Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης Ελληνικού Δημοσίου. Χρησικτησία δικαιοπάροχου αιτουσών με ειδική – ιδιάζουσα χρησικτησία δυνάμει του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 30 ετών μέχρι την 19-3-2003, έναρξη ισχύος του Ν. 3127/2003.
Αριθμός 121/2022
TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη-Εισηγήτρια, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 20 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Ελένη Ευσταθίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) … 2) …, κατοίκων Μπρισμπέιν Αυστραλίας, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους ʼννα Τσουλφίδου και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-9-2011 αίτηση διόρθωσης αρχικής εγγραφής των ήδη αναιρεσιβλήτων και την από 22-4-2015 κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3865/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 154/2019 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 4-9-2019 αίτηση του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 04/09/2019 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αριθμ. 154/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων3 κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η ανωτέρω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ.571, 577§3 ΚΠολΔ).
Α.1) Στο άρθρο 4 παρ.1 του ν.3127/2003 “τροποποίηση και συμπλήρωση των ν.2308/1995 και 2664/1998 για την κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις”, ορίζονται τα εξής: «1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (17-3-2003), αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε] κακή πίστη ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α και β προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Η διάταξη της περίπτωσης β’ εφαρμόζεται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ….. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α.Κ.». Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται, ότι θεσπίζεται με αυτές εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 21 του Ν. Δ/τος της 22.4/16.5.1926 “Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 “Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”), σύμφωνα με τον οποίο στα δημόσια κτήματα νομέας είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα νομής ή αποσβεστικής παραγραφής, εκτός αν η τριακονταετής νομή της έκτακτης χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915, αφού, μετά τη χρονολογία αυτή, δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία στα ακίνητα του Δημοσίου. Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο σε δημόσια κτήματα, ήτοι σε ακίνητα που ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 15/2011) και προστατεύουν εκείνον που προβάλλει κυριότητα σε δημόσιο, με την παραπάνω έννοια, κτήμα, παρέχοντας του τη δυνατότητα, με την επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων των εν λόγω διατάξεων, να αποκτήσει την κυριότητα του κτήματος αυτού έναντι του Δημοσίου, την οποία, άλλως, χωρίς, δηλαδή, τις διατάξεις αυτές, μόνο με τη συνδρομή των ανωτέρω αυστηρότερων προϋποθέσεων του, προ του νόμου αυτού, νομικού καθεστώτος, θα μπορούσε να αποκτήσει (ΑΠ 22/2021, ΑΠ 807/2019, ΑΠ 23/2019) 2) Κατά τη διάταξη του άρθρου 1054 ΑΚ, ανεπίδεκτα χρησικτησίας, τακτικής ή έκτακτης, είναι τα εκτός συναλλαγής πράγματα. Όπως δε προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 966, 967, 968 ΑΚ, εκτός συναλλαγής είναι τα κοινόχρηστα πράγματα και τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών, τα οποία, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα, ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο δημόσιο. 3) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του από τους Ν. 3127/2003 και 3481/2006 προκύπτει ότι στην περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, όταν με την ανακριβή εγγραφή φέρεται το ακίνητο ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, όποιος ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, ασκεί αίτηση ή κύρια παρέμβαση ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και μέχρις ότου ορισθεί αυτός στο μονομελές πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, προκειμένου να ζητήσει τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή “αγνώστου ιδιοκτήτη” δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη του υπάρχοντος δικαιώματος. Συνακόλουθα, δεν μπορεί να ζητηθεί με την αίτηση αυτή ή την κυρία παρέμβαση η αναγνώριση δικαιώματος, που προσβάλλεται με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου ώστε να περιληφθεί αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης, που ανοίγεται, δεν είναι η αυθεντική διάγνωση του δικαιώματος που αμφισβητείται, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση (προδικαστικό ζήτημα) η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για τη ζητούμενη διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Γι’ αυτό άλλωστε η προαναφερόμενη διάταξη (άρθρο 6 παρ. 3, όπως ισχύει) αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι στην αναγνώριση δικαιώματος που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (ΑΠ 34/2019 ,ΑΠ 74/2015, ΑΠ 1342/2015). 3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, επιτρέπεται, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του προσέδωσε, δηλαδή, έννοια διαφορετική από την αληθινή ή δεν τον εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 7/2006). Αν το δικαστήριο απεφάνθη για την ουσία της υπόθεσης, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται βάσει των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω λόγος, αν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή αν δεν τον εφάρμοσε, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 4/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο, μετά, από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς την ένδικη αίτηση διόρθωσης εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής των αναιρεσιβλήτων και την κύρια παρέμβαση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου: Δυνάμει της αριθμ. ./162-2011 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών ., που έχει καταχωρηθεί νόμιμα στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς (αρ. καταχώρησης ./20-9-2011), οι αιτούσες αποδέχτηκαν την κληρονομιά της μητέρας τους …, ελληνίδας υπηκόου, η οποία απεβίωσε στην Αυστραλία, στις 205-2009, αφήνοντας την από 23-7-2002 ξενόγλωσση διαθήκη της, η οποία δημοσιεύτηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο Κουήνσαλντ Αυστραλίας στις 3-8-2009 και καταχωρήθηκε στα βιβλία διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 16-6-2010, στον τόμο 3255 με αύξοντα αριθμό 229. Με την εν λόγω διαθήκη η μητέρα των αιτουσών εγκατέστησε ως μοναδικούς κληρονόμους της τα τρία παιδιά της, ήτοι τις αιτούσες 1) …, 2) … και τον υιό της 3) Ωστόσο, ο τελευταίος με την υπ’ αρ. ./11-10-2010 έκθεση αποποίησης κληρονομιάς του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών αποποιήθηκε την κληρονομιά, που του επήχθη με την ανωτέρω διαθήκη της μητέρας του, και έτσι το κληρονομικό του μερίδιο, ενόψει του ότι αυτός δεν είχε κατιόντες, προσαύξησε τα μερίδια των αιτουσών-αδερφών του κατ’ ισομοιρίαν (άρθρα 1807 ΑΚ σε συνδ. με 28 ΑΚ). Μεταξύ των κληρονομιαίων στοιχείων της κληρονομιάς της ανωτέρω αποβιώσασας ήταν και το ιδανικό μερίδιο κατά ποσοστό 1/36 ή 2/72 εξ αδιαιρέτου επί οικοπέδου, το οποίο, κατά τους αρχικούς τίτλους κτήσεως, απαρτίζεται από δύο συνεχόμενα οικόπεδα συνολικής εκτάσεως 320 τμ., ευρισκόμενα στη Δραπετσώνα Αττικής, στην περιφέρεια του Δήμου Δραπετσώνας, πλησίον του Ναυπηγείου ., παρά τον προλιμένα Πειραιώς, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου Δραπετσώνας, επί της οδού . (πρώην .), στην οποία φέρει τον αριθμό 219Α (πρώην 217), και επί της οδού ., όπως αυτά τα (αρχικά) οικόπεδα εμφαίνονται με τους αριθμούς (14) και (17) στο σχεδιάγραμμα του μηχανικού ., που προσαρτήθηκε στο υπ’ αρ. ./1930 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ., και συνορεύουν κατά το σχεδιάγραμμα αυτό- το μεν υπ’ αρ. (.) οικόπεδο, βόρεια με το υπ’ αρ. (.) οικόπεδο, ανατολικά με το υπ’ αρ. (.) οικόπεδο, νότια με ανώνυμη οδό και δυτικά με το υπ’ αρ. (.) οικόπεδο, ενώ το υπ’ αρ. (.) οικόπεδο, βόρεια με οδό, ανατολικά με τα υπ’ αρ. (.) και (.) οικόπεδα, νότια με ανώνυμη οδό και δυτικά με το υπ’ αρ. (.) οικόπεδο. Από τη συνένωση των ανωτέρω δύο οικοπέδων προέκυψε το ενιαίο οικόπεδο (επίδικο) συνολικής επιφάνειας 320 τ.μ., όπως αποτυπώνεται με τα στοιχεία Λ-Φ’-‘D Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Α στο από Απριλίου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ., το οποίο προσαρτάται στο υπ’ αρ. ./1999 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά ., και συνορεύει βόρεια σε πρόσωπο Α-Θ του άνω διαγράμματος μήκους 10 μέτρων με την οδό πρώην . και ήδη . στη οποία φέρει τον αριθμό . (πρώην .), νότια σε πρόσωπο Ε-Ζ μήκους 10 μέτρων με την οδό ., ανατολικά σε τεθλασμένη πλευρά Α-Β μήκους 8 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων ., Β-Γ μήκους 5 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων ., Γ-Δ μήκους 1 μέτρου και Δ-£ Ε μήκους 16,50 μέτρων με ιδιοκτησία . και δυτικά σε τεθλασμένη πλευρά Θ-Η μήκους 13,50 μέτρων με ιδιοκτησία . και Η-Ζ μήκους 14,30 μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστων. Η δικαιοπάροχος των αιτουσών, . είχε καταστεί συγκυρία κατά το προαναφερόμενο ποσοστό του προπεριγραφόμενου οικοπέδου σύμφωνα με τα κάτωθι. Με το υπ’ αρ. ./26-1-1930 συμβόλαιο διανομής ακινήτου του συμβολαιογράφου Αθηνών ., νομίμως μεταγεγραμμένο, οι ., συγκύριοι μεγαλύτερης έκτασης, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο, προχώρησαν σε κατάτμηση αυτής σε 40 μικρότερα οικόπεδα, τα οποία αποτυπώθηκαν στο από 25-1-1930 διάγραμμα του μηχανικού ., που προσαρτήθηκε στο ως άνω συμβόλαιο, και ακολούθως σε διανομή τους, ώστε κάθε συγκύριος έλαβε αυτούσια οικόπεδα κατά πλήρη κυριότητα. Έτσι, με βάση το ανωτέρω συμβόλαιο, ο . έλαβε στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του, μεταξύ άλλων, και τα με αριθμούς . και . οικόπεδα, τα οποία στη συνέχεια ενώθηκαν σε ένα ενιαίο οικόπεδο, έκτασης 320 τ.μ., που είναι το ήδη επίδικο. Στη συνέχεια, αμφότερα τα οικόπεδα αυτό: απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα ο . με αγορά από τον ., δυνάμει του υπ’ αρ. ./2-9-1932 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ., νομίμως μεταγραφέντος. Την 19-3-1960 απεβίωσε, χωρίς να αφήσει κατιόντες, ο ., κάτοικος εν ζωή Ανωγής Ιθάκης, ο οποίος, δυνάμει της υπ’ αρ. ./19-8-1959 δημόσιας διαθήκης του, συνταχθείσας ενώπιον του συμβολαιογράφου Ιθάκης … και νόμιμα δημοσιευθείσας από το Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας κατά τη συνεδρίαση του της 3ης-5-1960, εγκατέστησε μοναδική κληρονόμο του σε όλη την περιουσία του, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν τα άνω δύο οικόπεδα, την εν ζωή σύζυγο του, .. Την 6-5-1983 απεβίωσε, χωρίς να αφήσει κατιόντες, η ., κάτοικος Ανωγής Ιθάκης, η οποία, δυνάμει της υπ’ αρ. ./19-8-1959 δημόσιας διαθήκης της συνταχθείσας ενώπιον του συμβολαιογράφου Ιθάκης …. και νόμιμα δημοσιευθείσας απότο Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας κατά τη συνεδρίαση του της 30ης-6-1983, εγκαθιστούσε μοναδικό κληρονόμο της τον ανωτέρω σύζυγο της, ο οποίος όμως, όπως προελέχθη, είχε προαποβιώσει αυτής και έτσι αυτή κληρονομήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί εξ αδιαθέτου διαδοχής από τους εγγύτερους κατά τον χρόνο θανάτου της συγγενείς της (άρθρα 1710 § 2, 1711, 1814 ΑΚ), ήτοι: 1) την αδερφή της ., γιαγιά των αιτουσών, κατά ποσοστό 1/6 ή 12/72 εξ αδιαιρέτου, 2) τον ., τέκνο του προαποβιώσαντος αδερφού της ., κατά ποσοστό 1/6 ή 12/72 εξ αδιαιρέτου, 3) τους α) ., β) ., και γ) ., τέκνα του προαποβιώσαντος αδερφού της . κατά ποσοστό (1/6 Χ 1/3) 1/18 ή 4/72 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, 4) τους α) ., β) . και γ) ., τέκνα του προαποβιώσαντος αδερφού της ., κατά ποσοστό 1/18 ή 4/72 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, 5) τους α) ., β) ., γ) . και δ) ., τέκνα της προαποβιώσασας αδερφής της ., κατά ποσοστό (1/6 Χ 1/4) 1/24 ή 3/72 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, και 6) τις α) . και β) ., τέκνα της προαποβιώσασας αδερφής της ., κατά ποσοστό (1/6 Χ 1/2) 1/12 ή 6/72 εξ αδιαιρέτου η καθεμία. Το κληρονομικό δικαίωμα των ανωτέρω κληρονόμων της . πιστοποιήθηκε με το υπ’ αρ. 18/7-11-1984 πιστοποιητικό κληρονομητηρίου του γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, που εκδόθηκε δυνάμει της υπ’ αρ. 205/1984 αποφάσεως του εν λόγω Δικαστηρίου. Την 23-2-1-985 απεβίωσε και η γιαγιά των αιτουσών, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις περί εξ αδιαθέτου διαδοχής από τους εγγύτερους συγγενείς της (άρθρο 1813 ΑΚ), ήτοι: 1) τη θυγατέρα της ., κατά ποσοστό (1/6 Χ 1/6) 1/36 ή 2/72 εξ αδιαιρέτου, η οποία απεβίωσε στις 4-5-1990 και κατέλιπε την υπ’ αρ. ./26-4-1990 δημόσια διαθήκη της συνταχθείσα ενώπιον του συμβολαιογράφου Ιθάκης ., νόμιμα δημοσιευθείσα από το Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας κατά τη συνεδρίαση του της 16-4-1991, με την οποία εγκατέστησε ως μοναδική κληρονόμο της (κατά το άνω ποσοστό του 1/36 ή 2/72 εξ αδιαιρέτου) τη θυγατέρα της ., β) τη θυγατέρα της . κατά ποσοστό 1/36 ή 2/72 εξ αδιαιρέτου, γ) τη θυγατέρα της .., μητέρα και άμεση δικαιοπάροχος των αιτουσών, κατά ποσοστό 1/36 ή 2/72 εξ αδιαιρέτου, δ) τη θυγατέρα της ., κατά ποσοστό 1/36 ή 2/72 εξ αδιαιρέτου, ε) τη θυγατέρα της ., κατά ποσοστό 1/36 ή 2/72 εξ αδιαιρέτου, στ) τον . και τη ., τέκνα του προαποβιώσαντος την 5-6-1980 υιού της, ., κατά ποσοστό 1/36 εξ αδιαιρέτου και τους δύο, ήτοι 1/72 εξ αδιαιρέτου τον καθένα. Ακολούθως, όπως προελέχθη, η ανωτέρω . κληρονομήθηκε από τις αιτούσες θυγατέρες της, κατά ποσοστό 1/72 εξ αδιαιρέτου η καθεμία. Εξάλλου, οι αιτούσες με την προαναφερόμενη υπ’ αρ. ./16-2-2011 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών . αποδέχτηκαν α) για λογαριασμό της μητέρας τους, ., την κληρονομιά της μητέρας αυτής, ., που της επήχθη εξ αδιαθέτου κατά το προαναφερθέν εξ αδιαιρέτου ποσοστό της (1/36), β) για λογαριασμό της γιαγιάς τους, ., την κληρονομιά της αδερφή της ., που της επήχθη εξ αδιαθέτου κατά το εξ αδιαιρέτου ποσοστό του 1/6 καθώς και γ) για λογαριασμό της τελευταίας την κληρονομιά του συζύγου της…, που της επήχθη εξ αδιαθέτου. Συνεπώς, η μητέρα των αιτουσών, ., σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά τον χρόνο θανάτου της είχε γίνει συγκυρία, με παράγωγο τρόπο, του επίδικου ακινήτου σε ποσοστό 2/72 εξ αδιαιρέτου. Αποδείχθηκε, ακόμη, ότι η μητέρα των αιτουσών και οι δικαιοπάροχοι της νέμονταν το επίδικο ακίνητο συνεχώς και αδιαλείπτως τουλάχιστον από το 1930, απ’ όταν ο απώτερος δικαιοπάροχος τους, ., προχώρησε μαζί με τους συγκυρίους της ευρύτερης έκτασης σε διανομή της αναθέτοντας στον μηχανικό την κατάτμηση και αποτύπωση της, συμπεριλαμβανομένου του επιδίκου, σε σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα, ενώ στη συνέχεια το επίδικο ακίνητο καταμετρήθηκε εκ νέου και συντάχθηκε το από Απρίλιος 1999 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού .. Εξάλλου, με το υπ’ αρ. ./2002 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά . δημιουργήθηκε επί του επίδικου οικοπέδου θέση στάθμευσης, η οποία χρησιμοποιείται μέχρι και τον χρόνο κατάθεσης της ένδικης αίτησης από τον έναν εκ των συγκυρίων, τον . (με ποσοστό συγκυριότητας 25%), ενώ από το 2009 περίπου αυτό είναι περιφραγμένο με ελλενίτ. Αντίθετα, το κυρίως παρεμβαίνον δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο αποδεικτικό της κυριότητος του Οθωμανικού κράτους επί του επίδικου ακινήτου ή Οθωμανών υπηκόων, που το εγκατέλειψαν, όταν αναχώρησαν από την απελευθερωθείσα Ελλάδα, επειδή δε, το ίδιο φέρει το βάρος του εν λόγω ισχυρισμού, χωρίς να εξαντλεί τη δικονομική του υποχρέωση απλά και μόνο με την επίκληση των διατάξεων των άνω Πρωτοκόλλων και Συνθήκης, πρέπει αυτός να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ομοίως, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του ότι απέκτησε το επίδικο με τα προσόντα της τακτική ή έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον δεν αποδείχθηκε καμία διακατοχική πράξη των οργάνων του επί του επιδίκου. Όπως μάλιστα αναφέρεται στο προσκομιζόμενο από το Ελληνικό Δημόσιο με αρ. πρωτ../123-2015 έγγραφο της Δ/νσης Κοινωνικής Μέριμνας της Περιφέρειας Αττικής, το επίδικο εμφανίζεται στο υπ’ αρ. ./12-10-1957 τοπογραφικό διάγραμμα απαλλοτρίωσης, που είναι κατατεθειμένο στο Υπουργείο Υγείας, πλην όμως, επειδή το εν λόγω οικοδομικό τετράγωνο δεν φέρει αρίθμηση, ούτε και φαίνεται οικοπεδοποιημένο, αυτή (η παραπάνω υπηρεσία) δεν μπορεί να αποφανθεί για την ύπαρξη δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου επ’ αυτού. Να σημειωθεί, πάντως, ότι η εμφάνιση του επιδίκου στο προαναφερθέν τοπογραφικό διάγραμμα απαλλοτρίωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται και κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου επί του επιδίκου λόγω απαλλοτριώσεως για αποκατάσταση προσφύγων, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 2 § 5 του από 29/30-4-1953 ΒΔ «περί κωδικοποιήσεως των κείμενων διατάξεων περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων κλπ.», προσφυγικές απαλλοτριώσεις ανακαλούνται αυτοδικαίως από 15-4-1957, εφόσον μέχρι τη χρονολογία αυτή δεν είχε λάβει χώρα κατάληψη ή καταβολή αποζημίωσης, της έννοιας της κατάληψης νοούμενης ως περιλαμβάνουσαςεμφανείς υλικές πράξεις και ενέργειες επί του απαλλοτριωθέντος, με τις οποίες αυτό καθυποτάσσεται στην εξουσία εκείνου που τις επιχειρεί (ΑΠ 614/2013 ΝΟΜΟΣ), τέτοια δε κατάληψη δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω. Ενόψει όλων των προεκτεθέντων, επομένως, αποδεικνύεται ότι η δικαιοπάροχος των αιτουσών, μητέρα τους, ., νεμόταν το επίδικο ακίνητο, το οποίο βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως του Δήμου Δραπετσώνας Αττικής, εμβαδού 320 τ.μ., δηλαδή εμβαδού μικρότερου των 2.000 τ.μ., με διάνοια συγκυρίας και καλή πίστη, έχοντας την πεποίθηση χωρίς βαριά αμέλεια ότι είχε αποκτήσει από αληθινούς κυρίους και ότι δεν προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητος κανενός, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ετών μέχρι την έναρξη ισχύος (στις 19-3-2003) του νόμου 3127/2003 (από το 1930) και συνεπώς είχε αποκτήσει συγκυριότητα επί του επιδίκου κατά το προαναφερθέν ποσοστό, όχι μόνο με παράγωγο, αλλά και με πρωτότυπο τρόπο, δυνάμει του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού των αιτουσών, που προέβαλαν σε αντίκρουση της κύριας παρέμβασης του Ελληνικού Δημοσίου. Εξάλλου, ο ισχυρισμός που πρότεινε το κυρίως παρεμβαίνων περί κακής πίστεως των αιτουσών και των δικαιοπαρόχων τους κατά την κτήση της νομής τους ουδόλως αποδείχθηκε, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι είχε γνωστοποιηθεί σ’ αυτούς, οποτεδήποτε, τυχόν δικαίωμα του Ελληνικού Δημοσίου, ή είχε προβεί σε διεκδίκηση του (πχ με την έκδοση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής), ή ότι είχε προβεί σε οποιαδήποτε εμφανή ενέργεια διακατοχής επ’ αυτού. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι,κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, αυτό, κατά τις γενόμενες εγγραφές στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς καταχωρήθηκε με έκταση 273 τ.μ. και με ΚΑΕΚ ., συνορεύον γύρωθεν με τα ακίνητα που φέρουν ΚΑΕΚ ….. (οδός .) και … (οδός .), και φέρεται ως αγνώστου ιδιοκτήτη κατά το ποσοστό των 32/72 εξ αδιαιρέτου. Με τις υπ’ αρ. 299/5/25-4-2005 και 300/5/27-4-2005 αποφάσεις του ΔΣ του ΟΚΧΕ, που δημοσιεύτηκαν στο ΦΕΚ Β’ 608/9-5-2005, διαπιστώθηκε η περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης για τα ακίνητα της περιοχής του Δήμου Δραπετσώνας Αττικής καθώς και η ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρησης των πρώτων εγγραφών στο κτηματολογικό βιβλίο του Δήμου Δραπετσώνας και ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου στην εν λόγω περιοχή η 9-5-2005. Η δικαιοπάροχος, ωστόσο των αιτουσών, που ήταν εν ζωή κατά τον χρόνο περαίωσης της διαδικασίας κτηματογράφησης και έναρξης του κτηματολογίου, παρέλειψε να δηλώσει το εμπράγματο δικαίωμα της επί του επιδίκου και έτσι παρέμεινε η ανωτέρω αρχική εγγραφή με εμφαινόμενο άγνωστο ιδιοκτήτη για ποσοστό 32/72 εξ αδιαιρέτου. Η αρχική αυτή εγγραφή, όμως, είναι ανακριβής και προσβάλλει τα δικαιώματα των αιτουσών ως συγκληρονόμων της δικαιοπαρόχου τους, ., ως συγκυρία, κατά ποσοστό 1/36 ή 2/72 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του δέχτηκε την αίτηση ως ουσία βάσιμη και απέρριψε την κύρια παρέμβαση (κατά το μέρος που την έκρινε παραδεκτή και νόμιμη) ως ουσία αβάσιμη διατάσσοντας τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής έστω και με ελλιπείς αιτιολογίες, που συμπληρώνονται από τις αιτιολογίες της παρούσας δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις προσαχθείσες ενώπιον αυτού αποδείξεις, όσα δε υποστηρίζει με τους λόγους της έφεσης του το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο είναι αβάσιμα καθώς και η έφεση στο σύνολο της».
Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε: 1) Ότι η άμεση δικαιοπάροχος – μητέρα των αιτουσών -καθών η κύρια παρέμβαση και ήδη αναιρεσιβλήτων . έγινε (συγ)κυρία κατά ποσοστό 1/36 εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο, δυνάμει της νομίμως μεταγραφείσας ./201 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών . από την αληθή κυρία μητέρα της .. 2) Ότι το κυρίως παρεμβαίνον και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο δεν απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με τους επικαλούμενους τρόπους κτήσεως κυριότητας ήτοι: α) λόγω απαλλοτρίωσης για την αποκατάσταση των προσφύγων, β) ως διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου και γ) με χρησικτησία. Μετά δε τις παραδοχές αυτές το άνω Δικαστήριο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της αριθμ.3865 /2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που είχε δεχθεί ως ουσία βάσιμη την από 8/09/2011 αίτηση των ήδη αναιρεσιβλήτων για τη διόρθωση της εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής, του με ΚΑΕΚ . επίδικου ακινήτου, ερειδόμενη μόνο στον παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας (κληρονομική διαδοχή), το οποίο φέρεται στα κτηματολογικά βιβλία, ως προς το ιδανικό μερίδιο(1/36 εξ αδιαιρέτου) της άμεσης δικαιοπαρόχου, μητέρας τους, ως «άγνωστου ιδιοκτήτη» και είχε απορρίψει, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, την κύρια παρέμβαση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου. Περαιτέρω, εάν τα περιστατικά που προβάλλονται με τους λόγους αναίρεσης, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας από το δικαστήριο της ουσίας ή αν αυτά διατυπώθηκαν ως εκ περισσού ως παραδοχές της απόφασης, χωρίς να είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος που προβάλλεται με την αγωγή κλπ και τη στήριξη του διατακτικού της απόφασης με βάση τους προταθέντες ισχυρισμούς των διαδίκων ή αν οι παραδοχές της απόφασης ανάγονται σε ισχυρισμό των διαδίκων που δεν προτάθηκε ως ένσταση ή αντένσταση αυτών, τότε οι αιτιάσεις που προβάλλονται για τη θεμελίωση των λόγων αυτών αναίρεσης στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση ή είναι αλυσιτελείς και οι λόγοι αναίρεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι (ΑΠ 233/2020, ΑΠ 1924/2017, ΑΠ 559/2015). Στην προκείμενη περίπτωση με τον μοναδικό λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση από το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο η πλημμέλεια, ότι παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 966, 968 1054 ΑΚ και του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, ρύθμιση, η οποία, κατά την προεκτεθείσα νομική σκέψη, επιτρέπει την απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητο του Δημοσίου, εφόσον κάποιος, που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή του ακινήτου του Δημοσίου, νέμεται τούτο αδιατάρακτα για τριάντα έτη που φθάνουν χρονικά μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19.3.2003, καθόσον, κατά τις διαλαμβανόμενες στο λόγο αυτό αιτιάσεις του, η επίδικη εδαφική έκταση, ως αποτελούσα τμήμα μείζονος απαλλοτριωθείσας εδαφικής έκτασης, ήταν ανεπίδεκτη χρησικτησίας και δη της ειδικής χρησικτησίας του άνω άρθρου 4 του Ν. 3127/2003. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη, είναι αβάσιμος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δεν δέχθηκε ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα μείζονος απαλλοτριωθείσας εδαφικής έκτασης, ως προς την οποία παραδοχή η αναιρεσιβαλλομένη έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού δεν πλήττεται με λόγο αναίρεσης, η δε σχετικη με την απόκτηση κυριότητας από τη δικαιοπάροχο, μητέρα των αιτουσών – καθών η κύρια παρέμβαση, πρωτοτύπως, με την ειδική – ιδιάζουσα χρησικτησία που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, αιτιολογία είναι πλεοναστική, μη ασκούσα επιρροή στο διατακτικό της. Κατόπιν τούτου, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου και βάσιμου αιτήματος που οι τελευταίες, υπέβαλαν με τις προτάσεις τους(άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ.) μειωμένα κατ’ άρθρο 22 του ν.3693/1997,κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό ειδικότερα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 04-09-2019 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της αριθμ. 154/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.
Και
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 31 Ιανουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/ap%20121.2022.htm