Απαραίτητη η τιθάσευση του πληθωρισμού για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας
Σάββας Γ. Ρομπόλης – Βασίλειος Μπέτσης
Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του 4ου τριμήνου του ΑΕΠ από την ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ της χώρας μας το 2021 αυξήθηκε κατά 8,3% και διαμορφώθηκε στο επίπεδο των 181 δις ευρώ από τα 166 δις ευρώ (ύφεση 9,2%) που ήταν το 2020, προσεγγίζοντας έτσι το ΑΕΠ του 2019 που ήταν 182,5 δις ευρώ (βλ. Διάγραμμα 1).
Ο τουρισμός
Η αύξηση αυτή βασίστηκε, κατά βάση, στην σημαντική αύξηση του τουρισμού σε σχέση με το 2020. Ειδικότερα, οι αφίξεις των τουριστών παρουσίασαν 97% αύξηση (14,4 εκ. τουρίστες) σε σχέση με το 2020 (δηλαδή στο 47% σε σχέση με το 2019), ενώ οι εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 144% (10,5 δις ευρώ) σε σχέση με το 2020 (δηλαδή 58% των εισπράξεων του 2019 και 47% των αφίξεων των τουριστών σε σχέση με το 2019) (Βλ. Διαγράμματα 2 και 3).
Με άλλα λόγια, το επίπεδο των εισπράξεων ήταν πολύ καλύτερο απ’ αυτό των αφίξεων, παρά το γεγονός ότι η τουριστική περίοδος ουσιαστικά ξεκίνησε από τον Ιούλιο και μετά. Κι’ αυτό γιατί υπήρξε σημαντική αύξηση της μέσης κατά κεφαλή δαπάνης η οποία ήταν 24% (717 ευρώ) αυξημένη σε σχέση με το έτος 2020 (580 ευρώ) και το 2019 (579 ευρώ). Ο βασικός λόγος της μέσης αυτής αύξησης της κατά κεφαλή δαπάνης ήταν ότι οι επισκέπτες παρέμειναν περισσότερες ημέρες κατά μέσο όρο στην χώρας μας το 2021 σε σχέση με το 2020 και το 2019. Αυτό κυρίως οφείλεται στην αύξηση της αποταμίευσης που είχε δημιουργηθεί από τα προγράμματα στήριξης των χωρών στην διάρκεια των lockdown. Κατά συνέπεια, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο θα διατηρηθεί και το 2022 αυτή η σημαντικά αυξημένη μέση κατά κεφαλή δαπάνη των τουριστών που θα επισκεφθούν την Ελλάδα.
Η απασχόληση
Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι απασχολούμενοι τον Δεκέμβριο του 2021 ήταν 4,075 εκατ. άτομα, δηλαδή αυξημένοι κατά 189.000 άτομα σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2020. Αντίστοιχα, οι άνεργοι το 2020 ήταν 596.000 άτομα, δηλαδή μειωμένοι κατά 118.000 άτομα. Παράλληλα, το ποσοστό ανεργίας τον Δεκέμβριο του 2021 ήταν 12,8% και το μέσο ετήσιο ποσοστό ανεργίας ήταν 14,8%, δηλαδή μειωμένο κατά 1,6 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το ετήσιο ποσοστό ανεργίας του 2020 που ήταν 16,4%. Όμως, αυτό που απαιτείται να σημειωθεί είναι ότι το εργατικό δυναμικό παρουσίασε αύξηση το 2021 στα 4,671 εκ. άτομα από 4,601 εκ. άτομα το 2020. Ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα παρουσίασε αύξηση στα 1.117 ευρώ (μεικτά) από τα 1.050 ευρώ(μεικτά).
Σημειώνεται όμως ότι ένας στους τρεις εργαζόμενους λαμβάνουν μισθό κάτω από 650 ευρώ (ευρώ) και κατά βάση εργάζονται στην εστίαση και το λιανεμπόριο. Παράλληλα, σύμφωνα με προβλέψεις ξένων επενδυτικών οίκων, όπως η Morgan Stanley, προβλέπεται ότι το ποσοστό ανεργίας για το 2022 θα διατηρηθεί στο 14,7% και αυτό λόγω της λήξης των προγραμμάτων στήριξης της οικονομίας που εφαρμόστηκαν κατά την περίοδο εφαρμογής των μέτρων κατά της πανδημίας. Επιπλέον, οι πολεμικές συγκρούσεις στην Ουκρανία απειλούν με κίνδυνο την αύξηση της ανεργίας, κατά τα επόμενα χρόνια, μετά την έκρηξη των τιμών των ενεργειακών προϊόντων, των βασικών αγαθών και των αγαθών διατροφής και την μετεξέλιξη του πληθωρισμού σε στασιμοπληθωρισμό, ύφεση και απειλή της βιώσιμης λειτουργίας των επιχειρήσεων τόσο στην ευρωζώνη, όσο και στην χώρα μας. Από την άποψη αυτή, η ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού η οποία από τον Ιούλιο του 2021 παρουσιάζει μια συνεχόμενη αύξηση από το 1,4% στο 5,1% τον Δεκέμβριο του 2021, στο 5,5% τον Ιανουάριο του 2022 και στο 6,3% τον Φεβρουάριο του 2022, προκαλεί σοβαρές ανησυχίες και προβληματισμό για την πορεία της ελληνικής οικονομίας αλλά και της ευρωζώνης.
Πληθωρισμός και ανταγωνιστικότητα
Όπως αποτυπώνεται στο Διάγραμμα 4, ο πληθωρισμός το 2ο εξάμηνο του 2021 ήταν 3,1%. Όμως, εάν συνεχιστεί η τάση των πρώτων δύο μηνών του 2022 του επιπέδου του πληθωρισμού κατά τους επόμενους μήνες του τρέχοντος έτους, τότε το μέσο ετήσιο (2022) επίπεδο του δείκτη τιμών καταναλωτή θα κινδυνεύσει, λόγω των επιπτώσεων (αύξηση τιμών, αριθμός, μέση διάρκεια παραμονής, μέση κατανάλωση των τουριστών, κ.λ.π.) του πολέμου στην Ουκρανία, να προσεγγίσει το επίπεδο του 7% και ο αναμενόμενος ρυθμός (4,5%) αύξησης του ΑΕΠ, εξαιτίας των αρνητικών παρενεργειών στον ρυθμό ανάπτυξης, θα κυμανθεί στο επίπεδο του 2,5%.
Στις συνθήκες αυτές, η επιδίωξη της βελτίωσης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης, απαιτεί, μεταξύ των άλλων, την επίτευξη χαμηλότερου επιπέδου πληθωρισμού στην χώρα μας απ’ αυτόν της ευρωζώνης. Επιπλέον, δεσπόζουσα θέση στην στρατηγική αύξησης του ΑΕΠ, της απασχόλησης, της παραγωγικότητας, της εργασίας, των μισθών, κ.λ.π. της ελληνικής οικονομίας κατά τα επόμενα χρόνια απαιτείται να έχουν οι δημόσιες και οι ιδιωτικές επενδύσεις καθώς και ο αναπροσανατολισμός τους προς την κατεύθυνση σύστασης ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου με κυρίαρχα χαρακτηριστικά: α) την υλοποίηση ενεργειακών επενδύσεων με σταθερή και δίκαια τιμολόγηση με την ανασύσταση της δημόσιας επιχείρησης παραγωγής, μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και την σύσταση των ενεργειακών κοινοτήτων, β) την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών, συμβάλλοντας περισσότερο στη δημιουργία και λιγότερο στην πραγματοποίηση προστιθέμενης αξίας και γ) την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, συμβάλλοντας στην μείωση της ανεργίας και την αύξηση θέσεων σταθερής και επαρκώς αμειβόμενης απασχόλησης, ιδιαίτερα, για την νέα γενιά της χώρας μας.
Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότιμος Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης είναι Διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο