Απόφαση 591 / 2017 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 591/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Σ. συζύγου Κ. Κ., το γένος Ο. Π., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κωνσταντέλλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “… …ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της “… … ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.” και ως καθολικής διαδόχου της “…… ΤΡΑΠΕΖΗΣ Α.Ε.”. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σταυρούλα Καραθάνου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-7-2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3070/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 5801/2014 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 8-12-2014 αίτησή της και τους από 31-8-2015 πρόσθετους αυτής λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Ζευγώλης ανέγνωσε την από 4-1-2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 8-12-2014 αίτησης και των από 31-8-2015 πρόσθετων λόγων για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5801/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 1 και 2 και 75 παρ. 1 και 2 του Κωδ.Ν. 2190/1920, όπως το πρώτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του π.δ. 498/1987 και το δεύτερο προστέθηκε με το άρθρο 12 του ίδιου π.δ/τος, προκύπτει ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί η συγχώνευση ανωνύμων εταιριών είτε με απορρόφηση είτε με σύσταση νέας εταιρίας (άρθρο 68 παρ. 1). Συγχώνευση δε με απορρόφηση είναι εκείνη με την οποία μια ή περισσότερες εταιρίες (απορροφούμενες), οι οποίες λύονται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, μεταβιβάζουν σε άλλη υφιστάμενη ανώνυμη εταιρία (απορροφούσα) το σύνολο της περιουσίας τους (ενεργητικό και παθητικό) υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Κατά το άρθρο 75 παρ. 1 του άνω νόμου από την καταχώριση στο Μητρώο των Ανωνύμων Εταιριών της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, που προβλέπεται από το άρθρο 74, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα χωρίς καμία άλλη διατύπωση τόσο για τις συγχωνευόμενες εταιρίες όσο και έναντι των τρίτων τα ακόλουθα αποτελέσματα: α) Η απορροφούσα εταιρία υποκαθίσταται σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των απορροφουμένων εταιριών και η υποκατάσταση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή, β) οι μέτοχοι της ή των απορροφούμενων εταιρειών γίνονται μέτοχοι της απορροφούσας εταιρείας, γ) η απορροφούμενη ή οι απορροφούμενες εταιρίες παύουν να υπάρχουν. Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι επί συγχωνεύσεως ανωνύμων εταιριών με σύσταση νέας εταιρίας οι συγχωνευόμενες εταιρίες λύονται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση και συνιστάται νέα ανώνυμη εταιρία, στην οποία οι διαλυόμενες εταιρίες μεταβιβάζουν το σύνολο της περιουσίας τους (ενεργητικό και παθητικό), από δε την καταχώριση, της εγκριτικής αποφάσεως του αρμόδιου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 78 του Κωδ.Ν. 2190/1920 (β.δ. 174/1963) και των άρθρων 1-5 του ν. 2166/1993, Υπουργού Ανάπτυξης, στα Μητρώα Ανωνύμων Εταιριών ολοκληρώνεται η συγχώνευση και ταυτοχρόνως, χωρίς καμιά άλλη διατύπωση, η νέα εταιρία υποκαθίσταται σε όλα γενικώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταιριών που λύονται και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή, τόσο για τις συγχωνευόμενες εταιρίες όσο και έναντι τρίτων (ΟλΑΠ 12/1999, ΑΠ 568/2005, ΑΠ 1515/2002). Έτσι, από του άνω χρόνου της συγχώνευσης με απορρόφηση δύο ανωνύμων εταιριών ο τρίτος που είχε γεννημένες αξιώσεις κατα της απορροφούμενης εταιρίας έχει πλέον έννομο συμφέρον, κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, να απευθύνει ενεργητικώς την αγωγή του προς ικανοποίηση των αξιώσεών του μόνο κατά της απορροφήσασας εταιρίας και να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς που είχε κατά της απορροφούμενης εταιρίας κατά τον χρόνο συγχώνευσης, παθητικώς δε νομιμοποιείται κατά του τρίτου ως καθολική διάδοχος η απορροφήσασα εταιρία, η οποία αμυνόμενη μπορεί να προβάλλει κατά του τρίτου όλες τις ενστάσεις και ισχυρισμούς που είχε η απορροφηθείσα εταιρία κατά του τρίτου, οι οποίοι είχαν γεννηθεί κατά το προ της συγχώνευσης προηγούμενο χρονικό διάστημα στο πρόσωπο της απορροφηθείσας εταιρίας, η οποία δεν υφίσταται πλέον ως νομικό πρόσωπο, ο χρόνος δε της συγχώνευσης δεν διαφοροποιεί έναντι του τρίτου τα αμυντικά δικαιώματα που είχε κατ’ αυτού η απορροφηθείσα εταιρία, τα οποία έχει πλέον η απορροφήσασα, ως καθολική διάδοχος αυτής. Ειδικότερα, στην περίπτωση παραγραφής της αξίωσης του τρίτου από αδικοπραξία, πριν από την απορρόφηση της συγχωνευθείσας εταιρίας, ο τρίτος δεν μπορεί να επικαλεσθεί, κατ’ άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ, ότι κατά τον χρόνο που συντελέσθηκε η συγχώνευση έλαβε γνώση του νέου υποχρέου προς αποζημίωση των αξιώσεών του από την αδικοπραξία της απορροφηθείσας εταιρίας και συνεπώς δεν παρήλθε η πενταετής παραγραφή από του χρόνου αυτού, αλλά η γνώση αυτή υπήρχε ως προς την απορροφηθείσα εταιρία, εφόσον δε κατά τον χρόνο της συντέλεσης της συγχώνευσης, είχε παρέλθει ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής, τούτο αποτελεί κεκτημένο δικαίωμα της απορροφήσασας εταιρίας, η οποία ως καθολική διάδοχος της απορροφούμενης, μπορεί βασίμως να το επικαλεσθεί έναντι του τρίτου, που επιδιώκει αξιώσεις του από την τελευταία, που προέρχονται από αδικοπραξία αυτής. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 247, 251, 298, 914, 922, 937 παρ. 1 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώνεται το ζημιογόνο γεγονός, με οποιαδήποτε μορφή ζημίας, θετικής ή αποθετικής, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως για την όλη ζημία, παρούσα και μέλλουσα, εάν είναι αυτή προβλεπτή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική επιδίωξη είναι δυνατή, αρχίζει η παραγραφή της σχετικής αξιώσεως προς αποζημίωση, η οποία είναι 5ετής από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του υποχρέου προς αποζημίωση. Τρέχει δε από τότε ο χρόνος παραγραφής για όλες, επελθούσες και μέλλουσες ζημίες, εκτός από εκείνες των οποίων δεν είναι δυνατή η πρόβλεψη κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων. Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 261 εδ. α’ ΑΚ και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής για μέρος μόνο της αξιώσεως για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία. Τέλος σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 268 εδ. α’ του ΑΚ, κατά την οποία “κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά από είκοσι έτη και αν ακόμη η αξίωση καθεαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή”, σε περίπτωση βεβαιώσεως με τελεσίδικη δικαστική απόφαση της ύπαρξης αξιώσεως για θετική και αποθετική ζημία από αδικοπραξία, επέρχεται, καταρχήν, επιμήκυνση της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, σε 20ετή αρχομένη από την τελεσιδικία και ως προς το μέρος της όλης αξιώσεως αποζημιώσεως για αποθετική ζημία, της αναγομένης δηλαδή και σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση. Κι’ αυτό γιατί και το μέρος αυτό της αξιώσεως, καίτοι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί με δύναμη δεδικασμένου (άρθρο 331 ΚΠολΔ) με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία ήταν αναγκαία για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως του παθόντος γενικώς, για κάθε ζημία από την αδικοπραξία. Η επιμήκυνση όμως του χρόνου της παραγραφής (εικοσαετής) κατά του όρους του άρθρου 268 ΑΚ προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη αξιώσεως, που δεν έχει ήδη υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξιώσεως, δεν επιφέρει αναβίωση της αξιώσεως και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεσθεί, λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε, χωρίς διακοπή κατ’ άρθρο 261 ΑΚ (ΟλΑΠ 23/1994). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία την θεμελιώνουν. Έτσι, κατά τα προεκτεθέντα, για να είναι ορισμένη η ένσταση για την παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία, πρέπει ο ενιστάμενος να επικαλεσθεί τον χρόνο, κατά τον οποίο ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υποχρέου προς αποζημίωση και την πάροδο έκτοτε πέντε ετών μέχρι την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 1412/2013). Ετέρωθεν, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αναίρεση χωρεί, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ειδικότερα, όταν η αγωγή είναι ορισμένη και το δικαστήριο τη θεώρησε αόριστη ή και αντίστροφα, η απόφαση μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικά με βάση την πιο πάνω διάταξη (ΑΠ 1816/2008). Ωσαύτως, η ίδια διάταξη εφαρμόζεται, όταν η απόφαση κατά παράβαση του νόμου έκρινε επαρκή ή ανεπαρκή τα πραγματικά γεγονότα που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, προκειμένου να εξειδικευτεί ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου (ΑΠ 1006/2007, ΑΠ 669/2007), υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι ο σχετικός ισχυρισμός προτάθηκε νόμιμα, στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 211/2001). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.ΑΠ 4/2005). Με τον λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ.ΑΠ 27 και 28/1998). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1351/2011). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, υφίσταται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίσθηκε ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίστηκε, ως ανύπαρκτη. Πρόκειται, δηλαδή, για απόφαση, η οποία παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 321, 324 ΚΠολΔ (Ολ. ΑΠ 19/2005). Ο ίδιος λόγος ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβλέψει το δεδικασμένο προηγούμενης απόφασης. Πάντως, ο Αρειος Πάγος ελέγχει μόνο την παράβαση του νόμου, δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή την εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων. Αν η κρίση περί δεδικασμένου στηρίζεται επί διαδικαστικών εγγράφων, για τη βασιμότητα ή μη του λόγου, ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους (άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ). Για να θεμελιωθεί όμως ο παραπάνω λόγος προϋποτίθεται, ότι το δικαστήριο της ουσίας επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα ή κατά πρόταση κάποιου από τους διαδίκους της έρευνας για τη συνδρομή ή όχι των συντεταγμένων του δεδικασμένου (ΑΠ 1002/2005, ΑΠ 1858/2005). Άρα, είναι ανάγκη η προσβαλλόμενη απόφαση να περιέχει θετική ή αρνητική κρίση για παραδοχή ή όχι του δεδικασμένου. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 322, 324, 331 ΚΠολΔ, δεδικασμένο υπάρχει, μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το αυτό αντικείμενο και την αυτή ιστορική και νομική αιτία. Το δεδικασμένο καλύπτει, ως ενιαίο σύνολο, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα καλύπτει: α)το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που αναγνωρίστηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά, κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου, την οποία εφάρμοσε και γ)την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή, και τα πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης. Αυτά δε ισχύουν, όταν η έννομη σχέση που έχει αναγνωρισθεί, τελεσίδικα, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης, μεταγενέστερης αξίωσης. Ειδικότερα, στην περίπτωση αδικοπραξίας, η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε σε προηγούμενη αγωγή αποζημίωσης του παθόντα, στηριζόμενη στην ίδια αδικοπραξία, αποτελεί δεδικασμένο στη νέα δίκη, με την οποία ζητείται η επιδίκαση αποζημίωσης για μεταγενέστερο χρόνο, ως προς τις συνθήκες τέλεσης αυτής, την υπαιτιότητα του εναγόμενου, τη συνδρομή ή μη συνυπαιτιότητας του ενάγοντος και τις ζημίες (θετικές και διαφυγόν κέρδος) που αυτός υπέστη, για το χρονικό διάστημα, που αναφέρεται στην αγωγή. Δεν αποτελεί, όμως, δεδικασμένο για τις απαιτήσεις μεταγενέστερου χρόνου, κατά τη διάρκεια του οποίου είναι δυνατόν να εξακολουθεί η αδικοπραξία να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες, γιατί αυτές δεν είχαν καταστεί αντικείμενο έρευνας κατά την πρώτη δίκη (Ολ. ΑΠ 19/2005). Άλλωστε, δεν πρέπει να ταυτίζεται η έννομη σχέση, με το συγκεκριμένο δικαίωμα που πηγάζει απ’ αυτήν, ούτε να θεωρείται η “σύνθετη” έννομη σχέση, δηλαδή εκείνη από την οποία πηγάζουν περισσότερα δικαιώματα (ΑΠ 1272/1995) ως “σύμπλεγμα” από δικαιώματα και υποχρεώσεις (πρβλ. ΑΠ 1223/1999), εκτός, αν αναγνωριστεί, τελεσίδικα, κάποια αξίωση από αδικοπραξία, αναγκαία αναγνωρίζεται, ότι υπάρχει η αδικοπραξία και ότι έχει ισχύ, δηλαδή, αναδίδονται έννομες συνέπειες (ΑΠ 525/1981). Άρα, σε μεταγενέστερη αγωγή, για άλλη έννομη συνέπεια, η οποία κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, πηγάζει από την ίδια αδικοπραξία, αποκλείεται να τεθεί, εκ νέου, το ζήτημα αν υπάρχει ή όχι η αδικοπραξία αυτή, υπό τους όρους του άρθρου 331 Κ.Πολ.Δ. Υπάρχει, όμως, ζήτημα, αν αυτή η έννομη σχέση αναδίδει και την άλλη έννομη συνέπεια που αξιώνεται με την νεότερη αγωγή (ΑΠ 1345/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 5801/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, έγιναν δεκτά, τα ακόλουθα: “Επί της από 10-6-1989 αγωγής της ενάγουσας (ήδη αναιρεσείουσας) κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… … ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, η οποία απορροφήθηκε από την εναγομένη (ήδη αναιρεσίβλητη) Τράπεζα την 2-10-1998, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 9732/1996 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε, ότι η ανωτέρω Τράπεζα (“… … ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”) διέπραξε σε βάρος της ενάγουσας αδικοπραξία, επειδή αν και η τελευταία το Μάϊο του 1985 πρόσφερε στην πρώτη το ποσό των 57.903 δραχμών, που αποτελούσε το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό χορηγηθέντος δανείου το έτος 1970, ποσού 170.000 δραχμών, και ζήτησε απ’ αυτήν την εξάλειψη της υποθήκης και την άρση των κατασχέσεων, που είχε εγγράψει η εν λόγω Τράπεζα σε διαμέρισμα ιδιοκτησίας της στην Αθήνα, καθόσον επρόκειτο να πωλήσει το διαμέρισμα αυτό με τίμημα 8.000.000 δραχμών, εντούτοις η Τράπεζα με τα αρμόδια όργανά της καθόριζε παράνομα το οφειλόμενο ποσό σε 1.000.000 δραχμές και αρνήθηκε να προβεί στην εξάλειψη της υποθήκης και την άρση των κατασχέσεων. Εξαιτίας της ανωτέρω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της, η πώληση ματαιώθηκε και η ενάγουσα υπέστη ζημία, που συνίστατο στην απώλεια των τόκων εκ δραχμών 10.000.000 για το διάστημα από 1-6-1985 έως 31-5-1990, τους οποίους θα εισέπραττε, αν είχε καταθέσει σε λογαριασμό προνομιακής κατάθεσης το ποσό των 8.000.000 δραχμών, που αποτελούσε το τίμημα της αγοραπωλησίας, που δεν έγινε. Ήδη, με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίζεται, ότι το ποσό των 10.000.000 δραχμών θα συνέχιζε να το έχει κατατεθειμένο σε τραπεζική κατάθεση ταμιευτηρίου από 1-6-1990 έως την 31-12-2002, έτσι ώστε θα της απέδιδε και τους ανάλογους κεφαλαιοποιημένους ανά εξάμηνο τόκους κατά το ίδιο χρονικό διάστημα συνολικού ύψους 210.873,22 ευρώ, το οποίο ζητεί να της επιδικασθεί ως περαιτέρω διαφυγόν κέρδος εξαιτίας της προεκτιθέμενης αδικοπραξίας της … Τράπεζας. Η εναγομένη με τις πρωτοδικες προτάσεις της, πρότεινε την ένσταση πενταετούς παραγραφής της ανωτέρω αξίωσης, την οποία επανέφερε με τις κατ’ έφεση προτάσεις της, καθώς από το Μάϊο του 1985, οπότε διαπράχθηκε η σε βάρος της ενάγουσας αδικοπραξία, και τη γνώση της ζημίας και του υποχρέου προς αποζημίωση έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (12-5-2008), έχει παρέλθει χρονικό διάστημα 22 ετών, με αποτέλεσμα η αξίωση της ενάγουσας να έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή της διάταξης του άρθρου 937 παρ. 1 του ΑΚ. Η ένσταση παραγραφής της εναγομένης είναι ορισμένη, διότι αναφέρει α) το χρόνο έναρξης της παραγραφής (το Μάϊο του 1985), β) τη γνώση της ενάγουσας για τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση, η οποία (γνώση) υπήρχε από το χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας, αφού η ενάγουσα απευθύνθηκε στην … Τράπεζα και της ζήτησε την άρση των κατασχέσεων και την εξάλειψη της υποθήκης, η δε τελευταία αρνήθηκε να προβεί στις οφειλόμενες ενέργειες το Μάϊο του 1985, ματαιώνοντας, έτσι, την επικείμενη αγοραπωλησία του διαμερίσματος της ενάγουσας και προξενώντας σ’ αυτήν την προαναφερόμενη ζημία. Επιπρόσθετα, η εναγομένη προσδιορίζει με την ένστασή της και το έσχατο χρονικό σημείο της γνώσης της ζημίας και του υποχρέου προς αποζημίωση, που είναι η άσκηση της από 10-6-1989 αγωγής της ενάγουσας, επί της οποίας εκδόθηκε η 9732/1996 αμετάκλητη απόφαση, με χρόνο επίδοσης εκείνης της αγωγής στις 28-6-1989 στην εναγομένη … Τράπεζα, της οποίας καθολική διάδοχος είναι η ήδη εναγομένη … Τράπεζα και γ) το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής (στις 13-5-2008), οπότε είχε παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν της πενταετίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έκρινε ορισμένη την ένσταση παραγραφής της εναγομένης, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και επομένως, οι 1ος και 5ος λόγοι της έφεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι». Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο λόγω αοριστίας της παραδεκτά προταθείσας (άρθρο 262 ΚΠολΔ) ένστασης για την παραγραφή της επιδιωκόμενης μ’ αυτήν αποζημίωσης, αφού σ’ αυτήν περιέχονται όλα τα κατ’ άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ στοιχεία για την συμπλήρωση της προβλεπόμενης στην διάταξη αυτή πενταετούς παραγραφής, ήτοι ο χρόνος έναρξης της παραγραφής, η γνώση της ενάγουσας για την ζημία και του υποχρέου προς αποζημίωση, που δεν ήταν άλλος, παρά η … Τράπεζα, καθώς και ο χρόνος άσκησης της ένδικης αγωγής κατά τον οποίο είχε παρέλθει χρονικό διάστημα κατά πολύ μεγαλύτερο της πενταετίας, ενώ σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αρχή της παρούσης, τα ανωτέρω αναγκαία στοιχεία για την θεμελίωση της ένστασης αυτής της εναγομένης, δεν διαφοροποιούνται από το γεγονός ότι η τελέσασα την αδικοπραξία τράπεζα και υπόχρεος προς αποζημίωση της ενάγουσας, συγχωνεύθηκε μεταγενέστερα δι’ απορροφήσεως από την ήδη εναγομένη … Τράπεζα, η οποία, ως καθολική διάδοχος της αδικοπραγήσασας δικαιοπαρόχου της καθίστατο πλέον υπόχρεη προς αποζημίωση της ενάγουσας, αμυνόμενη δε η τελευταία κατά της ένδικης αγωγής, για την θεμελίωση της ένδικης ένστασής της, νομίμως επικαλείται τα γεγονότα που συνέτρεξαν στο πρόσωπο της δικαιοπαρόχου της, εφόσον κατά τον χρόνο της συντέλεσης της συγχώνευσης, είχε παρέλθει ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής, σε τρόπον ώστε αυτό να αποτελεί κεκτημένο δικαίωμά της ως απορροφήσασας εταιρίας και συνακόλουθα να καθίσταται αυτή καθολική διάδοχος της απορροφούμενης. Επομένως, ο πρώτος λόγος του αναιρετηρίου και τρίτος των προσθέτων λόγων, κατά το οικείο μέρος τους, από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις και ιδίως, ότι η ενάγουσα, λόγω της άνω συγχωνεύσεως της αδικοπραγήσασας σε βάρος της τραπεζικής εταιρείας με την εναγομένη … Τράπεζα, δεν γνώριζε τον υπόχρεο προς αποζημίωσή της, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 68, 69, 72, 74 και 75 του ν. 2190/1920, που δεν διαφοροποιούν την γνώση του υποχρέου προς αποζημίωση, είναι αβάσιμος. Ομοίως, αβάσιμος είναι και ο λόγος της αναίρεσης, που προβάλλεται με τους ίδιους λόγους του αναιρετηρίου και των πρόσθετων λόγων, ότι δεν νομιμοποιείτο η εναγομένη στην υποβολή της άνω περί παραγραφής ενστάσεως της επιδιωκόμενης με την ένδικη αγωγή αξίωσης αποζημιώσεως της ενάγουσας, σε τρόπον ώστε να υπάρχει ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 68 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 937 του ΑΚ και να ιδρύονται έτσι οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού η αγωγή αυτή απευθύνεται κατά της εναγομένης ως καθολικής διαδόχου από τις 2-10-1998 της συγχωνευθείσης σ’ αυτήν δ’ απορριφήσεως αδικοπραγήσασας σε βάρος της τραπεζικής εταιρίας (… Τράπεζας), το δε Εφετείο, δέχεται με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι πράγματι συντελέσθηκε η παραπάνω συγχώνευση δι’ απορροφήσεως ήδη από 2-10-1998 και η εναγομένη κατέστη από τότε καθολική διάδοχος της άνω εταιρείας και ότι η επικαλούμενη με την αγωγή απαίτηση της ενάγουσας για περαιτέρω αποζημίωση είχε γεννηθεί σε βάρος της δικαιοπαρόχου της εναγομένης, έτσι ώστε μόνον αυτή ως καθολική διάδοχος της δικαιοπαρόχου της να νομιμοποιείται πλέον στην άνω περί παραγραφής ενστάσεως, με επίκληση των περιστατικών που διέδραμαν μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής. Ακολούθως το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του και τα εξής: “Περαιτέρω, για την απόκρουση της ένστασης παραγραφής της εναγομένης, η ενάγουσα ισχυρίζεται κατ’ αντένσταση, ότι ο πενταετής χρόνος της παραγραφής έχει επιμηκυνθεί σε εικοσαετή σύμφωνα με το άρθρο 268 εδ. α’ του ΑΚ λόγω τελεσιδικίας της 9732/1996 απόφασης, στην οποία στηρίζει την ένδικη αξίωσή της. Στην αντένσταση της ενάγουσας η εναγομένη αντιτείνει, ότι η ανωτέρω απόφαση έγινε τελεσίδικη στις 16-10-1999, δηλαδή μετά την παρέλευση πενταετίας από το Μάϊο του 1985, οπότε τελέσθηκε η αδικοπραξία, και συνεπώς, αφού η παραγραφή συμπληρώθηκε πριν από την τελεσιδικία της απόφασης, δεν έχει επέλθει επιμήκυνση του χρόνου της παραγραφής σε εικοσαετία. Όπως αποδείχθηκε, η αδικοπραξία της … Τράπεζας, καθολική διάδοχος της οποίας είναι από 2-10-1998 η εναγομένη, έλαβε χώρα το Μάϊο του 1985, η ενάγουσα δε, παρότι γνώριζε από τότε τόσο τη ζημία της, η οποία ήταν προβλεπτή, όσο και την ανωτέρω υποχρέωση προς αποζημίωση, εντούτοις άσκησε την υπό κρίση αγωγή της στις 12-5-2008, μετά την πάροδο της κατ’ άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ πενταετίας. Επίσης, η υπ’ αριθ. 9732/1996 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δημοσιεύθηκε στις 16-10-1996 και, επειδή δεν επιδόθηκε στην εναγομένη, έγινε τελεσίδικη στις 16-10-1999, μετά την πάροδο τριετίας από τη δημοσίευση κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και αμετάκλητη στις 16-10-2002 κατ’ άρθρο 564 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα. Και ναι μεν από την τελεσιδικία αρχίζει η εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος της όλης αξίωσης για αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση, γιατί και το μέρος αυτό της αξίωσης καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο της τελεσίδικης απόφασης, με την προϋπόθεση όμως ότι αυτό (δηλαδή το μέρος της αξίωσης), υφίσταται και δεν έχει υποκύψει στην πενταετή παραγραφή μέχρι την τελεσιδικία, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη. Στην προκειμένη περίπτωση, ζήτημα επιμήκυνσης της πενταετούς παραγραφής σε εικοσαετή δεν τίθεται, εφόσον κατά τον χρόνο τελεσιδικίας της ανωτέρω απόφασης είχε ήδη η υπό κρίση αξίωση υποκύψει στην πενταετή παραγραφή, η οποία συμπληρώθηκε το Μάϊο του 1990. Περαιτέρω, δεδικασμένο από την 9732/1996 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών υπάρχει ως προς την τέλεση της αδικοπραξίας από την … Τράπεζα το Μάϊο του 1985 σε βάρος της ενάγουσας, και ως προς την κριθείσα απαίτηση των 10.000.000 δραχμών, που αφορά στη ζημία από την απώλεια τόκων κατά το διάστημα από 1-6-1985 έως 31-5-1990, τους οποίους θα εισέπραττε η ενάγουσα, αν είχε καταθέσει σε λογαριασμό προθεσμιακής κατάθεσης το ποσό των 8.000.000 δραχμών. Αντίθετα, δεν υπάρχει δεδικασμένο από την ανωτέρω απόφαση ως προς την επίδικη αξίωση των 210.873,22 ευρώ, όπως αβασίμως υποστηρίζει η ενάγουσα, αφού η αξίωση αυτή δεν αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας στη δίκη εκείνη. Τέλος, ο ισχυρισμός της ενάγουσας, ότι έλαβε γνώση του υποχρέου προς αποζημίωση, δηλαδή της εναγομένης … Τράπεζας στις 19-11-2005, οπότε η τελευταία της κατέβαλε το επιδικασθέν ποσό των 10.000.000 δραχμών, εφόσον αποδείχθηκε, ότι η ενάγουσα εξαρχής γνώριζε, ότι ο υπόχρεος προς αποζημίωση ήταν η … Τράπεζα, και έτσι από τον Μάϊο του 1985 άρχισε η διαδρομή του χρόνου της παραγραφής, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Μετά την παραγραφή της επίδικης αξίωσης, η … Τράπεζα απορροφήθηκε από την … Τράπεζα, η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ως καθολική διάδοχος. Υπό την ιδιότητά της αυτή η εναγομένη εξόφλησε το επιδικασθέν, με την 9732/1996 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ποσό των 10.000.000 δραχμών στις 19-11-2004. Επομένως, αφού απορριφθούν η ένσταση δεδικασμένου και η αντένσταση του άρθρου 268 εδ. α’ του ΑΚ της ενάγουσας, πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση παραγραφής της εναγομένης και να απορριφθεί το κονδύλιο των 210.873,22 ευρώ ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, όπως, κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων, κρίθηκε με την εκκαλουμένη, αν και με πιο συνοπτική και εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους 2ο, 3ο και 4ο λόγους της έφεσης, τους δύο λόγους, που περιέχονται στους από 20-9-2010 πρόσθετους λόγους, το 2ο λόγο των από 1-7-2010 πρόσθετων λόγων, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα…… Περαιτέρω, η ενάγουσα, εκτός από την αδικοπραξία του 1985 και την περιουσιακή ζημία της από την ένδικη, παραγεγραμμένη αξίωση αποζημιώσεως, δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει νέα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει, ότι συνεχίζεται η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, που να δικαιολογεί της επέλευση ηθικής βλάβης της. Τα περιστατικά αυτά ήταν αναγκαία για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσής της, δεδομένου ότι η αδικοπραξία της εναγομένης τελέστηκε μία φορά με τη ματαίωση της πώλησης του διαμερίσματος το Μάϊο του 1985, γεγονός που κρίθηκε τελεσιδίκως. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο το σχετικό κονδύλιο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ποσού 100.000 ευρώ, έστω και χωρίς αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και πρέπει να απορριφθούν τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την έφεση και τον 4ο λόγο των από 1-7-2010 πρόσθετων λόγων ως αβάσιμα……. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθούν η από 8-12-2009 έφεση και οι από 1-7-2010, 20-9-2010 και 20-10-2011 πρόσθετοι λόγοι στο σύνολό τους”. Με αυτά που δέχθηκε και, έτσι, που έκρινε το Εφετείο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις με το να δεχθεί την κατ’ αρθρο 937 παρ. 1 ένσταση παραγραφής της εναγομένης, απορρίπτοντας ακολούθως την ένδικη αγωγή, αφού προηγουμένως απέρριψε τις προβληθείσες πρωτοδίκως και επαναφερθείσες νομίμως ενώπιόν του αντενστάσεις της ενάγουσας που αναφέρονται ανωτέρω, καθώς και το αίτημα της αγωγής της για επιδίκαση σ’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Επίσης, δεν στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης, αφού από το αιτιολογικό αυτής προκύπτουν σαφώς όλα τα περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, ενώ έχει τις απαιτούμενες αιτιολογίες, οι οποίες είναι σαφείς, πλήρεις και δεν αντιφάσκουν ως προς το νόμιμο χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα, τόσο ως προς την απόρριψη της κατ’ άρθρο 268 εδαφ. α’ ΑΚ αντένστασης της ενάγουσας περί επιμήκυνσης σε εικοσαετή της κατ’ άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ πενταετούς παραγραφής και την παραδοχή αντίστοιχα, της από την τελευταία αυτή διάταξη ένστασης της εναγομένης, όσο και ως προς την απόρριψη της ένστασης της ενάγουσας περί δεδικασμένου, που απορρέει από την υπ’ αριθ. 9732/1996 τελεσίδικη και αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και κατά το μέρος που η αναιρεσιβαλλομένη απέρριψε το αίτημα της αγωγής για επιδίκαση στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, για την κατά τους ισχυρισμούς της συνεχιζόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης σε βάρος της, που προσβάλει την προσωπικότητά της, ως ουσιαστικά αβάσιμο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, αφενός μεν τις διατάξεις των άρθρων 247, 251, 268, 272, 937 παρ. 1 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 68, 69, 72, 74 και 75 του ν. 2190/1920, αφετέρου δε τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 330, 331 και 332 του ΚΠολΔ, ούτε όμως και εκείνες των άρθρων 57, 59, 298, 299, 914, 919, 932 ΑΚ, αφού οι προαναφερόμενες, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, δικαιολογούσαν τα ανωτέρω πορίσματά της, ως προς τα προρρηθέντα κρίσιμα ζητήματα. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι του αναιρετηρίου, κατά το οικείο μέρος τους, καθώς και οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι, του δικογράφου των προσθέτων, κατά το οικείο επίσης μέρος τους, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, από τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Εξάλλου, οι ίδιοι ως άνω λόγοι αναιρέσεως, κατά τις σ’ αυτούς κατά το άλλο μέρος τους περιλαμβανόμενες αιτιάσεις από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθ. 19 και 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, ότι υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης ή ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν τα ίδια πιο πάνω αναφερόμενα κρίσιμα ζητήματα, και τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα της αναιρεσείουσας, που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο της ουσίας, είναι απαράδεκτοι, αφού κατά τα προεκτιθέμενα, το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, με τους ίδιους δε λόγους κατά τα λοιπά, εκ του περιεχομένου των οποίων δεν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από εκείνες του αρθ. 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πλήττεται πλέον, μέσω των αναφερομένων επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας, η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Τέλος, με το να δεχθεί το Εφετείο “ότι δεδικασμένο από την 9732/1996 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών υπάρχει μεν ως προς την τέλεση της αδικοπραξίας από την … Τράπεζα το Μάϊο του 1985 σε βάρος της ενάγουσας, και ως προς την κριθείσα απαίτηση των 10.000.000 δραχμών, που αφορά στη ζημία από την απώλεια τόκων κατά το διάστημα από 1-6-1985 έως 31-5-1990, τους οποίους θα εισέπραττε η ενάγουσα, αν είχε καταθέσει σε λογαριασμό προθεσμιακής κατάθεσης το ποσό των 8.000.000 δραχμών, δεν υπάρχει όμως τέτοιο δεδικασμένο από την ανωτέρω απόφαση ως προς την επίδικη αξίωση των 210.873,22 ευρώ, που αφορά ζημία από την απώλεια τόκων της ίδιας αδικοπραξίας για την περίοδο από 1-6-1990 έως την 31-12-2002, αφού η αξίωση αυτή δεν αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας στη δίκη εκείνη”, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, καθόσον, η μεταγενέστερη επίδικη αξίωση που προέρχεται από την ίδια αρχική αδικοπραξία, δεν αποτέλεσε αντικείμενο της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η άνω τελεσίδικη και αμετάκλητη απόφαση, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει δεδικασμένο στη νέα δίκη με την οποία ζητείται η επιδίκαση αποζημίωσης από την ίδια αδικοπραξία για μεταγενέστερο χρόνο, ως προς τις συνθήκες τέλεσης αδικοπραξίας και την υπαιτιότητα της δικαιοπαρόχου εναγόμενης σ’ αυτήν, και να τεθούν αυτά ως βάση της επίδικης μεταγενέστερης αξίωσης της ενάγουσας από την ίδια αδικοπραξία, αν η νέα αυτή αξίωσή της δεν είχε υποκύψει στην προβαλλόμενη βασίμως από την εναγομένη πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ, πριν από την τελεσιδικία της 9732/1996 αμετάκλητης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επομένως, ο πρώτος λόγος του αναιρετηρίου και ο τρίτος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, κατά το οικείο μέρος τους, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι “πράγματα” κατά την έννοια της πρώτης από αυτές (άρθρο 559 αριθ. 8) που προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν, των οποίων η λήψη ή μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο ιδρύει τον προβλεπόμενο από αυτή λόγο αναιρέσεως, αποτελούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που θεμελιώνουν ή καταλύουν τη βάση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως, και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι δε και οι ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική αιτία της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης, οι οποίοι αποκρούονται ή γίνονται δεκτοί με την παραδοχή ή την απόρριψη, αντίστοιχα, ως αβασίμων ή βασίμων των θεμελιωτικών της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης πραγματικών γεγονότων. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 12/1997), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ.ΑΠ 11/1996). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο πρόσθετο λόγο, η αναιρεσείουσα προβάλλει την από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, επικαλούμενη, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη το αίτημα της καταβολής χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που υπέστη από την ειρημένη αδικοπραξία που διέπραξε τον Μάϊο του 1985 η … Τράπεζα, της οποίας καθολική διάδοχος είναι η ήδη εναγομένη … Τράπεζα, την οποία (χρηματική ικανοποίηση) ποσού 100.000 ευρώ ζητά, με την υπό κρίση από 9-7-2007 αγωγή της, καθόσον με την αρχική από 10-6-1989 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η 9732/1996 τελεσίδικη και αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δεν είχε ζητήσει χρηματική ικανοποίηση για την τελεσθείσα σε βάρος της το 1985 αδικοπραξία, η οποία κρίθηκε αμετάκλητα με την προρρηθείσα απόφαση. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο με τις προεκτεθείσες παραδοχές του, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό αυτό και τον απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο. Ομοίως, αβάσιμοι είναι οι από την ίδια ως άνω διάταξη, πρώτος λόγος του αναιρετηρίου και δεύτερος των προσθέτων λόγων, κατά το οικείο μέρος τους, με τους οποίους η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη μη προταθέντα από την αναιρεσίβλητη ισχυρισμό και συγκεκριμένα, ότι η παραγραφή της επίδικης απαίτησής της παρεγράφη πριν την απορρόφηση της αδικοπραγήσασας σε βάρος της … Τράπεζας από την ήδη εναγομένη … Τράπεζα, καθόσον, τόσον από τις προτάσεις της τελευταίας ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όσον και αυτές ενώπιον του Εφετείου, σαφώς προκύπτει ότι προτάθηκε η ως άνω περί παραγραφής ένσταση, στηριζόμενη στα εν λόγω περιστατικά.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αίτηση και πρόσθετοι λόγοι, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί αυτή στα δικαστικά έξοδα της, καταθέσασας προτάσεις, αναιρεσίβλητης, (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8 Δεκεμβρίου 2014 αίτηση και τους από 31 Αυγούστου 2015 πρόσθετους λόγους της Σ. σύζ. Κ. Κ.Κ., για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5801/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Φεβρουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ