Απόφαση 149 / 2017 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 149/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ι. Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Χ. του Π., χήρας Α. – Α. Π., ατομικώς και ασκούσα τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας της Α. Σ. Π. του Α. Α., κατοίκων …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Βασίλειο Κωτσοβίλη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Χ. Κ. του Γ., κατοίκου …, 2)Α. Κ. του Γ., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γ. Στεφανάκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-11-2010 αγωγή του αποβιώσαντος Α. – Α. Π., δικαιοπαρόχου της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3440/2011 του ιδίου Δικαστηρίου, 1312/2013 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 20-11-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 16-3-2016 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης και να απορριφθεί ο δεύτερος.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων ζήτησε να απορριφθεί καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά το άρθρο 1923 παρ.1 ΑΚ ο διαθέτης μπορεί να υποχρεώσει τον κληρονόμο να παραδώσει έπειτα από ορισμένο γεγονός ή χρονικό σημείο την κληρονομιά που απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλο (καταπιστευματοδόχο) και κατ’ άρθρο 1939 του ίδιου κώδικα, αν ο καταπιστευμοτοδόχος εγκαταστάθηκε σε ότι βρεθεί στην κληρονομιά, κατά το χρόνο της επαγωγής σ’ αυτόν ή αν ο διαθέτης επέτρεψε ελεύθερη διαχείριση στον κληρονόμο, αυτός έχει δικαίωμα να διαθέτει τα κληρονομιαία αντικείμενα. Κατά την πρώτη από τις διατάξεις αυτές περιορίζεται από το νόμο η εξουσία διαθέσεως από τον βεβαρημένο κληρονόμο των κληρονομιαίων αντικειμένων, ενώ από τη δεύτερη που προβλέπει “περί της αποκαταστάσεως του περιλαμβανομένου”, ήτοι περί του καταπιστεύματος “του υπολοίπου” επιτρέπεται η διάθεση αυτή. Ειδικότερα κατά τη εν λόγω διάταξη (1939) ο βεβαρημένος (με το καταπίστευμα του υπολοίπου) έχει την εξουσία να διαθέσει το κληρονομιαίο, ακόμη και με χαριστικές πράξεις, όχι όμως και με διάταξη τελευταίας βουλήσεως, πλήν όμως η άσκηση του δικαιώματός του υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ και κατά συνέπεια δεν μπορεί να εκτραπεί κακόπιστα σε άσκοπη καταδαπάνηση της κληρονομιάς ή πολύ περισσότερο σε σκόπιμη καταξόδευσή της, μόνο και μόνο για να μην απομείνει τίποτα υπέρ του καταπιστευματοδόχου, καθόσον τέτοια εναντίον της καλής πίστεως άσκηση του δικαιώματος ούτε είναι δεκτή, ούτε στη βούληση του διαθέτη βρίσκει έρεισμα. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1800, 1820, 1825, 1827, 1829, 1923 παρ.1, 1939, 1941 ΑΚ, σαφώς προκύπτει, ότι η με διαθήκη συζύγου που πέθανε εγκατάσταση του συζύγου που επιζεί ως κληρονόμου υπό το βάρος καταπιστεύματος υπέρ τρίτου και δή είτε γενικού, είτε του υπολοίπου, αποτελεί περιορισμό αυτού ως δικαιούχου. Ο περιορισμός αυτός θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί κατά το μέρος κατά το οποίο βαρύνει τη νόμιμη μοίρα του, γιατί η κατάλειψη αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά εγκατάσταση υπό διαλυτική αίρεση. Έτσι το καταπίστευμα, κατά το μέρος που βαρύνει τη νόμιμη μοίρα, δεν υπολογίζεται και ο μεριδούχος συντρέχει ως κληρονόμος κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας, το οποίο ανέρχεται στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας του και θα το λάβει απαλλαγμένο του καταπιστεύματος. Τούτο δε γιατί η προσωρινότητα της κληρονομικής εγκατάστασης του βεβαρημένου με καταπίστευμα, η έλλειψη εξουσίας περαιτέρω διάθεσης της καταληφθείσας κληρονομιάς με διάταξη τελευταίας βούλησης, όσο και ο κατά το άρθρο 281 ΑΚ περιορισμός στην εν ζωή διάθεση κληρονομιαίων στοιχείων, προσήκουν μόνον για το πέραν της νομικής μοίρας ποσοστό της κληρονομιάς. Αντίθετη άποψη συνεπάγεται έλλειψη εξουσίας περαιτέρω διάθεσης της νομικής μοίρας με διάταξη τελευταίας βουλήσεως, ο δε περιορισμός αυτός ως προς το καταπίστευμα του “υπολοίπου” δεν αίρεται από το δικαίωμα διάθεσης με πράξεις εν ζωή. Τούτο δε γιατί η ελευθερία της αιτία θανάτου διάθεσης (άρθρο 1712 ΑΚ) αποτελεί ατομικό δικαίωμα, που εκφράζει την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης στο κληρονομικό δίκαιο. Ουδείς συνεπώς δικαιούται να αναιρεί ή να περιορίζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτό δικαίωμα του βεβαρημένου αρχικού κληρονόμου, παρά μόνο με τρόπο ομοίως συνταγματικά επιτρεπτό. Τέτοιος επιτρεπτός περιορισμός της ελευθερίας του …..χωρεί μόνον υπέρ των αναγκαίων κληρονόμων, το δικαίωμα των οποίων κατοχυρώνεται επίσης συνταγματικά, προεχόντως δε στο άρθρο 21 παρ.1 του Συντάγματος για την προστασία της οικογένειας. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1711, 1825, 1827, 1829, 1846, 1851 και 1857 ΑΚ προκύπτει ότι η ακυρότητα από την παράβαση του δικαίου της νόμιμης μοίρας είναι σχετική και τάσσεται μόνο υπέρ του μεριδούχου και δεν επιβάλλεται σ’ αυτόν. Ο μεριδούχος αν παραβιάστηκε με τη διαθήκη η νόμιμη μοίρα του, δικαιούται ακόμα και μετά την πάροδο της προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομιάς, οπότε θεωρείται ότι έχει αποδεχθεί αμετακλήτως την κληρονομιά ως προς το μη καταβληθέν, να παραιτηθεί από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ως προς το ελλείπον, εκτός αν εξεδήλωσε προηγουμένως αντίθετη βούληση και να λάβει έτσι αντί του θεσπιζόμενου με το νόμο, μόνο ότι καταλήφθηκε σ’ αυτόν με τη διαθήκη, παραμένουσας έτσι ισχυρής της με αυτήν εγκατάστασής του, παρόλο που η παραίτηση αυτή, η οποία δεν συνιστά αποποίηση της κληρονομιάς κατά την έννοια του άρθρου 1847 ΑΚ ή εκποίηση αυτής, αλλά αποτελεί παραίτηση από το δικαίωμα επίκλησης της σχετικής υπέρ του μεριδούχου ακυρότητας της διαθήκης μπορεί να γίνει – αφού ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά – και με άτυπη, μονομερή, μη απευθυντέα δήλωση βουλήσεως, είτε ρητή, είτε σιωπηρή, η οποία συνάγεται συμπερασματικά από πράξεις που φανερώνουν βούληση παραίτησης. Το δικαίωμα του νόμιμου μεριδούχου για επίκληση της ακυρότητας της διαθήκης, που παραβιάζει τη νόμιμη μοίρα του, μεταβαίνει στους κληρονόμους του, οι οποίοι επίσης μπορούν, καθένας για τη μερίδα του να επικαλεσθούν την ακυρότητα της διαθήκης που παραβίασε τη νόμιμη μοίρα του. Τούτο δε γιατί δεν πρόκειται για προσωποπαγές δικαίωμα του κληρονόμου, όπως ήταν κατά το προϊσχύσαν δίκαιο. Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάζεται αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς την ασκηθείσα από τον δικαιοπάροχο των αναιρεσειουσών σύζυγο και πατέρα τους αντίστοιχα, Α. – Α. Π., στη θέση του οποίου, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, υπεισήλθαν, αγωγή περί αναγνωρίσεως του κληρονομικού του δικαιώματος επί της κληρονομιαίας περιουσίας του θείου του Ι. – Γ. (Λ.) Μ., που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα του τελευταίου ως αναγκαίου κληρονόμου της συζύγου του Δ., η οποία με καταπίστευμα του περιλιμπανομένου όρισε, με τη διαθήκη της, ως κληρονόμους τους εναγομένους αναιρεσίβλητους, οι οποίοι κατακρατούν ως κληρονόμοι τα αντιστοιχούντα στη νόμιμη αυτή μοίρα μερίδια, των προσδιοριζομένων κληρονομιαίων ακινήτων και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή τους προς απόδοση των ιδανικών μεριδίων των ακινήτων αυτών. “Η Δ. Ν. Μ. Μ., κάτοικος εν ζωή Αθηνών, που απεβίωσε στην Αθήνα στις 23.10.2001, με την από 18.10.2001 ιδιόγραφη διαθήκη της που δημοσιεύθηκε με το 93/11.1.2002 πρακτικό συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εγκατάστησε κληρονόμο της σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της το νόμιμο σύζυγο της Ι. – Γ. (Λ.) Μ. του Π., θείο του ενάγοντος. Περαιτέρω, όρισε ότι μετά το θάνατο του συζύγου της, το τυχόν υπόλοιπο της κληρονομιαίας περιουσίας να περιέρχεται κατ’ ισομοιρία στους εναγομένους ανεψιούς της, ως καταπιστευματοδόχους στο περιλιμπανόμενο. Συγκεκριμένα η διαθέτις στη διαθήκη της ανέφερε επί λέξει τα εξής: “Γενικό μου κληρονόμο ορίζω το σύζυγο μου Ι. (Λ.) Μ.. Ο σύζυγος μου και μοναδικός κληρονόμος μου λόγω διανοητικής διαταραχής (πάσχει από Alzheimer) αδυνατεί να φροντίζει τις υποθέσεις του καθώς και τον ίδιο τον εαυτό του. Γι’ αυτό και με αίτηση μου προς το δικαστήριο ζήτησα να τεθεί υπό πλήρη δικαστική συμπαράσταση και να ορισθεί ως συμπαραστάτης του η φίλη μου Π. (Ε.) Ν. στην οποία έχω απεριόριστη εμπιστοσύνη. Ήδη έχει διορισθεί με προσωρινή διαταγή και σ’ αυτήν θέλω να ανατεθεί και η επιμέλεια του Λ. μετά το θάνατο μου. Όρος της κληρονομιάς μου είναι να συγκατοικήσει πάντοτε με το Λ. η πρώτη σύζυγος του αδελφού μου Χ. Μ., η οποία θα φροντίζει το Λ. και όσο συγκατοικεί μαζί του και τον φροντίζει το νοίκι και η διατροφή της θα βαρύνουν την κληρονομιά μου. Βούληση μου είναι να περιέλθει στο Λ. όλη γενικά η περιουσία μου ώστε να περάσει με άνεση το υπόλοιπο της ζωής του. Όταν αποβιώσει το υπόλοιπο της περιουσίας, εφ’ όσον υπάρχει θέλω να περιέλθει κατ’ ισομοιρία στους ανεψιούς μου Α. Κ. και Χ. Κ. υπό τον όρο που εκθέτω παρακάτω, οι οποίοι πάντοτε υπό τον παρακάτω όρο θα καταστούν γενικοί κληρονόμοι μου από τη στιγμή εκείνη. Η περιέλευση του υπολοίπου της περιουσίας μου τελεί υπό το θεμελιώδη όρο, ότι όσο ζει ο Λ., τόσο οι ίδιοι όσο και ο πατέρας τους και αδελφός μου Μ. Κ. με την ευθύνη των πράξεων του οποίου επιφορτίζω τους ανεψιούς μου, δεν θα αναμιχθούν ούτε θα ασχοληθούν έστω κατ’ ελάχιστον με τα της κληρονομιάς μου, δεν θα ενοχλήσουν ούτε κατ’ ελάχιστο το σύζυγο μου, το συμπαραστάτη μου, τη Χ. Μ. ή τους εκτελεστές της διαθήκης μου και βεβαίως δεν θα αποπειραθούν κάν να προσβάλουν τη διαθήκη μου, ούτε και θα αποπειραθούν να μεταβάλουν το πρόσωπο του συμπαραστάτη. Αν παραβούν οποιοδήποτε στοιχείο του όρου αυτού ή αν ζητήσουν ή προκαλέσουν με οποιοδήποτε τρόπο έλεγχο της διαχείρισης του συμπαραστάτη που τον θέλω ανέλεγκτο, τότε μετά το θάνατο του συζύγου μου η κληρονομιά μου θα περιέλθει στο Ίδρυμα “…”. Εκτελεστές της διαθήκης μου ορίζω τους φίλους μου Γ. – Α. Μ. και Α. Π., των οποίων γνωρίζω την αμέριστη αγάπη για το σύζυγο μου…”. Ο εγκατάστατος σύζυγος της θανούσας έπασχε πράγματι από τη νόσο Alzheimer και κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης είχε τεθεί σε κατάσταση πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, με πλήρη στέρηση της δικαιοπρακτικής του ικανότητας με την 2134/14.3.2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας). Με την ίδια απόφαση οριστική δικαστική συμπαραστάτρια αυτού είχε οριστεί, σύμφωνα με τη βούληση της διαθέτιδος, η Π. (Ε.) Ν. του Δ., ενώ το τριμελές εποπτικό συμβούλιο απαρτιζόταν από τους Γ. – Α. Μ., Α. Π. και Μ. συζ. Δ. Π.. Μετά το θάνατο της Δ. Μ. η ως άνω δικαστική συμπαραστάτρια απεδέχθη για λογαριασμό του εγκαταστάτου ολόκληρη τη νόμιμα επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιαια περιουσία με την …8.1.2003 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του Συμβ/φου Αθηνών Σταύρου Σωτηρίου Φάκαρη, νομίμως μεταγραφείσα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο … και με …, χωρίς να διατυπώσει καμία απολύτως επιφύλαξη για το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του στην κληρονομιά αυτή. Η κληρονομιαια περιουσία της θανούσας προερχόταν από κληρονομιά της μητέρας της Κ. Γ. του Γ., αποτελούνταν από το 14 εξ αδιαιρέτου οριζοντίων ιδιοκτησιών της πολυκατοικίας που βρίσκεται στην Αθήνα, επί οικοπέδου, εντός σχεδίου πόλεως, στη θέση “…”, στην πλατεία …ς και επί των οδών …, στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Αθηναίων, το οποίο έχει έκταση 463,50 τ.μ. και συνορεύει ανατολικά με την οδό … και πέραν αυτής με τη πλατεία …ς. Ειδικότερα η διαθέτις ήταν κυρία α) μιας ημιυπόγειου κατοικίας, η οποία καταλαμβάνει ολόκληρο τον ημιυπόγειο όροφο, έχει ανεξάρτητη είσοδο από την οδό …, επιφάνειας 121, 60 τμ. β) μιας κατοικίας ισογείου, με πρόσοψη επί των οδών … και … και κοινή με τις άλλες κατοικίες είσοδο από την οδό … …, επιφάνειας 246 τμ. γ) μιας γκαρσονιέρας επιφάνειας 42 τμ. δ) μιας κατοικίας του πρώτου (Α) πάνω από το ισόγειο ορόφου, που καταλαμβάνει ολόκληρο τον όροφο επιφάνειας 370 τμ. ε) δύο (2) κατοικιών του Β’ πάνω από το ισόγειο ορόφου, που καταλαμβάνουν ολόκληρο τον όροφο αυτό και εξυπηρετούνται από το κεντρικό κλιμακοστάσιο, συνολικής επιφάνειας 382,00 τμ. και στ) μιας κατοικίας του τρίτου (Γ) πάνω από το ισόγειο ορόφου, που καταλαμβάνει ολόκληρο τον όροφο αυτό και εξυπηρετείται από το κεντρικό κλιμακοστάσιο, επιφάνειας 273,50 τμ. Σε όλες τις ανωτέρω οριζόντιες ιδιοκτησίες αντιστοιχεί συνολικά ποσοστό 80/100 ή άλλως 800/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου και η υπαγωγή του στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ έγινε με την …/1950 πράξη Κανονισμού Πολυκατοικίας του Συμβ/φου Αθηνών Κων. Αποστολόπουλου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών στις 11.2.1960.
Στις 17.4.2010 απεβίωσε στην Αθήνα ο εγκατάστατος Ι. – Γ. Μ., κάτοικος εν ζωή Αθηνών χωρίς να αφήσει διαθήκη. Ο τελευταίος, κατά το χρονικό διάστημα που ευρίσκετο στην κληρονομιά της θανούσας συζύγου του, εκμεταλλεύθηκε τα περιουσιακά στοιχεία αυτής και συγκεκριμένα μεταβίβασε σε τρίτον λόγω πωλήσεως ένα κληρονομιαίο ακίνητο (εξοχικό), που βρίσκεται στους …, αντί τιμήματος 60.000 ευρώ, μετά από άδεια εκποιήσεως που χορηγήθηκε με την 3.294/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εισέπραξε δε και τα μισθώματα από την εκμίσθωση των άνω ακινήτων συνολικού ύψους 1.501.232,52 €, όπως προκύπτει από την από Ιουνίου 2010 έκθεση διαχείρισης της περιουσίας του Ι. -Γ. Μ., περιόδου 23.10.2001 έως 31.5.2010, που προσκομίζουν με επίκληση οι εναγόμενοι. Ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτού κατά τη νόμιμη σειρά διαδοχής κατ’ άρθρο 1814 ΑΚ, θα καλείτο ο ενάγων ως μόνο τέκνο της προαποβιωσάσης μόνης επίσης αδελφής του Ε. θυγατέρας Π. Μ.. Από το περιεχόμενο όμως της διαθήκης διαφαίνεται σαφέστατη η βούληση της διαθέτιδος, μετά το θάνατο του συζύγου της, ό,τι δεν έχει διατεθεί ή εκποιηθεί από τον σύζυγο της, όσο ζούσε, ήτοι το υπόλοιπο της κληρονομιάς (περιλιμπανόμενο), να περιέλθει στους εναγόμενους, τέκνα του αδελφού της Γ. Κ., με τους συγκεκριμένους όρους, που εκείνη έθεσε και οι οποίοι αφορούν αποκλειστικά στην προστασία και στη φροντίδα του προσώπου του συζύγου της και μόνο. Χαρακτηριστικό δε είναι το γεγονός ότι εκείνη διέλαβε στη διαθήκη της αφενός να μην υπάρξει καμιά ανάμειξη στα της κληρονομιάς της ούτε από τον ίδιο τον αδελφό της Γ. Κ., πατέρα των εναγομένων, και αφετέρου τη διαχείριση της κληρονομιάς να έχει η ορισθείσα συμπαραστάτρια φίλη της Π. Ν., εν λευκώ, λόγω της απεριόριστης εμπιστοσύνης της σε αυτήν, και πως αν δεν τηρηθούν οι όροι αυτοί, η κληρονομιά της να περιέλθει στο Ίδρυμα “…”, ενώ, τέλος, όρισε να εγκατασταθεί στην οικία της και να φροντίζει το σύζυγο της η τέως σύζυγος του αδελφού της και μητέρα των εναγομένων – εκκαλούντων Χ. Μ., με την παροχή συγχρόνως σ’ αυτήν των οικονομικών διευκολύνσεων, που αναφέρονται ανωτέρω στην διαθήκη. Από τα παραπάνω πλήρως αποδεδειγμένα γεγονότα, συνάγεται αδιαμφισβήτητα πως με την παραπάνω διαθήκη, συστήθηκε υπέρ των εναγομένων – εκκαλούντων καταπίστευμα, συγχρόνως δε ο εγκατάστατος σύζυγος της κληρονομουμένης Δ. Κ. Ι. – Γ. Μ. είχε απόλυτη ελευθερία διαθέσεως των περιελθόντων σε αυτόν κληρονομιαίων στοιχείων, διά της κατά νόμο εκπροσωπούσης αυτόν δικαστικής συμπαραστάτριας. Δεν μπορεί, επομένως, να γίνει λόγος για περιορισμό της νόμιμης μοίρας του, την- οποία επίσης μπορούσε ακωλύτως να διαθέσει, ελεγχόμενος μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην άνω νομική σκέψη. Δεν πρόκειται, συνεπώς, για καθολικό καταπίστευμα, αλλά για καταπίστευμα περιλιμπανόμενου, και ο βεβαρυμένος με το καταπίστευμα αυτό α) είχε απεριόριστη εξουσία διαθέσεως, β) δεν είχε έννομο συμφέρον να πλήξει τη διαθήκη για περιορισμό της νόμιμης μοίρας του, αφού μπορούσε να τη διαθέσει κατά το δοκούν. Άλλωστε, παρά τους αντίθετους αγωγικούς ισχυρισμούς, και αν ακόμη δεν είχε έκπτωση των πνευματικών του λειτουργιών, δεν επρόκειτο να αξιώσει ο,τιδήποτε από το δικαίωμα του εκ του τυχόν περιορισμού της νόμιμης μοίρας του, που κατά τα προεκτιθέμενα εδώ δεν υπάρχει, λόγω του ισχυρού ψυχικού δεσμού του με τη διαθέτιδα σύζυγο του, της οποίας την επιθυμία σεβόταν πάντα, όπως κατηγορηματικά και με λόγο γνώσης βεβαιώνει η μάρτυρας ανταπόδειξης Γ. Γ., στενή φίλη του ζεύγους.”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την έφεση των εναγομένων αναιρεσιβλήτων και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει αντιθέτως, δίκασε εκ νέου την αγωγή και την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 1939 και 1829 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1825 παρ.2 1923 και 1937 παρ.2 ΑΚ (που παραπέμπει στο 1939) καθόσον έκανε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ως αποδεικνυομένων, στις διατάξεις αυτές. Ειδικότερα με το να δεχθεί η προσβαλλόμενη ότι το ένδικο καταπίστευμα του περιλαμπανομένου καταλαμβάνει και τη νόμιμη μοίρα του τετιμημένου με την ένδικη ιδιόγραφη διαθήκη συζύγου της διαθέτιδος, έσφαλε κατά την εφαρμογή των προεκτεθεισών διατάξεων, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, το καταπίστευμα του άρθρου 1939 ΑΚ αφορά την πέραν της νομίμου μοίρας κληρονομιαία περιουσία, με επακόλουθο εκείνη (κληρονομιαία περιουσία) που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα να παραμένει στην περιουσία του αναγκαίου κληρονόμου χωρίς βάρος, οπότε αν στην ένδικη περίπτωση κριθεί ότι αυτός δεν παραιτήθηκε ρητά ή σιωπηρά από το οικείο δικαίωμά του, να χωρεί ως προς την περιουσία αυτή η εξ αδιαθέτου διαδοχή, μεταβιβαζομένου του οικείου περίπροσβολής της νόμιμης μοίρας δικαιώματος του στους κληρονόμους του. Ενόψει τούτων ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος (παρελκούσης της εξετάσεως του επικουρικά υποβαλλομένου δεύτερου λόγου) και αφού αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλομένη απόφαση (αρθρ.580 παρ.3 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου (αρθρ.495 παρ.3 εδ.3 ΚΠολΔ). Οι αναιρεσίβλητοι ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας (αρθρ.183 και 176 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ.1512/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Ιανουαρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ