Ο Helmut Kohl, πρώην Καγκελάριος της Γερμανίας, απεβίωσε τον Ιούνιο του 2017. Προηγούμενως είχε ασκήσει αγωγή κατά βιογράφων του για άρση της προσβολής και αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης από ανακρίβειες που περιείχε για τη ζωή και το έργο του το βιβλίο με τίτλο «Vermaechtnis-die Kohl-Protokolle». Ο ενάγων ευτύχησε να δικαιωθεί σε πρώτο βαθμό λίγο πριν πεθάνει. Μεταξύ άλλων, το δικαστήριο επιδίκασε κονδύλιο 1.000.000 ευρώ για την αξίωση της ηθικής βλάβης. Επρόκειτο για το μεγαλύτερο ποσό που επιδικάστηκε ποτέ στη Γερμανία για μη υλική ζημία.
Η απόφαση εφεσιβλήθηκε ενω εν τω μεταξύ ο Kohl είχε πεθάνει και τη δίκη συνέχισε η σύζυγος και μόνη κληρονόμος αυτού, Maike Richter-Kohl. Πλην όμως το δικαστήριο απέρριψε την έφεση ως παθητικά ανομιμοποίητη, εφόσον ο εφεσίβλητος-δικαιούχος των επιδικασθέντων κονδυλίων είχε αποβιώσει. Η χήρα Kohl προσέφυγε στο BGH, που όμως επικύρωσε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ακολούθως, στη γερμανική έννομη τάξη, η αξίωση ικανοποίησης ηθικής βλάβης δεν μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του δικαιούχου. Τούτο δε εφόσον είναι προσωποπαγής και σκοπό έχει την ανακούφιση του παθόντος από την προσβολή του ψυχικού του κόσμου και της ηθικής/κοινωνικής του υπόστασης. Τέτοια αποτελέσματα δεν μπορούν να επέλθουν μετά τον θάνατο του παθόντος, ούτε αναπληρώνονται με την κληρονόμηση της αξίωσης. Urt. v. 29.11.2021, Az. VI ZR 258/18, VI ZR 248/18
Στη χώρα μας το άρθρο 933 ΑΚ καθιερώνει διαφορετικό καθεστώς αναφορικά με τα παραπάνω. Ακολούθως, «η αξίωση (του 932 ΑΚ) (ηθική βλάβη/ψυχική οδύνη) δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν αναγνωρίσθηκε με σύμβαση ή επιδόθηκε γι’ αυτήν αγωγή». Με την εν λόγω διάταξη καθιερώνεται λοιπόν ο κανόνας του ανεκχωρήτου και ακληρονομήτου της αξιώσεως περί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (ή ψυχικής οδύνης), ο οποίος αποτελεί φυσιολογική συνέπεια του χαρακτηρισμού της αξιώσεως αυτής ως αυστηρώς προσωπικής. Ο κανόνας αυτός, ωστόσο, κάμπτεται, εάν η αξίωση αναγνωρίσθηκε με σύμβαση (λ.χ. με αναγνώριση χρέους κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ ή στο πλαίσιο συμβιβασμού κατά τη διάταξη του άρθρου 871 ΑΚ) ή είχε επιδοθεί γι’ αυτήν αγωγή.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση, εάν αποβιώσει ο δικαιούχος της απαιτήσεως μετά την άσκηση της σχετικής αγωγής (ως ασκήσεως νοουμένης της κατά τη διάταξη του άρθρου 215 ΚΠολΔ, η οποία περιλαμβάνει την κατάθεση του αγωγικού δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου και την επίδοσή του στον υπόχρεο εναγόμενο), η οποία δύναται να είναι είτε καταψηφιστική είτε αναγνωριστική, υπό την προϋπόθεση ότι προσδιορίζεται το ποσόν της, τότε η αξίωση μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του κατά τις διατάξεις των άρθρων 1710 και 1846 ΑΚ.
Εάν ο θάνατος του παθόντος (και ενάγοντος) λάβει χώρα καθ’ ο χρόνο διαρκεί η δίκη, επέρχεται βιαία διακοπή αυτής (άρθρο 286 εδ. α’ ΚΠολΔ), η οποία πλέον συνεχίζεται από τους υπεισερχομένους στη θέση του κληρονόμους του. Στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται να επιδικασθεί στους κληρονόμους του αρχικού δικαιούχου ποσόν μικρότερο εκείνου, το οποίο θα επιδικαζόταν στον αρχικό ενάγοντα με μόνη αιτιολογία ότι η ωφέλεια μεταβαίνει πλέον σε άλλο πρόσωπο (τον κληρονόμο) και όχι τον αρχικό δικαιούχο (ΕφΘεσ 450/2000 Αρμ. 2002 1014), ενώ εάν οι κληρονόμοι είναι πλείονες, η χρηματική ικανοποίηση επιμερίζεται σε αυτούς αναλόγως της κληρονομικής μερίδας εκάστου (ΕφΠατρ 1135/2002 ΑχΝομ 2003 126, ΕφΘεσ 450/2000 όπ. π.). ΕφΑθ 534/2020