Ο αγωγός Nord Stream είναι υπεύθυνος για το 1/3 όλων των εξαγωγών φυσικού αερίου της Ρωσίας προς την Ευρώπη, που το 2021 έφτασαν σε επίπεδα ρεκόρ. Πώς ο Βλάντιμιρ Πούτιν τον χρησιμοποιεί για να χειρίζεται τη σχέση των ΗΠΑ με τους Ευρωπαίους συμμάχους τους -και να εκτοξεύει τις τιμές;
Ο ερευνητικός συνεργάτης στο Ed Snider Center for Enterprise and Markets του University of Maryland, Ryan Haddad έκανε μια απόπειρα να εξηγήσει γιατί ζούμε, όσα ζούμε με την τεράστια αύξηση στις τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, αλλά και όσα συμβαίνουν -ή δεν συμβαίνουν- στην Ουκρανία.
Προειδοποίησε πως υπάρχουν και χειρότερα. Όπως και εξήγησε γιατί ο ‘χαρτί’ που κρατάει η Ρωσία, για να κάνει ό,τι θέλει τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί. Το κείμενο που έγραψε ο ερευνητής στο Conversation έχει τίτλο “Πώς η Ρωσία έκανε την Ευρώπη να εθιστεί στο πετρέλαιο και το φυσικό της αέριο και προσπέρασε τις προσπάθειες των ΗΠΑ να αποτρέψουν την ενεργειακή εξάρτηση από τη Μόσχα”.
Στην εισαγωγή, αναφέρει πως η κυβέρνηση Τζο Μπάιντεν ελπίζει ότι η απειλή για σοβαρές οικονομικές συνέπειες, αποτρέπει τη Ρωσία από την εισβολή στην Ουκρανία. Την ίδια ώρα, Αμερικανοί αξιωματούχοι προειδοποιούν πως αυτό είναι κάτι που δύσκολα θα αποφευχθεί.
“Οι ΗΠΑ προειδοποίησαν ότι σε ενδεχόμενη εισβολή είναι πιθανό να απαγορεύσουν την εξαγωγή μικροτσίπ και άλλων τεχνολογιών που είναι απαραίτητες σε κρίσιμους τομείς -όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η αεροδιαστημική. Επίσης, υπάρχει το ενδεχόμενο να ‘παγώσουν’ τα προσωπικά περιουσιακά στοιχεία του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν.
Η Γερουσία φαίνεται να προετοιμάζει τη δική της ‘μητέρα όλων των κυρώσεων’, η οποία θα πλήξει τις ρωσικές τράπεζες και το κρατικό χρέος. Δεν θα τη χρησιμοποιήσει εάν τελικά, ο Πούτιν αποχωρήσει από την στρατιωτική αντιπαράθεση. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους τόνισαν –όπως φάνηκε στη συνάντηση του προέδρου Μπάιντεν στις 7/2– ότι είναι ενωμένοι απέναντι στο ενδεχόμενο εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Μόνο που η Ρωσία διαθέτει ένα ‘χαρτί’ που μπορεί να διαλύσει τα πάντα. Αρχής γενομένης, από την αλληλεγγύη των συμμάχων. Επίσης,μπορεί να ελέγξει τις αντιδράσεις του δικτύου ευρωπαϊκών χωρών, που εξαρτώνται από αυτήν, για τις εξαγωγές ενέργειας. Ιδιαίτερα του φυσικού αερίου.
Όλα ξεκίνησαν στον Ψυχρό Πόλεμο
Η εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία δεν προέκυψε από τη μια μέρα στην άλλη. Όπως έμαθα, την περίοδο που εργαζόμουν για ένα βιβλίο -σχετικό με τον οικονομικό πόλεμο των ΗΠΑ κατά της ΕΣΣΔ, στον Ψυχρό Πόλεμο-, το συγκεκριμένο ζήτημα διχάζει την Αμερική και τους συμμάχους της εδώ και δεκαετίες, καθώς η Ρωσία βρήκε τρόπο να εκμεταλλευτεί τις καταστάσεις, διατηρώντας την ασάφεια των προθέσεων της.
Οι ΗΠΑ είχαν υποψιαστεί πως η προθυμία της Ρωσίας έχει ως στόχο να χρησιμοποιήσει το εμπόριο, για να ‘δέσει’ τα χέρια άλλων χωρών, από τις πρώτες ημέρες του Ψυχρού Πολέμου. Χαρακτηριστικά, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και του 1960, καθώς η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ ανταγωνίζονταν για την μεταπολεμική ηγεμονία, κάθε πλευρά προσπάθησε να επηρεάσει χώρες που δεν ήταν επίσημα ευθυγραμμισμένες με κάποια υπερδύναμη.
Τότε, ορισμένοι Αμερικανοί αναλυτές προειδοποίησαν για μια ‘σοβιετική οικονομική επίθεση’ που περιλάμβανε προσπάθειες χρησιμοποίησης ευνοϊκών εμπορικών συμφωνιών -και άλλων οικονομικών βοηθειών-, σε χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας και ουδέτερους στόχους -όπως η Φινλανδία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα την Ινδία-, κατά τρόπο που δημιουργούσε ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση από τη Μόσχα. Παράλληλα, επέτρεπε μελλοντική απόπειρα εξαναγκασμού από το Κρεμλίνο.
Άλλοι αναλυτές είχαν εκφράσει την πεποίθηση ότι το σοβιετικό εμπόριο υποκινείται σε μεγάλο βαθμό από τα οικονομικά. Είχαν διευκρινίσει ότι ήταν κάτι που έκαναν και οι Αμερικανοί σύμμαχοι –ιδιαίτερα η Μεγάλη Βρετανία–, όταν αντιστάθηκαν στις αμερικανικές εκκλήσεις να περιορίσουν το στρατηγικό εμπόριο με το Σοβιετικό Μπλοκ -μεταξύ άλλων.
Αυτές οι διαφορετικές προοπτικές κατέδειξαν την ασάφεια των σοβιετικών προθέσεων. Δεδομένου του ανταγωνισμού του Ψυχρού Πολέμου και της θέσης της ΕΣΣΔ -ως συγκεντρωτικής, κρατικής οικονομίας-, τα κίνητρα της Μόσχας δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρα.
Ο JFK πολεμά έναν πετρελαιαγωγό
Καθώς η Σοβιετική Ένωση άρχισε να δημιουργεί αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία έγινε ιδιαίτερη ανησυχητική για την Ουάσιγκτον.
Στη δεκαετία του 1960, η Δυτική Ευρώπη εισήγαγε μόνο το 6% του πετρελαίου της από το σοβιετικό μπλοκ. Εν τούτοις, ένας νέος αγωγός πετρελαίου που έχει προγραμματιστεί να γίνει -θα διερχόταν από τη ρωσική Άπω Ανατολή, θα περνούσε μέσω πολλών ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας και της Πολωνίας και θα κατέληγε στη Γερμανία– οδήγησε στην εκτίμηση ότι οι Σοβιετικοί εξ αρχής είχαν πλάνα να αλλάξουν το status τους. Και κάπως έτσι χτύπησε ο κώδωνας του κινδύνου στις ΗΠΑ.
Το 1963, η κυβέρνηση Κένεντι προσπάθησε να σταματήσει την κατασκευή του πετρελαϊκού αγωγού Druzhba (ή Φιλία), με την επιβολή εμπάργκο σε αγωγούς μεγάλης διαμέτρου, στις χώρες που ήταν σε ευθεία γραμμή με τη Σοβιετική Ένωση. Γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσαν να σταματήσουν μόνοι τους το έργο αυτό, οι ΗΠΑ πίεσαν τους συμμάχους τους -ειδικά τη Δυτική Γερμανία, που ήταν σημαντικός εξαγωγέας σωλήνων- να συνεργαστούν.
Η Μεγάλη Βρετανία αρνήθηκε, η Δυτική Γερμανία συμφώνησε απρόθυμα και έτσι έγινε πραγματικότητα ένα μερικό εμπάργκο του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, ο αγωγός ολοκληρώθηκε ένα χρόνο αργότερα, με μικρές μόνο καθυστερήσεις.
Το παιχνίδι του Ρίγκαν που πυροδότησε κρίση
Περίπου δύο δεκαετίες αργότερα, η κυβέρνηση Ρίγκαν αντιμετώπισε μια παρόμοια κατάσταση. Το 1981, η Σοβιετική Ένωση κατασκεύαζε έναν αγωγό φυσικού αερίου που θα ξεκινούσε από τη Σιβηρία και θα πήγαινε προς τη Δυτική Ευρώπη. Αυτό το εξέλαβαν οι Αμερικανοί ως απειλή και έτσι προσπάθησαν να πείσουν τους Ευρωπαίους συμμάχους -με πρώτους τη Γαλλία και τη Γερμανία- να βοηθήσουν στο εμπάργκο. Όχι μόνο σε ό,τι αφορούσε τον εξοπλισμό, αλλά και τη χρηματοδότηση.
Το ‘όχι’ των συμμάχων είχε ως συνέπεια κυρώσεις των ΗΠΑ, με στόχο να εμποδίσουν τους ευρωπαϊκούς εταίρους να παρέχουν χρήματα ή εξοπλισμό. Προέκυψε μια κρίση στη Δύση και ο διχασμός των ΗΠΑ με τους Ευρωπαίους. Η συνέπεια ήταν να εξαφανιστούν οι κυρώσεις, λίγους μήνες μετά την επιβολή τους και να ολοκληρωθεί ο αγωγός το 1984.
Χρησιμοποιώντας την ενεργειακή εξάρτηση ως όπλο
Οι συνέπειες της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπηυς από τη Ρωσία, άρχισαν να εκδηλώνονται μετά τη σοβιετική κατάρρευση -το 1991- και την άνοδο του Βλαντιμίρ Πούτιν -μια δεκαετία αργότερα. Σε αντίθεση με τους προκατόχους του, ο Πούτιν προθυμοποιήθηκε να συγχωνεύσει οικονομικούς και γεωπολιτικούς στόχους στη ρωσική ενεργειακή πολιτική, ενώ άσκησε έγκαιρη πίεση στους γείτονες, οι οποίοι δικαιολογούνταν με νόμους της αγοράς.
Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του 2000, η Ουκρανία εξακολουθούσε να λαμβάνει τις ίδιες επιδοτούμενες αποστολές φυσικού αερίου από τη Ρωσία -καθώς ήταν μέλος της Σοβιετικής Ένωσης, μέχρι πριν λίγα χρόνια. Η “Πορτοκαλί Επανάσταση“, στα τέλη του 2004, οδήγησε στην ανατροπή ηγέτη που ήταν φίλος του Κρεμλίνου. Στη θέση του εμφανίστηκε κάποιος που επεδίωξε πιο στενούς δεσμούς με τη Δύση. Ένα χρόνο αργότερα, η Gazprom ζήτησε από την Ουκρανία να πληρώσει τα επιτόκια της αγοράς για το φυσικό της αέριο.
Όταν η Ουκρανία αρνήθηκε, η Ρωσία περιόρισε τη ροή φυσικού αερίου μέσω των αγωγών. Άφησε να περνάει μόνο όσο ήταν αρκετό, ώστε να είναι συνεπής με τους όρους των συμβολαίων που είχε με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Πολλοί παρατηρητές είπαν πως η κίνηση αυτή φαινόταν να αποσκοπεί στην αποσταθεροποίηση της φιλοδυτικής κυβέρνησης του Κιέβου.
Σύντομα χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τους ισχυρισμούς που ήθελαν την Ουκρανία να είναι μια αναξιόπιστη χώρα, ως προς τη διέλευση του φυσικού αερίου. Κάτι που βοήθησε στο να προκύψουν υποστηρικτές του πλάνου δημιουργίας νέου αγωγού. Το όνομα του ήταν Nord Stream και θα διοχέτευε απευθείας αέριο από τη Ρωσία, στη Γερμανία.
Άρχισε να λειτουργεί το 2011 και είχε ως αποτέλεσμα ετήσια απώλεια της τάξεως των 270 εκατομμυρίων δολαρίων -σε τέλη διέλευσης- για την Ουκρανία. Επιπροσθέτως, ο Nord Stream αύξησε σημαντικά την ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία -που μέχρι το 2020 προμήθευε περίπου το 50% έως 75% του φυσικού της αερίου.
Πέντε χρόνια νωρίτερα, το ποσοστό ήταν στο 35%. Το φυσικό αέριο δεν χρησιμοποιούνταν πια, μόνο στη βιομηχανία ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και για τη θέρμανση, όπως και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία.
Ο Nord Stream είναι πια υπεύθυνος για το 1/3 όλων των εξαγωγών φυσικού αερίου της Ρωσίας προς την Ευρώπη -που το 2021 έφτασαν σε επίπεδα ρεκόρ, μολονότι οι ΗΠΑ έδωσαν τον αγώνα τους για να αυξήσουν αυξήσουν τις εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Η Ευρώπη κατάλαβε τις πιθανές συνέπειες αυτής της εξάρτησης το Δεκέμβριο του 2021, οπότε η Ρωσία μείωσε τις εξαγωγές φυσικού αερίου, ενόσω μεγάλωνε η κρίση με την Ουκρανία.
Παρόλο που η Ρωσία εξακολουθούσε να εκπληρώνει τους όρους των συμβολαίων της, δεν πουλούσε πια επιπλέον ποσότητες -όπως έκανε στο παρελθόν. Το Γενάρη του 2022, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας κατηγόρησε τη Ρωσία πως αποσταθεροποιεί την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια.
Τι θα κάνει τώρα ο Πούτιν;
Ενώ οι προθέσεις του Πούτιν, σε ό,τι αφορά την Ουκρανία, παραμένουν ασαφείς, οι ΗΠΑ ηγούνται των προσπαθειών αποτροπής μιας πιθανής εισβολής -ενημερώνοντας πως όποιος εκ των δυτικών συμμάχων δεν συνταχθεί, θα ζήσει καταστροφικές κυρώσεις. Όπως; Ο Μπάιντεν υποσχέθηκε να ματαιώσει έναν νέο αγωγό, αξίας 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που θα ξεκινά από τη Ρωσία και θα φτάνει στη Γερμανία. Θα λέγεται Nord Stream 2.
Η ήδη σημαντική εξάρτηση της Ευρώπης -και συγκεκριμένα της Γερμανίας- από τη Ρωσία, σε ό,τι αφορά την ενέργεια κάνει ευάλωτους τους συμμάχους των ΗΠΑ, μπροστά στην ενδεχόμενη απειλή διακοπής προμήθειας φυσικού αερίου από τον Πούτιν. Είναι κάτι που έχει πει πολλές φορές στους γείτονες του. Κάποιες την έκανε πράξη. Αν συμβεί κάτι τέτοιο τώρα, μπορεί να υπονομεύσει την ικανότητα της Δύσης να εκτελέσει μια συντονισμένη εκστρατεία κυρώσεων.
Για παράδειγμα, μια ενεργειακή κρίση τον χειμώνα θα μπορούσε να είναι καταστροφική για τη Γερμανία. Αυτός ο φόβος ενδέχεται να αποδυναμώσει την προθυμία της χώρας να δράσει εναντίον της Ρωσίας.
Ένα πρόσφατο παράδειγμα δυνητικής γερμανικής ανέχειας προς τους Ρώσους ήταν η αποτυχία του Γερμανού Καγκελαρίου, Όλαφ Σολτς να εγκρίνει τη διακοπή του αγωγού Nord Stream 2, ως πιθανή κύρωση για εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η χρήση του εμπορίου και της ενέργειας από τη Ρωσία, προκειμένου να δημιουργήσει εξαρτήσεις, της έχει δώσει ένα δυνατό ‘χαρτί’, με τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους συμμάχους να έχουν πολύ περιορισμένες επιλογές ως προς την αντιμετώπιση του”.