Απαράδεκτη έφεση κατά βουλεύματος λόγω κακής εκτίμησης πραγματικών περιστατικών. Επιτρέπεται μόνο για κακούργημα για λόγους απόλυτης ακυρότητας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Σύνταξη πλαστής διαθήκης. Πλαστογραφία. Η χρήση του εγγράφου συνιστά αυτοτελές έγκλημα στην περίπτωση που η χρησιμοποίηση του εγγράφου γίνεται από τρίτο ή συντελείται από αυτόν, αλλά για κάποιον λόγο ο υπαίτιος δεν τιμωρείται για την πράξη της καταρτίσεως πλαστού ή νοθεύσεως εγγράφου. Κακουργηματική πλαστογραφία αν το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Έγκλημα κατ’ εξακολούθηση. Θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης. Απάτη ενώπιον δικαστηρίου. Θεωρείται τετελεσμένη με την έκδοση οριστικής απόφασης με την οποία επιδικάζεται περιουσιακό στοιχείο του διαδίκου του κατηγορουμένου υπέρ αυτού. Άμεση συνέργεια. Ηθική αυτουργία στην τέλεση αξιόποινης πράξης. Ψευδορκία διαδίκου ή μάρτυρα.
Αριθ. 438/2018.
…………………………..
Ομόφωνη η πρόταση.
…………………………….
ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ
Εισάγω ενώπιον του Συμβουλίου σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 2,4, 138 παρ. 2, 270 παρ. 1, 308 παρ. 1, 4, 309 παρ. 1, 313, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1 α, 318 και 319 παρ. 1, 3 του ΚΠΔ όπως η διάταξη του άρθρου 316 αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 22 του νόμου 3160/2003, τις αριθ. 13/27/3/2018 και 14/27/3/2018 εφέσεις των … ιατρού κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης και … ιατρού κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, που ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον της Γραμματέως του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (άρθρο 474 του ΚΠΔ) κατά του αριθ. 398/2018 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών διά του οποίου παραπέμπονται αυτές ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων να δικαστούν για τις πράξεις η πρώτη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό προσπορισμού οφέλους και πρόκλησης αντίστοιχης ζημίας υπερβαίνουσας το ποσό των 120.000 ευρώ από κοινού κατ’ εξακολούθηση (άρθρα 45, 98 παρ. 1, 216 παρ. 1, 3 περ. α του ΠΚ, της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου με σκοπό προσπορισμού οφέλους και αντίστοιχης ζημίας υπερβαίνουσας το ποσό των 120 000 ευρώ, διαπραχθείσα από κοινού (άρθρα 45, 386 παρ. 1, 3 περ. β του ΠΚ), της ηθικής αυτουργίας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση στην πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα (άρθρα 46 παρ. 1 α, 98 παρ. 1, 224 και η δεύτερη της άμεσης συνέργειας στην πράξη της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου με σκοπό προσπορισμού οφέλους και αντίστοιχης βλάβης υπερβαίνουσας το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθρα 46 παρ. 1 β, 386 παρ. 1, 3 περ. β του ΠΚ) και της ψευδορκίας μάρτυρα κατ` εξακολούθηση (άρθρα 45, 98 παρ. 1, 224 παρ. 1, 2 του ΠΚ).
Η ποινική δίωξη κινήθηκε μετά την από 28/8/2014 υποβολή μηνύσεως εκ μέρους της … κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, διά της οποίας κατήγγειλε τον … (πατέρα της) και την … (θεία της αδελφή του πατέρα της) γιατί αμφότεροι ενεργώντας από κοινού κατά το χρονικό διάστημα από 22/8/2013 μέχρι στις 27/11/2013 κατήρτισαν εξ αρχής ιδιόγραφή διαθήκη του πατέρα τους …, ο οποίος απεβίωσε στις 22/8/2013 και ήταν κάτοικος όταν ζούσε Θεσσαλονίκης διά της οποίας (ιδιογράφου διαθήκης) αυτός κατέλειπε όλα τα περιουσιακά του στοιχεία σ’ αυτούς (τέκνα του) αποκλείοντας την ισχύ προγενεστέρων δημοσίων διαθηκών, διά των οποίων η βούληση του κληρονομουμένου ήταν να καταστήσει κληρονόμους του και τους εγγονούς του πολιτικώς ενάγοντες … Περαιτέρω κατά το χρονικό διάστημα από 20/10/2013 μέχρι και στις 27/11/2013 κατήρτισαν από κοινού ιδιόγραφη διαθήκη φέροντας αυτήν ως καταρτισθείσα από την μητέρα τους … κατοίκου όταν ζούσε Θεσσαλονίκης και διά της οποίας φερόταν αυτοί ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής, ενώ γνώριζαν πως η καταρτισθείσα εκ μέρους τους διαθήκη ήταν καθ’ ολοκληρία πλαστή (παρότι πράγματι αυτοί υπήρξαν μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής) αφού καθώς αποδείχθηκε αυτή δεν είχε προβεί στην σύνταξη άλλης διαθήκης. Οι ανωτέρω με τις από 27/11/2013 αιτήσεις του ζήτησαν από το Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης να προβεί στην κήρυξη αυτών (ιδιογράφων διαθηκών) ως κυρίων. Το Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης με τα αριθ. 1671 και 1672/6/12/2013 πρακτικά του προέβη στην κήρυξη αυτών ως κυρίων. Κατά την εκδίκαση των ανωτέρω υποθέσεων η κατηγορουμένη … εξεταζόμενη ως μάρτυρας ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου βεβαίωσε, πως ο γραφικός χαρακτήρας των φερομένων ως συντακτών των ιδιογράφων διαθηκών ήταν αυτός των κληρονομουμένων δηλ. του … και της …, τον οποίο γνώριζε (γραφικό χαρακτήρα αυτών) λόγω της στενής σχέσης που διατηρούσε μ’ αυτούς πριν τον θάνατο τους. Η αξία των περιουσιακών στοιχείων που αποσκοπούσαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους διά των ιδιογράφων διαθηκών υπερέβαινε το ποσό των 120 000 ευρώ. Σε βάρος των εκκαλουσών μετά την απολογία τους δεν επιβλήθηκε ουδείς περιοριστικός όρος. Το πέρας της δικογραφίας γνωστοποιήθηκε νομότυπα στους κατηγορουμένους και τους πολιτικώς ενάγοντες (βλ. τα από 17/5/2017 αποδεικτικά γνωστοποιήσεως αυτής).
Κατόπιν αυτών εκθέτω τα παρακάτω.
Από την διάταξη του άρθρου 478 του ΚΠΔ όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του νόμου 3904/2010 έφεση κατά βουλεύματος ασκείται μόνο για κακούργημα και στις περιπτώσεις που ρητά και περιοριστικά αναφέρονται σ’ αυτήν α) για λόγους απόλυτης ακυρότητας και β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Στην περίπτωση που ασκηθεί το ένδικο μέσο της εφέσεως στηριζόμενο σε άλλους πλην των ανωτέρω λόγους (εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών) αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τις διατάξεις των άρθρων 462,463 και 478 του ΚΠΔ συνάγεται πως το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών παρέχεται στον κατηγορούμενο μόνον όταν αυτός παραπέμπεται για κακούργημα και στις περιοριστικά στον νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις.
Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει πως οι δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Προς τούτο εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει μεταξύ άλλων και όταν το δικαστικό συμβούλιο προσδίδει σε ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει. Ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ποινικού νόμου υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο υπήγαγε εσφαλμένα στον νόμο τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ως αληθινά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη (Ολ.ΑΠ 2/2002 Ποιν. Χρον 2002 σελ 689, ΑΠ 510/2002 Ποιν. Χρον 2003 σελ 24, ΑΠ 1/2010, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 4/2010, ΑΠ 9/2010, ΑΠ 81/2010 ΑΠ 24/2010 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ). Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν αποδίδει έννοια διαφορετική σε ουσιαστική ποινική διάταξη από εκείνη, που πράγματι έχει. Η άγνοια του αδίκου της πράξεως και η έλλειψη της γνώσεως της ποσοτικής αξίας της διαφοράς δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής διατάξεως του νόμου αλλά σε κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών των αποδιδόμενων πράξεων (ΑΠ 1231/2011, ΑΠ 267/2013, ΑΠ 225/2015, ΑΠ 116/2017, ΑΠ 147/2017, ΑΠ 94/2017, ΑΠ 96/2017, ΑΠ 69/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).
Κατά την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1α, β του ΠΚ ορίζεται ότι “Οποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση”. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας είναι σωρευτικώς μικτό. Οι μορφές με τις οποίες εμφανίζεται δεν μπορούν να εναλλαγούν μεταξύ τους. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται είτε η κατάρτιση εγγράφου από την αρχή και η εμφάνιση αυτού πως καταρτίστηκε από άλλον ή με την νόθευση γνησίου εγγράφου, που συντελείται με την αλλοίωση του περιεχομένου αυτού, που συντελείται με την απόσβεση ή διαγραφή ή προσθήκη λέξεων, αριθμών ή σημείων. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος του υπαιτίου, που συνίσταται στην γνώση και την θέληση να συντελεστούν τα στοιχεία που απαρτίζουν την πράξη και πρόσθετα απαιτείται σκοπός του δράστη να παραπλανήσει άλλον με την χρησιμοποίηση αυτού (του καταρτισθέντος ή νοθευθέντος εγγράφου). Εννομες συνέπειες είναι αυτές που συντελούν στην παραγωγή, διατήρηση, απόσβεση ή μεταβολή δικαιωμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Η χρησιμοποίηση του εγγράφου από τον καταρτίσαντα ή νοθεύσαντα αυτό αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση. Η χρήση του εγγράφου συνιστά αυτοτελές έγκλημα στην περίπτωση που η χρησιμοποίηση του εγγράφου γίνεται από τρίτο (εκτός του καταρτίσαντα ή νοθεύσαντα το έγγραφο) ή συντελείται από αυτόν, αλλά για κάποιον λόγο ο υπαίτιος δεν τιμωρείται για την πράξη της καταρτίσεως πλαστού ή νοθεύσεως εγγράφου (βλ. ΑΠ 36/2001 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2001 σελ 39, ΑΠ 293/96 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 1121, ΑΠ 1395/95 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 1394, ΑΠ 88/96 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 1089, ΑΠ 814/2000 Ποιν. Χρον ΝΑ σελ 130, ΑΠ 916/2004 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2004 σελ. 301, ΑΠ 1505/2004 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2004 σελ. 440). Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 13 στοιχ. γ του ΠΚ έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει κάποιο γεγονός ή κατάσταση. Κατά την έννοια αυτή έγγραφο είναι και η ιδιόγραφη διαθήκη, που έχει γραφεί και υπογραφεί από τον διαθέτη. (άρθρο 1721 Του ΑΚ) Περαιτέρω, κατά την διάταξη της παραγράφου 3α του άρθρου 216 του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 7α του νόμου 2408/96 και αυτή με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2α του νόμου 2721/99 και τελικά αντικαταστάθηκε εκ νέου με την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 β του νόμου 4055/2012 το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση μορφοποιείται σε βαθμό κακουργήματος «Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (των παραγράφων 1 και 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν σήμερα το ποσό των 120 000 ευρώ. Για την συγκρότηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται ο υπαίτιος να έχει σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος προξενώντας ζημία έτσι σε τρίτον ή έχει σκοπό να προκαλέσει με τις ανωτέρω ενέργειες (που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2) βλάβη σε τρίτο. Χωρίς να είναι αναγκαία και η επέλευση του οφέλους ή της βλάβης, αρκεί δηλαδή η διακινδύνευση του εννόμου αγαθού. Το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος δηλ. σε βαθμό κακουργήματος είναι διφυές αφού δι΄ αυτού προστατεύονται δύο έννομα αγαθά του υπομνήματος και της περιουσίας. Για την κακουργηματική πλαστογραφία δεν είναι αναγκαίο να συνδέεται άμεσα η περιουσιακή μετακίνηση και πρόκληση του επιδιωκομένου οφέλους ή της πρόκλησης βλάβης από την υλική ενέργεια της πλαστογραφίας, αρκεί η περιουσιακή βλάβη ή ο σκοπός του οφέλους να εντάσσονται στον επιδιωκόμενο σκοπό του δράστη και για την συντέλεση του να προσαπαιτούνται και άλλα πρόσθετα στοιχεία (ΑΠ 406/96 Ποιν. Χρον ΜΖ σελ. 50, ΑΠ 1702/89 Ποιν. Χρον Μ σελ. 818, ΑΠ 637/99 Ποιν. Χρον. Ν σελ 245, ΑΠ 214/99 Ποιν. Χρον ΜΘ 1003, ΑΠ 346/2002, ΑΠ 280/2002 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2002 σελ. 125,ΑΠ 1505/2004, ΑΠ 916/2004 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2004 σελ. 301, 440 επ. αντίστοιχα, ΑΠ 51/2017, ΑΠ 282/2017, ΑΠ 232/2017, ΑΠ 133/2017 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).
Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του ΠΚ κατ’ εξακολούθηση έγκλημα υφίσταται όταν τελούνται περισσότερες ομοειδείς πράξεις σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα από τον ίδιο δράστη συνδεόμενες μεταξύ τους με την ενότητα εκτέλεσης αποφάσεως του εγκλήματος αυτού. Το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί ιδιαίτερη μορφή πραγματικής συρροής εγκλημάτων, αφού ο δράστης προβαίνει στην τέλεση περισσοτέρων πράξεων, που διαφέρουν μεταξύ τους χρονικά, τελούμενες από τον ίδιο δράστη, ανεξάρτητες η μία της άλλης (διατηρούσες σε περίπτωση παραγραφής η κάθε μία την αυτοτέλεια της) με τις οποίες προσβάλλεται η ίδια μονάδα εννόμου αγαθού και συνδεόμενες μεταξύ τους με την ενότητα της απόφασης προς εκτέλεση του εγκλήματος. Οι μερικότερες πράξεις του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος μπορούν να τελεστούν με τον ίδιο ή με διαφορετικούς τρόπους (βλ. ΑΠ 1821/94 Υπερ 1996 σελ 375, ΑΠ 1391/93 Υπερ 1996 σελ. 376, ΑΠ 1200/94 Υπερ 1996 σελ. 378, ΑΠ 53/2017, ΑΠ 57/2017, ΑΠ 222/2017, ΑΠ 187/2017, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 28/2017 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ Μελέτες Ποινικού Δικαίου Λάμπρου Μαργαρίτη Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σελ. 51).
Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ ορίζεται ότι «Οποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών» Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί και η επέλευση του περιουσιακού οφέλους, β) με γνώση του δράστη παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων (υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα) από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος, και γ) βλάβη ξένης περιουσίας η οποία πρέπει να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Οι ψευδείς παραστάσεις ή η απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων του δράστη με την πλάνη του παθόντα πρέπει να τελούν σε σχέση αμεσότητας και αναγκαιότητας. Αμεσότητα υφίσταται όταν μεταξύ των ψευδών παραστάσεων και της πλάνης του παθόντα δεν παρεμβάλλεται και δεν μεσολαβεί άλλος αιτιώδης παράγοντας. Αναγκαιότητα υφίσταται όταν η πλάνη υπήρξε το αποτέλεσμα των ψευδών παραστάσεων του δράστη. Οι ψευδείς παραστάσεις ή απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων πρέπει να ήταν η μόνη αιτία που οδήγησαν στην παραπλάνηση του παθόντα (βλ. ΑΠ 985/2000 Πράξη λόγ. του ΠΔ 2000 και παρατηρήσεις καθηγητή Γ. Σιλίκου σελ. 323 επ. ΑΠ 66/2007, ΑΠ 411/2007, ΑΠ 72/2007, ΑΠ 747/2008, ΑΠ 761/2012, ΑΠ 171/2012 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ). Για την συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης δεν απαιτείται ταυτότητα του παραπλανώμενου και του βλαπτομένου προσώπου, με αποτέλεσμα το έγκλημα της απάτης να πραγματώνεται και ενώπιον του Πολιτικού Δικαστηρίου με την παράσταση ή προσαγωγή ενώπιον του Δικαστή ψευδών ή πλαστών αποδεικτικών στοιχείων εν γνώσει του προσκομίζοντος αυτά. Ο Δικαστής παραπλανώμενος με βάση τα προσκομισθέντα στοιχεία πρέπει να εκδώσει ευνοϊκή για τον κατηγορούμενο απόφαση, προσπορίζοντας έτσι σ΄ αυτόν παράνομη περιουσιακή ωφέλεια και βλάπτοντας αντίστοιχα την περιουσία του αντιδίκου του κατηγορουμένου ή τρίτων. Το έγκλημα της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου πραγματώνεται με την προσαγωγή ή επίκληση ψευδών αποδεικτικών μέσων, τα οποία λήφθηκαν υπόψη του Δικαστή και εκδόθηκε οριστική απόφαση προς βλάβη των περιουσιακών συμφερόντων του διαδίκου του κατηγορουμένου. Η περιουσιακή βλάβη συνίσταται στην μείωση της περιουσίας του διαδίκου του κατηγορουμένου. Το έγκλημα της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου θεωρείται τετελεσμένο με την έκδοση οριστικής αποφάσεως με την οποία επιδικάζεται περιουσιακό στοιχείο του διαδίκου του κατηγορουμένου υπέρ αυτού. Χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου είναι ο χρόνος υποβολής των πλαστών ή αναληθών αποδεικτικών στοιχείων προς υποστήριξη των αναληθών ή εικονικών ισχυρισμών και είναι αδιάφορο πότε επήλθε η βλάβη στην περιουσία του παθόντος (ΑΠ 991/2010, ΑΠ 245/2011, ΑΠ 318/2011, ΑΠ 378/2012, ΑΠ 852/2012, ΑΠ 28/2013, ΑΠ 602/2013, ΑΠ 303/2013 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ). Στην τακτική ή εκούσια διαδικασία οι αναληθείς ισχυρισμοί πρέπει να υποστηρίζονται και από πλαστά ή αναληθή ή εικονικά αποδεικτικά στοιχεία, στα οποία να στηρίχθηκε ο Δικαστής και να εξέδωσε ευνοϊκή για τον κατηγορούμενο απόφαση. Στην περίπτωση που αγωγικό αίτημα δεν στηρίζεται στον νόμο και δεν συνοδεύεται τούτο με πλαστά ή αναληθή αποδεικτικά μέσα δεν θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού για την κρίση του αιτήματος αποκλειστικά αρμόδιος είναι ο δικάζων Δικαστής και όχι ο συνήγορος του ενάγοντος, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά μέσα αληθή προς παροχή βοηθείας στον Δικαστή για ορθή και δίκαια κρίση. Το νόμιμο του αιτήματος κρίνεται από τον Δικαστή. Στην περίπτωση της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου πρέπει ο Δικαστής να στηρίχθηκε στα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, που να αποδείχθηκαν αναληθή και να εξέδωσε την απόφαση στηριζόμενος σ ‘αυτά βλάπτοντας έτσι τα συμφέροντα του αντιδίκου του κατηγορουμένου (ΑΠ 75/99, ΑΠ 145/2006, ΑΠ 411/2007, ΑΠ 1716/2009, ΑΠ 991/2010, ΑΠ 378/2012, ΑΠ 303/2013, ΑΠ 1447/2017, ΑΠ 70/2017, ΑΠ 251/2017, ΑΠ 415/2017 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).
Περαιτέρω για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της άμεσης συνέργειας στην τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης (άρθρο 46 παρ. 1 περ. β του ΠΚ) απαιτείται δόλος του αμέσου συνεργού, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον πράττοντα εν γνώσει του ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξεως και παροχή άμεσης συνδρομής κατά την τέλεση και κατά την διάρκεια εκτελέσεως της κύριας πράξεως, συνδεομένης προς αυτήν κατά τρόπο ώστε χωρίς την βοηθητική ενέργεια του αμέσου συνεργού δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητος η διάπραξη του εγκλήματος, κάτω από τις περιστάσεις από τις οποίες έχει διαπραχθεί.Ο δόλος δηλαδή του δράστη του εγκλήματος της άμεσης συνέργειας πρέπει να περιλαμβάνει την γνώση της τελέσεως από τον δράστη της κύριας πράξεως ότι πρόκειται να τελέσει συγκεκριμένη αξιόλογη αδικοπραγία και την θέληση παροχής άμεσης συνδρομής στην τέλεση της κύριας πράξης. Η άμεση συνέργεια μπορεί να παρασχεθεί και με ψευδή ενώπιον Δικαστηρίου κατάθεση κατά την εκδίκαση υποθέσεως κηρύξεως ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας βεβαιώνοντας ενώπιον του Ειρηνοδίκη πως το περιεχόμενο των διαθηκών έχει γραφεί και υπογραφεί από τους διαθέτες και έτσι ο Ειρηνοδίκης προέβη στην κήρυξη αυτών ως κυρίων ευνοώντας έτσι τους αιτούντες και προσκομίζοντες αυτές (ιδιόγραφες διαθήκες) (ΑΠ 259/97 Υπερ. Ζ 1218, ΑΠ 1774/97 Υπερ. Η 362, ΑΠ 324/95 Ποιν. Χρον ΜΕ σελ 765, ΑΠ 228/2009, ΑΠ 335/2009, ΑΠ 111/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ). Κατά την διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α του ΠΚ ορίζεται ότι «Με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε». Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται ο δράστης αυτής να προβαίνει στην προτροπή με οποιονδήποτε τρόπο και μέσον του φυσικού αυτουργού να εκτελέσει συγκεκριμένη πράξη. Ο ηθικός αυτουργός τιμωρείται γιατί, αυτός διέφθειρε τον φυσικό αυτουργό προκαλώντας του την βούληση να τελέσει συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη. Ο ηθικός αυτουργός δημιούργησε με την προτροπή του φυσικού αυτουργού την απόφαση σ΄ αυτόν να εκτελέσει την συγκεκριμένη πράξη, την οποία όντως τέλεσε σύμφωνα με τις οδηγίες αυτού. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας στην τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης πρέπει να αποδεικνύονται τα χρησιμοποιηθέντα μέσα, που χρησιμοποίησε ο δράστης και προκάλεσε έτσι την απόφαση στον φυσικό αυτουργό να τελέσει συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη, γι΄ αυτό θεωρείται ως διαφθορέας του φυσικού αυτουργού, γιατί προκάλεσε σ΄ αυτόν την βούληση με πειθώ, προτροπή, παρακινήσεις, παραινέσεις, πρόκληση στον φυσικό αυτουργό μίσους, ζήλειας, εκδικήσεως, αγανακτήσεως, θυμού και οργής σε βάρος του προσώπου, που επιθυμεί ο ηθικός αυτουργός να τελεστεί η αδικοπραγία καθώς και με κάθε τρόπο που ασκεί επίδραση στην βούληση του άλλου επιβάλλοντας σ΄ αυτόν την απόφαση να τελέσει την συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη (βλ. ΑΠ 1066/95 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 183, ΑΠ 1777/94 Ποιν. Χρον ΜΕ 75, ΑΠ 408/95 Ποιν. Χρον ΜΕ σελ. 746,ΑΠ 894/94 Ποιν. Χρον ΜΔ σελ. 930,ΑΠ 153/2001 Ποινικός Λόγος 2001 σελ. 132, ΑΠ 159/2006, ΑΠ 240/2006, ΑΠ 381/2006, ΑΠ 79/2015, ΑΠ 51/2015, ΑΠ 284/2016, ΑΠ 66/2016, ΑΠ 122/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ, Προβλήματα συμμετοχής στο έγκλημα Ι. Μανωλεδάκη σελ 69). Τέλος κατά την διάταξη του άρθρου 224 παρ. 1, 2 του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 1 του νόμου 3327/2005: «1. Όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν γνώσει του ψευδή όρκο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους». 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. 3. Εξομοιώνονται με τον όρκο η διαβεβαίωση των κληρικών στην ιεροσύνη τους, η διαβεβαίωση που επιτρέπει ο νόμος αντί για όρκο στους οπαδούς θρησκευμάτων που δεν επιτρέπουν όρκο, καθώς και κάθε άλλη βεβαίωση που αναπληρώνει τον όρκο, κατά τις διατάξεις της δικονομίας.
Στην παράγραφο 1 της διατάξεως του άρθρου 224 του ΠΚ αναφέρεται πως τιμωρείται η ψευδορκία διαδίκου, που εν γνώσει του καταθέτει ψευδή γεγονότα ή αποκρύπτει την αλήθεια και στις δύο περιπτώσεις στοιχειοθετείται μόνο ένα έγκλημα, αφού προσβάλλεται η ίδια μονάδα εννόμου αγαθού. (ΑΠ 1941/2002 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ). Κατά την διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ο μάρτυρας, που έχει καθήκον να καταθέσει την αλήθεια, στην αρχή που είναι αρμόδια να διενεργεί ένορκες καταθέσεις να καταθέτει με γνώση του γεγονότα ή καταστάσεις του εξωτερικού ή εσωτερικού κόσμου, αναγόμενα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, παρελθόντων ή παρόντων, τα οποία ο μάρτυρας έλαβε γνώση με την αντίληψη του ή με οποιαδήποτε αίσθηση του ή πληροφορήθηκε από διηγήσεις τρίτων προσώπων. Τα κατατεθέντα πρέπει να είναι ψευδή, ή σκόπιμα να αρνείται ή να αποκρύπτει την αλήθεια. Η αρχή ενώπιον της οποίας διενεργείται η ένορκη μαρτυρική κατάθεση πρέπει να είναι αρμόδια με διάταξη νόμου για την λήψη μαρτυρικής κατάθεσης και να είναι δυνατή η λήψη υπόψη αυτής από την αρμόδια αρχή προς διάγνωση της διαφοράς. Για την υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που να συνίσταται στην γνώση πως τα κατατεθέντα είναι ψευδή και την θέληση να καταθέσει ενώπιον της αρχής που είναι αρμόδια για ένορκη κατάθεση ψευδή γεγονότα. Στην απόφαση ή το βούλευμα για το έγκλημα της ψευδορκίας πρέπει να αναφέρονται ποια είναι τα αληθή γεγονότα. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος είναι αδιάφορο αν τα γεγονότα είναι ουσιώδη ή επουσιώδη αρκεί να έχουν σχέση με το αποδεικτέο ζήτημα. Με την ανωτέρω διάταξη προστατεύεται το έννομο αγαθό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και το κοινωνικό σύνολο (βλ. ΑΠ 1505/94 Ποιν. Χρον ΜΔ 1252, ΑΠ 896/94 Ποιν. Χρον ΜΔ σελ 930, ΑΠ 315/94 Ποιν. Χρον ΜΔ σελ 494, ΑΠ 1145/98 Ποιν. Χρον ΜΘ σελ. 664, ΑΠ 943/98 Ποιν. Χρον ΜΗ σελ 539, ΑΠ 749/98 Ποιν. Χρον. ΜΘ σελ 334 ΑΠ 533/98 Ποιν. Χρον ΜΘ σελ. 29, ΑΠ 21/99 Ποιν. Χρον ΜΘ σελ. 24. ΑΠ 1898/2000, ΑΠ 798/2001 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2001 σελ. 302, 303).
Προστατευόμενο έννομο αγαθό της ψευδορκίας διαδίκου ή μάρτυρα είναι η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, η οποία για να επιτελέσει τον σκοπό της χρησιμοποιεί αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία αν δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια οδηγεί στην παραπλάνηση της δικαιοσύνης και την μείωση του κύρους αυτής και την εμπιστοσύνη των πολιτών σ’ αυτήν και έτσι προσβάλλεται το κύρος αυτής. Το έγκλημα πραγματώνεται όταν το κατατιθέμενο γεγονός είναι ικανό να παραπλανήσει το Δικαστήριο και να παρεμποδίσει την ανακάλυψη της αληθείας. Επομένως αν το κατατιθέμενο γεγονός είναι άσχετο με την ερευνώμενη υπόθεση δεν συγκροτείται το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα.
Το καθήκον της αληθείας δεσμεύει τον μάρτυρα μόνο για τα κατατιθέμενα γεγονότα, που είναι ικανά να συμβάλλουν στην ανακάλυψη της αληθείας. Στην απόφαση πρέπει να αναφέρονται όχι μόνο τα ψευδή γεγονότα αλλά και τα αληθή, τα οποία γνώριζε ο μάρτυρας και παρά ταύτα κατέθεσε αναληθή γεγονότα με σκοπό να παραπλανήσει το Δικαστήριο και εκδώσει ευνοϊκή γι’ αυτόν απόφαση ή για τον διάδικο που τον κάλεσε να καταθέσει (ΑΠ 2043/92 Ποιν Χρον ΛΒ 1191, ΑΠ 736/93 Ποιν Χρον ΛΓ σελ. 524).
Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του προσβαλλομένου βουλεύματος, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, τα απολογητικά υπομνήματα αυτών έχουν προκύψει τα ακόλουθα.
Η εκκαλούσα … φέρεται από κοινού με τον αδελφό της … να έχει καταρτίσει κατά το χρονικό διάστημα από 22/8/2013 μέχρι στις 27/11/2013 χωρίς να έχει προσδιοριστεί επακριβώς η ακριβής ημερομηνία ιδιόγραφη διαθήκη του πατέρα τους αποβιώσαντα στις 22/8/2013 και η οποία φέρεται να έχει καταρτιστεί στις 12/8/2013 στην Θεσσαλονίκη και διά της οποίας φέρεται να έχει αφήσει ως μοναδικούς του εξ αδιαθέτου κληρονόμους την εκκαλούσα και τον αδελφό της αποκλείοντας την ισχύ προγενεστέρων διαθηκών διά των οποίων ο διαθέτης συμπεριέλαβε ως τιμώμενα πρόσωπα στην διαθήκη του και τα εγγόνια του.
Περαιτέρω η εκκαλούσα ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης κατήρτισαν ιδιόγραφη διαθήκη της μητέρας τους …, η οποία απεβίωσε στις 20/10/2013 στην Θεσσαλονίκη και φέρεται και αυτή να έχει καταρτιστεί στις 12/8/2013 (δηλ. την ίδια ημερομηνία που φέρεται να είχε καταρτιστεί και η διαθήκη του πατέρα τους) και αυτή καταρτίστηκε κατά το χρονικό διάστημα από 20/10/2013 μέχρι στις 27/11/2013 και διά της οποίας αυτή φέρεται επίσης να έχει δι` αυτής (ιδιόγραφης διαθήκης) καταλείψει μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους την θυγατέρα της … και τον υιό της …. Η ανωτέρω όμως δεν είχε προβεί στην σύνταξη άλλης διαθήκης και συνεπώς αυτοί όντως υπήρξαν μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της πρώτης γραμμής και συνεπώς δεν επήλθε ουδεμία βλάβη στους πολιτικώς ενάγοντες και για τον λόγο αυτό διά του προμνημονευομένου πρωτοδίκου βουλεύματος γι’ αυτούς απεφάνθη να μην γίνει κατηγορία για την πράξη της απάτης. Οι ανωτέρω (εκκαλούσα με τον αδελφό της …) υπέβαλαν τις από 27/11/2013 αιτήσεις τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης ζητώντας την κήρυξη αυτών ως κυρίων. Ο Ειρηνοδίκης Θεσσαλονίκης στις 6/12/2013 με τις συνυποβαλλόμενες πλαστές ιδιόγραφες διαθήκες κήρυξε αυτές ως κύριες, στηριζόμενος στην μαρτυρική κατάθεση της δευτέρας εκκαλούσας …, η οποία εξεταζόμενη ως μάρτυρας κατέθεσε πως η γραφή και υπογραφή των ιδιογράφων διαθηκών ανήκων στους αποβιώσαντες … και … και πως γνώριζε τον γραφικό χαρακτήρα και υπογραφή αυτών λόγω της στενής φιλικής σχέσης που διατηρούσε μ` αυτούς και την θυγατέρα τους πρώτη εκκαλούσα (βλ. τα αριθ. 1671 και 1672/6/12/2013 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης) Η αξία των περιουσιακών στοιχείων που θα περιερχόταν στην εκκαλούσα και τον αδελφό της με την σύνταξη της ιδιόγραφης διαθήκης του πατέρα τους … υπερέβαινε το ποσό των 120 000 ευρώ και συγκεκριμένα ανερχόταν στο ποσό των 470.554,16 ευρώ. Η … υπέβαλε πληροφορούμενη την κήρυξη των ιδιογράφων διαθηκών ως κυρίων αίτηση στον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης και πληροφορήθηκε κατόπιν αυτού, πως ο εκ πατρός πάππος της … είχε προβεί στην σύνταξη δημόσιας διαθήκης και συγκεκριμένα της με αριθ. …/99 δημόσιας διαθήκης του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης … και την εν μέρει τροποποιητική αυτής με αριθ. …/2001 της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, οι οποίες δημοσιεύθηκαν με τα αριθ. 407/2014 και 402/2014 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. Οι εκκαλούσες στα εφετήρια τους μνημονεύουν την διάταξη του άρθρου 478 του ΚΠΔ σχετικά με τους όρους και προϋποθέσεις άσκησης εφέσεως κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών χωρίς όμως να παραθέτουν σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Στα εφετήρια τους αμφότερες οι εκκαλούσες αναφέρονται στο στοιχείο του δόλου τους και πως δεν γνώριζαν το άδικο των πράξεων τους.
Ειδικότερα η πρώτη εκκαλούσα … αναφέρει πως δεν γνώριζε το άδικο των πράξεων της και επικουρικά αναφέρει πως δεν γνώριζε την αληθή αξία του αντικειμένου της δημιουργηθείσας διαφοράς μεταξύ αυτής και των εξ αδελφού ανεψιών της …. Η δεύτερη εκκαλούσα αναφέρει στο εφετήριο της πως δεν γνώριζε πως οι συγκατηγορούμενοι της προέβησαν στην τέλεση αξιοποίνων πράξεων και για τον λόγο αυτό παρείχε προς αυτούς άμεση συνέργεια στην πράξη της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου και επικουρικά και αυτή επικαλείται την άγνοια για την αληθή αξία των περιουσιακών στοιχείων που θα περιήγαγαν στον εαυτό τους οι συγκατηγορούμενοι της. Οι εκτιθέμενοι όμως ισχυρισμοί των εκκαλουσών δεν συνιστούν εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως αλλά κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Οι εκκαλούσες αναφέρονται κυρίως στην ανυπαρξία του βουλητικού τους στοιχείου, δη του δόλου τους και επικουρικά στην αξία του αντικειμένου της διαφοράς τους. Συνεπώς πρέπει οι ασκηθείσες εφέσεις τους να απορριφθούν ως απαράδεκτες στην ουσία τους, αφού δεν αφορούν αυτές νόμιμο λόγο άσκησης τους δηλ. για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικού ποινικού νόμου. Επομένως πρέπει να εκτελεστεί το πρωτόδικο και προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης.
Τα δικαστικά έξοδα ανερχόμενα στο ποσό των 250 ευρώ να επιβληθούν στις εκκαλουσες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω A) να απορριφθούν οι ασκηθείσες εφέσεις των … ιατρού κατοίκου Καλαμαριάς και … ιατρού κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης ασκηθείσες κατά του αριθ. 398/2018 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης ως απαράδεκτες λόγω του ότι αυτές στηρίζονται σε λόγο που δεν επιτρέπει την άσκηση αυτών (κακή εκτίμηση πραγματικών περιστατικών,
Β) να εκτελεστεί το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και
Γ) τα δικαστικά έξοδα να επιβληθούν στις εκκαλούσες ανερχόμενα στο ποσό των 250 ευρώ.
Θεσσαλονίκη 31/5/2018.
Ο Εισαγγελέας Εφετών
Ηλίας Νικ. Σεφερίδης.
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»