Γράφει ο Δημήτρης Αθ. Τζήκας
Από τις πρώτες κιόλας μέρες του επαναστατικού πολέμου έγινε ολοφάνερη η ανάγκη της οικονομικής ενίσχυσης του αγώνα. Τα δύο πρώτα χρόνια οι Έλληνες επαναστάτες είχαν σημαντικές επιτυχίες και «από επαναστατικού όχλου είχον καταστή ήδη ανεξάρτητο έθνος»· συνάθροισαν γρήγοαρα μεγάλα σώματα ενόπλων ανδρών -κυρίως ατάκτων- και ταυτόχρονα πολιορκούσαν πολλά οθωμανικά φρούρια. Η γενική αταξία των επιχειρήσεων και η ανευθυνότητα οφείλονταν μάλλον στην «έλλειψη χρηστότητος» και την ανικανότητα του κλήρου, των προκρίτων και των στρατιωτικών αρχηγών» παρά στην «έλλειψιν χορηγίας ανδρών» και χρημάτων από την πλευρά του λαού: «Η αγροτική τάξις απανταχού ανέπτυσσε ζήλον και αφιλοκέρδειαν αποδίδουσαν όλην την τουρκικήν ιδιοκτησία προς χρήσιν της δημοσίας υπηρεσίας.» Πλήθος φτωχοί χωρικοί και στρατιώτες υπηρέτησαν για πολλούς μήνες «άνευ μισθού» -αφήνοντας τις οικογένειες στα χωριά τους- και «επί τινά χρόνω απλήστως» ήθελαν να δουν τα χρήματά τους να χρησιμοποιούνται για το σχηματισμό σώματος τακτικού, εθνικού στρατού και την αγορά συστοιχίας πυροβολικού. Κατά την εκτίμηση του (αυτόπτη) Φίνλεϋ, «εάν τυχόν ανήρ χρηστός και ικανός είχεν επιτύχει να σχηματίσει σώμα τακτικού στρατού», πριν οι πρόκριτοι και οι καπεταναίοι προλάβουν να οικειοποιηθούν «τα έσοδα των διαμερισμάτων», τόσο ασθενή και κακώς εφοδιασμένα φρούρια όπως η Πάτρα, η Ναύπακτος, η Κορώνη και η Αθήνα θα είχαν πέσει στα χέρια των επαναστατών μέχρι το τέλος του 1821.[1]
Εν πάση περιπτώσει, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος έφερε το ζήτημα του δανείου στην κυβέρνηση και το πρώτο ελληνικό δάνειο συμφωνήθηκε γύρω στις αρχές του 1824. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν μέσω του Ανδρaέα Λουριώτη, του Ορλάνδου και του Ιωάννη Ζαΐμη[2], αν και το εκτελεστικό είχε προτείνει δύο επιπλέον μέλη, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη· η διαφωνία, γράφει ο Κόκκινος, «δεν ήτο εκ των συνήθων, ούτε προήρχετο εκ μικροφιλοτιμιών και της εριστικής εκατέρωθεν διάθεσης.»[3] Ο έλεγχος και η διαχείριση των χρημάτων θα έδιναν αναμφισβήτητη υπεροχή στην ομάδα του Μαυροκορδάτου. Εκτός από την απαραίτητη ενίσχυση του αγώνα το δάνειο είχε και σαφή πολιτική στόχευση: θα προκαλούσε το ενδιαφέρον των χρηματιστηριακών κύκλων του Λονδίνου και ενδεχομένως την παρέμβαση της «ουδέτερης’ Αγγλίας στο ελληνικό ζήτημα. Ο πολύπειρος Φαναριώτης, πολύγλωσσος και άριστος γνώστης των πραγμάτων της ευρωπαϊκής διπλωματίας, έδωσε και γραπτές οδηγίες στους Έλληνες αντιπροσώπους: «Να συνδέσετε εμπορικάς σχέσεις με την Αγγλίαν καθώς και πολιτικάς. Και να παρατηρήσετε ποίος είναι ο αληθινός σκοπός των Άγγλων, αν επιθυμώσι ή αν καταδολιεύονται την ανεξαρτησίαν της και έως που φρονούσι ότι μπορεί αύτη να εκτείνη τα όρια της.» Σχετικά με τις εγγυήσεις συμβουλεύει να βάλουν ως ενέχυρο «εν γένει τα Εθνικά κτήματα της Ελλάδας και όχι ποτέ ορισμένον τι μέρος της γης.»[4] Ζητάει ακόμη από την αντιπροσωπεία να συλλέξει πληροφορίες για τις σχέσεις της Αγγλίας με τη Ρωσία, να μη φανερώσει ότι διαπραγματεύεται και περί «πολιτικών σχέσεων» και ν’ αποδείξει ότι το μόνο μέτρο που θα μπορούσε να περικόψει τις αξιώσεις της Ρωσίας στο Αιγαίο και την οθωμανική αυτοκρατορία ήταν «να γίνει η Ελλάς ισχυρά και ανεξάρτητο κράτος, δια να χρησιμεύσει στην Αγγλία και στην Ευρώπη όλη.» Γι’ αυτό το σκοπό χρειάζονταν τα χρήματα, «δια να κάμη τον πόλεμον ενεργητικά» και να προχωρήσει στη Μακεδονία και μέχρι των ορίων της Θράκης ή και περισσότερο, «ώστε καθ΄όσον εκτείνεται η Ελλάς να συστέλλονται της Ρωσίας οι σκοποί.»[5] Ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο, η Αγγλία ουδόλως επιθυμούσε να δει ένα ισχυρό ναυτικό ελληνικό κράτος στη Μεσόγειο· αν και θεωρείτο μεγάλη δύναμη, ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τότε τα 12-13 εκατομμύρια και οι Έλληνες υπήρξαν πάντοτε σοβαροί ανταγωνιστές στο εμπόριο της Μεσογείου.
Η κυβέρνηση έλαβε τελικά 300.000 λίρες στερλίνες και υποσχέθηκε να πληρώνει 40.000 λίρες το χρόνο, αφού το συνολικό κεφάλαιο του χρέους ήταν 800.000 λίρες με τόκο 5%. Για την εγγύηση υποθηκεύτηκαν οι εθνικές γαίες, τα έσοδα των τελωνείων, των αλυκών και των ιχθυοτροφείων. Το υπόλοιπο μέρος του ποσού κρατήθηκε προκαταβολικά για διάφορα έξοδα (τοκοχρεολύσια ενός έτους, τόκοι δύο ετών, προμήθειες κλπ.)[6] Οι Έλληνες, γράφει ο Φίνλεϊ, «φαίνεται ότι εθεώρησαν το δάνειον ως μικράν δόσιν του χρέους του οφειλομένου επί της πεπολιτισμένης κοινωνίας εις την χώρα ήτις εγέννησε τον Όμηρο και τον Πλάτωνα. Η έξις των νεοτέρων Ελλήνων του να υποβιβάζωσιν τα πάντα εις χρηματικήν βάση» κατέστησε τους αρχαίους Έλληνες «εγγυητάς δι’ εν μέγα κεφάλαιον και δι’ αμέτρητον σωρείτην απληρώτων τόκων»[7]. Από οικονομική άποψη το δάνειο ήταν πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους κερδοσκόπους της εποχής: οι συνάψαντες το δάνειο και το «Φιλελληνικό κομιτάτο» της Αγγλίας γνώριζαν καλά ότι τα έσοδα της επαναστατημένης Ελλάδα κατά το 1823 δεν έφταναν τις 80.000 λίρες. Κι όμως εμπιστεύτηκαν ποσό ίσο με τα έσοδα μιας τετραετίας στον απόλυτο έλεγχο μιας φατρίας που ήταν μπλεγμένη σε ατέλειωτες εμφύλιες διαμάχες. Οι ξένοι, συνεχίζει ο Φίνλεϋ, «ηπόρησαν επί τη αποδείξει ταύτης χρηματιστικής φρενοβλαβείας, εκ μέρους του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου.»[8]
Ο Άγγλος φιλέλληνας και στρατηγός Γόρδων προσκλήθηκε αργότερα να επιστρέψει στην Ελλάδα «όπως επιτηρήσει την δαπάνην του δευτέρου δανείου», αλλά «φρονίμως» αρνήθηκε ν’ αναμιχθεί στην υπόθεση, όταν διάβασε τις οδηγίες σύμφωνα με τις οποίες θα όφειλε να ενεργήσει. Η γνώμη του για τους ανθρώπους που ανέλαβαν την διαχείριση των αγγλικών δανείων ήταν ξεκάθαρη: «Εξαιρουμένου ίσως του Ζαΐμη, τα μέλη του εκτελεστικού δεν είναι καλύτεροι από κοινούς κλέπτας.»[9] Εντούτοις ο ίδιος στην «Ιστορία» του θεωρεί «περιττό» να εξεταστεί «πόσον μέρος μομφής ανήκει εις την σχετικήν μερίδαν διαφόρων προσώπων» και παραθέτει μια παροιμία της εποχής: «Φύλαξε μας από τους φίλους μας κι εμείς φυλαγόμεθα από τους εχθρούς μας.»[10]
Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, γνωστός και ως «πόλεμος του Κολοκοτρώνη», άρχισε τον Νοέμβριο του 1823 και τελείωσε τον Ιούνιο του 1824, αμέσως μόλις έμαθαν οι εμπόλεμοι ότι μία δόση του πρώτου αγγλικού δανείου έφτασε στη Ζάκυνθο. Ο δεύτερος εμφύλιος, ο «πόλεμος των προυχόντων», ανέδειξε τον ραδιούργο Κωλέττη αρχηγό της ρουμελιώτικης στρατιωτικής «φατρίας»· ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1824 και η ομάδα του αναδείχτηκε «το ισχυρότατον κόμμα εν Ελλάδι.» Γράφει ο Φίνλεϊ: «Εάν η Ελληνική κυβέρνησις είχεν αναπτύξει παραπλήσια δραστικότητα εις το να παρατάξη ίσας δυνάμεις εναντίον των Τούρκων κατά τα έτη 1823 και 1824, η όψις του πολέμου ίσως θα μεταβάλλετο.»
Πολλοί αγαναχτούσαν και ακόμα περισσότεροι ανησυχούσαν, ήταν όμως απλοί άνθρωποι, χωρίς πρακτική πείρα ή τοπική επιρροή. Λίγο πριν την πολιορκία του Μεσολογγίου ένας «φιλόπατρις επιμελητής απεπειράθη να βιάση τους αρχηγούς τους εν ελληνικώ στρατοπέδω ν’αριθμήσωσι τους οπλίτας των.» Οι στρατιώτες του Μακρή, με την παρακίνηση του αρχηγού τους, δήλωσαν ότι «το να μετρεί τις τους οπλίτας είναι αυθαίρετος και δεσποτική πράξις κι εκήρυτταν ότι ο μεταρρυθμιστής εκείνος επίτροπος ήτο εχθρός της συνταγματικής ελευθερίας.»[11] Ο «φίλος της ακεραιότητας επιμελητής» ξυλοκοπήθηκε αγρίως από τους στρατιώτες –έμεινε κλινήρης για εβδομάδες– και η αποθήκη των τροφίμων λεηλατήθηκε. Οι φίλοι του δεν τον παρηγόρησαν κατά την ανάρρωση· τον κατηγόρησαν μάλιστα, επειδή δεν άρχισε «τις μεταρρυθμίσεις του» από τις πρόσθετες μερίδες του Κατσαρού ή του στρατηγού Βλαχόπουλου· ο πρώτος, λοχαγός της φρουράς του Μαυροκορδάτου, ελάμβανε πενήντα σιτηρέσια, ενώ διατηρούσε μόνον επτά οπλίτες, και ο δεύτερος έλεγε ότι συντηρεί τετρακόσιους στρατιώτες, ενώ είχε μόνον ογδόντα, όπως έλεγαν άλλοι. Ο τρόπος που μεταχειρίστηκαν οι «σπαθοφορούντες» τον άτυχο επιμελητή «εμπόδισε το είδος αυτό του πατριωτισμού να εύρη μιμητάς.»[12]
Οι νικητές των εμφυλίων πολέμων αποδείχτηκαν «τόσον αισχροκερδείς όσον οι ηττηθέντες ήσαν φιλάρπαγες.» Τα πρώτα χρήματα του δανείου έφτασαν στην Ελλάδα το 1824 και σπαταλήθηκαν σε καθυστερήσεις οφειλόμενες σε δημόσια και ιδιωτικά χρέη. Οι πληρωμές είχαν ελάχιστη σχέση με τις ανάγκες της δημόσιας υπηρεσίας και του επαναστατικού πολέμου· οι αποφάσεις πάρθηκαν λόγω της επιρροής συγκεκριμένων ατόμων και μελών της κυβέρνησης. Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων δόθηκε στους εφοπλιστές και τους ναύτες του ελληνικού στόλου και «η μερίδα του λέοντος» πήγε στους Υδραίους και τους Σπετσιώτες. Μεγάλα ποσά ξοδεύτηκαν στους εμφυλίους πολέμους· Ρουμελιώτες καπεταναίοι και στρατιώτες «έλαβαν μεγάλας δωρεάς» για να πολεμήσουν τους συμπατριώτες τους.[13] «Ουχί ασήμαντον ποσόν» μοιράστηκε σε μέλη της Εθνικής Συνέλευσης και «μεταξύ μεγάλου σώματος αχρήστων οπαδών, οίτινες εχαρακτηρίζοντο ως δημόσιοι υπάλληλοι.»[14]
Παρά τη γενικευμένη έλλειψη πόρων, αξιόλογο ποσό, αρκετό για να εξοπλίσει τον ελληνικό στόλο για την έξοδό του στο Αιγαίο, συγκεντρώθηκε «δι’ ιδίου εράνου». Ο δόκτωρ Χάου περιγράφει μια συγκινητική σκηνή στην πλατεία του Ναυπλίου: «Ο καθηγητής Γεννάδιος έρριψε κάτω το βαλάντιό του· – Αυτά και μόνα έχω· τα δίδω εις την πατρίδα τόσον πρόθυμος όπως θα τα έδιδα εις το τέκνον μου. Είμαι πρόθυμος να υπηρετήσω σε εργασίαν τινά επί έτος και να δώσω όλον τον μισθόν μου εις το δημόσιον.» Το πλήθος «συνεκινήθη μέχρι δακρύων. Πολλαί φωναί ηγέρθησαν προσφέρουσαι χρήματα. Η δημόσια έξαψις εβίασε τους αρχηγούς και τους πλουσίους να έλθωσιν αρωγοί, καίτοι απροθύμως, και περίγελως υπεδέχθη την εκφώνησιν των ονομάτων τους.»[15]
Στις 31 Ιουλίου, κι ενώ η κατάσταση επιδεινώνεται, το Βουλευτικό αποφασίζει τη σύναψη νέου δανείου από τον τραπεζιτικό οίκο των αδελφών Ρικάρδο με ονομαστικό κεφάλαιο 2.000.000 λιρών στα 55,5% και με τόκο 5%, σε 12 δόσεις (26 Ιανουαρίου 1825)· στα χέρια της κυβέρνησης έφτασαν μόλις 230.000 λίρες.[16] Με τη συνομολόγηση του δευτέρου δανείου ο φιλλέληνας πλοίαρχος Άστιγξ επανέφερε την πρόταση του για την αγορά ενός οπλισμένου ατμόπλοιου και ο τραπεζίτης Ρικάρδο όρισε 10.000 λίρες γι’ αυτό το σκοπό. Το πλοίο -μια φρεγάτα 400 τόνων, η «Καρτερία»- ναυπηγήθηκε «καλώς και ταχέως» στα ναυπηγεία του Μπρεντ και ο μηχανικός Γκαλόαι ανέλαβε να προμηθεύεσει τη μηχανή, ώστε να πλεύσει στα μέσα του Αυγούστου· ατυχώς δεν δεσμεύτηκε με ποινική ρήτρα και η «Καρτερία» απέπλευσε τον Μάιο του 1826. Με τη συμβουλή των Άγγλων οι Έλληνες αντιπρόσωποι (Λουριώτης και Ορλάνδος) ήρθαν σε γραπτή συμφωνία με τον λόρδο Κόχραν και υποσχέθηκαν ν’ αγοράσουν, να εξοπλίσουν και να εφοδιάσουν συνολικά έξι ατμόπλοια (συμπεριλαμβανομένης της «Καρτερίας»). Τα έξοδα της εκστρατείας του Κόχραν ορίστηκαν στις 150.000 λίρες, ενώ θα έπαιρνε προκαταβολικά 37.000 λίρες, ως «αμοιβή και αποζημίωση» για τις υπηρεσίες του· άλλες 20.000 θα εισέπραττε όταν η Ελλάδα θα εξασφάλιζε την ανεξαρτησία της.»[17]
Στη δυτική πλευρά του Ατλαντικού οι Έλληνες «έτυχον ακόμη ατιμοτέρας μεταχειρίσεως εκ μέρους ενίων των δήθεν φίλων των.» Ο στρατηγός Λαλεμάν εστάλη στην Αμερική, ως πράκτορας του Λουριώτη, με «παχύν μισθόν» και συστατικές επιστολές από το Φιλελληνικό Κομιτάτο της Αγγλίας· συμφώνησε να κατασκευαστούν δύο φρεγάτες πρώτης τάξεως με 64 κανόνια, χωρίς όμως να συμβληθεί για το ακριβές αντίτιμο, και πλήρωσε 155.000 λίρες. Κατά τον Δεκέμβριο του 1825, τα δύο εργοστάσια δήλωσαν ότι έπρεπε να καταβληθεί επιπλέον ποσό 50.000 λίρες, αλλιώς θα έβγαζαν τα πλοία σε πλειστηριασμό. Τον Μάρτιο του 1826 ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη ο Κοντόσταυλος, «νοήμων Χίος έμπορος», για να λύσει το ζήτημα· το «σκάνδαλο» έφτασε μέχρι το Κογκρέσο και η αμερικάνικη κυβέρνηση αποφάσισε ν’ αγοράσει τη μία φρεγάτα «δια ν’ απολυτρώσει την άλλην», η οποία απέπλευσε στη Μεσόγειο. Με λίγα λόγια, περίπου 400.000 ελληνικές λίρες δαπανήθηκαν για να κατασκευαστούν δύο φρεγάτες και για την πληρωμή των εξόδων της εκστρατείας του Κόχραν με έξι ατμόπλοια, τα οποία έπρεπε να βρίσκονται στο Ναύπλιο πριν το τέλος του 1825· η «Καρτερία» έφτασε στην Ελλάδα κατά τον Σεπτέμβριο του 1826, η φρεγάτα «Ελλάς» τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, ο λόρδος Κόχραν τον Μάρτιο του 1827, ένα δεύτερο πλοίο τον Σεπτέμβριο του 1827 κι ένα τρίτο και τελευταίο τον Σεπτέμβριο του 1828.[18] Τα δάνεια του αγώνα γενικώς δεν πληρώθηκαν εκείνη την περίοδο, για προφανείς λόγους· μερικές δεκαετίες αργότερα, στις 8 Δεκεμβρίου 1866, επήλθε νέος διακανονισμός με τους δανειστές, ενώ το χρέος είχε φτάσει 8.428.975 λίρες.[19]
Όταν ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε σχεδόν ανενόχλητος στο Μοριά και στρατοπέδευσε μπροστά στα τείχη του Ναυπλίου, τα ταμεία της κυβέρνησης ήταν άδεια και η κατάσταση απελπιστική. Ο Κολοκοτρώνης συνέχιζε με πείσμα τον επαναστατικό κλεφτοπόλεμο («φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»), αλλά μόνο οι αγρότες «έμεναν πιστοί στον αγώνα του έθνους» και «δεν ηδύναντο περισσότερον να πράξωσι ειμή να αναπτύσσωσιν καρτερίαν υπομονετικώς πάσχοντες και ουδέποτε λαός υπέφερεν μετά μεγαλυτέρας ευσταθείας και ζωτικότητος.»[20] Πολλοί προτίμησαν να πεθάνουν από την πείνα, παρά να υποταχθούν στους Τούρκους, ιδίως στο Μοριά, «όπου εφοβούντο μη ο Ιμπραήμ μετακομίσει τας οικογένειάς των εις Αίγυπτον, αναθρέψη τα τέκνα των εν τω Μωαμεθανισμώ και πωλήση τα κοράσια των εις μουσουλμανικά χαρέμια.»[21] Μπροστά στον έσχατο κίνδυνο της πατρίδας αναζωπυρώθηκε ξανά η σκέψη να ζητήσουν «ξενική προστασία», αλλά δεν ήταν όλοι σύμφωνοι ως προς το ποια δύναμη θα προσέγγιζαν. Οι νησιώτες, προεξάρχοντος του Μαυροκορδάτου, και οι Μοραίτες πρόκριτοι «έκλινον σφόδρα προς την Αγγλίαν ως ούσαν το ελευθεριώτερον βασίλειον»[22]· το «γαλλικό κόμμα», με τον δόκτωρα Κωλέττη επικεφαλής, υποστήριζε ότι έπρεπε ν’ απευθυνθούν στη Γαλλία και ο θρόνος της Ελλάδας να δοθεί στον δευτερότοκο γιο του Δούκα της Ορλεάνης. Το «ρωσικό κόμμα», δηλαδή ο Κολοκοτρώνης και οι Πελοποννήσιοι στρατιωτικοί αρχηγοί, έμειναν ουδέτεροι, «διότι ο ευφυής πολιτικός ανήρ [σ.σ. ο Ιωάννης Καποδίστριας] όστις τους οδήγει διά των συμβουλών του» ήθελε την ευρωπαϊκή επέμβαση και πίστευε ότι η Ρωσία δεν μπορούσε να επέμβει στα ελληνικά πράγματα χωρίς «να εξάψη βαθμόν αντιζηλίας επιζήμιον εις τους ύστερους σκοπούς της.»[23]
Το «Περί προστασίας ψήφισμα» υπογράφεται τελικά από τους σημαντικότερους αντιπροσώπους του έθνους και ο Δημήτριος Μιαούλης μετέβη στο Λονδίνο, όπου και το παρέδωσε στα χέρια ενός υφυπουργού της επικρατείας.»[24] Λίγο αργότερα (9 Ιανουαρίου 1826) ο Άγγλος πρεσβευτής Στράντφορντ Κάνιγκ συναντήθηκε με τον Μαυροκορδάτο στο Μετόχι, απέναντι από την Ύδρα, προκειμένου να «ψαύση τον σφυγμό των επαναστατών»· εκεί συμφωνήθηκε μια γενική βάση για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος: ο πρεσβευτής παραδέχτηκε το «ασυμβίβαστον της συνοικήσεως» Ελλήνων και Τούρκων στις επαναστατημένες επαρχίες και ο Μαυροκορδάτος, εν ονόματι των συμπατριωτών του, συναίνεσε στην αναγνώριση της κυριαρχίας του σουλτάνου και στην πληρωμή φόρου.
Η στροφή της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην οθωμανική αυτοκρατορία και τη Ρωσία είχε εν τέλει θετικό αποτέλεσμα για τον ηρωικό αγώνα των Ελλήνων· στους υποστηρικτές της ελληνικής ανεξαρτησίας προστέθηκαν τώρα και όσοι περίμεναν να πάρουν πίσω τα χρήματά τους ή να κερδοσκοπήσουν με τα ελληνικά χρεόγραφα. Το ενδεχόμενο ενός ρωσοτουρκικού πολέμου με τη σύμπραξη των Ελλήνων, ή ενός προτεκτοράτου με ρωσική επικυριαρχία, οδήγησε τον Κάνιγκ σε μερική ρήξη με την Υψηλή Πύλη. Ως προς αυτό, η διπλωματία του Μαυροκορδάτου δικαιώθηκε απολύτως. Βεβαίως η νέα επικράτεια δεν συμπεριελάμβανε αρκετά εκατομμύρια υπόδουλων Ελλήνων (το κράτος ήταν μικρότερο από το έθνος), όμως είχε όλο τον ιστορικό χρόνο μπροστά και, προς το παρόν, εξασφαλισμένα τα σύνορά του. Η μεγάλη περιπέτεια του νεότερου ελληνισμού είχε μόλις αρχίσει.
Ο Δημήτρης Αθ. Τζήκας είναι ιστορικός και διαχειριστής στην ιστοσελίδα «Ερανιστής» (https://eranistis.net/wordpress/).
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στα «Αιρετικά» της εφημερίδας Documento, το Σάββατο, 23 Μαρτίου 2019.
Ενδεικτική βιβλιογραφία και παραπομπές
Θωμά Γόρδωνος. Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως. Μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Εκδ. ΜΙΕΤ. Αθήνα 2015.
Διονύσιος Κόκκινος. Η Ελληνική Επανάστασις. Εκδ. Μέλισσα. 6η εκδ. Αθήνα, 1974.
Γιάνης Κορδάτος. Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. Εκδ. 20ος αιώνας. Αθήνα, 1957.
Εύη Σκληράκη, «Τα δάνεια της εξάρτησης και της χρεοκοπίας», εκδ. Σμίλη.
Γεώργιος Φίνλεϋ. Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως. Μεταφρ. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Εκδ. Δόμος. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. Αθήνα, 1997.
[1] Φίνλεϋ. Τομ. Α’, σελ. 275.
[2] Ο Λουριώτης ήταν άνθρωπος του Μαυροκορδάτου, ο Ιωάννης Ορλάνδος ήταν γαμπρός στους Κουντουριώτες και ο Ζαίμης ήταν αδερφός του Ανδρέα Ζαΐμη, του μόνου μέλους του Εκτελεστικού «που δεν συνέπραττε κομματικώς με τον Πετρόμπεη και τον Κολοκοτρώνη άλλα με τους άλλους.» Κόκκινος, Τόμ. Γ’, σελ. 535.
[3] Κόκκινος. Τόμ. Γ’, σελ. 539.
[4] Κορδάτος. Τομ. Β’, σε. 446, 467.
[5] Γιάνης Κορδάτος. Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. Εκδ. 20ος αιώνας. Αθήνα, 1957. Τομ. Β’, σε. 446, 467.
[6] Κορδάτος. Τομ. Β’, σε. 446. Ο ίδιος γράφει ότι το καθαρό ποσό που εισπράχθηκε ήταν 250.000 λίρες.
[7] Φίνλεϋ. Τομ. Α’, σελ. 376.
[8] Φίνλεϋ. Τομ. Α’, σελ. 376.
[9] Φίνλεϋ. Τομ. Α’, σελ. 377.
[10] Γόρδων. Τομ. Γ’. Σελ. 121.
[11] Φίνλεϋ. Τομ. Α’, σελ. 390.
[12] Φίνλεϋ. Τομ. Α’, σελ. 390.
[13] Φίνλεϋ. Τομ. Α’, σελ. 387.
[14] Φίνλεϋ. Τομ. Α’, σελ. 387.
[15] Φίνλεϋ. Τομ. Α’, σελ. 438.
[16] Ο Κορδάτος γράφει ότι έγιναν πολλές καταχρήσεις και «μπάζες» στο Λονδίνο. Αναλυτικά βλ. Τομ. Β’, σε. 456, 457, 458.
[17] Γόρδων. Τομ. Γ’. σελ. 118.
[18] Γόρδων. Τομ. Γ’. Σελ. 120.
[19] Εύη Σκληράκη, «Τα δάνεια της εξάρτησης και της χρεοκοπίας», εκδ. Σμίλη. Σελ. 62, 63.
[20] Φίνλεϋ. Τομ. Α’, σελ. 463.
[21] Φίνλεϋ. Τομ. Α’, σελ. 463.
[22] Θωμά Γόρδωνος. Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως. Μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Εκδ. ΜΙΕΤ. Αθήνα 2015. Τομ. Γ’. Σελ. 112, 113, 114, 115.
[23] Γόρδων. Τομ. Γ’. Σελ. 112, 113, 114, 115.
[24] Στο άρθρο 1 διαβάζουμε: «Δυνάμει του παρόντος ψηφίσματος, το Ελληνικό έθνος θέτει την ιεράν παρακαταθήκη της ελευθερίας του, της ανεξαρτησίας και της πολιτικής υπάρξεώς του υπό την απόλυτον προστασίαν της Μεγάλης Βρετανίας.» Γόρδων. Τομ. Γ’. Σελ. 129.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ:
Διονύσιος Κόκκινος. Η Ελληνική Επανάστασις. Εκδ. Μέλισσα. 6η εκδ. Αθήνα, 1974.