Απόφαση 1285 / 2014 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1285/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Θ. Σ. του Σ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αγγελική Παπαδοπούλου που διόρθωσε το επίθετο του αναιρεσείοντος αντί του εσφαλμένου “Σ.” που αναγράφει το δικόγραφο της αναίρεσης.
Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “Δήμος Νέας Σμύρνης (ΟΤΑ), που εδρεύει στην Ν. Σμύρνη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Γεωργία Σκλιβάγκου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-2-2006 ανακοπή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4923/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 6565/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 28-3-2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρυσόστομος Ευαγγέλου, ανέγνωσε την από 30-12-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της κρινόμενης αίτησης.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 94 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Z’ Αναθεωρητικής Βουλής: ” 1. … 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει”. Κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος: “Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης”. Κατά το άρθρο 1 του ν. 3068/2002, όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004, που εκδόθηκε εις εκτέλεση του άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος: “Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει”. Με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004 προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν. 3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ’-ζ’ της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλό του, κυρώθηκε με τον ν. 2462/1997, και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ. Εξωτ. Φ.0546/62/Α1/292/ Μ.2870/7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 παρ. 3 αυτού ορίζει: “Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεσή του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική … αρχή … θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και να προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 14 παρ.1 εδ. α’ του ίδιου Συμφώνου: “Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί από … δικαστήριο … το οποίο θα αποφασίσει … και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα”. Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της (Ολ. ΑΠ 21/2001). Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και γενικώς κατά νομικών ν.π.δ.δ., με τις οποίες επιδικάζονται εις βάρος τους χρηματικές απαιτήσεις, στους τίτλους δε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ διαταγές πληρωμής, οι οποίες ναι μεν εκδίδονται από δικαστή, (χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους) και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ’ ενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ’ ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι αφενός μεν, για την έκδοσή τους απαιτείται άμεση απόδειξη των απαιτήσεων, αφετέρου δε παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση. Παρέπεται, ότι η άνω νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/2004, κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ’ αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι δια-ταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων (Α.Π. 1825/2013, Α. Π. 2347/2009) και ως εκ τούτου είναι δυνατή η αναγκαστική εκτέλεση διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε κατά Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η επισπευδόμενη σε βάρος του ανακόπτοντος Δήμου Νέας Σμύρνης αναγκαστική εκτέλεση της υπ’ αριθ. 415/2006 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει στον καθού η ανακοπή και ήδη αναιρεσείοντα το ποσό των 25.962,50 ευρώ, δεν είναι νόμιμη, διότι προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 3301/2004, με το οποίο προστέθηκε στο άρθρο 1 του ν. 3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ’- ζ της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων, η διάταξη δε αυτή (δέχθηκε το Εφετείο ) δεν προσκρούει ούτε στις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 και 20 ούτε στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, σε συνέπεια δε των παραδοχών του αυτών δέχθηκε την έφεση του ανακόπτοντος Δήμου, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοδικείου, που είχε δεχθεί τ’ αντίθετα, δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε την από 17-1-2006 επιταγή προς εκτέλεση της διαταγής πληρωμής. Έτσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 3301/2004, με το οποίο προστέθηκε στο άρθρο 1 του ν.3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ’- ζ’ της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής) και η οποία (διάταξη) δεν ήταν εφαρμοστέα, αφού αντίκειται στις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με τον ν. 2462/1997. Με τον μοναδικό από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω πλημμέλεια. Δεδομένου, όμως, ότι το παρόν Τμήμα αρνείται την εφαρμογή νόμου ως αντισυνταγματικού, αλλά και επειδή ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, επιβάλλεται η παραπομπή του αναιρετικού λόγου στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (άρθρα 100 παρ. 5 του Συντάγματος, 563 παρ.2 ΚΠολΔ και 23 παρ.2 εδ. γ’ και δ’ του Οργανισμού των Δικαστηρίων (ν. 1756/1988), προκειμένου, ειδικότερα, να κριθεί, αν το άρθρο 20 του ν. 33011/2004, με το οποίο προστέθηκε στο άρθρο 1 του ν. 3068/2002 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο: “δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ’-ζ’ της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά το άρθρο 623 επ. ΚΠολΔ εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής”, αντίκειται ή όχι στα άρθρα 20, 94 παρ. 4 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 2 παρ. 3, 14 παρ. 1 εδ. α’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο, μαζί με το προαιρετικό πρωτόκολλό του, κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον μοναδικό από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2014. Και
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Ιουνίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ