Απόφαση 1160 / 2017 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Θέμα
Αναιρέσεως παραδοχή, Παραγραφή, Τραπεζική επιταγή.
Περίληψη:
Χρήση πλαστού και συγκεκριμένα πλαστής τραπεζικής επιταγής.
Όταν δεν προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος τελέσεως της πράξεως και δεν
μπορεί ο Άρειος Πάγος να κρίνει για την παραγραφή ή μη της πράξεως,
παραβιάζονται εκ πλαγίου οι ουσιαστικές διατάξεις περί παραγραφής και
ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος
αναιρέσεως, αφού η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως και καθίσταται
ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Όταν ο χρόνος τελέσεως της πράξεως
εμπίπτει σε χρονικό διάστημα που δεν εξειδικεύεται, οι αμφιβολίες ως
προς τον ακριβή χρόνο τελέσεως της που επιδρά στην παραγραφή ερμηνεύονται υπέρ του κατηγορουμένου και θεωρείται ως χρόνος τελέσεως το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει συμπληρωθεί ο χρόνος.Δέχεται αναίρεση για εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1160/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα-Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαΐου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Γ. Ρ. του Σ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Δέσποινα Καλογήρου, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ.146α/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Ν. του Α., κάτοικο …, που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαρτίου 2017 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2017.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Περαιτέρω, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ’ αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύτηκε η απόφαση για την αναβολή. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 11 Απριλίου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Χ. Λ., ο πολιτικώς ενάγων στην κρινόμενη υπόθεση Γ. Ν. του Α. κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να εμφανισθεί στη συζήτηση της υποθέσεως κατά τη σημερινή δικάσιμο, πλην όμως αυτός δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως. Κατά συνέπεια, αφού εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, θα προχωρήσει η συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως σαν να ήταν και αυτός παρών.
Το άρθρο 216 του Π.Κ. ορίζει στη μεν παρ. 1 ότι όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και ότι η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση, στη δε παρ. 2 ότι με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει α) ότι καθιερώνονται δύο αυτοτελή εγκλήματα, δηλαδή ένα της πλαστογραφίας και άλλο της χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, β) ότι αυτοτέλεια της χρήσεως υπάρχει είτε αυτή έγινε από τρίτο είτε από τον πλαστογράφο και γ) ότι η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, όταν τελείται από τον πλαστογράφο, παύει να είναι αυτοτελές έγκλημα και καθίσταται επιβαρυντική περίπτωση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, από το οποίο και απορροφάται. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ., το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου περί πλημμελημάτων, είναι πέντε έτη, αρχομένη από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κυρία διαδικασία και ώσπου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν από τα τρία έτη για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β, 370 εδ. β’ και 511 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος μάλιστα, αν κριθεί έστω και ένας λόγος αναιρέσεως βάσιμος, λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη ακόμη και την παραγραφή που επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, διαπιστώνοντας δε τη συμπλήρωση της παραγραφής, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδ. β’ του Κ.Ποιν.Δ.. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του Π.Κ. ως χρόνος τελέσεως της πράξεως θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Η αναφορά του ακριβούς χρόνου τελέσεως της πράξεως στην απόφαση είναι αναγκαία για την έναρξη και τον υπολογισμό του χρόνου της παραγραφής.
Συνεπώς, εάν δεν προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος, δεν μπορεί ο Άρειος Πάγος να κρίνει για την παραγραφή ή μη της πράξεως και, έτσι, παραβιάζονται εκ πλαγίου οι ανωτέρω περί παραγραφής διατάξεις και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, αφού η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως και καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Τέλος, θεμελιώδες αξίωμα του ποινικού συστήματος αποτελεί η αρχή in dubio pro reo (εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου), η οποία αντανακλά και στους λόγους εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξεως, όπως είναι η παραγραφή. Έτσι, εφόσον ο χρόνος τελέσεως της πράξεως εμπίπτει σε χρονικό διάστημα που δεν εξειδικεύεται, οι αμφιβολίες ως προς τον ακριβή χρόνο τελέσεως αυτής που επιδρά στην παραγραφή ερμηνεύονται υπέρ του κατηγορουμένου σύμφωνα με την ανωτέρω αρχή και, συνεπώς, θεωρείται ως χρόνος τελέσεως το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα χρήσεως πλαστού εγγράφου και συγκεκριμένα χρήσεως πλαστής επιταγής, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από πλαστογραφία μετά χρήσεως και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν. Κατά το διατακτικό της αποφάσεως, η πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, συνίσταται στο ότι αυτός: “Στους … Αττικής, εντός του έτους 2009, αφού συμπλήρωσε στην υπ’ αριθ. … επιταγή της … ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, που είχε η εταιρία “… ΣΥΣΚΕΥΩΝ Α.Ε.” και το διακριτικό τίτλο “….”, τον τόπο έκδοσης “…”, την ημερομηνία “6-9-2009”, το ποσό “15.000 ευρώ” (αριθμητικά και ολογράφως), σε διαταγή “….”, γνωρίζοντας ότι οι υπογραφές που τέθηκαν στην εν λόγω επιταγή δεν είναι του Γ. Ν. και Χ. Ζ., που ήταν οι μόνοι υπεύθυνοι (Πρόεδρος ο πρώτος και Διευθύνων Σύμβουλος ο δεύτερος της ….) για την υπογραφή των επιταγών της εταιρίας …., προκειμένου να παραπλανήσει τους εκπροσώπους της …. ότι η επιταγή έχει εκδοθεί ορθώς και φέρει τις υπογραφές των αρμοδίων εκπροσώπων της, έκανε χρήση της επιταγής, παραδίδοντάς την στην εταιρία …., δηλαδή για παράβαση των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 51, 53, 61, 63, 79, 83, 216 παρ. 1 εδ. β’ Π.Κ.”. Στο διατακτικό αυτό δεν προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος τελέσεως της χρήσεως του πλαστού εγγράφου (πλαστής επιταγής), ο οποίος δεν προσδιορίζεται ούτε και στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Όμως, ο μη προσδιορισμός του ακριβούς χρόνου τελέσεως της χρήσεως του πλαστού καθιστά αβέβαιο το αν το αξιόποινο της πράξεως του αναιρεσείοντος είχε ή όχι εξαλειφθεί με παραγραφή όταν εκδικάσθηκε η υπόθεση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στις 9-1-2017, αφού μέχρι τότε, αν η πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε εντός του έτους 2009 είχε τελεσθεί μέχρι και 8-1-2009, είχε υποπέσει στην οκταετή παραγραφή των πλημμελημάτων και είχε εξαλειφθεί το αξιόποινό της. Έτσι, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσεως, η οποία συνίσταται στην εκ πλαγίου παράβαση των προαναφερθεισών περί παραγραφής διατάξεων, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα ανωτέρω, αφού από το έτος 2009 και συγκεκριμένα από το χρονικό διάστημα του έτους αυτού που φθάνει έως και τις αρχές Μαΐου μέχρι και το χρόνο της συζητήσεως της κρινόμενης αναιρέσεως (3-5-2017) είχε παρέλθει οκταετία, ενόψει και του ως άνω αξιώματος in dubio pro reo, κατά το οποίο, όταν δεν προσδιορίζεται στο κατηγορητήριο ο ακριβής χρόνος τελέσεως της πράξεως, το δικαστήριο δεν μπορεί να τον προσδιορίσει κατά τρόπο που να επηρεάζεται η παραγραφή, θεωρείται ως χρόνος τελέσεως της επίδικης χρήσεως πλαστού εγγράφου, η οποία είναι στιγμιαίο έγκλημα, το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 μέχρι 2-5-2009 το αργότερο και, έτσι, η πράξη αυτή θεωρείται ότι κατά το χρόνο συζητήσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είχε υποκύψει στην παραγραφή. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για χρήση πλαστού εγγράφου και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του για την πράξη αυτή λόγω παραγραφής και εξαλείψεως του αξιοποίνου της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 146α/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και ΠΑΥΕΙ ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ, λόγω παραγραφής, για το ότι: Ο κατηγορούμενος Γ. Ρ. του Σ. και Μ., στους … Αττικής, εντός του έτους 2009 και σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημεροχρονολογία, αφού συμπλήρωσε στην υπ’ αριθ. … επιταγή της … ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, που είχε η εταιρία “… ΣΥΣΚΕΥΩΝ Α.Ε.” και το διακριτικό τίτλο “….”, τον τόπο έκδοσης “…”, την ημερομηνία “6-9-2009”, το ποσό “15.000 ευρώ” (αριθμητικά και ολογράφως), σε διαταγή “….”, γνωρίζοντας ότι οι υπογραφές που τέθηκαν στην εν λόγω επιταγή δεν είναι του Γ. Ν. και Χ. Ζ., που ήταν οι μόνοι υπεύθυνοι (Πρόεδρος ο πρώτος και Διευθύνων Σύμβουλος ο δεύτερος της ….) για την υπογραφή των επιταγών της εταιρίας …., προκειμένου να παραπλανήσει τους εκπροσώπους της …. ότι η επιταγή έχει εκδοθεί ορθώς και φέρει τις υπογραφές των αρμοδίων εκπροσώπων της, έκανε χρήση της επιταγής, παραδίδοντάς την στην εταιρία ….”.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ