Απόφαση 833 / 2020 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 833/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Βρυνιώτη, Γεώργιο Χοϊμέ, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου και Κωνσταντίνο Παναρίτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Β. Φ. του Θ., κατοίκου …, ως ιδιοκτήτριας του υπ’ αριθμ. ΚΑΔΕ … απαλλοτριούμενου ακινήτου, 2) Κ. Σ. του Β., κατοίκου …, ως ιδιοκτήτη του υπ’ αριθμ. ΚΑΔΕ … απαλλοτριούμενου ακινήτου, 3) Λ. Κ. του Δ., κατοίκου …, ως συνιδιοκτήτη του υπ’ αριθμ. ΚΑΔΕ … απαλλοτριούμενου ακινήτου, 4) Π. Κ. του Δ., κατοίκου …, ως συνιδιοκτήτη του υπ’ αριθμ. ΚΑΔΕ … απαλλοτριούμενου ακινήτου, 5) Ιεράς Μονής …, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ιδιοκτήτριας των υπ’ αριθμ. ΚΑΔΕ … απαλλοτριούμενων ακινήτων, 6) Ν. Κ. του Μ., κατοίκου …, ως ιδιοκτήτη του υπ’ αριθμ. ΚΑΔΕ … απαλλοτριούμενου ακινήτου, 7) Α. Κ. του Ι., κατοίκου …, ως συνιδιοκτήτη του υπ’ αριθμ. ΚΑΔΕ … απαλλοτριούμενου ακινήτου, 8) Σ. Κ. του Ι., κατοίκου …, ως συνιδιοκτήτριας του υπ’ αριθμ. ΚΑΔΕ … απαλλοτριούμενου ακινήτου, 9) Μ. Φ. του Ε., κατοίκου …, ως ιδιοκτήτη του υπ’ αριθμ. ΚΑΔΕ … απαλλοτριούμενου ακινήτου, 10) Ι. Κ. του Ε., κατοίκου …, ως συνιδιοκτήτη του υπ’ αριθμ. ΚΑΔΕ … απαλλοτριούμενου ακινήτου, 11) Σ. χας Ε. Κ., κατοίκου …, ως συνιδιοκτήτριας του υπ’ αριθμ. ΚΑΔΕ … απαλλοτριούμενου ακινήτου, 12) Γ. Κ. του Ε., κατοίκου …, ως συνιδιοκτήτη του υπ’ αριθμ. ΚΑΔΕ … απαλλοτριούμενου ακινήτου και 13) Α. Κ. του Ε., κατοίκου …, ως συνιδιοκτήτη του υπ’ αριθμ. ΚΑΔΕ … απαλλοτριούμενου ακινήτου, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Άτσιο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τους Υπουργούς Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Αντώνιο Αντωνίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-11-2013 αίτηση καθορισμού οριστικής τιμής μονάδος αποζημίωσης απαλλοτρίωσης του ήδη αναιρεσιβλήτου (μετά την έκδοση της 75/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας που καθόρισε προσωρινή τιμή μονάδος αποζημίωσης), που κατατέθηκε στο Εφετείο Ιωαννίνων και συνεκδικάστηκε με την από 19-7-2013 αίτηση των ήδη αναιρεσειόντων και άλλων προσώπων, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, με άλλες αιτήσεις προσώπων, επίσης μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, καθώς και με τις παρεμβάσεις των εκεί διαδίκων.
Εκδόθηκε η 22/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27-1-2016 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνο Παναρίτη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 27-1-2016 (με αριθμ. έκθεσ. κατάθ. 4/28-1-2016) αίτηση ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 22/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία καθορίσθηκε η οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης, εκτός άλλων, των απαλλοτριωθέντων ακινήτων των αναιρεσειόντων και των συστατικών και των επικειμένων αυτών και αναγνωρίσθηκε ότι δεν συντρέχει το τεκμήριο ωφέλειας και δεν υποχρεούνται σε αυτοαποζημίωση και σε αποζημίωση όμορων ιδιοκτησιών οι αναφερόμενες στο διατακτικό της ιδιοκτησίες, για την αναγκαστική απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου με την υπ’ αριθμ. 1101190/6694/0010/6-11-2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα στο ΦΕΚ 523/21-11-2008, για λόγους δημόσιας ωφέλειας και ειδικότερα για τη “Διάνοιξη της Ιονίας Οδού” στο τμήμα … από χ.θ. 106 + 624,00 έως χ.θ. 115 + 500,30 Δ.Δ. … Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους προβαλλόμενους λόγους της.
Στο άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 2882/2001 “Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων”, σχετικά με τον καθορισμό της τιμής μονάδας αποζημίωσης απαλλοτριωθέντων ακινήτων, ορίζονται τα εξής: Η αποζημίωση πρέπει να είναι πλήρης και να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριωμένου κατά το χρόνο της συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης ή, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό, κατά το χρόνο της συζήτησης για τον προσδιορισμό αυτόν. Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό. Ως κριτήριο για την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριωμένου ακινήτου λαμβάνεται υπόψη, ιδίως, η αξία που έχουν κατά τον κρίσιμο χρόνο παρακείμενα και ομοειδή ακίνητα, που προσδιορίζεται κυρίως από την αντικειμενική αξία, τα τιμήματα σε συμβόλαια μεταβίβασης κυριότητας ακινήτων, τα οποία συντάχθηκαν κατά το χρόνο της κήρυξης της απαλλοτρίωσης, καθώς και η πρόσοδος του απαλλοτριωμένου. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι για τον υπολογισμό της αξίας των απαλλοτριωμένων ακινήτων λαμβάνεται υπόψη η αξία αυτών κατά το χρόνο συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό στο Εφετείο, αν η συζήτηση αυτή διεξαχθεί μετά από ένα έτος από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης αυτής τα διαγραφόμενα κριτήρια δεν είναι αποκλειστικά και υποχρεωτικά για το δικαστήριο για τη διάγνωση της πραγματικής αξίας του απαλλοτριωμένου κατά τον κρίσιμο χρόνο, έτσι ώστε να θεωρείται ότι παραβιάζεται η ανωτέρω ουσιαστική διάταξη νόμου, στην περίπτωση που το δικαστήριο δεν τα λάβει υπόψη του ή θα λάβει υπόψη του άλλα τέτοια. Το δικαστήριο μπορεί να στηρίξει την κρίση του, για την πραγματική αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου, ενόψει της χρησιμοποίησης στην ανωτέρω διάταξη της λέξης “ιδίως”, σε κάθε πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο, αφού το αξιολογήσει προσηκόντως. Η δε σχετική για το πρόσφορο ή όχι του συγκριτικού στοιχείου κρίση του ανάγεται στην εκτίμηση πραγμάτων και ως εκ τούτου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1221/2018, ΑΠ 1016/2015). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 4 του ίδιου νόμου 2882/2001, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 128 παρ. 2 του ν. 4070/2012 (ΦΕΚ 82/Α/10-4-2012) και εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς, κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, απαλλοτριώσεις (άρθρο 146 παρ. 9 του ίδιου νόμου), “εάν απαλλοτριωθεί τμήμα ακινήτου με αποτέλεσμα η αξία του τμήματος που απομένει στον ιδιοκτήτη να μειωθεί σημαντικά σε σχέση με την κύρια ή αποδεδειγμένως υφιστάμενη δευτερεύουσα κατά προορισμό χρήση, μπορεί να προσδιορίζεται με την απόφαση καθορισμού της αποζημίωσης και ιδιαίτερη αποζημίωση για το τμήμα που απομένει στον ιδιοκτήτη και η οποία καταβάλλεται μαζί με την αποζημίωση για το απαλλοτριούμενο. Για τον προσδιορισμό της ιδιαίτερης αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο, ιδίως, η κατάσταση του ακινήτου πριν από την απαλλοτρίωση, η σημαντική επιδείνωση των γεωμετρικών στοιχείων και της οικονομικής και εμπορικής εκμεταλλεύσεως αυτού, όπως επίσης ότι η ζημία του απομένοντος θα επέλθει μετά βεβαιότητας μετά την απότμηση του απαλλοτριουμένου τμήματος”. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, συνάγεται ότι για να είναι πλήρης η αποζημίωση, η οποία οφείλεται ως αντάλλαγμα για τη στέρηση της ιδιοκτησίας, πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο την αξία του απαλλοτριωμένου τμήματος του ακινήτου, αλλά και τη ζημία την οποία υφίσταται ο ιδιοκτήτης, επειδή το τμήμα που του απομένει, μετά την απαλλοτρίωση, γίνεται άχρηστο ή μειώνεται σημαντικά η αξία του. Στην περίπτωση αυτή, κατά την οποία το τμήμα που απομένει υφίσταται σημαντική μείωση της αξίας του ή καθίσταται άχρηστο, ο ιδιοκτήτης του δικαιούται να ζητήσει τον καθορισμό και την παροχή ιδιαίτερης αποζημίωσης, είτε κατά τη δίκη του προσωρινού καθορισμού, είτε κατ’ αυτήν του οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης, για το τμήμα που απαλλοτριώθηκε (ΑΠ 1221/2018, ΑΠ 365/2018). Με την προαναφερόμενη τροποποίηση επαναφέρθηκε η έννοια της “σημαντικής” μείωσης της αξίας του ακινήτου που απομένει μετά την απαλλοτρίωση, όπως ίσχυε στο ν.δ. 797/1971. Η κρίση του Εφετείου ότι επήλθε μείωση της αξίας του ακινήτου αυτού ανάγεται σε πράγματα και δεν υπόκειται σε έλεγχο του Αρείου Πάγου. Ο όρος, όμως “σημαντική”, ως αόριστη νομική έννοια, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, ενώ το δικαστήριο οφείλει να αιτιολογεί ειδικά τον τρόπο υπολογισμού της μείωσης και του ποσοστού της (ΑΠ 2004/2017, ΑΠ 96/2015). Περαιτέρω, η αιτιολογία της δικαστικής απόφασης για την επιδίκαση ιδιαίτερης αποζημίωσης θεωρείται ανεπαρκής αν: α) δεν ενέχει προσδιορισμό των τμημάτων που εναπέμειναν, ήτοι αναφορά για το εμβαδόν τους και τα λοιπά προσδιοριστικά τους στοιχεία και β) δεν αναφέρει την κατά προορισμό χρήση των τμημάτων που απομένουν, καθώς και τη, μετά την αναγκαστική απαλλοτρίωση, δυνατότητα ή μη της πραγματοποίησης της χρήσης αυτής και με ποιες προϋποθέσεις. Επιπλέον, για τον καθορισμό ιδιαίτερης αποζημίωσης, κατά την παραπάνω διάταξη, αν το ακίνητο, τμήμα του οποίου απαλλοτριώθηκε, είχε πριν από την απαλλοτρίωση, έστω και δευτερευόντως, ως προορισμό την οικοδόμηση, πρέπει, για την ευδοκίμηση του σχετικού αιτήματος, για τον καθορισμό ιδιαίτερης αποζημίωσης, λόγω μείωσης της αξίας του τμήματος αυτού που απομένει, να αποδεικνύεται σωρευτικά, ότι το εν λόγω ακίνητο πληρούσε, κατά τις διατάξεις που ισχύουν, τους όρους δόμησης κατά κανόνα ή κατά παρέκκλιση και ότι το τμήμα αυτού που απομένει, μετά την απαλλοτρίωση, δεν είναι πλέον άρτιο ούτε κατά παρέκκλιση ή είναι μεν άρτιο αλλά όχι οικοδομήσιμο (ΑΠ 1221/2018, ΑΠ 365/2018). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 849/2007). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμά του και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Τέλος, κατά τη διάταξη του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Η αντίφαση μεταξύ των διατάξεων πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό της ίδιας απόφασης και δεν αρκεί η ύπαρξη αντίφασης στο αιτιολογικό αυτής ή μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού. Ειδικότερα, η αντίφαση στο διατακτικό δημιουργεί τον προαναφερόμενο λόγο αναίρεσης όταν προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της απόφασης ή η πρόκληση της σκοπούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με το δεδικασμένο (ΑΠ 87/2013). Αν η αντίφαση υπάρχει στο αιτιολογικό ή ανάμεσα στο αιτιολογικό και στο διατακτικό και έχει μορφή ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών ιδρύεται ο από τον αριθμό 19 λόγος, ενώ, αν υπάρχει μεταξύ εκείνων που έγιναν δεκτά και του συμπεράσματος (συλλογιστικό άλμα), ιδρύεται ο από τον αριθμό 1 λόγος (ΑΠ 637/2017, ΑΠ 634/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την προσβαλλόμενη 22/2015 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την από 29-11-2013 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου (αναιρεσιβλήτου) κατά των αναφερομένων 102 καθών, για καθορισμό της οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης των απαλλοτριωθέντων ακινήτων και των επικειμένων τους, τις αναφερόμενες πέντε (5) αυτοτελείς αιτήσεις ιδιοκτητών των ως άνω ακινήτων, μεταξύ των οποίων και την από 19-7-2013 (με αρ. καταθ. 273/2013) αίτηση ιδιοκτητών ακινήτων, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αναιρεσείοντες, και τις αναφερόμενες τρεις (3) κύριες παρεμβάσεις, για τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης και ιδιαίτερης, κατ’ άρθρο 13 παρ. 4 ν. 2882/2001, αποζημίωσης των ακινήτων, εκτός των άλλων, και των αναιρεσειόντων, που απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά υπέρ και με δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, για λόγους δημόσιας ωφέλειας (διάνοιξη Ιονίας Οδού στο τμήμα …, Δ.Δ. … Νομού Αιτωλοακαρνανίας), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, αναφορικά με τον καθορισμό της οριστικής και της ιδιαίτερης αποζημίωσης, που ενδιαφέρει στην παρούσα αναιρετική δίκη, τα ακόλουθα (σελ. 34 και επομ. της προσβαλλόμενης απόφασης): “….Τα απαλλοτριούμενα ακίνητα είναι στην πλειονότητά τους γεωργικά και τα υπόλοιπα χέρσα και δασικά, καλλιεργούνται δε, κυρίως ως ελαιοδεντροπερίβολα. Το έδαφος είναι ημιορεινό και σε ορισμένες περιπτώσεις ορεινό με μικρές και μεσαίες κλίσεις, έχει δε υψόμετρο από 150-200 μέτρα από τη θάλασσα. Η χρήση της γης είναι αμιγώς αγροτοκτηνοτροφική (χέρσες αγροτικές και δασικές εκτάσεις, καλλιέργειες ελαιοδέντρων και μικρές κτηνοτροφικές μονάδες), και τα απαλλοτριούμενα εξυπηρετούνται από ένα ατελές και περιορισμένης έκτασης αγροτικό οδικό δίκτυο χωρίς καμία άλλη ουσιώδη υποδομή. Περαιτέρω, τα απαλλοτριούμενα ακίνητα ευρίσκονται εκτός σχεδίου πόλης, εκτός οικισμού και εκτός ζώνης οικισμού 500 μέτρων γιατί οι παρακείμενοι οικισμοί … είναι οικισμοί με πληθυσμό έως 2.000 κατοίκους, η δόμηση δε αυτών διέπεται από τις διατάξεις του Π.Δ. 24/31-5-1985 “Δόμηση εκτός σχεδίου πόλεως” και με την επιφύλαξη της νομοθεσίας προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων, δεδομένου ότι για την έκδοση οικοδομικής αδείας εκτός από την πλήρωση των προϋποθέσεων της πολεοδομικής νομοθεσίας απαιτείται βεβαίωση της οικείας δασικής αρχής, ότι το ακίνητο δεν αποτελεί δάσος ή δασική έκταση ή αναδασωτέο και πολύ περισσότερο που στην προκειμένη περίπτωση τα απαλλοτριούμενα εφάπτονται δημοσίων δασικών εκτάσεων. Η εμπορική και οικονομική αξία των απαλλοτριουμένων εκτάσεων, με κρίσιμο χρόνο εκείνον της παρούσης συζητήσεως, είναι πολύ μικρή, αφού η συντριπτική πλειοψηφία αυτών καλλιεργούνται ως επί το πλείστον με ελιές (ξερικές) και στα περισσότερα δεν υπάρχει καμία μελλοντική δυνατότητα οικοδομικής αξιοποίησης (κατοικίες ή επαγγελματικές χρήσεις) παρά μόνο για μικρές κτηνοτροφικές μονάδες (στάβλοι, μικρές αποθήκες ζωοτροφών κλπ) και αρκετά ακίνητα στερούνται οδικής πρόσβασης. Μερικά αγροτεμάχια έχουν θέα προς τη θάλασσα και απέχουν από αυτήν 2.000 μέτρα έως 3.000 μέτρα, τα οποία βεβαίως σε σχέση με αυτά που δεν έχουν θέα είναι ελαφρώς προνομιακότερα. Οι περισσότεροι από τους καθ’ ών η αίτηση που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο και εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ισχυρίζονται ότι τα ακίνητά τους έχουν οικοπεδική αξία, ως ευρισκόμενα σε απόσταση από 1.000 έως 2.000 μέτρα από τη θάλασσα ή πλησίον των παρακείμενων οικισμών …. Ωστόσο ο ισχυρισμός τους αυτός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς πέραν της έλλειψης οδικού δικτύου, στην ευρύτερη περιοχή διέλευσης της υπό χάραξη οδού δεν υπάρχει σχεδόν κανένα άλλο κτίσμα, πλην ορισμένων στάβλων ζώων και κάποιων αγροικιών. Οι δε οικισμοί που βρίσκονται πλησίον της ζώνης απαλλοτρίωσης είναι μικροί και μη συνεκτικοί κατά βάση, και συνεπώς αποδεικνύεται ότι το οικιστικό ενδιαφέρον στην περιοχή είναι μικρό. Η περιοχή είναι αγροτική, χωρίς να διαθέτει τις απαραίτητες υποδομές για την ανέγερση παραθεριστικής κατοικίας, πολύ περισσότερο στην παρούσα χρονική συγκυρία που λόγω της έντονης οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα από το 2010 και μετά, παρατηρείται πλήρης αποδόμηση, όχι μόνο των περιοχών που έχουν βάσιμες μελλοντικές προσδοκίες για οικιστική ανάπτυξη αλλά και των περιοχών που έχουν μερικά αναπτυχθεί στο παρελθόν λόγω φυσικού κάλλους ή ως ευρισκόμενες πλησίον της θάλασσας… Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, έγγραφα και μαρτυρικές καταθέσεις, στα οποία έγγραφα περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τους διαδίκους τεχνικές εκθέσεις, χωρίς, ωστόσο, να παραλείπεται κανένα από τα υπόλοιπα μη ειδικότερα εκτεθέντα έγγραφα, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 ΚΠολΔ), και λαμβάνοντας, επίσης, υπόψη την προς τα κάτω αναπροσαρμογή των τιμών λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης και ύφεσης που διέρχεται η Χώρα ήδη από το έτος 2008, κρίση επιδεινωθείσα σε μεγάλο βαθμό μετά το 2010, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, εκτός των ανωτέρω τεχνικών εκθέσεων, οι ανταιτούντες (καθ’ ων η αίτηση και κυρίως παρεμβαίνοντες), δεν προσκομίζουν κάποιο άλλο πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο, το οποίο να συνεισφέρει αποφασιστικώς στην πλήρη εξουδετέρωση των προτεινομένων από τους ορκωτούς λογιστές τιμών και να οδηγεί, αντιστρόφως, στην πλήρη παραδοχή της αιτούμενης από αυτούς ιδιαιτέρως μεγάλης τιμής μονάδας αποζημιώσεως, κρίνει ότι κατά τον παρόντα κρίσιμο χρόνο της συζήτησης των αιτήσεων για τον οριστικό καθορισμό τιμών μονάδος, η πραγματική αξία των εδαφικών εκτάσεων που απαλλοτριώθηκαν, αν ληφθούν υπόψη και οι υπάρχουσες οικονομικές και νομισματικές συνθήκες, χωρίς να υπολογίζεται η τυχόν ανατίμηση ή υποτίμηση αυτών λόγω της εξαγγελίας ή της κήρυξης των απαλλοτριώσεων ή της εκτέλεσης των έργων για τα οποία αυτές έγιναν και κατά συνέπεια η πλήρης αποζημίωση…, ανέρχεται στα ποσά που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας… Όσον αφορά τα αιτήματα που περιέχονται στις υπό στοιχ. (2) και αριθμ. καταθ. 402/389/2013, υπό στοιχ. (3) και αριθμ. καταθ. 402/2013 και υπό στοιχ. (5) και αριθμ. κατ. 273/2013 (των αναιρεσειόντων) αιτήσεις περί καθορισμού ιδιαίτερης αποζημίωσης για τα εναπομένοντα τμήματα των απαλλοτριωθέντων, σημειώνονται τα ακόλουθα:… Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, όλα τα απαλλοτριωθέντα ακίνητα βρίσκονται σε περιοχή ορεινή ή ημιορεινή, στην οποία η χρήση της γης είναι αμιγώς αγροτοκτηνοτροφική (χέρσες αγροτικές και δασικές εκτάσεις, καλλιέργειες ελαιοδένδρων και μικρές κτηνοτροφικές μονάδες), πρόκειται δε για γεωργικά ακίνητα με ελαιοπερίβολα και μικρές κτηνοτροφικές μονάδες, καθώς και χέρσα και δασικά τμήματα, αγροτικές οδοί, ρέματα κλπ. Η περιοχή βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως, εκτός οικισμού και εκτός ζώνης οικισμού 500 μέτρων, εξυπηρετείται από ένα ατελές και περιορισμένης έκτασης αγροτικό οδικό δίκτυο, χωρίς καμία άλλη ουσιώδη υποδομή, ενόψει δε των ανωτέρω χαρακτηριστικών της, δεν προσφέρεται για ανοικοδόμηση. Επικαλούνται οι αιτούντες, ότι υπάρχουν δυνατότητες οικοδομικής αξιοποίησης, με την ανέγερση κτιρίων ειδικού προορισμού, όπως Νοσοκομείων, Εκπαιδευτηρίων κλπ. Τούτο δεν κρίνεται βάσιμο, καθόσον στην περιοχή δεν προϋπήρχε ούτε ένα, έστω, τέτοιο κτίριο, αλλά το μόνα οικοδομήματα είναι σταύλοι μικρής δυναμικότητας και μικρές αγροτικές αποθήκες, καθώς και ελάχιστες αγροικίες μακράν των οικισμών. Εξάλλου, τα εναπομένοντα κατά περίπτωση τμήματα, και μετά την απότμησή τους, είναι κατάλληλα και πρόσφορα για τη γεωργική ή κτηνοτροφική εκμετάλλευση που ασκείτο σ’ αυτά, καθόσον το εμβαδόν τους όχι μόνο δεν εκμηδενίζεται, αντιθέτως είναι ικανού μεγέθους. Ειδικότερα στις κατωτέρω ιδιοκτησίες τα εναπομένοντα τμήματα έχουν το ακόλουθο, αντιστοίχως, εμβαδόν: α)…, γ) αίτηση υπό στοιχ. 5 αριθμ. καταθ. 272/2013: ιδ. …, απομένει τμήμα 990,35 τ.μ., ιδ. …, απομένει τμήμα 3.430,44 τ.μ., ιδ. …, απομένει τμήμα 5.687,72 τ.μ., ιδ. …, απομένουν τμήματα 1.739,38 τ.μ. και 1.466,80 τ.μ., ιδ. …, απομένει τμήμα 5.624,18 τ.μ., ιδ. …, απομένει τμήμα 14.664,74 τ.μ., ιδ. …, απομένει τμήμα 2.537,60 τ.μ., ιδ. …, απομένει τμήμα 4.227,30 τ.μ., ιδ. …, απομένουν τμήματα 2.207,72 τ.μ. και 7.098,24 τ.μ.
Συνεπώς, στις υπό κρίση περιπτώσεις δεν αποδεικνύεται ότι η αξία των απομεινάντων τμημάτων των παραπάνω ιδιοκτησιών έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με την κύρια κατά προορισμό χρήση τους και οι σχετικές υπό κρίση αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν ως προς το αίτημά τους αυτό, ως ουσιαστικά αβάσιμες…”. Με βάση δε τα αναφερόμενα ως άνω περιστατικά, προσδιόρισε την οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης για τις αναγκαστικά απαλλοτριωμένες εδαφικές εκτάσεις των αναιρεσειόντων, σε πέντε (5) ευρώ/τ.μ. για τις ιδιοκτησίες με αρ. … (3ου και 4ου των αναιρεσειόντων), … (5ης των αναιρεσειόντων) και … (6ου των αναιρεσειόντων), σε επτά (7) ευρώ/τ.μ. για τις ιδιοκτησίες με αρ. … (1ης των αναιρεσειόντων) και … (10ου, 11ης, 12ου, και 13ου των αναιρεσειόντων), σε εννέα (9) ευρώ/τ.μ. για τις ιδιοκτησίες με αρ. … (2ου των αναιρεσειόντων), … (5ης των αναιρεσειόντων), … (9ου των αναιρεσειόντων), … (7ου και 8ης των αναιρεσειόντων) και … (5ης των αναιρεσειόντων), ενώ απέρριψε το αίτημα για καθορισμό ιδιαίτερης αποζημίωσης για τα εδαφικά τμήματα που απέμειναν μετά την απαλλοτρίωση και τα επικείμενά τους, γιατί κρίθηκε ότι η αξία τους δεν μειώθηκε σημαντικά σε σχέση με την κύρια κατά προορισμό χρήση τους (αγροτοκτηνοτροφική). Με τους πρώτο και έκτο (κατά σειρά) λόγους αναίρεσης, προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτιάσεις από τους αριθμούς 17 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παραβίαση, εκ πλαγίου, των διατάξεων των άρθρων 17 παρ. 2, 25 παρ. 1 και 93 παρ. 3 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 13 παρ. 1 και 4 του ν. 2882/2001, που συνίστανται στο ότι το Εφετείο, κατά παράβαση και της αρχής της αναλογικότητας, με αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, 1) καθόρισε “εξευτελιστικές” τιμές για τις εδαφικές εκτάσεις και τα επικείμενά τους, χωρίς να λάβει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα των ακινήτων τους και το γεγονός ότι το σύνολο αυτών είχε, πριν από την απαλλοτρίωση, ως δευτερεύοντα, έστω, προορισμό, την οικοδόμηση, όπως προβλήθηκε από τους αναιρεσείοντες, με την προσκόμιση προς τούτο των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, και 2) δεν καθόρισε ιδιαίτερη, κατ’ άρθρο 13 παρ. 4 του ν. 2882/2001, αποζημίωση για κανένα από τα εδαφικά τμήματα που απέμειναν μετά την απαλλοτρίωση και των επικειμένων τους (διαφόρων δένδρων, κυρίως ελαιοδένδρων), μολονότι τα εναπομένοντα εδαφικά τμήματα, κατά τους ισχυρισμούς τους, είτε καθίστανται μη άρτια και μη οικοδομήσιμα, σύμφωνα με τις πολεοδομικές διατάξεις που ισχύουν για τη δόμηση εκτός σχεδίου πόλης και οικισμών (π.δ. 24/1985, ν. 3212/2003), είτε παραμένουν μεν άρτια και οικοδομήσιμα αλλά με μειωμένη οικοπεδική αξία και χρήση, είτε και χάνεται η δυνατότητα για αγροτική χρήση στα ως άνω εδαφικά τμήματα, γιατί, οι αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που διαμορφώνονται, δυσχεραίνουν την καλλιέργειά τους. Οι λόγοι αυτοί, από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, είναι, προεχόντως, απαράδεκτοι, διότι, ανεξάρτητα από το ότι δεν εξειδικεύεται το σφάλμα του δικαστηρίου, ήτοι δεν αποσαφηνίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η ανεπάρκεια και η αντιφατικότητα των αιτιολογιών (χωρίς να αρκούν οι γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια και αντιφατικότητα των αιτιολογιών ή το αναγραφόμενο ότι η αναιρεσιβαλλόμενη δεν αναγνώρισε καμία απομείωση της αξίας των εναπομενόντων τμημάτων, σε αντίθεση με τις προσκομισθείσες από το αναιρεσίβλητο α) από 25-1-2013 έκθεση των μηχανικών Ν. Τ., Α. Π. και Α. Χ. και β) την …/13-10-2014 έκθεση εκτίμησης της Πιστοποιημένης Ορκωτής Εκτιμήτριας Σ. Γ., με τις οποίες καθορίζεται ποσοστό απομείωσης των εν λόγω τμημάτων και “παρ’ όλο που εμείς είχαμε προσκομίσει μετ’ επικλήσεως πλήθος εγγράφων και είχαμε αποδείξει ότι η απομείωση της αξίας των τμημάτων που απομένουν σε εμάς μετά την απαλλοτρίωση αφορά στο σύνολο των ακινήτων μας και δη κατά ποσοστό…”), με την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας από τους λόγους αυτούς προβάλλονται αιτιάσεις για την, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, ως προς τις οποίες οι αναιρεσείοντες έχουν διαφορετική ουσιαστική προσέγγιση, καθώς και για τη σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα που εκτίθεται σαφώς ως το πιο πάνω ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση, από τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, στο αποδεικτικό της πόρισμα, στο οποίο αυτή κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη α) τα γενικά χαρακτηριστικά της περιοχής και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των απαλλοτριωμένων ακινήτων και των επικειμένων τους και ιδίως το είδος, τη θέση, την έκταση, την πραγματική κατάσταση και τη χρησιμότητά τους (στην πλειονότητά τους είναι γεωργικά και τα υπόλοιπα χέρσα και δασικά, το έδαφος είναι ημιορεινό και σε ορισμένες περιπτώσεις ορεινό με μικρές και μεσαίες κλίσεις, έχουν υψόμετρο 150-200 μέτρα από τη θάλασσα, η χρήση γης είναι αμιγώς αγροτοκτηνοτροφική με καλλιέργειες κυρίως ελαιοδένδρων, εξυπηρετούνται από ένα ατελές αγροτικό οδικό δίκτυο χωρίς καμία άλλη ουσιώδη υποδομή, είναι ακίνητα εκτός σχεδίου πόλης και εκτός ζώνης οικισμού, δεν υπάρχει μελλοντική δυνατότητα οικοδομικής αξιοποίησής τους, παρά μόνο για μικρές κτηνοτροφικές μονάδες και αρκετά ακίνητα στερούνται οδικής πρόσβασης, ενώ μερικά ακίνητα έχουν θέα προς τη θάλασσα και απέχουν από αυτήν 2.000 έως 3.000 μέτρα), β) τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, ενώπιον του Εφετείου και ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας, γ) τα μετ’ επικλήσεως προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα, δ) την από μηνός Απριλίου 2009 έκθεση εκτίμησης απαλλοτριωτέων ιδιοκτησιών και την από μηνός Ιουνίου διορθωτική αυτής, που αντικαθιστούν την προβλεπόμενη από το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 2882/2001 έκθεση της οικείας εκτιμητικής επιτροπής, και τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τους διαδίκους τεχνικές εκθέσεις και ε) τις κοινώς γνωστές και υφιστάμενες, κατά τον ανωτέρω χρόνο, οικονομικές και νομισματικές συνθήκες, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί τότε στη χώρα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση και ειδικότερα τη νόμιμη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 13 παρ. 1 και 4 του ν. 2882/2001, τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών, αναφερομένων σε επιπλέον χαρακτηριστικά των ακινήτων αυτών, όπως αβάσιμα διατείνονται οι αναιρεσείοντες. Ειδικότερα, με τις πιο πάνω παραδοχές στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του το Εφετείο με πλήρεις αιτιολογίες, αφού εκτίμησε τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία και ύστερα από προσήκουσα αξιολόγησή τους, προσδιόρισε την κατά την κρίση του πραγματική αξία των απαλλοτριωμένων ακινήτων κατά τον κρίσιμο χρόνο, ενώ δεν αναγνώρισε την απομείωση της αξίας των εδαφικών εκτάσεων των ιδιοκτησιών των αναιρεσειόντων, που απέμειναν μετά την απαλλοτρίωση, και των επικειμένων τους, γιατί, κατά την κρίση του και μετά από συνεκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων, δεν μειώθηκε σημαντικά η αξία των ως άνω τμημάτων σε σχέση με την κατά προορισμό χρήση τους. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τους πρώτο και έκτο λόγους της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις ότι χαρακτηρίζει όλα τα απαλλοτριωθέντα ακίνητα ως γεωργικά στην πλειονότητά τους χωρίς να διακρίνει ποια είναι γεωργικά, ότι χαρακτηρίζει την χρήση της γης ως αμιγώς αγροτοκτηνοτροφική και όλα τα απαλλοτριωθέντα ακίνητα ως εκτός σχεδίου πόλης, εκτός οικισμού και εκτός ζώνης οικισμού και ότι δεν αναγνώρισε για κανένα από τα ακίνητά τους την, έστω δευτερευόντως, οικοπεδική χρήση τους, κρίνονται αβάσιμα, όπως και οι αντίστοιχοι λόγοι της αναίρεσης. Οι ίδιοι λόγο αναίρεσης (πρώτος και έκτος), κατά το μέρος που επιχειρείται να θεμελιωθούν στη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 17 ΚΠολΔ, είναι πρωτίστως, απαράδεκτοι, διότι δεν προσδιορίζεται ποια είναι η αντίφαση που υπάρχει στο διατακτικό της απόφασης, η οποία και μόνο αυτή, ιδρύει τον παρόντα λόγο αναίρεσης, καθόσον όσα εκθέτουν οι αναιρεσείοντες ανάγονται σε ανεπάρκειες και αντιφάσεις, κατ’ αυτούς, του αιτιολογικού της απόφασης ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού της. Περαιτέρω με τον ίδιο (πρώτο) λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν καθόρισε οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης για το εντός του ακινήτου με ΚΑΔΕ … συστατικό (καλλιέργεια βρώμης), παρόλο που απέδειξαν την αξία αυτού. Η αιτίαση αυτή είναι, προεχόντως, αόριστη, γιατί η καλλιέργεια αγροτικού ακινήτου με το εν λόγω δημητριακό δεν αποτελεί συστατικό του εδάφους και στην προκειμένη περίπτωση δεν διευκρινίζεται πότε καλλιεργήθηκε το συγκεκριμένο ακίνητο με βρώμη, καθόσον η καλλιέργεια αυτή πρέπει να υπήρχε κατά το χρόνο από τη μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης κατάληψη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου από τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση και μέχρι την καταβολή της αποζημίωσης στο δικαιούχο αυτής, καθόσον η καλλιέργεια του απαλλοτριωμένου ακινήτου με δημητριακά και η συγκομιδή αυτών, αποτελεί πρόσοδο του ακινήτου, λαμβάνεται δε υπόψη κατά την εκτίμηση της αξίας αυτού και περιλαμβάνεται στην τιμή του ακινήτου αυτού.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι όμως και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων η του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (Ολ.ΑΠ 14/2004. ΑΠ 87/2013, ΑΠ 94/2008). Επίσης, δεν αποτελούν “πράγματα” και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου του εγγράφου και των λοιπών αποδεικτικών μέσων αλλά ούτε και τα επιχειρήματα που διατυπώνονται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 989/2018, ΑΠ 388/2018). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 250/2014, ΑΠ 1418/2013), γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (Ολ.ΑΠ 11/1996, ΑΠ 1150/2011). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 9 εδ. γ’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως “αίτηση”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης. Τέτοια αίτηση είναι ιδίως η της αγωγής, της ανταγωγής, της κυρίας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ένδικου μέσου (Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 1004/2015), όπως και η αίτηση για τον καθορισμό της οριστικής αποζημίωσης σχετικά με την αξία των απαλλοτριωμένων ακινήτων και των επικειμένων τους ή της ιδιαίτερης, κατ’ άρθρο 13 παρ. 4 ν. 2882/2001, αποζημίωσης (ΑΠ 209/2019, ΑΠ 365/2018, ΑΠ 2062/2017). Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου απ’ αυτήν λόγου αναίρεσης, απαιτείται η παντελής σιωπή του δικαστηρίου της ουσίας σε αυτοτελή αίτηση των διαδίκων να υπάρχει όχι μόνο στο αιτιολογικό αλλά και στο διατακτικό, ενώ ο παρών λόγος δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει σε ισχυρισμό αόριστο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή που, συνεπώς, δεν ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης ή σε νομικά επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 360/2010, ΑΠ 850/2009). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 1-2 και 16 παρ. 1 ν. 2882/20001, ο προσδιορισμός της αποζημίωσης χωρεί με βάση το κτηματολογικό διάγραμμα και τον σχετικό κτηματολογικό πίνακα. Αν το διάγραμμα και ο πίνακας είναι εσφαλμένα, κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει από την αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση τη διόρθωσή τους. Η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 αναφέρεται στην καθόλου παράλειψη προσκόμισης του κτηματολογικού πίνακα. Επομένως, αν προσκομίζεται κτηματολογικός πίνακας για τα ακίνητα, υπάρχει η αναγκαία προδικασία, έστω και αν στον πίνακα αυτόν δεν περιέχονται συστατικά του ακινήτου που απαλλοτριώθηκε. Ως προς τα συστατικά που δεν περιλαμβάνονται στον κτηματολογικό πίνακα, το δικαστήριο έχει εξουσία, είτε να προσδιορίσει τιμή μονάδας αποζημίωσης, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα (Ολ.ΑΠ 5/2002, ΑΠ 209/2019, ΑΠ 388/2018), είτε να διατάξει τη συμπλήρωση του πίνακα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πίνακας θα συμπληρωθεί αν υπάρχει ανάγκη, εκ των υστέρων, προκειμένου να υπολογισθεί η συνολικά καταβλητέα για την εκτέλεση της απαλλοτρίωσης αποζημίωση (Ολ.ΑΠ 5/2002, ΑΠ 2062/2017, ΑΠ 157/2017, ΑΠ 1021/2015, ΑΠ 653/2014). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 2 του Συντάγματος, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), 13 παρ. 1 και 2 και 25 του ν. 2882/2001, όπως ισχύει μετά το ν. 2985/2002, με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να ζητήσει την αποζημίωση για την απωλεσθείσα πρόσοδο του ακινήτου, από την, μετά τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, κατάληψη, μέχρι την είσπραξη της αποζημιώσεως συνάγεται ότι, σε απαλλοτρίωση ακινήτου για δημόσια ωφέλεια, για τον προσδιορισμό της πλήρους αποζημιώσεως, λαμβάνεται υπόψη η αξία του απαλλοτριουμένου ακινήτου, η οποία είναι συνέπεια της απαλλοτριώσεως της ιδιοκτησίας (Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.ΑΠ 8/2006, ΑΠ 71/2012). Ως κριτήριο, επομένως, προς διάγνωση της πραγματικής αξίας του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, λαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η πρόσοδος του απαλλοτριουμένου, ενώ ο ιδιοκτήτης μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για απωλεσθείσα πρόσοδο του ακινήτου μόνο για το χρόνο από τη, μετά τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, κατάληψη μέχρι την είσπραξη της αποζημιώσεως. Τα διαφυγόντα κέρδη, επομένως, από την εκμετάλλευση των εντός του απαλλοτριουμένου ακινήτου επικειμένων, δεν συμπεριλαμβάνονται, ως διακεκριμένο μέγεθος στην έννοια της πλήρους αποζημιώσεως, αλλά λαμβάνονται υπόψη, ως συνδεόμενη με το ακίνητο πρόσοδος κατά την εκτίμηση της αξίας του. Ως πρόσοδος, τέλος, νοείται η προερχόμενη από τη φύση και τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του απαλλοτριούμενου, ως εκ της θέσεως, της μορφής και του προορισμού του σε σχέση με τη συγκεκριμένη περιοχή στην οποία βρίσκεται (ΑΠ 478/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο (ως προς το κεφάλαιο της οριστικής τιμής αποζημίωσης) και με τον έβδομο λόγο αναίρεσης (ως προς τον καθορισμό αποζημίωσης για την απομείωση της αξίας των εναπομενόντων μετά την απαλλοτρίωση εδαφικών τμημάτων και των επικειμένων τους), οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τους αριθμούς 8 εδ. β’ και 9 εδ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που συνίστανται στο ότι το Εφετείο 1) δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς τους, τόσο ως προς την πραγματική αξία των απαλλοτριωμένων ακινήτων τους όσο και ως προς την απομείωση των εδαφικών τμημάτων τους που απομένουν μετά την απαλλοτρίωση και των επικειμένων τους (απομείωση που δεν αναγνώρισε σε κανένα ακίνητό τους) και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς τους ότι τα εν λόγω ακίνητα είχαν ως δευτερεύοντα προορισμό την οικοπεδική χρήση και αξιοποίηση, καθώς και άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα που τα καθιστούν άρτια για οικιστική ή βιομηχανική χρήση και, ακόμη, δεν έλαβε υπόψη, για την απόδειξη των παραπάνω ισχυρισμών, προσκομισθέντα με επίκληση και αναφερόμενα στους εξεταζόμενους λόγους έγγραφα και 2) παρέλειψε να αποφανθεί στο αίτημά τους να καθορίσει οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης για το εντός του ακινήτου με ΚΑΔΕ … συστατικό (καλλιέργεια βρώμης). Οι λόγοι αυτοί, από τους αριθμούς 8 εδ. β’ και 9 εδ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ (κατά το πιο πάνω στοιχείο 1) είναι κυρίως απαράδεκτοι, δεδομένου ότι α) οι ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων, ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα των ως άνω απαλλοτριωμένων ακινήτων και των επικειμένων τους, δεν αποτελούν αυτοτελείς ισχυρισμούς και, επομένως, δεν συνιστούν “πράγματα” κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, αλλά συνιστούν πραγματικά επιχειρήματα που επιδρούν στην αξία των απαλλοτριωμένων ακινήτων και των επικειμένων τους, β) δεν αποτελούν “πράγματα”, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων, όπως αναπτύχθηκε ανωτέρω, και ως εκ τούτου δεν ιδρύεται στην εξεταζόμενη περίπτωση ο παρών αναιρετικός λόγος, γ) με την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας από το λόγο αυτόν, προβάλλονται αιτιάσεις για την, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, ως προς τις οποίες οι αναιρεσείοντες έχουν διαφορετική ουσιαστική προσέγγιση, καθώς και για τη σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα που εκτίθεται σαφώς και δ) σε κάθε περίπτωση, το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς που πρότειναν οι αναιρεσείοντες και είτε τους δέχθηκε κατά ένα μέρος, είτε τους απέρριψε, χωρίς να αφήσει αδίκαστες τις αντίστοιχες αιτήσεις τους, οι οποίες, κατά μερική παραδοχή έγιναν δεκτές. Ο ίδιος λόγος (δεύτερος), από τον αριθμό 9 εδ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ως προς το παραπάνω στοιχείο 2), με τον οποίο οι έβδομος και όγδοος των αναιρεσειόντων υποστηρίζουν ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστη την αίτησή τους ως προς το αίτημα περί καθορισμού οριστικής τιμής αποζημίωσης για την επί του απαλλοτριωθέντος ακινήτου τους καλλιέργεια βρώμης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Και τούτο γιατί οι ιδιοκτήτες του απαλλοτριωθέντος ακινήτου με ΚΑΔΕ … (7ος και 8ος των αναιρεσειόντων), ζήτησαν με την από 19-7-2013 αίτησή τους στο Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπησή της, να καθορισθεί οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης και για την εντός του ως άνω ακινήτου τους καλλιέργεια βρώμης, χωρίς, όμως, να διευκρινίζουν ποιά καλλιεργητική περίοδο αφορά η καλλιέργεια αυτή, καθόσον η σοδειά από την καλλιέργεια δημητριακών αποτελεί πρόσοδο του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, που λαμβάνεται ως κριτήριο προς διάγνωση της πραγματικής αξίας του ακινήτου αυτού και οι ιδιοκτήτες αυτού μπορούν να ζητήσουν αποζημίωση για απωλεσθείσα πρόσοδο μόνο για το χρόνο από τη μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης κατάληψή του και μέχρι την είσπραξη από τους δικαιούχους της αποζημίωσης, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν κατά την έρευνα των πρώτου και έκτου (κατά σειρά) λόγων αναίρεσης. Επομένως, το Εφετείο, που δεν ερεύνησε και σιωπηρά απέρριψε την ως άνω αίτηση, ως προς το αίτημα καθορισμού οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης για την καλλιέργεια βρώμης, χωρίς να προσδιορίζεται στην αίτηση η περίοδος που έγινε η καλλιέργεια αυτή στο ανωτέρω απαλλοτριωμένο ακίνητο, δεν παρέλειψε να αποφανθεί επί του ανωτέρω αιτήματος, που ορθά απέρριψε, έστω και σιωπηρά, καθόσον δεν εκτίθεται αν η καλλιέργεια της βρώμης έγινε πριν ή μετά την κατάληψη του επιδίκου ακινήτου από το υπέρ ου η απαλλοτρίωση και μέχρι την είσπραξη από τους δικαιούχους της αποζημίωσης.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 11γ’ ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των κρίσιμων γεγονότων ή πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, δηλαδή λυσιτελών, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (Ολ.ΑΠ 42/2002, ΑΠ 845/2018, ΑΠ 343/2017), οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από το διάδικο. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν με επίκληση. Αρκεί γι’ αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίσθηκαν, δεν αποκλείει την ίδρυση του παρόντος λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου (Ολ.ΑΠ 8/2016, ΑΠ 2/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τους τρίτο και όγδοο λόγους της αναίρεσης, προβάλλουν την από το άρθρο 559 αρ. 11γ’ ΚΠολΔ, αιτίαση, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της κρίσης του, ως προς την αξία των απαλλοτριουμένων ακινήτων τους και των εδαφικών τμημάτων που απέμειναν μετά την απαλλοτρίωση, το αποδεικτικό υλικό και ιδίως α) την έκθεση εκτίμησης του ανεξάρτητου πιστοποιημένου εκτιμητή ακινήτων Γ. Κ. περί της πραγματικής αξίας των απαλλοτριωμένων ακινήτων τους και την από Ιουνίου 2012 τεχνική έκθεση της αγρονόμου-τοπογράφου-μηχανικού Ι. Σ. περί της πραγματικής κατάστασης των ως άνω ακινήτων, β) τα τοπογραφικά διαγράμματα των υπ’ αριθμ. ΚΑΔΕ … και … ακινήτων τους, της Ι. Σ., από τα οποία προκύπτει η αρτιότητα και οικοδομησιμότητα των εν λόγω ακινήτων, γ) την αίτησή τους περί παράστασής τους κατά την πραγματοποίηση αυτοψίας επί των ακινήτων τους, δ) τις καταθέσεις των μαρτύρων τους, που περιέχονται στα πρακτικά της δίκης και ε) τα συγκριτικά στοιχεία που προσκόμισαν με επίκληση. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, διότι από τη ρητή διαβεβαίωση που υπάρχει στην προσβαλλόμενη απόφαση (27η, 36η, 37η σελίδες αυτής) ότι λήφθηκαν υπόψη οι καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, τόσο στο Εφετείο, όσο και στο Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας και όλα τα έγγραφα, “στα οποία έγγραφα περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τους διαδίκους τεχνικές εκθέσεις, χωρίς ωστόσο, να παραλείπεται κανένα από τα υπόλοιπα μη ειδικότερα εκτεθέντα έγγραφα… σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, εκτός των ανωτέρω τεχνικών εκθέσεων, οι ανταιτούντες δεν προσκομίζουν κάποιο άλλο πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο…”, σε συνδυασμό και με όλο το περιεχόμενό της, προκύπτει χωρίς αμφιβολία, ότι το Εφετείο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη του και τα αποδεικτικά αυτά μέσα.
Σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ. 11 εδ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τις διατάξεις τω άρθρων 19 παρ. 9 και 20 παρ. 6 του ν. 2882/2001, τα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπονται στη διαδικασία προσδιορισμού τόσο της προσωρινής όσο και της οριστικής αποζημίωσης είναι τα προβλεπόμενα από τον ΚΠολΔ (άρθρ. 339), με εξαίρεση τις ένορκες βεβαιώσεις, αλλά και εκείνα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Η δυνατότητα αυτή επίκλησης αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, άρα και κάθε είδους εγγράφων, με εξαίρεση τα πλαστά και μη γνήσια έγγραφα (ΑΠ 209/2019, ΑΠ 56/2016, ΑΠ 277/2010), δικαιολογείται από το ότι στη δίκη της απαλλοτρίωσης, με τη χρήση τους, επιτυγχάνεται ταχύτητα της διαδικασίας και περιορισμός των δικαστικών εξόδων. Άλλωστε, η τυπικότητα των κανόνων αυστηρής απόδειξης δεν συνάδει με την ανάγκη για ταχεία και ολιγοδάπανη διαδικασία καθορισμού της αποζημίωσης λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα. Περαιτέρω, η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων στη δίκη αυτή γίνεται ελεύθερα από το δικαστήριο στο πλαίσιο του ανακριτικού συστήματος, όπως προβλέπεται ρητά στις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1, 19 παρ. 7 έως και 10 και 20 παρ. 1 και 6 έως 8 του ν. 2882/2001 (ΑΠ 209/2019, ΑΠ 2062/2017), οι οποίες ως ειδικές και αποκλειστικές, υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη και μόνο θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού διέπονται συμπληρωματικά από τις κοινές δικονομικές διατάξεις, εφόσον αυτές αρμόζουν στο σκοπό και τη φύση της δίκης προσδιορισμού της αποζημίωσης (άρθρο 18 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 2882/2001). Ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 εδ. β’ του ίδιου νόμου, το μόνο ένδικο μέσο που επιτρέπεται κατά της απόφασης του Εφετείου που προσδιορίζει οριστικά την αποζημίωση είναι η αναίρεση κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, δηλαδή για τους λόγους του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα. Κατά τα λοιπά, στην αναιρετική δίκη εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα αυτού, με την προϋπόθεση ότι δεν είναι αντίθετες με τις ειδικές διατάξεις του ν. 2882/2001 και συμβιβάζονται με τη φύση και το σκοπό της διαδικασίας του οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης (ΑΠ 2062/2017). Τέλος, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι όμως και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο λόγος αυτός θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, και όχι όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξάρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 209/2019, ΑΠ 1548/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, με τους τέταρτο και ένατο (κατά σειρά) λόγους αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 εδ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια που συνίσταται στο ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα για την αξία των απαλλοτριωμένων ακινήτων (και των επικειμένων τους) και των εδαφικών τμημάτων που απέμειναν μετά την απαλλοτρίωση και, συνακόλουθα, για τον καθορισμό της τιμής μονάδας αποζημίωσής τους, α) την υπ’ αριθμ. Φ. …/8-5-2009 έκθεση εκτίμησης των Ορκωτών Εκτιμητών Χ. Μ. και Γ. Κ. και β) την υπ’ αριθμ. …27-6-2011 διορθωτική έκθεση εκτίμησης των ίδιων ως άνω Ορκωτών Εκτιμητών, που προσκομίσθηκαν από το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, οι οποίες, όμως, είναι εσφαλμένες, γιατί, για τις επικαλούμενες αιτίες, δεν αποτυπώνεται η πραγματική κατάσταση των ακινήτων τους (απαλλοτριωμένων και των εναπομενόντων τμημάτων τους), ενώ οι παραπάνω εκθέσεις δεν έχουν συνταχθεί νόμιμα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 2882/2001. Οι λόγοι αυτοί, κατά το μέρος που επιχειρείται να θεμελιωθούν στο άρθρο 559 αρ. 11 εδ. α’ ΚΠολΔ, είναι αλυσιτελείς, διότι, και με την εκδοχή ότι αληθεύουν οι ισχυρισμοί που τους θεμελιώνουν, το δικαστήριο της ουσίας μπορούσε να λάβει υπόψη τις παραπάνω εκθέσεις, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην αρχή της παρούσας σκέψης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι οι ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων για το απαράδεκτο των συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων, προβλήθηκαν στο Εφετείο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αφού δεν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 209/2019). Κατά τα λοιπά, με τους ίδιους λόγους γίνεται επίκληση της αναιρετικής πλημμέλειας από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την απλή αναφορά της διάταξης αυτής, χωρίς, όμως, να εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να τους στοιχειοθετούν. Κατά συνέπεια, οι λόγοι αυτοί είναι αόριστοι, κατά το μέρος τους τούτο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται “αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών…”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός, πρέπει να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου και, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η ελάσσων πρόταση του νομικού του συλλογισμού, δηλαδή τα πραγματικά γεγονότα που αυτό δέχθηκε, υπό τα οποία και συντελέσθηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 20/2005, ΑΠ 28/1998, ΑΠ 32/1996). Δεν αρκεί, για το ορισμένο του λόγου αυτού, η ανάλυση της έννοιας που ο αναιρεσείων αποδίδει στη διάταξη που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, ούτε η παράθεση του συμπεράσματος του δικαστηρίου, διότι μόνο με βάση τις κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές μπορεί να ελεγχθεί αν η αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο και εξαρτάται τελικά η ευδοκίμηση της αναίρεσης κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 209/2019, ΑΠ 472/2017). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη και, συνεπώς, ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις πιο πάνω εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι απαράδεκτος, καθόσον πλήττεται πλέον η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 12 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο προσδίδει σε κάποιο αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που ορίζει ο νόμος και όχι όταν προβαίνει σε εκτιμήσεις σχετικά με την αξιοπιστία κάποιου αποδεικτικού μέσου. Η τελευταία αυτή κρίση είναι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο. Για να είναι όμως ορισμένος και, άρα, παραδεκτός λόγος αναίρεσης που προβάλλεται με βάση τη διάταξη αυτή, πρέπει να προσδιορίζεται το αποδεικτικό μέσο και να αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ποία αποδεικτική δύναμη προσδόθηκε σε αυτό από το δικαστήριο της ουσίας και ποίο είναι το σχετικό σφάλμα της απόφασής του (ΑΠ 209/2019, ΑΠ 750/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, με τους πέμπτο και δέκατο (στη σειρά) λόγους αναίρεσης, που είναι παρόμοιοι με τους πρώτο και έκτο λόγους, όπως αυτοί ανωτέρω παρατέθηκαν, προσάπτονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αιτιάσεις από τους αριθμούς 1, 12 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παραβίαση ευθέως και εκ πλαγίου, των διατάξεων των άρθρων 17 παρ. 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και 13 παρ. 1 και 4 του ν. 2882/2001, που συνίστανται στο ότι το Εφετείο, κατά παράβαση και της αρχής της αναλογικότητας, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, λαμβάνοντας υπόψη τις αναφερόμενες παραπάνω εκθέσεις εκτίμησης των Ορκωτών εκτιμητών Χ. Μ. και Γ. Κ. και τεχνικές εκθέσεις (που προσκομίσθηκαν από το αναιρεσίβλητο), οι οποίες συντάχθηκαν πλημμελώς, κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας (άρθρα 13 και 15 του ν. 2882/2001, όπως ισχύει, 119 παρ. 12 και 138 εδ. β’ του π.δ. 696/1974, από Οκτωβρίου 2012 υπ’ αριθμ. 24 εγκύκλιο του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, άρθρο πρώτο ν. 4152/2013 και Ευρωπαϊκό Εκτιμητικό Πρώτυπο), ενώ δεν έλαβε υπόψη την έκθεση εκτίμησης του ανεξάρτητου Πιστοποιημένου Εκτιμητή ακινήτων Γ. Κ. (που προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες), 1) αφενός μεν καθόρισε “εξευτελιστικές” τιμές για τις εδαφικές εκτάσεις τους, που απαλλοτριώθηκαν, και τα επικείμενά τους, χωρίς να λάβει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα των ακινήτων αυτών, καθώς και το γεγονός ότι το σύνολο αυτών είχε, πριν από την απαλλοτρίωση, ως δευτερεύοντα, έστω, προορισμό, την οικοδόμηση, όπως προβλήθηκε από αυτούς (αναιρεσείοντες), με την προσκόμιση προς τούτο των αναγραφομένων στο αναιρετήριο αποδεικτικών μέσων, 2) αφετέρου δε 1) δεν καθόρισε ιδιαίτερη, κατ’ άρθρο 13 παρ. 4 του ν. 2882/2001, αποζημίωση σε κανένα από τα εδαφικά τμήματα των ακινήτων τους που απέμειναν μετά την απαλλοτρίωση, όπως είχαν ζητήσει, γιατί δεν αναγνώρισε σε κανένα ακίνητό τους απομείωση της αξίας του, μολονότι αυτά, όπως απέδειξαν με τα έγγραφα που προσκόμισαν με επίκληση ενώπιον του Εφετείου, είχαν και οικοπεδική αξία και είτε καθίστανται μη άρτια και οικοδομήσιμα, σύμφωνα με τις πολεοδομικές διατάξεις (π.δ. 24/1985, ν. 3212/2003), που ισχύουν για την εκτός σχεδίου πόλεως και οικισμών, δόμηση, είτε παραμένουν μεν άρτια και οικοδομήσιμα αλλά με μειωμένη οικοπεδική αξία και χρήση, ενώ, παράλληλα, χάνεται και η δυνατότητα για αγροτική χρήση, συνεπεία της απαλλοτρίωσης και της ύπαρξης του νέου δρόμου και 2) δεν καθόρισε ιδιαίτερη αποζημίωση, παρότι ζητήθηκε, για τα επικείμενα που υπάρχουν στα εναπομένοντα, μετά την απαλλοτρίωση, εδαφικά τμήματα των απαλλοτριωμένων ακινήτων τους. Οι λόγοι αυτοί, κατά το μέρος που επιχειρείται να θεμελιωθούν στις διατάξεις του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, είναι, προεχόντως, απαράδεκτοι, καθόσον, όπως εκτέθηκε ανωτέρω κατά την έρευνα των πρώτου και έκτου λόγων της αναίρεσης, δεν εξειδικεύεται το σφάλμα του δικαστηρίου, ήτοι δεν αποσαφηνίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η ανεπάρκεια και αντιφατικότητα των αιτιολογιών (χωρίς να αρκούν οι γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια και αντιφατικότητα των αιτιολογιών ή το αναγραφόμενο ότι η αναιρεσιβαλλόμενη έκρινε διαφορετικά, ως προς την απομείωση της αξίας των εναπομενόντων τμημάτων, ακόμη και από εκείνα που αναφέρουν οι μηχανικοί Ν. Τ., Α. Π., Α. Χ. στην από 25-1-2013 έκθεσή τους και η Πιστοποιημένη Ορκωτή Εκτιμήτρια Σ. Γ. στην υπ’ αριθμ. …/13-10-2014 έκθεση εκτίμησης, τις οποίες προσκόμισε το αναιρεσίβλητο), ούτε προσδιορίζεται το υπαγωγικό σφάλμα του δικαστηρίου (ως προς τους αναιρετικούς λόγους από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ), δηλαδή αν η παραβίαση των προπαρατιθέμενων διατάξεων ουσιαστικού δικαίου οφείλεται σε εσφαλμένη εφαρμογή τους ή ψευδή ερμηνεία. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, οι ίδιοι λόγοι είναι απαράδεκτοι, διότι με το πρόσχημα θεμελίωσής τους στις πιο πάνω διατάξεις, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη των πραγματικών γεγονότων από το Εφετείο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ειδικά η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν αποδέχθηκε τις ως άνω εκθέσεις, που προσκόμισε το αναιρεσίβλητο, ως προς την απομείωση της αξίας των εναπομενόντων, μετά την απαλλοτρίωση εδαφικών τμημάτων των ακινήτων τους, είναι αβάσιμη, καθόσον οι εν λόγω εκθέσεις, που δεν έχουν αυξημένη δύναμη σε σχέση με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, συνεκτιμήθηκαν με το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και το δικαστήριο οδηγήθηκε στο αποδεικτικό του πόρισμα, που είναι αντίθετο με την άποψη που διατυπώθηκε στις ως άνω εκθέσεις ως προς την απομείωση της αξίας των εναπομενόντων τμημάτων, ενώ δεν ήταν ανάγκη να αιτιολογηθεί η αντίθετη, προς την άποψη αυτή, κρίση του Εφετείου. Εξάλλου, για την απομείωση της τμημάτων, που απέμειναν μετά την απαλλοτρίωση, επισημαίνεται ότι οι κρινόμενοι λόγοι είναι και αλυσιτελείς, δεδομένου ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχονται παραδοχές για το ότι τα απαλλοτριωμένα ακίνητα είχαν, πριν την απαλλοτρίωση, έστω και δευτερευόντως, ως προορισμό την οικοδόμηση, δηλαδή ότι είχαν και οικοπεδική αξία, όπως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες. Αντίθετα, κατά τις παραδοχές της απόφασης αυτής, τα απαλλοτριωμένα ακίνητα χαρακτηρίζονται ως αγροτεμάχια με γεωργική χρήση και, συνακόλουθα, δεν νοείται να ερευνηθεί αν τα ακίνητα αυτά πληρούσαν, πριν από την απαλλοτρίωση, τους όρους δόμησης κατά τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις και αν τα εδαφικά τμήματα που απέμειναν μετά την απαλλοτρίωση δεν είναι πλέον άρτια ούτε κατά παρέκκλιση ή είναι μεν άρτια αλλά όχι οικοδομήσιμα (ΑΠ 209/2019, ΑΠ 2062/2017, ΑΠ 2004/2017). Επίσης, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, τα εδαφικά τμήματα των ακινήτων που απομένουν μετά την απαλλοτρίωση είναι κατάλληλα και πρόσφορα για τη γεωργική εκμετάλλευση που ασκείτο σε αυτά, όπως καλλιέργειες ελαιοδένδρων κ.λπ., και επομένως δεν επήλθε σημαντική μείωση της αξίας των συστατικών αυτών. Τέλος, με τους παρόντες λόγους γίνεται επίκληση των αναιρετικών πλημμελειών και του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, χωρίς, όμως οι λόγοι αυτοί να περιέχουν πραγματικά περιστατικά που να τους στοιχειοθετούν αλλά εξαντλούνται στην αναφορά της υπόψη διάταξης (ΑΠ 1491/2009). Σε κάθε περίπτωση, οι ίδιοι λόγοι είναι απαράδεκτοι, εξαιτίας της αοριστίας τους, καθόσον δεν προσδιορίζεται ποία αποδεικτική δύναμη προσδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας και σε ποιο επακριβώς αποδεικτικό μέσα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 4 του ν. 2882/2001, η δικαστική δαπάνη, μαζί με τη νόμιμη αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων, βαρύνει τον υπόχρεο προς αποζημίωση, επιδικάζεται από το δικαστήριο με την ίδια απόφαση, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο αυτόν και παρακατατίθεται από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Η εκκαθάριση της δικαστικής δαπάνης γίνεται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά. Όταν υπόχρεος προς αποζημίωση είναι φορέας που υπάγεται στη Γενική Κυβέρνηση, κατά την έννοια του άρθρου 1Β του v. 2362/1995, η επιδικαζόμενη από το δικαστήριο αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου των δικαιούχων της αποζημίωσης, στις περιπτώσεις που υπολογίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης, καθορίζεται υποχρεωτικά έως το ήμισυ των νόμιμων αμοιβών του Κώδικα Δικηγόρων, σύμφωνα με το άρθρο 130 παρ. 2 του ν. 4070/2012, που τροποποίησε τη σχετική διάταξη του άρθρου 18 παρ. 4 του ν. 2882/2001 και η οποία εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 146 παρ. 9 περ. δ’ των μεταβατικών διατάξεων του ίδιου νόμου και στις εκκρεμείς απαλλοτριώσεις, κατά την έναρξη της ισχύος του, που συμπίπτει με τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, την 10-4-2012 (ΦΕΚ Α’/10-4-2012), κατά το άρθρο 188 του ίδιου νόμου. Περαιτέρω , από τις διατάξεις των άρθρων 17 του Συντάγματος, 13 και 18 παρ. 4 του ν. 2882/2001 και 100 επ. του Κώδικα Δικηγόρων, συνάγεται ότι η αμοιβή την οποία καταβάλλει ο δικαιούχος της αποζημιώσεως που οφείλεται από απαλλοτρίωση στο δικηγόρο του για τη σύνταξη αιτήσεως, ανταιτήσεως, κυρίας παρεμβάσεως ή προτάσεων, προκειμένου να επιτύχει τον προσδιορισμό και την είσπραξη της αποζημιώσεως, αποτελεί παρακολούθημα της αποζημιώσεως, προσαυξάνει το ποσό της, βαρύνει τον υπόχρεο προς καταβολή της αποζημιώσεως και πρέπει να επιδικάζεται σε βάρος του τελευταίου και να περιέρχεται στον δικαιούχο, ώστε να μην επέρχεται φαλκίδευση της πλήρους αποζημιώσεως (Ολ.ΑΠ 17/2000, ΑΠ 1175/15, ΑΠ 502/2005). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17 του Συντάγματος, 1, 2 παρ. 1 περ. α’, 3, 19 παρ. 1 του ν. 2859/2000, 62 παρ. 3 του ν. 3842/2010, σύμφωνα με την οποία δεν απαλλάσσεται πλέον του Φ.Π.Α. η παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους και 18 παρ. 4 του ν. 2882/2001, προκύπτει ότι ο ανωτέρω φόρος προστιθέμενης αξίας επιρρίπτεται από τον κατά νόμο υπόχρεο σε βάρος του αντισυμβαλλομένου του, ήτοι στην προκειμένη περίπτωση, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο που παρέχει τις υπηρεσίες του στο δικαιούχο της αποζημίωσης, δηλαδή στον εντολέα του και δικαιούχο της αποζημίωσης, επιπρόσθετα δε ότι βαρυνόμενος κατά νόμο με την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης είναι ο υπόχρεος σε αποζημίωση, ο οποίος υποχρεούται, συνεπώς, να καταβάλει και τον αναλογούντα επί της ως άνω αμοιβής Φ.Π.Α., άλλως θίγεται η πληρότητα της καταβαλλόμενης αποζημίωσης και φαλκιδεύεται αυτή κατά παράβαση της συνταγματικής επιταγής περί καταβολής πλήρους αποζημίωσης (ΑΠ 1175/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δωδέκατο (κατά σειρά) λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο, κατά τον καθορισμό της δικαστικής δαπάνης αυτών, παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 2 του Συντάγματος, 13 και 18 παρ. 4 του ν. 2882/2001, με το να μην επιδικάσει τον αναλογούντα στην επιδικασθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, ως δικαιούχων της αποζημίωσης, φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), παρόλο που το είχαν ζητήσει με την αίτηση καθορισμού οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης των απαλλοτριωθέντων ακινήτων τους. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, καθόσον το Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, παρόλο που οι αναιρεσείοντες και δικαιούχοι της αποζημίωσης ζήτησαν, με την από 19-7-2013 αίτησή τους, να καταδικασθεί το αναιρεσίβλητο και υπόχρεο προς καταβολή της αποζημίωσης, στην πληρωμή της δικαστικής τους δαπάνης και της αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, πλέον Φ.Π.Α., καταδίκασε το αναιρεσίβλητο στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης, εκτός των άλλων, και των αναιρεσειόντων-δικαιούχων της αποζημίωσης, την οποία όρισε α) σε 600 ευρώ για τις παραστάσεις του δικηγόρου τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας και του Εφετείου και β) σε ποσοστό 1,5% επί του ποσού της αποζημίωσης, που ορίσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, ως αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου τους για τη σύνταξη της αίτησης και των προτάσεων επ’ αυτής, χωρίς όμως να επιδικάσει τον αναλογούντα στην εν λόγω δικηγορική αμοιβή φόρο προστιθέμενης αξίας, με αποτέλεσμα να μην είναι πλήρης η οφειλόμενη στους αναιρεσείοντες αποζημίωση. Κρίνοντας, όμως, έτσι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 2 του Συντάγματος, 13 παρ. 1, 18 παρ. 4 του ν. 2882/2001, 1, 2 παρ. 1 περ. α’, 3, 19 παρ. 1 του ν. 2859/2000 και 62 παρ. 3 του ν. 3842/2010, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην αρχή της παρούσας σκέψεως. Επομένως, ο εξεταζόμενος δωδέκατος, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, πρέπει να γίνει δεκτός, παρέλκει δε η έρευνα του ενδέκατου λόγου αναίρεσης από τους αριθμούς 17 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες δεν επιδίκασε τον αναλογούντα στην δικηγορική αμοιβή Φ.Π.Α. Πρέπει, επομένως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που αφορά επιδίκαση δικαστικής δαπάνης στους αναιρεσείοντες και επειδή δεν χρειάζεται άλλη περαιτέρω διευκρίνιση η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της, να κρατηθεί η υπόθεση κατά μέρος αυτό για περαιτέρω εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, να γίνει δεκτό το σχετικό αίτημα των αναιρεσειόντων που υπέβαλαν ως αιτούντες και δικαιούχοι αποζημίωσης από απαλλοτρίωση στη δίκη του οριστικού καθορισμού της αποζημίωσης, στην οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να τους επιδικασθεί ως δικαστική δαπάνη και ο ανάλογος Φ.Π.Α. επί της αμοιβής του δικηγόρου τους και να καταδικασθεί το υπόχρεο προς αποζημίωση Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει ως δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, ως αιτούντων και δικαιούχων αποζημίωσης στη δίκη οριστικού καθορισμού αυτής, στην οποία εκδόθηκε η αναιρούμενη απόφαση, 600 ευρώ για τις παραστάσεις του δικηγόρου τους και ποσοστό 1,5% επί του ποσού της αποζημίωσης, που οφείλεται, με βάση την προσβαλλόμενη απόφαση για την αποζημίωση των ιδιοκτησιών τους, ως αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου τους για τη σύνταξη της αίτησης και των προτάσεων επ’ αυτής, καθώς και τον ανάλογο Φ.Π.Α. επί της εν λόγω αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου τους. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου που κατέθεσαν για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων για την παρούσα δίκη, που εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο και κατέθεσαν κοινές προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημά τους, μειωμένη όμως κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957 (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως αναφέρεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 22/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων κατά το μέρος της που αφορά επιδίκαση δικαστικής δαπάνης στους αναιρεσείοντες.
Κρατεί και δικάζει περαιτέρω την υπόθεση κατά το ως άνω αναιρούμενο τμήμα της.
Καταδικάζει το υπόχρεο σε αποζημίωση της απαλλοτριώσεως Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στους αναιρεσείοντες, αιτούντες και δικαιούχους αποζημίωσης, ως δικαστική δαπάνη για τη δίκη του οριστικού καθορισμού της αποζημιώσεως, στην οποία εκδόθηκε η ως άνω αναιρούμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, α) εξακόσια (600) ευρώ για την παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας και ενώπιον του Εφετείου, και β) ποσοστό 1,5% επί του ποσού της αποζημίωσης που ορίσθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για την απαλλοτρίωση των ιδιοκτησιών τους, ως αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου τους για τη σύνταξη της αιτήσεώς τους (1%) και για τη σύνταξη των προτάσεών τους (0,5%) επί αυτής, καθώς και τον ανάλογο φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) επί της εν λόγω αμοιβής.
Διατάσσει την επιστροφή στους καταθέσαντες του παραβόλου που κατέθεσαν για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως. Και
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιουλίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ