του Παναγιώτη Στάθη
Με μια τελεσίδικη απόφαση, το Εφετείο Αθηνών ανοίγει τον δρόμο για τη διεκδίκηση μονιμοποίησης χιλιάδων συμβασιούχων με πολυετείς επαναλαμβανόμενες “συμβάσεις ορισμένου χρόνου”.
Η απόφαση αυτή (5204/21) του Μονομελούς Εφετείου, δικαιώνει συμβασιούχο με συμβάσεις μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 και τον μονιμοποιεί αναδρομικά από την αρχική του πρόσληψη, με απειλή μάλιστα προστίμου 300 ευρώ για κάθε μέρα που θα παραβιάζεται η δικαστική απόφαση.
Η ευρωπαϊκή απόφαση
Ουσιαστικά το Εφετείο έρχεται μετά την κρίση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τον Φεβρουάριο του 2021, να αναγνωρίσει ως μια ενιαία σύμβαση Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου τις “εικονικά χαρακτηριζόμενες συμβάσεις ως ορισμένου χρόνου”, και να δείξει το δρόμο σε χιλιάδες συμβασιούχους να ζητήσουν και αυτοί από την Ελληνική Δικαιοσύνη να αποδώσει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στην εργασιακή τους σχέση και να μπορέσουν να μονιμοποιηθούν αναδρομικά από την ημερομηνία σύναψης της αρχικής τους σύμβασης.
Όπως αναφέρει η εργατολόγος Μαρλέν Ασημακοπούλου, πληρεξούσια δικηγόρος του εργαζόμενου – συμβασιούχου, η σπουδαιότητα αυτής της τελεσίδικης και επομένως άμεσα εκτελεστής δικαστικής απόφασης, έγκειται στο γεγονός ότι το δικαστήριο συνδύασε τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 1999/70 και της κρίσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου με την εθνική νομοθεσία της χώρας μας η οποία, όπως τονίζεται στην απόφαση, ήταν πολύ προγενέστερη και παρέχει απόλυτη προστασία στους εργαζόμενους – συμβασιούχους που αναγκάζονται να απασχολούνται με συνθήκες εργασίας μονίμου προσωπικού και τις υποχρεώσεις αυτού αλλά χωρίς τα αντίστοιχα δικαιώματα, παρότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα.
Το σκεπτικό
Συγκεκριμένα το Εφετείο Αθηνών απεφάνθη ότι “η ανανέωση της εργασιακής σχέσης με διαδοχικές συμβάσεις, όταν προκύπτει η κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών, συνιστά κατάχρηση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 του ΠΔ 164/2004, η οποία μπορεί να εξαλειφθεί με εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφος 3 του ν. 2112/1920, το οποίο είναι και το μόνο αποτελεσματικό μέτρο”.
Όπως αναφέρει η Μ. Ασημακοπούλου “….είμαστε υπερήφανοι όταν η Ελληνική Δικαιοσύνη προσεγγίζει με ορθό και δίκαιο τρόπο τις περιπτώσεις των εργαζομένων που επί χρόνια απασχολούνται με συμβάσεις χωρίς καμία διαφορά στις συνθήκες εργασίας από το μόνιμο προσωπικό και τους δίνει τη δυνατότητα να καταλάβουν θέσεις που δικαιούνται κατ εφαρμογή της ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Η συγκεκριμένη απόφαση είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καταρχάς διότι είναι τελεσίδικη, επομένως παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα και υποχρεώνει τον φορέα να απασχολήσει αμέσως τον εργαζόμενο υπό καθεστώς υπαλλήλου Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου και μάλιστα με απειλή χρηματικής ποινής 300 ευρώ για κάθε μέρα μη συμμόρφωσης του, αλλά κυρίως διότι συντάχθηκε με την κρίση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου το οποίο είναι ανώτατο όλων εφαρμόζοντας ωστόσο την ελληνική νομοθεσία που αποτελεί τον πυρήνα προστασίας των εργαζομένων έναντι της καταχρηστικότητας.
Ειδικότερα το Εφετείο Αθηνών αναφέρει : “..Κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, η υποχρέωση σύμφωνης με το δίκαιο της ΕΕ ερμηνείας του εθνικού δικαίου μπορεί να εκτείνεται και στην ενδεχόμενη κάμψη Συνταγματικών απαγορεύσεων, εφόσον τούτο είναι δυνατό να γίνει και επιβάλλεται για να διασφαλιστεί η εφαρμογή της ως άνω Οδηγίας.
Πρέπει να καταστεί σαφές όμως ότι τούτο δεν σημαίνει ότι η υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου οδηγεί άνευ άλλου σε αναίρεση της ρητής Συνταγματικής απαγόρευσης του άρθρου 103 του Συντάγματος αφού τούτη δεν έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το περιεχόμενο της Οδηγίας……..
Τα Εθνικά Ελληνικά Δικαστήρια πρέπει να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, κατά το μέτρο του δυνατού και εφόσον έχει γίνει καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την καταχρηστική αυτή εφαρμογή και χρήση, με στόχο να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παράβασης του Δικαίου της Ένωσης …….
Πρέπει λοιπόν να τύχει εφαρμογής το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 χωρίς την εφαρμογή του οποίου ελλείψει άλλου αποτελεσματικού μέτρου, δεν είναι δυνατή η εξάλειψη της κατάχρησης ”.
Οι παραπάνω θέσεις αποτελούν την πιο ισχυρή απάντηση στην άποψη ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν έχουν την δυνατότητα να αναγνωρίσουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή οποιασδήποτε άλλης μορφής που συνάφθηκαν μετά το έτος 2001, ως μια ενιαία σύμβαση Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου και να δικαιώσουν τους εργαζόμενους, όταν καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες, λόγω απαγόρευσης του άρθρου 103 του ισχύοντος Συντάγματος”.