Αριθμός 35/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κοντό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο -Εισηγητή, Μαρία Βασδέκη, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου και Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Μωρέση, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Β. Π. του Α., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ζαχαρούλα Τσιρτσίδου. Της αναιρεσίβλητης: Β. Χ. το γένος Σ. Γ., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Καλούδη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-2-2009 αγωγή προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ορεστιάδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 25/2010 του ίδιου Δικαστηρίου, 138/2014 του Εφετείου Θράκης, που εξαφάνισε την υπ’ αριθ. 25/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ορεστιάδας, κράτησε την υπόθεση και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο που είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο …, 16/2015 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ορεστιάδας και 187/2017 του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 6-2-2018 αίτησή της και τους από 7-9-2018 προσθέτους αυτής λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων αυτής λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 569 παρ. 2 εδ.α’ ΚΠολΔ, οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, και αντίγραφο του οποίου επιδίδεται μέσα την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και στους άλλους διαδίκους. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, κεφάλαιο είναι κάθε οριστική διάταξη της τελεσίδικης απόφασης που κρίνει για το παραδεκτό ή το βάσιμο κάθε αυτοτελούς αίτησης παροχής έννομης προστασίας, η οποία εισάγει αντίστοιχα ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης, διαφοροποιούμενο από τα λοιπά είτε ως προς το αίτημα είτε ως προς την ιστορική βάση είτε ως προς αμφότερους τους παράγοντες που το οριοθετούν (ΑΠ 132/2004). Αντιθέτως, πρόκειται για το αυτό αντικείμενο δίκης και επομένως και για το αυτό κεφάλαιο της απόφασης, όταν υπάρχει ταύτιση τόσο ως προς το αίτημα όσο και ως προς την ιστορική βάση. Αναγκαίως συνεχόμενα με τα κεφάλαια της απόφασης που αναιρεσιβλήθηκαν είναι όσα από τα λοιπά κεφάλαιά της παρουσιάζουν προς τα πρώτα στενή συνάφεια είτε διότι βρίσκονται σε σχέση προδικαστικότητας προς αυτά, δηλαδή αφορούν προκριματικά για την παραδοχή τους ζητήματα, είτε διότι έχουν, ως αντικείμενο, δικαιώματα που απορρέουν από την αυτή ιστορική αιτία ή από το αυτό βιοτικό γεγονός, οπότε και δημιουργείται κίνδυνος ασυμβίβαστων αποφάσεων, αν η κρίση περιορισθεί μόνο στα αναιρεσιβληθέντα κεφάλαια και συμβεί αυτή να είναι αντίθετη προς την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τα λοιπά απρόσβλητα κεφάλαια της απόφασής του (ΑΠ 1340/2017, ΑΠ 684/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, ως ημέρα συζήτησης ενώπιον του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου της κρινόμενης από 6-2-2018 αίτησης για αναίρεση της 187/2017 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Θράκης ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος (25-11-2019), η δε αιτούσα άσκησε προσθέτους λόγους με το από 7-9-2018 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 7-9-2018, δηλαδή τριάντα ημέρες πριν την ορισθείσα ως άνω αρχική δικάσιμο. Από την υπ’ αριθμ. …/20-2-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Θράκης Χ. Μ., την οποία επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι αντίγραφο του δικογράφου των άνω προσθέτων λόγων επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη στις 20-2–2019, ήτοι τουλάχιστον τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο. Επομένως, οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι παραδεκτοί και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω.
Κατά το άρθρο 505 ΑΚ, ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει το δωρητή. Ως αχαριστία, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, που δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, νοείται η έλλειψη συναισθήματος ευγνωμοσύνης του δωρεοδόχου προς το δωρητή, που εκδηλώνεται με βαριά υπαίτια και δυνάμενη να καταλογισθεί αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου προς το δωρητή ή το σύζυγο ή στενό συγγενή του και αντιβαίνει σε κανόνες δικαίου ή σε κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρέπειας. Πρέπει, δηλαδή, ο δωρεοδόχος να εξέλθει από την παθητική απλώς κατάσταση της αγνωμοσύνης και να προβεί έναντι του δωρητή σε ενέργειες ένοχες, που συνιστούν βαρύ παράπτωμα έναντι αυτού και των λοιπών ως άνω προσώπων, η αντικοινωνική δε συμπεριφορά ή διαγωγή του να προσβάλλει άμεσα αγαθά αυτών, ώστε να μαρτυρεί έναντι αυτού αχαριστία. Έτσι, αχαριστία μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη περίθαλψης και οικονομικής ενίσχυσης, έστω και αν η δωρεά δεν συμφωνήθηκε υπό τον όρο της διατροφής του, όπως και η καταφρόνησή του με λόγο και έργο. Κριτήρια της βαρύτητας του παραπτώματος, από αντικειμενική άποψη, είναι ο δεσμός δωρητή και δωρεοδόχου, τα ελατήρια της δωρεάς και η αξία του αντικειμένου της, όπως και ο τρόπος ενέργειας και ο χαρακτήρας του δωρεοδόχου και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή, της συζύγου του ή στενού συγγενούς του, ενώ από υποκειμενική άποψη πρέπει να αποτελεί εκδήλωση αξιόμεμπτης συμπεριφοράς, ενδεικτική της έλλειψης ευγνωμοσύνης στην αφιλοκερδή χειρονομία του δωρητή. Το ζήτημα αν η καταδεικνύουσα την αχαριστία συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από το δικαστή, ο οποίος, για τη μόρφωση της κρίσεως του, εκτιμά τη συμπεριφορά αυτή με βάση αντικειμενικά κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη και το βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή ή του συζύγου ή στενού συγγενούς του και αποφαίνεται, αν η υπ’ αυτού γενόμενη δεκτή, ως εμπίπτουσα, κατά αντικειμενική κρίση στις νομικές έννοιες του βαρέος παραπτώματος και της αχαριστίας, συμπεριφορά του δωρεοδόχου συνιστά, στην συγκεκριμένη περίπτωση, βαρύ παράπτωμα και αχαριστία. Η κρίση αυτή του δικαστή της ουσίας ελέγχεται αναιρετικώς, όχι ως προς το αν έλαβαν χώρα τα συνιστώντα το βαρύ παράπτωμα και την αχαριστία πραγματικά περιστατικά, ούτε ως προς την εκτίμηση του αν τα περιστατικά αυτά, ενόψει του χαρακτήρα των συγκεκριμένων διαδίκων, του τρόπου και των συνθηκών, υπό τις οποίες τελέστηκαν, συνιστούν ή όχι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, βαρύ παράπτωμα και αχαριστία, αφού και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, αλλά ως προς την περαιτέρω αξιολόγηση, αν τα περιστατικά, όπως τα δέχθηκε ο δικαστής της ουσίας ότι αποδείχθηκαν, πληρούν ή όχι το πραγματικό των νομικών εννοιών του βαρέος παραπτώματος και της αχαριστίας και κατά συνέπεια δικαιολογούν ή αποκλείουν γενικώς την εφαρμογή του άρθρου 505 ΑΚ (ΑΠ 1439/2017, ΑΠ 726/2017, ΑΠ 781/2012). Περαιτέρω, το δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς για την ως άνω αιτία. σύμφωνα με το άρθρο 509 του ΑΚ ασκείται με μονομερή δήλωση του δωρητή απευθυντέα προς το δωρεοδόχο, η οποία είναι άτυπη, ακόμη και αν αφορά ακίνητο, πρέπει δε να αναφέρεται σε αυτή και ο λόγος της ανακλήσεως της δωρεάς για τη συγκεκριμένη αιτία, δηλαδή τα πραγματικά γεγονότα, που συνιστούν το βαρύ παράπτωμα του δωρεοδόχου, τα οποία, βεβαίως, δύναται να αμφισβητήσει ο δωρεοδόχος ενώπιον του δικαστηρίου, οπότε και θα αποτελέσουν το αντικείμενο της αποδείξεως, ενώ η μη αναφορά στη δήλωση του λόγου ανάκλησης, καθιστά ανίσχυρη την ανάκληση, αφού στερείται ο δωρεοδόχος του δικαιώματος άμυνας εναντίον της ανάκλησης. Επιφέρει δε η δήλωση περί ανακλήσεως της δωρεάς τα νόμιμα αποτελέσματά της από το χρόνο που περιέρχεται στο δωρεοδόχο, υπό την προϋπόθεση της αποδείξεως της αληθείας του επικαλούμενου στη δήλωση από το δωρητή ως άνω λόγου ανακλήσεως (ΑΠ 1375/2014, ΑΠ 1832/2011). Έτσι, για την ευδοκίμηση της αγωγής περί ανακλήσεως της δωρεάς, πρέπει, αφενός ο λόγος αχαριστίας να υπάρχει κατά το χρόνο της ανάκλησης, αφετέρου να αποδείξει ο ενάγων την αλήθεια του αναφερόμενου στη δήλωση ανάκλησης λόγου και αν αυτός αφορά την επιδειχθείσα από το δωρεοδόχο αχαριστία, να αποδείξει το έναντι του βαρύ παράπτωμα, από το οποίο προήλθε αυτή (ΑΠ 1439/2017, ΑΠ 655/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο αρχικώς ενάγων, Α. Γ. (του οποίου εκ διαθήκης κληρονόμος είναι η αναιρεσίβλητη), δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/26.03.2004 συμβολαιογραφικής πράξης του συμβολαιογράφου ……, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα… μεταβίβασε ένεκα δωρεάς εν ζωή στην εναγομένη (αναιρεσείουσα), ανιψιά της προαποβιώσασας (την 12.03.2004) συζύγου αυτού Α. Γ…., την ψιλή κυριότητα (παρακρατώντας υπέρ εαυτού την συνενωθησόμενη με την ψιλή κυριότητα μετά τον θάνατό του επικαρπία) ενός… οικοπέδου, έκτασης… 237,49 τμ,… μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας, εμβαδού… 72 τμ…, κείμενου… στο… οικοδομικό τετράγωνο της πόλης της … και επί της οδού …,… Ο αρχικώς ενάγων προέβη στην ανωτέρω δωρεά “εις εκδήλωσιν αγάπης και στοργής και δια την έναντί του παρά της δωρεοδόχου επιδεικνυομένην αγάπην και αφοσίωσιν”, όπως χαρακτηριστικά εκεί αναγράφεται. Πέραν της εξ αγχιστείας συγγενείας τους, οι οικίες του αρχικώς ενάγοντος και των γονέων της εναγομένης γειτνίαζαν και αυτοί είχαν αναπτύξει τόσο καλές σχέσεις, λαμβανομένου υπόψη και του ότι οι ίδιοι δεν είχαν αποκτήσει παιδιά, ώστε ο αδελφός της εναγομένης έφερε το όνομα του αρχικώς ενάγοντος, ενώ… παράλληλα αποτελούσε επιθυμία της συζύγου του (αρχικώς ενάγοντος)… “το σπίτι να μείνει στα παιδιά”,… Ο Α. Γ. προέβη στην ανωτέρω δωρεά λίγες ημέρες μετά τον θάνατο της συζύγου του, οπότε η εναγομένη ήρθε στην Ελλάδα από την Γερμανία όπου είχε εγκατασταθεί με τους γονείς της ήδη από το έτος 2001, προκειμένου να παραστεί στην κηδεία της θείας της, και παρέμεινε στην Ελλάδα για σύντομο χρονικό διάστημα, και πάντως όχι για να περιθάλψει τον αρχικώς ενάγοντα, αφού το καλοκαίρι του ιδίου έτους (2004), μετέβη και πάλι στην Γερμανία. Τα όσα η εναγόμενη ανέφερε, περί απομάκρυνσής της από τον αρχικώς ενάγοντα λόγω της σχέσης που αυτός είχε συνάψει με αλλοδαπή υπήκοο,… δεν κρίνονται ικανά να πείσουν το παρόν Δικαστήριο για την αλήθειά τους. Ο αρχικώς ενάγων, από το θάνατο της συζύγου του το έτος 2004 ζούσε μόνος και ένιωθε ανασφάλεια ως προς την περαιτέρω επιβίωσή του, την οποία είχε καταστήσει εντονότερη η μοναχική διαβίωση του, ενώ δεν έδειχνε την επιθυμία να απευθυνθεί σε συγγενικά του πρόσωπα. Η εναγόμενη με την οικογένειά της ήταν τα μόνα οικεία πρόσωπα που αυτός θεωρούσε ότι είχε, οι οποίοι και μετά το θάνατο του συζύγου του εκδήλωναν ενδιαφέρον γι’ αυτόν και προσδοκούσε ότι θα τον φρόντιζαν στο μέλλον. Ως εκ τούτων, για να καταστεί δυνατή η ικανοποίηση των ατομικών του αναγκών,… συμφώνησε με την εναγόμενη να της μεταβιβάσει την κυριότητα (ψιλή κυριότητα) του ανωτέρω ακινήτου του, με την προυπόθεση – προσδοκία, την οποία δεν έθεσαν ως όρο στο συμβόλαιο, ότι η τελευταία μέχρι τον θάνατο του, θα τον φρόντιζε και θα τον περιέθαλπε. Από το έτος 2004, η εναγομένη επέστρεψε στην Ελλάδα το έτος 2008, πιθανόν για να προσφέρει προστασία και φροντίδα στον αρχικώς ενάγοντα, ως ο ίδιος προσδοκούσε. Ωστόσο, προφασιζόμενη τη μη ανεύρεση εργασίας στην πόλη της …, αποφάσισε να μετοικήσει στην Αλεξανδρούπολη, όπου φιλοξενήθηκε από την μάρτυρα ανταπόδειξης, υποσχόμενη στον δωρητή της ότι, σύντομα θα προβεί στη μίσθωση κατοικίας, όπου θα εγκατασταθούν μαζί. Με το παραπάνω σκεπτικό, ο αρχικώς ενάγων εισήχθη την 03.04.2008 στη Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων Μ.Κ. του …, όπου δεχόταν επισκέψεις,… από την εναγόμενη,… Όμως, την 26.08.2008, αποχώρησε από το εν λόγω ίδρυμα, χωρίς προηγούμενη ενημέρωσή της, επειδή περνούσε ο καιρός και δεν είχε προβεί σε αναζήτηση κατοικίας η δωρεοδόχος, έχοντας δυσανασχετήσει με τη συμπεριφορά της, απογοητευμένος πλέον, εμφανώς καταβεβλημένος, αδυνατισμένος, με επιβαρυμένη την υγεία του, και επέστρεψε στην πόλη της …. Συγκεκριμένα, μετέβη στο καφενείο… όπου και παρέμεινε μέχρι το βράδυ της ίδιας ημέρας, όταν δε ο σύζυγος της ιδιοκτήτριας τον πλησίασε για να τον ενημερώσει ότι πρόκειται να κλείσει το κατάστημα λόγω του προχωρημένου της ώρας, εκείνος του ανέφερε ότι δεν είχε τα κλειδιά της οικίας του, ούτε χρήματα και το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας, ούτε το βιβλιάριο ασθενείας και το βιβλιάριο καταθέσεών του. …Ο παραπάνω… απευθύνθηκε στον σύζυγο της (εξετασθείσας στο ακροατήριο…) κόρης της (ενν. αναιρεσίβλητης), μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος μαζί με την σύζυγό του τον παρέλαβε και τον μετέφερε στην οικία της πεθεράς του, η οποία έκτοτε και μέχρι τον θάνατό του τον φρόντισε, παραχωρώντας του μία ισόγεια κατοικία (γκαρσονιέρα)…, όπου διέμενε και η ίδια. Όταν η εναγομένη ενημερώθηκε για την αποχώρηση του αρχικώς ενάγοντος από το ανωτέρω ίδρυμα από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ορεστιάδας, καθώς και από την Αστυνομική Διεύθυνση Ορεστιάδας, όπου είχαν απευθυνθεί οι εξ αίματος συγγενείς του, προκειμένου να την καλέσουν να παραδώσει τα κλειδιά της οικίας του τελευταίου (και βιβλιάρια ασθενείας και καταθέσεων του), μετέβη στην …. Ωστόσο, δεν επισκέφθηκε τον δωρητή της, δεν ενδιαφέρθηκε για την υγεία, ούτε για την τύχη του, με το πρόσχημα ότι η εκκαλούσα και η κόρη της δεν της επέτρεψαν να τον πάρει μαζί της, ισχυριζόμενη ότι έκτοτε της απαγόρευσαν ακόμη και την τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του. Περαιτέρω, προέκυψε ότι, ότι ο αρχικώς ενάγων αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, και δη ότι έπασχε από οργανικό ψυχοσύνδρομο επί εδάφους χρόνιου αλκοολισμού και αθηροσκλήρωση εγκεφάλου/αγγειακή εγκεφαλοπάθεια… αρτηριακή υπέρταση, χρόνια κολπική μαρμαρυγή απώτερου σταδίου και δυσχερώς αντιρροπούμενη καρδιακή ανεπάρκεια… βαρεία καρδιακή ανεπάρκεια 4ου σταδίου και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) με δύσπνοια και βρογχόσπασμο, παρουσιάζοντας μερική απώλεια ελέγχου σφιγκτήρων και μυϊκή αδυναμία με πρόβλημα στη μετακίνηση και αυτοεξυπηρέτηση…. βαρεία οστεοαρθρίτιδα γονάτων, βαρεία σπονδυλαρθρίτιδα και περιφερειακή ριτίτιδα κάτω άκρων, παρουσιάζοντας αδυναμία στη βάδιση… Μετά από την προαναφερόμενη συμπεριφορά της εναγομένης, σε συνδυασμό με την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του, ο εν λόγω δωρητής αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να δωρίσει το εν λόγω ακίνητο στην εναγόμενη και θέλησε να ανακαλέσει τη δωρεά, οπότε προέβη σε ανάκλησή της, δυνάμει της από 19.12.2008 εξώδικης δήλωσής του, η οποία επιδόθηκε στην δωρεοδόχο την 23.01.2009…, εντός της προβλεπόμενης εκ του νόμου ετήσιας αποσβεστική προθεσμίας…, επικαλούμενος τον ακούσιο εγκλεισμό του στο … και την “παράνομη παρακράτηση” εκ μέρους της των κλειδιών της οικίας του, του δελτίου της αστυνομικής του ταυτότητας και των βιβλιαρίων ασθενείας και καταθέσεων του τηρούμενου στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος λογαριασμού του. Το παρόν Δικαστήριο, δεν αμφισβητεί ότι, πιθανόν οι συνθήκες διαμονής του στο γηροκομείο να ήταν καλές,… ωστόσο, ο ως άνω τρόφιμος δεν επιθυμούσε την περαιτέρω διαμονή του εκεί, αφού μετά από πέντε μήνες οι προσδοκίες του για κοινή συμβίωση και φροντίδα από την εναγόμενη διαψεύστηκαν, για το λόγο αυτό ακριβώς αποχώρησε, χωρίς μάλιστα προηγουμένως να ενημερώσει κανέναν, με σκοπό να πάει σε οικείο περιβάλλον (…), όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και διατηρούσε τις αναμνήσεις του. Επομένως,… η εναγομένη υπέπεσε σε βαρύ παράπτωμα και δη επέδειξε αχαριστία με τη μορφή της υπαίτιας αδιαφορίας για την τύχη του αρχικώς ενάγοντος δωρητή, όταν ο τελευταίος είχε ανάγκη εκδηλώσεων αγάπης και ενδιαφέροντος ένεκα της προεκτεθείσας ψυχοσωματικής του κατάστασης, λόγω γήρατος και ασθένειας, η δε στάση της υπήρξε επίμεμπτη ως συνιστώσα παράβαση των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, αφού… η εναγόμενη επέδειξε απέναντι αρχικώς ενάγοντα βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά, που αποδεικνύει έλλειψη συναισθήματος ευγνωμοσύνης προς τον δωρητή και αντιβαίνει στις κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρέπειας, ώστε να στοιχειοθετείται η κατά την έννοια του νόμου αχαριστία που να δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς. Αντίθετα,… δεν αποδεικνύεται ότι ο ανωτέρω προέβη σε ανάκληση, η οποία δεν ανταποκρίνονταν προς την αλήθεια και ήταν υποκινούμενη από συγγενικά του πρόσωπα…. Επομένως, … η δωρεά ανακλήθηκε έγκυρα από τον δωρητή, κατά συνέπεια,… οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως, με τους οποίους παραπονείται η εκκαλούσα (ως καθολικός διάδοχος (κληρονόμος) του αρχικώς ενάγοντος δωρητή) [ήδη αναιρεσίβλητη], για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, είναι ουσιαστικά βάσιμοι…”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την αντιθέτως κρίνασα πρωτόδικη απόφαση και, στη συνέχεια, δικάζοντας την υπόθεση επί της ουσίας, δέχτηκε την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, αναγνώρισε ότι εγκύρως ανακλήθηκε η ένδικη δωρεά και υποχρέωσε την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα να επαναμεταβιβάσει το δωρηθέν ακίνητο στην αναιρεσίβλητη, ως εκ διαθήκης κληρονόμο του αρχικώς ενάγοντος δωρητή. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 505 ΑΚ, διότι τα δεκτά γενόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά πληρούν το πραγματικό των νομικών εννοιών του βαρέος παραπτώματος και της αχαριστίας της αναιρεσείουσας έναντι του αρχικώς ενάγοντος δωρητή και κατά συνέπεια δικαιολογούν την εφαρμογή της. Εξάλλου, με τις προεκτεθείσες παραδοχές του, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ’ αυτή την επιβαλλόμενη αιτιολογία που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής της ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξης, την οποία έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, καθόσον, όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν ουσιώδες περιεχόμενό της, αναφέρονται με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, ότι δηλαδή η αναιρεσείουσα επέδειξε υπαίτια αδιαφορία για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος είχε ανάγκη εκδηλώσεων αγάπης και ενδιαφέροντος ένεκα της ψυχοσωματικής του κατάστασης λόγω γήρατος και ασθένειας, ότι η συμπεριφορά της αυτή αποδεικνύει έλλειψη συναισθήματος ευγνωμοσύνης προς το δωρητή και αντιβαίνει στις κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρέπειας και ότι, ως εκ τούτου, συνιστά βαρύ παράπτωμα, με το οποίο αυτή φάνηκε αχάριστη απέναντί του, ώστε, υπό τις περιστάσεις αυτές, να δικαιολογείται η ανάκληση της ένδικης δωρεάς. Ειδικότερα, πληρούν το πραγματικό της ανωτέρω διάταξης και δικαιολογούν την παραδοχή της ένδικης αγωγής, οι παραδοχές του Εφετείου: α) ότι ο αρχικώς ενάγων, από το θάνατο της συζύγου του το έτος 2004 ζούσε μόνος και ένιωθε ανασφάλεια ως προς την περαιτέρω επιβίωσή του, την οποία είχε καταστήσει εντονότερη η μοναχική διαβίωση του, και ότι για να καταστεί δυνατή η ικανοποίηση των ατομικών του αναγκών συμφώνησε με την αναιρεσείουσα να της μεταβιβάσει την ψιλή κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου του, με την προυπόθεση – προσδοκία, την οποία δεν έθεσαν ως όρο στο συμβόλαιο, ότι η τελευταία μέχρι τον θάνατο του, θα τον φρόντιζε και θα τον περιέθαλπε, β) ότι η αναιρεσείουσα προφασιζόμενη τη μη ανεύρεση εργασίας στην πόλη της …, αποφάσισε να μετοικήσει στην Αλεξανδρούπολη, όπου, με την υπόσχεση ότι, σύντομα θα προβεί στη μίσθωση κατοικίας, στην οποία θα εγκατασταθούν μαζί, έπεισε τον δωρητή στις 3-4-2008 να δεχθεί να φιλοξενηθεί στο Γηροκομείο, από το οποίο όμως αυτός αποχώρησε στις 26-8-2008, καθόσον δεν επιθυμούσε την περαιτέρω διαμονή του εκεί, όντας απογοητευμένος, εμφανώς καταβεβλημένος, αδυνατισμένος και με επιβαρυμένη την υγεία του και έχοντας δυσανασχετήσει με τη συμπεριφορά της αναιρεσείουσας, αφού περνούσε ο καιρός χωρίς αυτή να έχει προβεί σε αναζήτηση κατοικίας, γ) ότι κατά την επιστροφή του στην … δεν μπόρεσε να εισέλθει στην οικία του, διότι τα κλειδιά αυτής κατακρατούσε παράνομα, μαζί με άλλα προσωπικά του αντικείμενα, η αναιρεσείουσα, η οποία τα επέστρεψε, όταν ειδοποιήθηκε από τις αστυνομικές αρχές, δ) ότι η τελευταία, κατά τη μετάβασή της προς τούτο στην …, δεν επισκέφθηκε τον δωρητή της, ούτε και ενδιαφέρθηκε για την υγεία και για την τύχη του, με το πρόσχημα ότι η αναιρεσίβλητη και η κόρη της δεν της επέτρεψαν να τον πάρει μαζί της και ε) ότι, ενόψει αυτών, ο αρχικώς ενάγων με την επιδοθείσα στην αναιρεσείουσα την 23.01.2009 εξώδικη δήλωση εγκύρως ανακάλεσε, εντός της προβλεπόμενης εκ του νόμου ετήσιας αποσβεστικής προθεσμίας, την ένδικη δωρεά, επικαλούμενος τον ακούσιο εγκλεισμό του στο … και την “παράνομη παρακράτηση” των κλειδιών της οικίας του και των λοιπών αναφερομένων προσωπικών αντικειμένων από την αναιρεσείουσα. Επομένως, οι πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου και δεύτερος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, αμφότεροι κατά το δεύτερο σκέλος αυτών, με τους οποίους αποδίδονται, αντίστοιχα, οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλειες, είναι αβάσιμοι. Οι ίδιοι ως άνω λόγοι, κατά το προαναφερόμενο μέρος, είναι απαράδεκτοι, αφού υπό το πρόσχημα της επικλήσεως των ως άνω πλημμελειών που προβλέπονται από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., πλήττεται στην πραγματικότητα, απαραδέκτως, η αναιρετικά ανέλεγκτη κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. εκτίμηση από το Εφετείο των αποδείξεων.
Περαιτέρω, οι από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης συντρέχουν όταν υπάρχει ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση, αντίστοιχα, ουσιαστικού κανόνα δικαίου, εφόσον ο κανόνας αυτός απετέλεσε την μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (ΑΠ 93/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως (κυρίως δικογράφου), προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια για ευθεία παραβίαση της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 512 ΑΚ, ενώ με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων αποδίδεται σ’ αυτή η πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για εκ πλαγίου παραβίαση της ίδιας ως άνω διάταξης. Οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι, διότι αφορούν ανύπαρκτο κεφάλαιο της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Συγκεκριμένα το Εφετείο, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της πληττομένης αποφάσεως του, δεν ασχολήθηκε με την εφαρμογή ή μη της εν λόγω διάταξης, ούτε και εν όψει των παραδοχών του αλλά και του άνω αντικειμένου της δίκης, ήταν αυτή εφαρμοστέα, καθόσον δεν αντιμετώπισε καταλυτική της αγωγής ένσταση θεμελιούμενη στη συγκεκριμένη διάταξη, χωρίς μάλιστα να προσάπτεται στην απόφαση πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Άλλωστε, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων που η αναιρεσείουσα κατέθεσε, στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ορεστιάδας και στο Εφετείο Θράκης, καθώς και των πρακτικών του ως άνω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν προβλήθηκε εκ μέρους της, κατά τρόπο ορισμένο και παραδεκτό, η ένσταση του άρθρου 512 ΑΚ, ότι δηλαδή η ένδικη δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και δεν μπορούσε να ανακληθεί. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και οι από 7-9-2018 πρόσθετοι αυτής λόγοι και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση αυτής παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6-2-2018 αίτηση της Β. Π. και τους από 7-9-2018 προσθέτους αυτής λόγους για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 187/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της ανωτέρω αίτησης παραβόλου.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Ιανουαρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΠΗΓΗ areiospagos.gr