Περίληψη:
Συρρέοντα (αληθώς) εγκλήματα. Μεταβολή αιγιαλού με κατασκευή έργων χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής. Αυθαίρετη κατάληψη δημοσίου κτήματος και εκτέλεση οικοδομικών εργασιών χωρίς άδεια της αρμόδιας Πολεοδομικής αρχής. Δεν είναι νόμιμη η παράσταση του Ελληνικού Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος για το τρίτο των ως άνω εγκλημάτων. Αιτιολογία καταδικαστικής απόφασης και ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Απόλυτη ακυρότητα για λήψη υπόψη από το Δικαστήριο εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν. Αίτηση αναίρεσης καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη πλήρους αιτιολογίας, ορθή εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Έλλειψη νόμιμης βάσης, απόλυτη ακυρότητα και μη σύννομη παράσταση του Ελληνικού Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος για το έγκλημα της διενέργειας οικοδομικών εργασιών χωρίς άδεια της αρμόδιας Πολεοδομικής Αρχής. Αναίρεση εν μέρει απόφασης για το έγκλημα της διενέργειας παράνομα οικοδομικών εργασιών λόγω μη νόμιμης παράστασης του Ελληνικού Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος, για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης υπέρ αυτού, για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης υπέρ αυτού για τα άλλα εγκλήματα σαφώς προς την επιμέτρηση της συνολικής ποινής φυλάκισης και απόρριψη αίτησης αναίρεσης κατά τα λοιπά. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.
Αριθμός 1123/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου X, κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 462/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγον το “ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιό του Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ελένη Σβολωπούλου.
Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1336/09.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των παραπάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 14-9-2009 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 462/2009 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι παραδεκτό και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Κατά το άρθρο 17 παρ. 8 του ν. 1337/1983 “Επέκταση σχεδίων-οικιστική. Ζώνες κ.λ.π όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 3212/2003, “οι ιδιοκτήτες ή εντολείς κατασκευής αυθαιρέτων και οι εργολάβοι κατασκευής τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών και με χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, ανάλογα με την αξία του αυθαιρέτου έργου και το βαθμό υποβάθμισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος. Με την ίδια ποινή τιμωρούνται και οι μηχανικοί που εκπόνησαν τις μελέτες ή έχουν την επίβλεψη του έργου, αν διαπιστωθεί ότι οι μελέτες αυτές δεν εκπονήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την εκπόνησή τους ή σύμφωνα με τα συγκεκριμένα στοιχεία του τοπογραφικού διαγράμματος και του διαγράμματος κάλυψης ή αν διαπιστωθεί ότι οι εργασίες δόμησης δεν εκτελέσθηκαν σύμφωνα με τις μελέτες που υποβλήθηκαν ή σύμφωνα με τα συγκεκριμένα στοιχεία του τοπογραφικού διαγράμματος και του διαγράμματος κάλυψης. Αν η πιο πάνω πράξη έχει γίνει από αμέλεια, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα μέρος και με χρηματική ποινή από δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ. Για απλές υπερβάσεις άδειας κατασκευής μπορεί να επιβληθεί ποινή μειωμένη…”. Από την ανωτέρω διάταξή του ως ισχύει άρθρον 17 παρ. 8 του ν. 1337/1983 συνάγεται ότι ο δράστης της παραβάσεως του α’ εδαφίου αυτής μπορεί να είναι μόνον ο εκ προθέσεως προβαίνων στην κατασκευή αυθαιρέτου έργου, οπότε τιμωρείται με τις στο εδάφιο απειλούμενες, ως άνω διαζευκτικές ποινές, ενώ σε αμφότερες της περιπτώσεως, είτε από δόλο είτε από αμέλεια, υπαίτιος καθίσταται εκείνος που έχει μία από τις παραπάνω ιδιότητες (ιδιοκτήτης, εντολευς, μηχανικός, μελετηός, εργολάβος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό της ως άνω διάταξης του ν. 1337/1983 με αυτές των άρθρων 63 και 82 του ΚΠΔ, σαφώς προκύπτει ότι αυτός που έχει κατά τον αστικό νόμο δικαίωμα αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης ή ηθικής βλάβης, μπορεί να δηλώσει ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία. Το δικαίωμα αυτό έχει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ, εκείνος που υφίσταται άμεση ζημία από την πράξη άλλου, η οποία προσβάλλει δικαίωμα ή έννομο συμφέρον αυτού προστατευόμενο από κανόνες δικαίου υπό την προϋπόθεση όμως, ότι οι κανόνες αυτοί δεν αποβλέπουν αποκλειστικώς στην προστασία του γενικού συμφέροντος. Με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 8 του ν. 1337/1983, με την οποία τιμωρούνται, όπως έχει προαναφερθεί, οι ιδιοκτήτες ή οι εντολείς κατασκευής αυθαιρέτου κτισμάτων, οι μηχανικοί που συντάσσουν τις σχετικές μελέτες ή έχουν την επίβλεψη και οι εργολάβοι κατασκευής τους, προστατεύονται ως εκ του επιδιωκόμενου σκοπού της διατάξεως, ο οποίος έγκειται στην προστασία του περιβάλλοντος, τα έννομα αγαθά του κοινωνικού συνόλου και όχι τα άτομα μεμονωμένης. Επομένως από την ως άνω πολεοδομική παράβαση που συνιστά και ποινικό αδίκημα δεν γεννάται αξίωση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης υπέρ τρίτου προσώπου φυσικού ή νομικού, ως μη άμεσα ζημιουμένου από την εν λόγω πράξη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 462/2009 απόφασης, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται και δεν είναι το ένα πιστή αντιγραφή του άλλου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, δέχθηκε να παραστεί το Ελληνικό Δημόσιο ως πολιτικώς ενάγον, όπως και πρωτοδίκως, για το ποσό των 5000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του, εξαιτίας των τριών (3) παρανόμων-εγκληματικών πράξεων που τέλεσε σε βάρος του ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, ήτοι της μεταβολής του αιγιαλού με κατασκευή έργων χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, της αυθαίρετης κατάληψης δημοσίου κτίσματος και της εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών χωρίς άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής (άρθρα 1 παρ. 1 και 3 και 29 του ν. 2971/2001, 28 παρ. 1 του αν.ν. 1539/1938 και 17 παρ. 1 και 8 του ν. 1337/1983 αντίστοιχα), χωρίς να προσδιορίσει – επιμερίσει για ποιο χρηματικό ποσό παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον για καθένα των ως άνω τριών εγκλημάτων. Την αυτήν παράσταση πολιτικής αγωγής είχε δηλώσει το Ελληνικό Δημόσιο και ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τα υπ’ αριθμ. 291/2007 πρακτικό και απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου (βλ.αρχή 4ης σελίδας αυτών). Περαιτέρω, τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας δέχθηκαν καθ’ ολοκληρία την παράσταση του Ελληνικού Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος και επεδίκασαν σ’ αυτό, μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου, ενιαίως και αδιακρίτως και για τα τρία ως άνω εγκλήματα, το ποσό των 5000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του. Σύμφωνα όμως με τα προεκτιθέμενα το Ελληνικό Δημόσιο δεν είναι άμεσα παθόν από την εγκληματική πράξη του άρθρου 17 παρ. 8 του ν. 1337/1983 που τέλεσε, κατά τις παραδοχές του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, ο αναιρεσείων, και δεν νομιμοποιείται ενεργητικά, για το λόγο δε αυτό παρέστη παράνομα ως πολιτικώς ενάγων και για την ως άνω πράξη στη διαδικασία του ακροατηρίου του Εφετείου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με αποτέλεσμα να προκληθεί απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ, μόνο όσο αφορά την εκδίκαση της ως άνω αξιόποινης πράξης, όχι και των λοιπών δύο (μεταβολή αιγιαλού και αυθαίρετη κατάληψη δημοσίου κτήματος), ως προς τις οποίες νόμιμα παρέστη ως πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, ως ενεργητικά νομιμοποιημένο προς τούτο. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ), μόνο κατά το μέρος που αφορά την αξιόποινη πράξη του άρθρου 17 παρ. 8 του ν. 1337/1983 και ως προς την επιδίκαση-προσδιορισμό της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στο Ελληνικό Δημόσιο ως ηθική βλάβη, το οποίο νομίμως παρέστη ως πολιτικώς ενάγον για τα άλλα δύο εγκλήματα που τέλεσε ο αναιρεσείων, όπως κατωτέρω αναφέρεται. Κατά το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 2971/2001 “όποιος χωρίς άδεια ή με υπέρβαση αυτής ή με άδεια που εκδίδεται κατά παράβαση του νόμου αυτού επιφέρει στον αιγιαλό, την παραλία, τη θάλασσα, τον πυθμένα, τη ζώνη λιμένα … . Οποιαδήποτε μεταβολή με την κατασκευή, τροποποίηση ή κατά στροφή έργων ή του εδάφους ή του πυθμένα με τη λήψη χώματος, λίθων ή άμμου ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, ανεξάρτητα αν με τον τρόπο αυτόν επήλθε ζημιά σε οποιονδήποτε, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα πρόσημα που επιβάλλονται διοικητικά σύμφωνα με την παράγραφο 23 του άρθρου 3 του ν. 2242/1994, που εφαρμόζεται κατά τα λοιπά…”, ο ορισμός δε του αιγιαλού, παραλίας, παλαιού αιγιαλού, όχθης, παράχθιας ζώνης κ.λ.π δίδεται στο άρθρο 1 του ίδιου ως άνω ώμου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 23 παρ. 1 του αν.ν. 1539/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του αν. ν. 263/1668 “ο αυτογνωμόνως επιλαμβανόμενος οιονδήποτε δημοσίου κτήματος ευρισκομένου αναμφισβητήτως υπό την κατοχή του Δημοσίου, τιμωρείται δικαιώματος και αυτεπαγγέλτως …”. Η διάταξη αυτή, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 1 του αν. ν. 263/1968 εφαρμόζεται και στον κοινόχρηστο χώρο του αιγιαλού”. Επιπλέον πρέπει να αναφερθεί ότι τα εγκλήματα των άρθρων 29 παρ. 1 του ν. 2971/2001 και 23 παρ. 1 του αν. ν. 1539/1938 μπορούν αληθώς να συρρεύσουν (βλ. την ΑΠ 459/2002 που έχει εκδοθεί για προηγούμενη υπόθεση όμοια με την κρινόμενη με τον ίδιο αναιρεσείοντα). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Πα τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η κατά το άρθρο 178 του ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Ειδικά η αυτοψία, η οποία διενεργείται κατά το άρθρο 180 του ΚΠΔ, με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, το οποίο μάλιστα μνημονεύεται και στην αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 178 του ΚΠΔ, πρέπει δε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι έλαβε και αυτήν υπόψη του το Δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, χωρίς να αρκεί η αναφορά στα έγγραφα και ιδρύεται ο αναφερόμενος εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. Σε περίπτωση όμως, που η αυτοψία διενεργήθηκε, κατά τη διαδικασία της αστυνομικής προανακρίσεως και κατά το χρόνο της αστυνομικής διερευνήσεως του εγκλήματος, χωρίς να έχει διαταχθεί από το δικαστήριο, τότε δεν αποτελεί ξεχωριστό αποδεικτικό στοιχείο, ώστε να απαιτείται η ξεχωριστή αναφορά του στο αιτιολογικό της απόφασης, για να προκύπτει η διερεύνηση και η αξιολόγησή του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 τταρ.1 στοιχ. Ε’ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 462/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’ είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με τα εγκλήματα: α) της μεταβολής επί αιγιαλού με κατασκευή έργων χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής και β) της αυθαίρετης καταλήψεως δημοσίου κτήματος: “Όπως και οι μάρτυρες κατηγορίας μετά λόγου γνώσεως κατέθεσαν ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο του έτους 2004 έως 27 Ιουλίου του έτους 2004 στην περιοχή … δ.δ. …, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα, και συγκεκριμένα. Α) επέφερε επί αιγιαλού μεταβολή με κατασκευή έργων χωρίς τα κατά νόμο άδεια της αρμόδιας αρχής. Ειδικότερα ως ιδιοκτήτης ουσίας που βρίσκεται στην ανωτέρω τοποθεσία προέβη α) στη κατασκευή δύο πετρόκτιστων κτισμάτων με κεραμοσκεπή με χρήση κατοικίας β) στη κατασκευή υποστεγών με κεραμοσκεπή, το οποίο στηρίζεται σε κολώνες από πέτρα και σε προϋφιστάμενο τοίχο αντιστήριξης, ο οποίος επενδύθηκε με πέτρα γ) στη κατασκευή προβλήτας από οπλισμένο σκυρόδεμα και δ) στη πλακόστρωση και διαμόρφωση του χώρου με κατασκευές από τσιμέντο και τη φύτευση φυρών, συνολικού εμβαδού 786,62 τ.μ. έμπροσθεν του δυτικού τμήματος της οικίας του και εκτός ζώνης ξηράς που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων, χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή. Β) Με πρόθεση αυτογνωμόνως κατέλαβε δημόσιο κτήμα το οποίο αναμφισβήτητα βρισκόταν στην κατοχή του δημοσίου. Ειδικότερα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και με την ανωτέρω ιδιότητα του προέβη στις υπό στοιχείο Α! αναφερόμενες κατασκευές, καταλαμβάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έκταση αιγιαλού συνολικής εκτάσεως 786,62 τ.μ., η οποία αναμφισβήτητα ευρίσκεται υπό την ιδιοκτησία του δημοσίου. Ως ιδιοκτήτης με πρόθεση προέβη στην εκτέλεση αυθαίρετων οικοδομικών εργασιών και ειδικότερα α) στην κατασκευή δύο πετρόκτιστων κτισμάτων με κεραμοσκεπή με χρήση κατοικία, β) στην κατασκευή υπόστεγου με κεραμοσκεπή το οποίο στηρίζεται σε κολώνες από πέτρα και σε προϋφιστάμενο τοίχο αντιστήριξης, ο οποίος επενδύθηκε με πέτρα, γ) στην κατασκευή προβλήτας από οπλισμένο σκυρόδεμα και δ) στην πλακόστρωση και διαμόρφωση του χώρου με κατασκευές από τσιμέντο και τη φύτευση φυτών συνολικού εμβαδού 786,62 τ.μ., έμπροσθεν του δυτικού τμήματος της οικίας του, χωρίς άδεια της αρμόδιας Πολεοδομικής Αρχής. Ειδικότερα ο καθορισμός των οριογραμμών … έγινε με την υπ’ αριθμόν 4628/29-5-1985 απόφαση του Νομάρχη Αργολίδας, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ αρ. 330/Δ’/16-7-1985, ο επανακαθορισμός αυτών, με τη χάραξη επιπλέον και Παλαιού Αιγιαλού έγινε με την υπ’ αριθμόν 1220/9-7-1992 απόφαση του Νομάρχη Αργολίδας που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ αρ. 959/ΔΙ/21-9-1992 και έχουν καταγραφεί ως Παλαιός Αιγιαλός δύο δημόσια κτήματα με στοιχεία Β. Κ. 175 και 176 Δ.Ο.Υ. … . Στο παρελθόν ο κατηγορούμενος είχε προβεί στην κατάληψη των προαναφερθέντων δημοσίων κτημάτων, τα οποία και χρησιμοποιούσε. Επιπρόσθετα κατέλαβε και χρησιμοποιεί την κοινόχρηστη ζώνη παραλίας, μπροστά από τα δημόσια κτήματα, καθώς και τον Αιγιαλό, ο οποίος βρίσκεται έμπροσθεν της ιδιοκτησίας του. Από γενόμενο έλεγχο προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος έχει προβεί σε νέα καταπάτηση τμήματος του Αιγιαλού και σε νέες κατασκευές εντός του Αιγιαλού, στο δυτικό τμήμα της ιδιοκτησίας του. Οι κατασκευές αυτές, όπως τούτο αναλυτικά εκτίθεται στην από 27-7-2004 έκθεση αυτοψίας που συνέταξαν υπάλληλοι της Κτηματικής Υπηρεσίας Ν. Αργολίδας, αποτελούνται από 1) την κατασκευή δύο νέων κτισμάτων, τα οποία είναι από πέτρα και έχουν κεραμοσκεπή, με χρήση κατοικία. 2) την κατασκευή υπόστεγου με κεραμοσκεπή, το οποίο στηρίζεται σε κολώνες από πέτρα και σε προϋφιστάμενο τοίχο αντιστήριξης, ο οποίος επενδύθηκε με πέτρα. 3) στην κατασκευή προβλήτας από οπλισμένο σκυρόδεμα. 4) την εκ νέου πλακόστρωση της έκτασης που έγιναν οι επεμβάσεις. 5) τη διαμόρφωση του χώρου με κατασκευές από τσιμέντο και τη φύτευση φυτών. Για τις κατασκευές αυτές δεν έχει ζητηθεί και δεν έχει εκδοθεί καμία άδεια από την Κτηματική Υπηρεσία Ν. Αργολίδας. Η έκταση του Αιγιαλού, στην οποία έχουν γίνει οι επεμβάσεις είναι 786,62 τ.μ., όπως αυτή αποτυπώνεται στο ακριβές φωτοαντιγραφικό απόσπασμα του τοπογραφικού διαγράμματος που συντάχθηκε από την Τοπογραφική Υπηρεσία Ν. Αργολίδας τον Μάρτιο του 1994, το οποίο περιλαμβάνει τις οριογραμμές Αιγιαλού-Παραλίας και Παλαιού Αιγιαλού και το οποίο συμπληρώθηκε από τον …, Τοπογράφο Μηχανικό της Κτηματικής Υπηρεσίας τον Ιούλιο του 2004 και θεωρήθηκε από την Προϊσταμένη της Κτηματικής Υπηρεσίας. Η έκταση αυτή συνορεύει βόρεια με παραλία, νότια με αιγιαλό και θάλασσα, ανατολικά με αιγιαλό και θάλασσα και δυτικά με παραλία. Η επιπλέον καταπάτηση περιγράφεται με τα στοιχεία 6, 434, Α1, Α2, Ζ, Η, Θ, Ι, Κ, Α, 6 και έχει εμβαδόν 289,25 τ.μ. και συνορεύει βόρεια με αιγιαλό και θάλασσα, νότια με αιγιαλό και θάλασσα, ανατολικά με αιγιαλό και θάλασσα και δυτικά με παραλία. Τα δύο νέα κτίσματα έχουν εμβαδόν το κτίσμα 1 82,83 τ.μ. και το κτίσμα 2 88,29 τ.μ. Ακολούθως η Κτηματική Υπηρεσία του Ν. Αργολίδας εξέδωσε το υπ’ αρ. …/11-10-2004 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής και το υπ’ αρ. …/11-10-2004 πρωτόκολλο κατεδάφισης αυθαιρέτων. Όμως περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από την έκθεση αυτοψίας που διενεργήθηκε ύστερα από την υπ’ αρ. πρωτοκόλλου 1843/31-10-2007 εντολή της προϊσταμένης της Κτηματικής Υπηρεσίας Ν. Αργολίδας, ο κατηγορούμενος ήδη την 16-11-2007 με δική του πρωτοβουλία είχε κατεδαφίσει το κτίσμα 1 εμβαδού 82,83 τ.μ., είχε κατεδαφίσει το υπόστεγο με κεραμοσκεπή και την προβλήτα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Δεν είχε κατεδαφίσει ο ανωτέρω το κτίσμα 2 εμβαδού 88,29 τ.μ. και υφίστατο η πλακόστρωση στην έκταση που αναφέρεται στο Πρωτόκολλο Κατεδάφισης. Τέλος ύστερα από την υπ’ αρ. πρωτοκόλλου 302/15-2-2008 εντολή της ανωτέρω προϊσταμένης διενεργήθηκε αυτοψία την 27-2-2008 από τον συντάξαντα την έκθεση Γ. Τρίκκα, στην οποία αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος κατεδάφισε το κτίσμα 2 εμβαδού 88,29 τ.μ., κατεδάφισε όλη την πλακόστρωση όπως και όλες τις διαμορφώσεις του χώρου με κατασκευές από τσιμέντο και πέτρα, όπου είχαν φυτευθεί φυτά, ταυτόσημα δε με τα ανωτέρω κατέθεσαν και οι δεύτερος και τρίτος μάρτυρες κατηγορίας, δηλαδή ότι κατεδάφισε οποιοδήποτε αυθαίρετο κτίσμα είχε κτισθεί στον αιγιαλό και έτσι έπαυσε και η κατάληψη δημοσίου κτήματος. Πρέπει λοιπόν να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται με το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας”. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο (εκτός της κατασκευής αυθαιρέτου σε δημόσιο κτήμα, ως προς την οποία πράξη έγινε ανωτέρω λόγος και αναιρεί το Δικαστήριο αυτό την προσβαλλομένη απόφαση): α) της παράνομης μεταβολής αιγιαλού και β) της παράνομης κατάληψης δημοσίου κτήματος και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών για την α’ πράξη και ποινή φυλάκισης 10 μηνών για τη β’ πράξη, ενώ κατά τον καθορισμό της συνολικής ποινής με ποινή βάσης την πρώτη τούτων υπολόγισε (έλαβε) από τη δεύτερη των ποινών αυτών ποινή πέντε (5) μηνών (που δεν πρέπει να υπερβεί το Δικαστήριο της ουσίας κατά τη νέα επιμέτρηση αυτών). Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ1 αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 84 παρ. 2 παρ. δ’ και 94 παρ. 1 του ΠΚ, 1 παρ. 1 και 3 και 29 παρ. 1 του ν. 2971/2001 και 1 και 23 παρ. 1 του αν. ν. 1539/1938, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 2 του αν. ν. 263/1968 τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες και έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Περαιτέρω, από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, στα οποία στηρίχθηκε και τα οποία αξιολόγησε το Δικαστήριο που την εξέδωσε, είναι και τα έγγραφα, τα οποία ένα προς ένα αναφέρονται ως αναγνωσθέντα στα πρακτικά της δίκης (βλ. σελ. 11 και 12 αυτών), μεταξύ δε των εγγράφων αυτών είναι και οι εκθέσεις αυτοψιών, που διενεργήθηκαν από υπάλλήλους της Κτηματικής Υπηρεσίας Ν. Αργολίδας, οι οποίες ορθώς, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη δεν μνημονεύονται ως ιδιαίτερο αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, αφού αυτές δεν διατάχθησαν από το Δικαστήριο ή Δικαστικό Συμβούλιο ή τον Ανακριτή (ούτε ο αναιρεσείων ισχυρίζεται κάτι τέτοιο), αλλά διενεργήθηκαν στα πλαίσια της αστυνομικής προανακρίσεως από το Υ/Χ Πορτοχελίου Αργολίδας. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους ισχυρίζεται τα αντίθετα ως προς την μη αναφορά των ως άνω εκθέσεων αυτοψίας, ως προς την εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και ιδιαίτερα ως προς την αληθινή συρροή των δύο εγκλημάτων για τα οποία αυτός κηρύχθηκε ένοχος και την έλλειψη νόμιμης βάσης από την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ ως απαράδεκτος, πρέπει να απορριφθούν οι λοιπές σ’ αυτούς διαλαμβανόμενες αιτιάσεις, με τις οποίες πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1, 369 και 171 παρ. 9 εδ. δ’ ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ως αποδεικτικό στοιχείο εγγράφου, το οποίο δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκησή του κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης που συντάσσονται δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, όμως είναι αναγκαίο να καταγράφονται τα στοιχεία που το προσδιορίζουν, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί σε πόσα έγγραφα στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου και εάν αυτά έχουν πράγματι αναγνωσθεί, διότι αλλιώς παραβιάζονται οι άνω διατάξεις, οι οποίες επιβάλλουν την ανάγνωση στο ακροατήριο των εγγράφων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για την ενοχή του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου που εξέδωσε την ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση και το σκεπτικό της απόφασης αυτής, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου, για να καταλήξει στην καταδιωκτική για τον αναιρεσείοντα κρίση έλαβε υπόψη του, μεταξύ των εγγράφων): α) την υπ’ αριθμ. 4628/29-5-1985 απόφαση του Νομάρχη Αργολίδας, β) το υπ’ αριθμ. 330 Δ/16/7/1985 ΦΕΚ, γ) την υπ’ αριθμ. 1843/31-10-2007 εντολή της Προϊσταμένης της Κτηματικής Υπηρεσίας Ν. Αργολίδας και δ) την υπ’ αριθμ. πρωτ. 302/15-2-2008 εντολή της ανωτέρω προϊσταμένης. Πράγματι στα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης δεν μνημονεύεται ότι αναγνώσθηκαν τα ανωτέρω υπό στοιχ. α’ και β’ έγγραφα (απόφαση Νομάρχη Αργολίδας και ΦΕΚ 330Δ/1985). Αναγνώσθηκαν όμως τα πρακτικά και η απόφαση με αριθμό 291/2007 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου), που γίνεται στο σκεπτικό αναφορά των δύο αυτών εγγράφων (βλ. σελ 21 της προαναφερόμενης πρωτοβάθμιας απόφασης), στη σελίδα δε 16 των πρακτικών αυτής γίνεται μνεία ότι αναγνώσθηκε το υπ’ αριθμ. 959Δ/1992 ΦΕΚ στο οποίο γίνεται αναφορά των δύο ως άνω εγγράφων.
Συνεπώς κατ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτει η ανάγνωσή τους και εντεύθεν επιτρεπτώς λήφθηκαν υπόψη και συναξολογήθηκαν τα δύο αυτά έγγραφα με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον πρέπει να αναφερθεί ότι η μνεία των δύο αυτών εγγράφων είναι ιστορική και όχι κρίσιμη για το σχηματισμό της καταδικαστικής για τον αναιρεσείοντα κρίσης, αφού αναφέρεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σελ 15) η μεταγενέστερη υπ’ αριθμ. 1220/1992 απόφαση του Νομάρχη Αργολίδας ως και το υπ’ αριθ. 959Δ/1992 ΦΕΚ, όπου αυτή δημοσιεύθηκε, και με την οποία έγινε ο επανακαθορισμός των οριογραμμών αιγιαλού-παραλίας. Στα τελευταία δε αυτά έγγραφα γίνεται αναφορά των ανωτέρω υπό στοιχ. α’ και β’, προγενεστέρων αυτών, εγγράφων. Ακόμα, όσο αφορά το υπ’ αριθμ. πρωτ. …/2007 έγγραφο της προϊσταμένης της Κτηματικής Υπηρεσίας Νομαρχίας Αργολίδας, αυτό, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπησή του είναι συνημμένο και συνιστά ενιαίο όλο με το υπ’ αριθμ …/11-3-2008 έγγραφο της “Κτηματικής Υπηρεσίας Ν. Αργολίδος μετά τις εκθέσεις αυτοψίας και τεσσάρων φωτοαντιγράφων φωτογραφιών, το οποίο στο σύνολό του αναγνώσθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου (βλ. σελ. 12, δεύτερη παράγραφο, υπ’ αρ. 3 του συμπληρωματικού πίνακα των εγγράφων που αναγνώσθηκαν από τον Πρόεδρο του ως άνω δικαστηρίου. Τέλος, όσο αφορά το υπ’αριθμ. πρωτοκόλλου 302/15-2-2008 εντολή της Προϊσταμένης της Κτηματικής Υπηρεσίας Νομαρχίας Αργολίδος, τούτο, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων ο αριθμός και η χρονολογία αυτή αφορά αίτηση του αναιρεσείοντος προς την Κτηματική Υπηρεσία Νομαρχίας Αργολίδας για τη διενέργεια αυτοψίας, η οποία διενεργήθηκε και η σχετική έκθεση είναι συνημμένη στο υπ’ αριθμ. …/20.3.2008 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Ν. Αργολίδος, διαβιβαστικό προς το Δικαστικό Γραφείο Ναυπλίου, το οποίο αναγνώσθηκε στο σύνολό του στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. σελ. 12, δεύτερη παράγραφο υπ’ αριθμ. 6 έγγραφο).
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης περί απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο λόγω λήψης υπόψη από το δικαστήριο εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από όλα τα ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει: α) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου για την πράξη του άρθρου 17 παρ. 1 και 8 του ν. 1337/1983, την επιβολή ποινής γι’ αυτήν, τον καθορισμό συνολικής ποινής και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος για ηθική βλάβη του και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν την κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατηγορία για το έγκλημα του άρθρου 17 παρ. 1 και 8 του ν. 1337/1983, χωρίς την παράσταση του Ελληνικού Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος, 2) να προσδιορίσει – επιμερίσει τα ποσά της επιδικαζόμενης στο Ελληνικό Δημόσιο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του για τα εγκλήματα της αυθαίρετης μεταβολής του αιγιαλού με κατασκευή έργων χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής και της αυθαίρετης κατάληψης δημοσίου κτήματος και 3) να προβεί σε νέα επιμέτρηση της συνολικής ποινής και β) να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Τέλος δεν πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της προκείμενης δίκης για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και συμψηφιστούν αυτά μεταξύ αυτού και του παρισταμένου ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου λόγω της κατά τα άνω έκβασης της δίκης αυτής (άρθρα 583 παρ. 1 ΚΠΔ και 22 παρ. 2 του ν. 3693/1957).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 462/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, όσο αφορά μόνο : α) το αποδιδόμενο στον κατηγορούμενο Χ έγκλημα της εκτελέσεως οικοδομικών εργασιών χωρίς άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής και αναφερόμενο στην ως άνω απόφαση, χωρίς την παράσταση του Ελληνικού Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος, β) ως προς τον προσδιορισμό – επιμερισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου που παρέστη ως πολιτικώς ενάγον για τα εγκλήματα της μεταβολής αιγιαλού με κατασκευή έργων, χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής και αυθαίρετης κατάληψης δημοσίου κτήματος που τέλεσε ο κατηγορούμενος και γ) ως προς τον καθορισμό της συνολικής ποινής φυλάκισης.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 14 Σεπτεμβρίου 2009 αίτηση αναίρεσης του ως άνω κατηγορουμένου. Και Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ αυτού και του παριστάμενου ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαΐου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ