Ο ζημιωθείς δεν έχει αξίωση κατά του ασφαλιστή, καθόσον η υποχρεωτική ασφάλιση δεν καλύπτει τον τρίτο ζημιωθέντα, αν ο οδηγός προκάλεσε με πρόθεση το ατύχημα
Απορρίφθηκε αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης, σύμφωνα με την οποία η υποχρεωτική ασφάλιση για αστική ευθύνη από ατυχήματα αυτοκινήτων δεν καλύπτει τον τρίτο ζημιωθέντα, αν ο οδηγός προκάλεσε με πρόθεση το ατύχημα (ΑΠ 551/2021).
Την σχετική ένσταση απαλλαγής την φέρει το Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης, όταν ενάγεται για ζημία οδηγού οχήματος με πινακίδες κράτους-μέλους της Ενοποιημένης Συμφωνίας για το ΓΔΑ, όπως εν προκειμένω.
Πιο συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι αποκλειστικά υπαίτιος για τις προκληθείσες σωματικές βλάβες είναι ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος ενήργησε με πρόθεση (ενδεχόμενο δόλο), όταν ευρισκόμενος ο ενάγων απέναντί του, ζητώντας του να κατέβει από το όχημά του, αυτός επιτάχυνε το όχημά του πατώντας το γκάζι προς το μέρος του ενάγοντα, χωρίς να προσπαθήσει να τον αποφύγει, με συνέπεια να τον παρασύρει και να τον τραυματίσει, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα που τυχόν θα προκληθεί από την ενέργειά του αυτή.
Το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι οι προκληθείσες σωματικές βλάβες του ενάγοντος προκλήθηκαν από πρόθεση-ενδεχόμενο δόλο του υπαίτιου οδηγού και, συνεπώς, οι απαιτήσεις του ενάγοντος που απορρέουν από την προκληθείσα σε αυτόν σωματική βλάβη, εξαιρούνται από την ασφαλιστική κάλυψη, κατά τις λεπτομερώς περιγραφόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση συνθήκες του ενδίκου ατυχήματος.
Κατά την κρίση του ανωτάτου δικαστηρίου, ορθώς, κατόπιν των ανωτέρω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος, δεχόμενο ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την ένσταση του εναγομένου, ήδη αναιρεσιβλήτου ΝΠΙΔ «ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», ότι οι σωματικές βλάβες του ενάγοντος προκλήθηκαν από πρόθεση-ενδεχόμενο δόλο του υπαιτίου και, για το λόγο αυτό, οι απαιτήσεις του ενάγοντος που απορρέουν από την προκληθείσα σ’ αυτόν σωματική βλάβη, εξαιρούνται από την ασφαλιστική κάλυψη.
Μεταξύ άλλων, απορρίφθηκε και ο λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με τον οποίο το εφετείο εφάρμοσε νόμο που είχε καταργηθεί από το έτος 2012, ήτοι εφάρμοσε το άρθρο 19 του ΠΔ 237/1986, όπως αυτό τροποποιήθηκε με άρθρο 5 παρ.1 ΠΔ 264/1991, που όριζε ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν αποζημίωση, αν το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο οδηγούμενο από πρόσωπο που προκάλεσε από πρόθεση το ατύχημα, πλην όμως τα ως άνω ΠΔ έχουν ήδη καταργηθεί με το άρθρο 4 εδ. 1 Ν.4092/2012 γεγονός που συνεπάγεται ότι ο παθών δεν έχει άλλη δυνατότητα αποζημίωσης για τις σωματικές του βλάβες παρά μόνο να στραφεί κατά του φυσικού προσώπου με ότι αυτό συνεπάγεται με αποτέλεσμα με τον τρόπο αυτό να δημιουργείται ανισότητα απέναντι στο νόμο.
Ωστόσο, κατά το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, εν προκειμένω δεν εφαρμόσθηκε η ως άνω καταργηθείσα διάταξη, αλλά η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. β’ (τελευταίος του Ν. 489/1976, όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986 και συμπληρώθηκε με μεταγενέστερους νόμους). Η διάταξη αυτή ορίζει ότι:
«1. Η ασφάλιση πρέπει να καλύπτει την αστική ευθύνη του κυρίου, του κατόχου και κάθε οδηγού ή προστηθέντος για την οδήγηση ή υπεύθυνου του ασφαλισμένου αυτοκινήτου. Εξαιρείται η αστική ευθύνη των προσώπων που επελήφθησαν του αυτοκινήτου με κλοπή ή βία και αυτών που προκάλεσαν το ατύχημα εκ προθέσεως, η οποία και αναφέρεται στη μείζονα νομική σκέψη της προσβαλλομένης σε σχέση με το θέμα του εκ προθέσεως ατυχήματος και της εξαιρέσεως ασφαλιστικής καλύψεως στην περίπτωση αυτή, ούτε άλλωστε η εκ περισσού αναφορά στη μείζονα σκέψη της ίδιας απόφασης ότι ο εναγόμενος έχει τη δυνατότητα να επιδιώξει την ικανοποίηση του είτε κατά του ιδίου του υπαιτίου είτε κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου διαμόρφωσε το αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με το παραπάνω ζήτημα».