Απόφαση 1185 / 2019 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1185/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα, Γεώργιο Αποστολάκη – Εισηγητή, Θεόδωρο Κανελλόπουλο και Κυριάκο Οικονόμου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αγγελική Νάνου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “… Ε.Ε.”, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Γ. Π. του Ι., κατοίκου … και 3) Α. Β. του Ι., συζύγου Γ. Π., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σωτήριο Ναούμ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-4-2014 ανακοπή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7879/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 1593/2017 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 17-10-2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όταν ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους του τοκοχρεωλυτικού δανείου καταβαλλόμενο σε δόσεις, να καταγγείλει τη σχετική σύμβαση πρόωρα, αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες δόσεις του δανείου γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία επομένως η σύμβαση του δανείου ως τοκοχρεωλυτικού λύεται και ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολοκλήρου του οφειλομένου κεφαλαίου, καθώς και τόκους υπερημερίας από της καταγγελίας. Το δάνειο συνεπώς είναι τοκοχρεωλυτικό υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Όταν όμως η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, τότε δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο (ΑΠ 637/1997). Εξάλλου ναι μεν κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, μ’ αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ’ αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες.
Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ’ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης και το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού τους, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ’ αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε.
Εν προκειμένω, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, κρίνοντας επί του (πρώτου) λόγου της ανακοπής των αναιρεσίβλητων κατά της διαταγής πληρωμής, που εξέδωσε σε βάρος τους η αναιρεσείουσα Τράπεζα με βάση την οφειλή τους λόγω καταγγελίας τραπεζικού δανείου, σύμφωνα με τον οποίο η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της Τράπεζας να καταγγείλει πρόωρα το μεταξύ τους δάνειο, καταβαλλόμενο σε τοκοχρεολυτικές δόσεις, έγινε χωρίς να πληρούνται οι προβλεπόμενοι συμβατικοί όροι και επί πλέον ασκήθηκε καταχρηστικά, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα: “Στις 9.1.2009 υπογράφηκε στη …. μεταξύ της καθής πιστώτριας τράπεζας αφενός και της πρώτης ανακόπτουσας-πιστούχου αφετέρου, η με αρ. 8787005768 σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου ποσού 115.000 Ε, στην οποία ο δεύτερος ανακόπτων εγγυήθηκε την εκ μέρους της πρωτοφειλέτριας εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της συμβάσεως, ενώ με την από 30.12.2011 πρόσθετη πράξη ρύθμισης του τοκοχρεολυτικού δανείου που υπογράφηκε από όλους τους ανωτέρω, ρυθμίσθηκε, μεταξύ άλλων, ο τρόπος εξόφλησης της οφειλής αυτής, ύψους κατ’ εκείνο το χρόνο 123.836,13 ευρώ. Ειδικότερα, η καθής παρέσχε με την ανωτέρω πράξη διετή περίοδο χάριτος μέχρι τις 30.12.2013, κατά τη διάρκεια της οποίας η ανακόπτουσα οφειλέτρια όφειλε να καταβάλλει μόνον τόκους, υπολογιζόμενους με το συμβατικό επιτόκιο ενήμερης οφειλής, λογιζόμενους τοκαριθμικά ανά εξάμηνο (30.6 και 31.12. κάθε έτους), μετά τη λήξη δε της περιόδου αυτής η εξόφληση συμφωνήθηκε να γίνει με την καταβολή 41 ισόποσων συνεχών εξαμηνιαίων δόσεων ποσού 5.069,55 ευρώ η κάθε μία, η πρώτη των οποίων θα καταβληθεί στις 30.6.2014 και οι επόμενες την αντίστοιχη ημερομηνία που προκύπτει από την προαναφερόμενη περιοδικότητα καταβολής δόσεων. Αποδεικνύεται όμως από την από 28.3.2013 εξώδικη δήλωση-καταγγελία της ένδικης σύμβασης … ότι η τελευταία κατήγγειλε αυτήν, με συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο 131.755,85 ευρώ, λόγω μη κανονικής εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της πιστούχου-καθυστέρησης καταβολής των δόσεων που ανέρχονταν κατ’ εκείνο το χρόνο σε 6.527,25 Ε, όπως είχε μεν δικαίωμα αρχικώς με βάση τον όρο 9 της ένδικης από 9.1.2007 ανωτέρω σύμβασης, σε συνδυασμό με τον όρο Β5 της από 30.12.2011 ανωτέρω πρόσθετης πράξης ρύθμισης της οφειλής. Πλην όμως με βάση τον προπαρατιθέμενο όρο της ανωτέρω ρύθμισης, το οφειλόμενο κατά την ημερομηνία αυτή (28.3.2013) ποσό ήταν μόνον αυτό των τόκων, που οφειλόταν κατά τις ημερομηνίες 31.12.2011 και 30.6.2012, ύψους 70,31 και 54,61 ευρώ, αντίστοιχα, ενώ το υπόλοιπο ποσό, για το οποίο καταγγέλθηκε η σύμβαση, ήταν καταβλητέο μόλις στις 30.6.2014, χρόνο κατά τον οποίο θα μπορούσε να γίνει λόγος για κατά παράβαση των όρων της σύμβασης καθυστέρηση της πιστούχου στην καταβολή των οφειλόμενων δόσεων. Με βάση, συνεπώς τα ανωτέρω αποδειχθέντα, αντισυμβατικά ενήργησε η καθής η ανακοπή καταγγέλλοντας τη σύμβαση για καθυστέρηση δόσης 6.527,25 Ε. Σε κάθε δε περίπτωση, και όσον αφορά στο πράγματι οφειλόμενο κατά τις 28.3.2013 ποσό των τόκων, το παρόν Δικαστήριο … λαμβανομένων υπόψη αφενός μεν του μικρού ύψους της ληξιπρόθεσμης οφειλής, της συμπεριφοράς της πιστώτριας που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος της καταγγελίας της σύμβασης, της διαμορφωθείσας ειδικότερα κατά το διάστημα που μεσολάβησε μετά τη ρύθμιση της οφειλής πραγματικής κατάστασης, αφετέρου δε της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας που πλήττει ήδη πριν από το χρόνο της καταγγελίας τις εμπορικές επιχειρήσεις, εξ αιτίας και της οποίας επέρχονται δυσβάστακτες συνέπειες για την πιστούχο από την καταγγελία αυτή, κρίνει ότι καταχρηστικά η καθής άσκησε το νόμιμο δικαίωμά της”. Ακολούθως, το Εφετείο δέχθηκε ως βάσιμο το σχετικό λόγο της έφεσης των ανακοπτόντων οφειλετών και ήδη αναιρεσίβλητων και, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που έκρινε τα αντίθετα, δέχθηκε τον αντίστοιχο (πρώτο) λόγο της ανακοπής και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής με δύο επάλληλες αιτιολογίες: Μία κύρια κατά την οποία η καταγγελία δεν ήταν νόμιμη και δεν επέφερε τη λύση της δανειακής σύμβασης γιατί έγινε χωρίς να συντρέχει η προβλεπόμενη προϋπόθεση της καθυστέρησης καταβολής κάποιας δόσης και μία επικουρική κατά την οποία, σε κάθε περίπτωση, η καταγγελία ασκήθηκε κατά κατάχρηση δικαιώματος και επομένως ήταν άκυρη. Υπό τα περιστατικά όμως αυτά, το Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς τις παραδοχές επί των οποίων θεμελίωσε και τις δύο ως άνω αιτιολογίες της. Ειδικότερα: Α) Ως προς την πρώτη αιτιολογία, ενώ δέχεται ότι με την από 30.12.2011 πρόσθετη πράξη ρύθμισης του ένδικου τοκοχρεολυτικού δανείου, το ύψος του οποίου κατά το χρόνο εκείνο ήταν 123.836,13 ευρώ, παρασχέθηκε στους ανακόπτοντες συνοφειλέτες διετής περίοδος χάριτος μέχρι την 30.12.2013, κατά την οποία όφειλαν να καταβάλλουν μόνον τους συμβατικούς τόκους ανά εξάμηνο (30.6. και 30.12 κάθε έτους), καθώς και ότι η καθής η ανακοπή δανείστρια Τράπεζα κατάγγειλε τη σύμβαση του δανείου με την από 28.3.2013 έγγραφη καταγγελία της, με βάση όρο της σύμβασης και της πρόσθετης πράξης, για καθυστέρηση δόσεων της περιόδου χάριτος, άρα για καθυστέρηση συμβατικών τόκων, συνολικού ύψους 6.527,25 ευρώ, εν τούτοις στη συνέχεια δέχεται ότι οι καθυστερούμενοι μέχρι τότε τόκοι ήταν μόνον 70,31 ευρώ για τη δόση του πρώτου εξαμήνου και 54,61 για τη δόση το δεύτερου εξαμήνου, χωρίς να εξηγεί πώς εξήχθησαν μαθηματικώς τα ποσά αυτά, αφού δεν αναφέρει επί ποίου κεφαλαίου και με ποίο επιτόκιο υπολογίσθηκαν, ώστε να ελεγχθεί αν οι υπολογισμοί του είναι ορθοί, ενόψει του ότι κατά την αναιρεσείουσα οι καθυστερούμενοι τόκοι ήταν για το πρώτο εξάμηνο της περιόδου χάριτος 3.399,30 ευρώ, για το δεύτερο 3.003,03 ευρώ και για όλο το διάστημα μέχρι την καταγγελία ανήλθαν συνολικά σε 6.527,25 ευρώ. Επίσης, παραλείπει να διευκρινίσει το ακριβές περιεχόμενο των συμβατικών όρων της αρχικής σύμβασης δανείου και της πρόσθετης πράξης αναφορικά με τις προϋποθέσεις ασκήσεως από την δανείστρια του δικαιώματος για καταγγελία του δανείου σε περίπτωση καθυστέρησης ληξιπρόθεσμων δόσεων και ειδικότερα αν η πρόσθετη πράξη περιείχε (όπως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει) ή όχι όρο ότι θα συνέτρεχε υπέρ αυτής λόγος καταγγελίας αν λάμβανε χώρα καθυστέρηση κάποιας δόσης τόκων της περιόδου χάριτος (όρος Β5). Έτσι όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν η καταγγελία της δανείστριας Τράπεζας ήταν ή όχι νόμιμη, δηλαδή σύμφωνη με τους συμβατικούς όρους. Β) Ως προς τη δεύτερη αιτιολογία, παραλείπει να αναφέρει για να κριθεί αν, κατά τις προπαρατιθέμενες νομικές σκέψεις, η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας από την Τράπεζα υπερέβη τα διαγραφόμενα από το άρθρο 281 ΑΚ όρια α) ποίο το ακριβές ύψος των ληξιπρόθεσμων τόκων της περιόδου χάριτος, το οποίο χαρακτηρίζει “μικρό” (προφανώς θεωρώντας κατά τα προαναφερόμενα ότι ήταν μόνον 70,31 ευρώ για τη δόση του πρώτου εξαμήνου και 54,61 για τη δόση το δεύτερου εξαμήνου) με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ελεγχθεί αν καταγγελία έγινε για ασήμαντη οφειλή, β) ποία ακριβώς ήταν “η συμπεριφορά” της Τράπεζας που προηγήθηκε της καταγγελίας και προσέδωσε σ’ αυτήν (καταγγελία) καταχρηστικότητα, γ) ποία ήταν “η διαμορφωθείσα κατά το διάστημα που μεσολάβησε, μετά τη ρύθμιση της οφειλής, πραγματική κατάσταση” που επέβαλε στην Τράπεζα να μην ασκήσει το δικαίωμα της καταγγελίας, δ) ποιο ακριβώς περιεχόμενο είχε “η αρνητική οικονομική συγκυρία” που έπληττε τις εμπορικές επιχειρήσεις ήδη πριν από το χρόνο καταγγελίας, καθώς και ποιες ακριβώς “δυσβάστακες συνέπειες” προκάλεσε η συγκυρία αυτή στην επιχείρηση των ανακοπτόντων οφειλετών σε συνάρτηση με την καταγγελία του δανείου και το κυριότερο πώς συναρτώνται όλα αυτά με τη συμπεριφορά και τη στάση της δανείστριας Τράπεζας, έτσι ώστε να είναι δυνατό να κριθεί αν αυτή όφειλε να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής των οφειλετών της, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής της επρόκειτο να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή τους, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Εξ αιτίας της ανεπάρκειας των ανωτέρω αιτιολογιών, αποβαίνει ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 361, 806, 807, 281 ΑΚ τις οποίες το Εφετείο παραβίασε όχι ευθέως, αλλ’ εκ πλαγίου, στερώντας έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση, λόγος αναιρέσεως ο οποίος λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολΔ.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια πρέπει κατά την παρ. 3 του άρθρ. 580 ΚΠολΔ να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστή διαφορετικό από αυτόν που εξέδωσε την απόφαση αυτή, ενώ οι αναιρεσίβλητοι που νικήθηκαν πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, η οποία κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183, 189 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί κατά την παρ. 3 του άρθρ. 495 ΚΠολΔ η απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που καταβλήθηκε απ’ αυτήν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 1593/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί όμως από δικαστή άλλον από αυτόν που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση. Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που καταβλήθηκε απ’ αυτήν. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Σεπτεμβρίου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ και νυν Πρόεδρος του Αρείου Πάγου
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ