Μετά το χρέος, το έλλειμμα και τον πληθωρισμό, αναδείχθηκε και πρωταθλήτρια Ευρώπης στην ανεργία με 13,3% τον Ιανουάριο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat.
Στην τρίτη-διαδοχική κρίση, μετά την οικονομική και την υγειονομική, αυτή της ρώσικης εισβολής και του πολέμου στην Ουκρανία, η χώρα μας εισέρχεται με τις χειρότερες επιδόσεις: Σαν αρνητική πρωταθλήτρια της Ευρώπης σε όλους τους οικονομικούς δείκτες και με πολύ κακούς οιωνούς για τους κοινωνικούς δείκτες και για το μέλλον… Έχουμε το μεγαλύτερο χρέος, το υψηλότερο έλλειμμα, ένα συνεχώς διευρυνόμενο εμπορικό ισοζύγιο και την μεγαλύτερη ανεργία στη γηραιά ήπειρο.
Πέραν της ατυχίας, όταν δηλαδή πήγαινε να κοπάσει η οικονομική κρίση επήλθε η υγειονομική και πριν η πανδημία γίνει… ενδημική ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, είναι και ο λαθεμένος τρόπος που η χώρα αντιμετώπισε τις κρίσεις που την αφήνουν ακάλυπτη στην παρούσα εμπόλεμη συγκυρία στην Ευρώπη:
1.Το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, αλλά και σαν ποσό αυξήθηκε κατά την προηγούμενη 12ετία.
2.Το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών αυξάνεται κάθε φορά που υπάρχει οικονομική αναθέρμανση (τουρισμός, κατανάλωση κ.α.) καθώς για τον έλεγχό του δεν αποδείχτηκε ικανή η σαρωτική μείωση σε μισθούς και συντάξεις.
3.Το έλλειμμα (μεταξύ εσόδων και δαπανών του προϋπολογισμού) επανήλθε λόγω οριζόντιων και χωρίς κριτήρια ενισχύσεων στην διάρκεια της πανδημίας. Αλλά και της κατάρρευσης των εσόδων, όπως η μη απόδοση του εισπραχθέντος ΦΠΑ με νόμο, ή η παράταση μέσα στο καλοκαίρι (2020) της διάθεσης αφορολόγητου πετρελαίου… θέρμανσης κ.α.
4.Κυρίως δε η χώρα μας παραμένει πρωταθλήτρια Ευρώπης στην ανεργία. Και αυτό αποτελεί την χειρότερη αφετηρία εν όψει της πετρελαϊκής-ενεργειακής-πολεμικής κρίσης. Ειδικά εάν ο στασιμοπληθωρισμός, δηλαδή η χαμηλή ανάπτυξη λόγω ενεργειακού κόστους, μείωσης των διαθέσιμων αγορών, πτώσης του τουρισμού, υποχώρησης τους διεθνούς εμπορίου και η ακρίβεια (υψηλές τιμές παραγωγού, κυρίως λόγω του Φυσικού Αερίου), διαρκέσουν πέραν της φετινής άνοιξης.
Το «εγχειρίδιο» που εφάρμοσε το ΔΝΤ και οι ευρωπαίοι δανειστές στην Ελλάδα ήδη – 2011-12 προέβλεπε ακόμη και ονομαστική μείωση των αμοιβών (-25% στον ιδιωτικό τομέα τον Φεβρουάριο του 2012) ώστε να ελεγχθεί το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών (δια της μείωσης της κατανάλωσης) και να τονωθεί η οικονομική ανάπτυξη (αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης) μέσω των χαμηλών αμοιβών (φθηνή εργασία).
Κάτω από 600 €
Αποκορύφωμα της πολιτικής χαμηλών μισθίων σαν συγκριτικό πλεονέκτημα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας ήταν η κυβερνητική απόφαση για «αύξηση» 2% ή 13 ευρώ το μήνα στο βασικό μισθό από 1/1/22. Μετά μάλιστα από ένα τριετές «πάγωμα» των αμοιβών (προηγούμενη αύξηση 11% τον Φεβρουάριο του 2019). Αλλά αυτή η καθήλωση των πραγματικών αμοιβών εν μέσω προφανούς ακρίβειας έφερε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα: 3.000 απολύσεων ανά ημέρα τον περασμένο Ιανουάριο (92.090 απολύσεις), εκ των οποίων αναπληρώθηκαν μόνο οι 2.000. Συνολικά χάθηκαν 25.820 θέσεις τον πρώτο μήνα του έτους.
Αλλά και -υς εργαζόμενους, οι 3 στους 10 απασχολούνται με λιγότερες από 35 ώρες την εβδομάδα, ενώ 474.000 απασχολούμενοι έλαβαν λιγότερα από 600 ευρώ μεικτά.
Με αυτά τα στοιχεία η χώρα μας «κατέκτησε» ένα ακόμη ρεκόρ. Μετά το χρέος, το έλλειμμα και τον πληθωρισμό, αναδείχθηκε και πρωταθλήτρια Ευρώπης στην ανεργία με 13,3% τον Ιανουάριο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat.
Είναι προφανές ότι η διευθέτηση του χρόνου εργασίας (10ωρη ημερήσια απασχόληση) που υιοθέτησε το υπουργείο Εργασίας στέκεται εμπόδιο στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
-Οι χαμηλοί μισθοί δεν αποτελούν «κίνητρα» προσλήψεων όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Οι αμοιβές κάτω του ορίου φτώχειας, δηλαδή η απουσία προοπτικής, αποθαρρύνει τους ανθρώπους – να αναζητήσουν εργασία. Ειδικά όσοι βρίσκονται (ή θεωρούν ότι βρίσκονται) στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού (πανδημία) ή είναι υποχρεωμένοι να μετακινηθούν με τα δυσεύρετα Μέσα Μαζικές Μεταφοράς όπου οι πιθανότητες επιμολύνσεων αυξάνονται…
-Οι δωρεάν υπερωρίες (10ωρη ημερήσια εργασία χωρίς μάλιστα Συλλογική Σύμβαση) επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να μην κάνουν νέες προσλήψεις.
-Η οικονομική αβεβαιότητα λόγω τιμών ενέργειας και πρώτων υλών (σ.σ. προτού καν ξέσπασε ο πόλεμος την Ουκρανία) οδήγησαν τις επιχειρήσεις σε δραματικές αναδιπλώσεις.
Και τελικά, οι οικογένειες γονατίζουν από την ακρίβεια και την υποαμειβόμενη εργασία ή την ανεργία.