραπονιέται στη Σπάρτη για την υπεροψία των πλουσίων και την ταπείνωση των φτωχών.
Γιατί, όπως λένε, ο Αριστόδημος είπε κάποτε στη Σπάρτη ένα λόγο που μετράει: χρήματα είναι ο άνθρωπος. Και η αλήθεια είναι ότι κανείς φτωχός δεν έχει αξία και τιμή.
Επίσης και ο Ηρόδοτος αναφέρει ονομαστικά πολλούς πλούσιους Σπαρτιάτες, κυρίως τον Σπερθία και τον Βούλη, για τους οποίους λέει ότι ήταν από τους πλουσιότερους Σπαρτιάτες. Επιπλέον στους Ολυμπιακούς Αγώνες πολλοί Σπαρτιάτες νίκησαν στο τέθριππο. Εννοείται ότι δεν αγωνίστηκαν μόνο αυτοί που νίκησαν αλλά και πολλοί άλλοι, όπως και ότι, για να αγωνιστεί κάποιος με τέθριππο, δεν έτρεφε μόνο τέσσερα άλογα αλλά πολύ περισσότερα. Συνεπώς, η σπαρτιατική πολιτεία, η οποία είχε πραγματικά πολλά παράδοξα, δεν περιλάμβανε και τον παράδοξο θεσμό της ισότητας στην ιδιοκτησία, τον οποίο τόσο πολλοί άνθρωποι τόσες φορές ονειρεύτηκαν. Ωστόσο ποτέ δεν θα τον δούμε να πραγματοποιείται στον κόσμο αυτό, γιατί είναι αντίθετος με την ίδια τη φύση του ανθρώπου. Οι κατακτητές της Σπάρτης πιθανόν να μοιράστηκαν με κλήρο, σε ίσα περίπου μερίδια, το μεγαλύτερο μέρος της γης. Και όταν κυριάρχησαν σε όλη τη Λακωνική έκαναν αναδιανομή. Αλλά με το πέρασμα του χρόνου, αφού σταμάτησαν οι νέες κατακτήσεις και οι νέες μοιρασιές, πολλές οικογένειες, με τον πολλαπλασιασμό των απογόνων τους, κατέληξαν, όπως ήταν φυσικό, να είναι πολύ φτωχές. Και είναι αλήθεια ότι ο Σπαρτιάτης προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διασώσει την περιουσία του, γιατί, όταν την έχανε, δεν μπορούσε να συνεισφέρει στα συσσίτια, αφού ούτε με το εμπόριο μπορούσε να ασχοληθεί ούτε με κάποιο άλλο επάγγελμα, και έτσι στερούνταν τα πολιτικά του δικαιώματα. Στο τέλος, όμως, πολλοί αναπόφευκτα έφτασαν σε αυτό το σημείο από ανάγκη. Μπορεί βέβαια να μην επιτρεπόταν η πώληση των κλήρων, αλλά δεν απαγορευόταν η δωρεά τους ή η μεταβίβασή τους με διαθήκη, οπότε, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Αριστοτέλης, τα πράγματα κατέληξαν στο ίδιο αποτέλεσμα και έτσι σταδιακά η κατανομή της περιουσίας παρουσίαζε απρόβλεπτες μεταβολές. Αλλά αν η ισότητα στην ιδιοκτησία δεν καθιερώθηκε ποτέ ή τουλάχιστον εξαλείφθηκε πολύ νωρίς στη Σπάρτη, το βέβαιο είναι ότι επικράτησε στην πόλη η ισότητα στον τρόπο διαβίωσης και ότι πλούσιοι και φτωχοί, άνδρες και παιδιά, νέοι και νέες υποβλήθηκαν στον ίδιο καταπιεστικό τρόπο ζωής. Φορούσαν τα ίδια ρούχα, υποβάλλονταν στις ίδιες ασκήσεις, στην υπομονή, στην πειθαρχία και στην αμάθεια. Για να εξασφαλιστεί μάλιστα όσο το δυνατόν περισσότερο η παράταση αυτού του τρόπου ζωής, χρειάστηκε να εμποδιστεί η επαφή με ξένους που ακολουθούσαν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής και το παράδειγμά τους μπορούσε να παρασύρει τους Σπαρτιάτες. Έτσι, κανένας Σπαρτιάτης δεν μπορούσε χωρίς άδεια να πάει σε άλλη χώρα ούτε επιτρεπόταν, στους ξένους να ζήσουν στη Σπάρτη. Όπως φαίνεται, όμως, τους ανέχονταν κάποιες φορές, αλλά μπορούσαν πάντα να τους διώξουν με βάση το νόμο περί «ξενηλασίας», δηλαδή το νόμο για την απέλαση των ξένων.
Πηγή: Κ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 2004. Τόμος 2. Έκδοση της National Geographic Society, 2009-2010.
ΠΗΓΗ eranistis.net