ΑΡΙΘΜΟΣ 1002/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Υπέρβαση δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Δεν είναι δυνατή η έκδοση από πολιτικό δικαστήριο διαταγής πληρωμής για απαίτηση που προέρχεται από διαφορά δημοσίου δικαίου. Στοιχεία που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό της σύμβασης ως διοικητικής.
– Η υπέρβαση από τα πολιτικά δικαστήρια της δικαιοδοσίας τους, ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 4 ΚΠολΔ. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υφίσταται υπέρβαση δικαιοδοσίας και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν τα πολιτικά δικαστήρια, δεχόμενα ότι έχουν δικαιοδοσία, επιλαμβάνονται υπόθεσης, η οποία, κατά το νόμο, δεν ανήκει στη δικαιοδοσία τους, αλλά, με βάση τα πλαίσια που ορίζονται στο άρθρο 1 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1/2018), στη δικαιοδοσία άλλου δικαστηρίου, ποινικού ή διοικητικού ή στη δικαιοδοσία διοικητικής αρχής (ΟλΑΠ 5/1995, ΑΠ 4/2018, ΑΠ 59/2017). Ο λόγος αυτός αναίρεσης, προτείνεται για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 περ. γ’ ΚΠολΔ, καθόσον η έλλειψη δικαιοδοσίας αφορά τη δημόσια τάξη (ΟλΑΠ 20/08, ΑΠ 319/2018, ΑΠ 397/2018). Όταν όμως το δικαστήριο, αν και έχει δικαιοδοσία για την έρευνα της υπόθεσης, απορρίπτει την αίτηση δικαστικής προστασίας για έλλειψη δικαιοδοσίας (αρνητική υπέρβαση δικαιοδοσίας), υποπίπτει στην πλημμέλεια της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου του αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/1999, ΟλΑΠ 4/1992, ΑΠ 652/2018, ΑΠ 741/2017). Στην περίπτωση υπέρβασης της δικαιοδοσίας του πολιτικού δικαστηρίου δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται στην πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, διότι οι περί δικαιοδοσιών διατάξεις, όπως του άρθρου 1 ΚΠολΔ, δεν είναι του ουσιαστικού, αλλά του δικονομικού δικαίου. Τούτο δε, δεν αλλάζει εκ του ότι το δικαστήριο, την περί δικαιοδοσίας κρίση του, έχει τυχόν στηρίξει σε παρεμπίπτουσα κρίση σχετική με ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που φέρεται στο αναιρετήριο ότι επίσης παραβιάστηκε (ΟλΑΠ 11/2000, ΑΠ 1529/2017, ΑΠ 1043/2017).
– Σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολΔ, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή και χωρίς να έχει προταθεί από τον αναιρεσείοντα σχετικός λόγος αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος εξετάζει και αυτεπαγγέλτως λόγο αναίρεσης που αφορά πλημμέλεια κήρυξης παρά το νόμο απαραδέκτου, κατά τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
– Με το άρθρο 93 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται: “Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους”, ενώ με το άρθρο 94 ορίζεται “1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας, μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει”. Το Σύνταγμα, με τις διατάξεις αυτές, οργανώνει την απονομή της δικαιοσύνης με τη λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων, αντίστοιχων προς τη φύση των αναφυόμενων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, κατά τα λοιπά, δε, αναθέτει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις. Εξ άλλου, ενόψει του οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, που προβλέπεται από το Σύνταγμα, ο έλεγχος των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων, ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο, υπό την επιφύλαξη ότι δεν πρόκειται για πράξεις που συνιστούν άσκηση αρμοδιότητας διοικητικής φύσεως (ΑΕΔ 18/2005). Η έκδοση διαταγής πληρωμής, που εκδίδεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 624 έως 634 ΚΠολΔ, εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας, ο δε έλεγχος της απόφασης του δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας, που δέχθηκε την αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής, ανήκει, κατά τα προεκτεθέντα, αποκλειστικά στα πολιτικά δικαστήρια.
– Από το άρθρο 1 ΚΠολΔ, το οποίο καθορίζει τις διαφορές που υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και ορίζει ότι στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών ανήκουν οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφ’ όσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας και δημοσίου δικαίου που ο νόμος τις έχει υπαγάγει σ” αυτά, και το οποίο, κατά το άρθρο 591 παρ. 1 ίδιου Κώδικα, εφαρμόζεται και στις ειδικές διαδικασίες του τετάρτου βιβλίου του Κώδικα αυτού, μεταξύ των οποίων και η διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, σε συνδυασμό με το άρθρο 623 ίδιου Κώδικα, κατά το οποίο, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 636, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής και για χρηματικές απαιτήσεις, που αποδεικνύονται, όπως και το οφειλόμενο ποσό, με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, συνάγεται ότι, μεταξύ των νομίμων προϋποθέσεων, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι να πρόκειται για απαίτηση που προέρχεται από διαφορά η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όπως είναι οι απαιτήσεις που προέρχονται από διαφορές ιδιωτικού δικαίου.
Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η έκδοση από πολιτικό δικαστήριο διαταγής πληρωμής για απαίτηση που προέρχεται από διαφορά δημοσίου δικαίου, όπως είναι και οι διαφορές που προκύπτουν από διοικητικές συμβάσεις, αφού πρόκειται για απαιτήσεις από διαφορές, οι οποίες δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αλλά έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (άρθρο 1 παρ. 2 εδ. ι’ ν. 1406/1983) και συνεπώς λείπει η ανωτέρω ουσιώδης προϋπόθεση για την έκδοσή της. Τα ανωτέρω δεν παραλλάσσουν και με την εκδοχή ότι στις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες, κατά το άρθρο 94 παρ. 4 εδ. τελευταίο του Συντάγματος, εκτελούνται (πλέον) αναγκαστικώς, όπως νόμος ορίζει, και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, περιλαμβάνονται (παρά το εδάφιο, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 20 ν. 3301/2004 στο άρθρο 1 του εκτελεστικού του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 94 του Συντάγματος ν. 3068/2002) και οι διαταγές πληρωμής. Και τούτο διότι, η ανωτέρω συνταγματική διάταξη δεν μετέβαλε το νομικό καθεστώς σχετικά με την έκδοση διαταγής πληρωμής, επιτρέποντας γενικά την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αλλά επέτρεψε την αναγκαστική εκτέλεση διαταγών πληρωμής και κατ’ αυτών, εφόσον όμως έχουν εκδοθεί εγκύρως βάσει του νομικού καθεστώτος, που ισχύει σχετικά. Δηλαδή, με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη δεν μεταβλήθηκε το μέχρι τότε νομοθετικό καθεστώς σχετικά με την έκδοση διαταγής πληρωμής και, συνεπώς, ούτε στα πολιτικά δικαστήρια παρασχέθηκε η δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής για απαίτηση, η οποία απορρέει από διαφορά που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία τους, ούτε στα διοικητικά δικαστήρια παρασχέθηκε η δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής, σε αντίθεση με τον ΚΔιοικΔ (Ν. 2717/1999), ο οποίος δεν γνώριζε το θεσμό αυτό, μέχρι τη δημοσίευση του Ν. 4329/2015, με τον οποίο θεσπίστηκε (για πρώτη φορά) το διαδικαστικό πλαίσιο για την έκδοση διαταγής πληρωμής για απαιτήσεις, οι οποίες απορρέουν από διαφορά που υπάγεται στη διαδικασία των διοικητικών δικαστηρίων. Εξ άλλου, τα ανωτέρω δεν είναι αντίθετα στα όσα έκρινε η 18/2005 απόφαση του ΑΕΔ, εφ’ όσον, όπως ρητά αναφέρεται στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο, το οποίο την εξέδωσε, δεν αποφάνθηκε για το αν είναι κατά νόμο επιτρεπτή η έκδοση, και από ποιο όργανο, διαταγής πληρωμής για απαίτηση από διοικητική σύμβαση, αλλά παρέπεμψε τα θέματα αυτά στο δικαστήριο, υπέρ της δικαιοδοσίας του οποίου έλυσε την ενώπιον του σύγκρουση. Με την ως άνω ερμηνεία, ο δικαιούχος της απαίτησης από διαφορά δημοσίου δικαίου, δεν στερείται του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, ούτε εκείνου της ιδιοκτησίας του, εφ’ όσον δύναται να επιδιώξει την πλήρη και αποτελεσματική ικανοποίησή του διά της προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια με τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα, (και ήδη μετά την ισχύ του ν. 4329/2015 και με την έκδοση διαταγής πληρωμής), τα οποία και είναι προσαρμοσμένα στις ιδιομορφίες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των διοικητικών διαφορών, οι οποίες και έχουν θεμελιώδεις διαφορές από εκείνες του ιδιωτικού δικαίου, και ακριβώς για το λόγο αυτό προβλέπονται από το ίδιο το Σύνταγμα διαφορετικές δικαιοδοσίες για την εκδίκασή τους.
Συνεπώς, με την ερμηνεία αυτή δεν παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 2, 20 παρ. 1, 93 παρ. 3, 94 του Συντάγματος (ΑΠ 661/2016, ΑΠ 1264/2011, ΑΠ 1256/2011) ούτε εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο, κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997, καθώς και εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
– Κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, αν εκδοθεί διαταγή πληρωμής παρά την έλλειψη της ανωτέρω νόμιμης προϋπόθεσης, ακυρώνεται αυτή μετά από ανακοπή του καθ’ ου η εν λόγω διαταγή πληρωμής (ΑΠ 218/2016). Σε εφαρμογή των παρατιθέμενων παραπάνω συνταγματικών ορισμών, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 9 του ν. 1406/1983, όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, υπάγονται, από 11-6-1985, στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠολΔ, οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, ανήκουν στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, προκειμένου για έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, ως προς την οποία έχει καθιερωθεί, από το νόμο, δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, αποκλείουσα την ανάμειξη των πολιτικών δικαστηρίων, δεν είναι δυνατή η έγερση ενώπιον των τελευταίων αγωγής. Αυτό ισχύει για όλες τις αξιώσεις που πηγάζουν από την έννομη σχέση, ακόμη και για την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, όταν η υποκείμενη σχέση, η οποία προκάλεσε τον πλουτισμό, είναι δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 2/1993, ΟλΑΠ 138/1966). Αντίθετα, υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν υπάρχει σχέση ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 10/1993), έστω και ως βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΕΔ 2/1993, ΟλΑΠ 5/1995). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, πλην άλλων, και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδ. 1), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη από τη σύμβαση αυτή αξίωση. Είναι δε η σύμβαση διοικητική α) αν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, β) αν με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού τον οποίο ο νόμος ανάγει σε δημόσιο σκοπό, και γ) αν το Ελληνικό Δημόσιο ή ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση είτε βάσει ρητρών που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, χάριν του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, ήτοι σε θέση μη προσιδιάζουσα στον, δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου, συναπτόμενο συμβατικό δεσμό. Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν αθροιστικά τα γνωρίσματα αυτά, είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 7/2017, ΑΕΔ 1/2015, ΑΕΔ 11/2013, ΑΕΔ 3/2012, ΑΕΔ 28/2011, ΟλΑΠ 1649/2007, ΟλΑΠ 7/2001, ΟλΑΠ 8/2000).
Συνεπώς, για τον χαρακτηρισμό της σύμβασης ως διοικητικής, δεν αρκούν οι ιδιότητες των συμβαλλόμενων ως οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά θα πρέπει να συντρέχει η επιδίωξη, με την κατάρτιση της μεταξύ τους σύμβασης, δημόσιου σκοπού, καθώς, επίσης, και η υπερέχουσα θέση του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης έναντι του άλλου, με την πρόβλεψη υπέρ αυτού εξαιρετικών όρων που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και του εξασφαλίζουν υπεροχή έναντι του αντισυμβαλλόμενου. Το τελευταίο συμβαίνει, ιδίως όταν παρέχεται η δυνατότητα, με βάση τη σχετική νομοθεσία ή και με τους όρους της ίδιας της σύμβασης αυτοτελώς, προς τον συμβαλλόμενο οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, να επεμβαίνει μονομερώς στη σύμβαση και να επιβάλλει κυρώσεις στον αντισυμβαλλόμενο του (πρβλ. ΑΕΔ 21/2012, ΑΕΔ 42/2011, ΑΕΔ 21/1997). Επίσης, για να χαρακτηριστεί σύμβαση ως διοικητική, από την οποία προκαλείται διαφορά που εμπίπτει στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, δεν αρκεί το ότι η καταρτισθείσα σύμβαση διέπεται από τις διατάξεις περί εκτελέσεως δημόσιων έργων ή δημόσιων προμηθειών, αλλά απαιτείται αυτή να αφορά και προορίζεται να εξυπηρετήσει έργο ή προμήθεια, με το οποίο επιδιώκεται η εκπλήρωση δημοσίου σκοπού (ΑΕΔ 15/1992, ΑΕΔ 45/1991). Στην αντίθετη δε περίπτωση, η διαφορά υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.