Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Πραγματογνωμοσύνη, Πολιτική αγωγή.
Περίληψη:
Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Στοιχεία. Διάκριση ενσυνείδητης και άνευ συνειδήσεως αμέλειας. Πότε στοιχειοθετείται ποινική ευθύνη ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για ανθρωποκτονία από αμέλεια του ειδικευόμενου ιατρού, ο οποίος, ενώ ο τραυματίας από πτώση στο έδαφος που παρέλαβε ως εφημερεύων ιατρός Γενικού Νοσοκομείου δεν ήταν σε θέση να τον πληροφορήσει περί των συνθηκών της πτώσεώς του, λόγω μέθης και άγνοιας της ελληνικής γλώσσας, όπως ούτε οι συνοδεύοντες αυτόν, κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης παρέλειψε να ζητήσει τη συνδρομή των εφημερευόντων ειδικευμένων χειρουργού και ορθοπεδικού, ώστε εγκαίρως, με περαιτέρω εξετάσεις και χειρουργική επέμβαση, να διαγνωσθεί και αντιμετωπισθεί εσωτερική αιμορραγία από ρήξη μίσχου αριστερού νεφρού, που επέφερε τελικά το θάνατό του. Απόλυτη ακυρότητα από το διορισμό διερμηνέα χωρίς προηγουμένως να προτείνει ο Εισαγγελέας και να ακουσθεί ο κατηγορούμενος: Δεν επήλθε διότι, από την μνεία στο τέλος των πρακτικών ότι πριν το Δικαστήριο εκδώσει κάθε επιμέρους απόφαση του, εδίδετο ο λόγος στον Εισαγγελέα και τελευταία στον κατηγορούμενο, στην οποία περιλαμβάνονται και οι διατάξεις του Προέδρου όπως αυτή με την οποία διορίζεται διερμηνέας, προκύπτει ότι δεν παραλείφθηκε η ακρόαση του Εισαγγελέα και του κατηγορουμένου πριν από το διορισμό διερμηνέα. Ο διορισμός ως διερμηνέα προσώπου μη περιλαμβανομένου στον οικείο πίνακα χρήζει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η πραγματογνωμοσύνη που διατάσσεται από ανακριτικό υπάλληλο είναι ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στο σκεπτικό μεταξύ των αποδεικτικών μέσων για την βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Διαφορετικά υπάρχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, εκτός αν από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει τέτοια βεβαιότητα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που τα δεκτά γενόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως αντλήθηκαν από τα πορίσματα της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης. Πολιτική αγωγή. Νομιμοποίηση. Επί αναιρέσεως αθωωτικής αποφάσεως του Εφετείου κατόπιν αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο νομίμως παραστάς πρωτοδίκως ως πολιτικώς ενάγων δικαιούται πάντοτε να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στη μετ’ αναίρεση έκκλητη δίκη, αλλά μόνον προς υποστήριξη της κατηγορίας και όχι προς επιδίωξη των πολιτικών του απαιτήσεων, για να μην καταστεί χειρότερη η θέση του αθωωθέντος προηγουμένως από το Εφετείο κατηγορουμένου.
Αριθμός 1484/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Ιωάννη Παπουτσή (ορισθέντα με την υπ’αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ιωάννη Σίδερη (ορισθέντα με την υπ’αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, περί αναιρέσεως της 53/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωτήριο Μανωλκίδη. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαρτίου 2008 αίτησή του, καθώς και στους από 15 Απριλίου 2008 πρόσθετους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 562/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ.1 ΠΚ “όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, “από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ’αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Περαιτέρω, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 28 ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προέβλεψε μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε. Ενόψει της διακρίσεως αυτής, το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποίο από τα ανωτέρω δύο είδη της αμέλειας συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι αν δεν εκθέτει τούτο σαφώς ή δέχεται και τα δύο είδη δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Ε’ ΚΠοινΔ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 53/2008 αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει κατ’είδος αποδείχθηκαν (για τον αναιρεσείοντα και τους συγκατηγορουμένους του) τα ακόλουθα: “Στις 11-6-2000 ο Άγγλος υπήκοος Ψ, γιος της πολιτικώς ενάγουσας, βρισκόταν στη …. για διακοπές και διέμενε στο …. σε ξενοδοχείο με τον αδελφό του ψα. Γύρω στις 02:30 πμ ο Ψ, αφού εν τω μεταξύ είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα οινοπνεύματος, αποχώρησε κατευθυνόμενος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου για να κοιμηθεί. Ύστερα από 30 λεπτά ο φίλος του Γ1 με την φίλη του ανέβηκαν στο δωμάτιο του Ψ και διαπίστωσαν ότι δεν ήταν εκεί. Όταν κατέβηκαν από το δωμάτιο είδαν τον Ψ πεσμένο στο έδαφος. Ειδοποιήθηκε ασθενοφόρο, το οποίο ήρθε μετά από 45 λεπτά. Στο διάστημα αυτό ο Ψ, διατηρούσε τις αισθήσεις του, όμως πονούσε πολύ στη σπονδυλική του στήλη και ιδιαίτερα στη μέση και την πλάτη. Με το ασθενοφόρο μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Ρόδου. Τον τραυματία συνόδευαν ο αδελφός του και ο φίλος του Γ1. Σ’ όλη τη διαδρομή διατηρούσε τις αισθήσεις του και παρεπονείτο για πόνο στη μέση και την πλάτη συνεχώς. Στο νοσοκομείο έφθασε στις 03:45 και εισήχθη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, όπου εφημέρευε ο πρώτος κατηγορούμενος (εννοείται ο αναιρεσείων) ειδικευόμενος τότε γιατρός στη Γενική Ιατρική. Την ίδια ημέρα εφημέρευαν ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος είναι ειδικευμένος χειρουργός και ο τρίτος κατηγορούμενος, ο οποίος είναι ειδικευμένος ορθοπεδικός, Διευθυντής της Ορθοπεδικής κλινικής του Νοσοκομείου. Οι δύο τελευταίοι αποδείχθηκε ότι την ώρα εκείνη βρισκόταν στο εφημερείο, το οποίο είναι δωμάτιο προορισμένο να αναπαύονται οι εφημερεύοντες γιατροί, όταν δεν απασχολούνται με περιστατικά. Ο πρώτος κατηγορούμενος ρώτησε τους συνοδεύοντες τον τραυματία σχετικά με τις συνθήκες του τραυματισμού του και αυτοί απάντησαν ότι τον βρήκαν πεσμένο στο έδαφος έξω από το ξενοδοχείο, χωρίς να μπορέσουν να τον ενημερώσουν πως και από ποιο ύψος έπεσε και δη αν η πτώση του ήταν ελεύθερη και από ποιο ύψος ή αν κατρακύλησε από τις σκάλες. Ο τραυματίας εξωτερικά έδειχνε ανήσυχος, είχε την εμφάνιση και τη συμπεριφορά μεθυσμένου ανθρώπου, ενώ δεν εμφάνιζε διαταραχή του συνειδησιακού επιπέδου. Η αρτηριακή του πίεση ήταν φυσιολογική (12-8), οι σφυγμοί της καρδιάς 80. Οι εξετάσεις αίματος που ζήτησε ο κατηγορούμενος και έγιναν στον τραυματία ήταν επίσης καλές. Ο αιματοκρίτης του βρισκόταν στο 42 αν και τα λευκά αιμοσφαίρια ήταν λίγο αυξημένα. Επί πλέον κρίθηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο επιβεβλημένος ο ακτινολογικός έλεγχος και ζήτησε να γίνουν στον τραυματία ακτινογραφίες κρανίου, οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης, κόκυγος, λεκάνης και ισχίου. Από αυτές δεν εκτελέστηκαν οι ακτινογραφίες της λεκάνης και του ισχίου, επειδή ο ασθενής ήταν ανήσυχος και δεν μπορούσε, όπως τον ενημέρωσαν, να συνεργαστεί. Τα αποτελέσματα των ακτινογραφιών που εκτελέστηκαν έδειξαν πιθανόν κάταγμα κόκυγος. Επειδή είχε τραύμα στο τριχωτό της κεφαλής του έγινε συρραφή και του χορηγήθηκε ορός. Από την προπεριγραφείσα κλινική εικόνα του τραυματία, ο πρώτος κατηγορούμενος έκρινε ότι ο τελευταίος είχε θλάση οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης, πιθανό κάταγμα κόκυγος και τραύμα τριχωτού από πτώση επί του εδάφους και παρέπεμψε αυτόν στην ορθοπεδική κλινική για περαιτέρω νοσηλεία, με τη διάγνωση “Πτώση επί εδάφους, μέθη, πιθανόν κάταγμα κόκυγος, κάκωση ΟΜΣΣ”, χωρίς να καλέσει τον εφημερεύοντα ειδικευμένο ορθοπεδικό, τρίτο κατηγορούμενο, να τον εξετάσει και να δώσει την άδεια εισαγωγής στην ορθοπεδική κλινική. Μάλιστα στη νοσηλεύτρια της κλινικής αυτής Ζ1 ανέφερε ότι στέλνει στην ορθοπεδική έναν Άγγλο μεθυσμένο. Οι νοσηλευτές Ζ2 και Ζ1 στην ορθοπεδική κλινική προέβησαν στις πρώτες τυπικές εξετάσεις, όπως έλεγχο των σφυγμών, καρδιογράφημα και παροχή αντιτετανικού ορού. Τελικά ο τραυματίας, ο οποίος καθόλο αυτό το διάστημα υπέφερε, κατέληξε στις 06:15. Η νεκροτομική μελέτη αναφέρει ότι ο θάνατος επήλθε λόγω ολιγαιμικής καταπληξίας συνεπεία ρήξης αγγειακού μίσχου αριστερού νεφρού και συνυπήρχαν κάταγμα κοτύλης αριστερά και κάταγμα κάτω πέρατος ιερού οστού. Κατά την εκτίμηση δε των μαρτύρων ιατρών, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, μετά τη ρήξη του μίσχου του νεφρού συνεπεία της πτώσης του τραυματία, επήλθε θρόμβωση, η οποία συνετέλεσε στο να σταματήσει η αιμορραγία, πλην όμως για άγνωστο λόγο ο θρόμβος έφυγε και επήλθε κατακλυσμιαία αιμορραγία με συνέπεια το θάνατο. Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι η συμπεριφορά του πρώτου των κατηγορουμένων υπήρξε αμελής. Ήτοι, από την έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει ως μέσος συνετός γιατρός, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η παράλειψη του, με αποτέλεσμα να επιφέρει το θάνατο του παραπάνω ‘Αγγλου υπηκόου Ψ, η δε συμπεριφορά του συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα. Ειδικότερα, υπό την ιδιότητα του ως ειδικευόμενου γιατρού στην Γενική Ιατρική, εφημερεύων γιατρός στις πρώτες βοήθειες στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Νοσοκομείου της Ρόδου, αφού επελήφθη του περιστατικού και παρείχε τις υπηρεσίες του στον τραυματία, αν και ήταν ιατρικώς επιβεβλημένο και από τον κανονισμό λειτουργίας εφημεριών, όπως ορίζει η 20η απόφαση της ολομέλειας του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας της 13-12-1984 και όφειλε να ζητήσει τη συνδρομή των εφημερευόντων ειδικευμένων ιατρών να εξετάσουν τον ασθενή, αυτός παρέλειψε να το πράξει με συνέπεια να αποβιώσει ο ασθενής χωρίς να τον εξετάσει ειδικευμένος γιατρός. Όπως σημειώνεται στην με αρ. πρωτ…….. έκθεση του ……., Αν. Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, “το γεγονός ότι ο ειδικευόμενος ιατρός δεν προσέτρεξε στη γνώμη ειδικευμένων χειρουργών αποτελεί σοβαρή επιστημονική παράλειψη”. Η εξέταση του τραυματία από τους ειδικευμένους γιατρούς ήταν ακόμα περισσότερο επιβεβλημένη εν προκειμένω, αφού η αδυναμία του πρώτου κατηγορουμένου να λάβει πλήρες ιστορικό, λόγω της μέθης του τραυματία και της άγνοιας των συνοδευόντων αυτών ατόμων να ενημερώσουν για τις συνθήκες τραυματισμού, καθιστούσαν ιδιαίτερα δύσκολη τη διάγνωση. Επίσης, η κατάσταση της μέθης του ασθενούς (είχε τοξικά επίπεδα αλκοόλης 1,9 gr/lit) λειτουργούσε παραπλανητικά ως προς τη δυνατότητα διάγνωσης. Περαιτέρω, και αληθές να είναι το επικαλούμενο από αυτόν γεγονός ότι κάλεσε δύο φορές τον δεύτερο κατηγορούμενο στον βομβητή του και ότι εκείνος δεν απάντησε, πάλι όφειλε να τον αναζητήσει με κάθε μέσο και να λάβει τη γνώμη του, αφού η παρουσία του στο νοσοκομείο ήταν αποδεδειγμένη. Επίσης παρέπεμψε τον τραυματία στην ορθοπεδική κλινική χωρίς να καλέσει τον τρίτο κατηγορούμενο ειδικευμένο ορθοπεδικό, ο οποίος ήταν και ο αρμόδιος για να δώσει την άδεια εισαγωγής στην ορθοπεδική κλινική. Η εξέταση του τραυματία από τους ειδικευμένους γιατρούς, δεύτερο και τρίτο των κατηγορουμένων, θα οδηγούσε στην ανάγκη εκτέλεσης της αξονικής τομογραφίας ή υπέρηχου και στην ανακάλυψη της αιτίας της αιμορραγίας και θα καταδείκνυε την αναγκαιότητα της άμεσης εισαγωγής στην χειρουργική κλινική για να χειρουργηθεί από τον εφημερεύοντα ειδικό ουρολόγο ώστε να σταματήσει η αιμορραγία, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας Δ1, ο οποίος είναι έμπειρος χειρουργός του ίδιου νοσοκομείου. Εν ανάγκη θα προχωρούσαν στην αφαίρεση του νεφρού για να σωθεί ο ασθενής. Η δε αξονική τομογραφία, όπως κατατέθηκε, ήταν δυνατόν να διενεργηθεί με καταστολή του ανήσυχου τραυματία. Άλλωστε, όπως κατατέθηκε, η ρήξη του μίσχου του νεφρού, όταν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, έχει πιθανότητες θνησιμότητας μόνο 26%. Περαιτέρω, ο πρώτος κατηγορούμενος, αν και είχε κρίνει ότι επιβάλλεται να γίνουν ακτινογραφίες του ισχίου και της λεκάνης, δεν επέμεινε στην εκτέλεση της, επειδή, ως του γνώρισαν, ο ασθενής ήταν ανήσυχος και δεν συνεργαζόταν. Ωστόσο, όπως κατέθεσε ο ανωτέρω μάρτυρας, είναι δυνατόν και σ’ αυτές τις περιπτώσεις να καταστεί δυνατή η εκτέλεση της ακτινογραφίας με καταστολή του ασθενούς. Η εκτέλεση των άνω ακτινογραφιών, θα βοηθούσε τον ειδικό ορθοπεδικό γιατρό στην διάγνωση ότι δεν πρόκειται για ορθοπεδικό πρόβλημα και θα του επέβαλε την ανάγκη εκτέλεσης αξονικής τομογραφίας ή υπερήχου. Η αμελής αυτή συμπεριφορά, την οποία επέδειξε ο πρώτος κατηγορούμενος, είχε ως αποτέλεσμα να μην παρασχεθεί στον τραυματία η δέουσα ιατρική περίθαλψη εγκαίρως, να μην εξεταστεί από τους εφημερεύοντες ειδικευμένους γιατρούς και να μην διαπιστωθεί η αιτία της αιμορραγίας, η οποία, αν αντιμετωπιζόταν άμεσα, εντός των δυόμισι ωρών που μεσολάβησαν από την εισαγωγή του στο νοσοκομείο μέχρι το θάνατο, θα είχε ως αποτέλεσμα να αποφευχθεί αυτός”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικάσαν Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο ιατρό-αναιρεσείοντα (και αθώους τους συγκατηγορουμένους του) ανθρωποκτονίας από αμέλεια και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δέκα πέντε (15) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία έτη, συμπληρώνοντας, σε σχέση με τον κατηγορητήριο και την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, τα στοιχεία της αμέλειάς του. Ειδικότερα κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για το ότι “στη Ρόδο, στις 11-6-2000, από αμέλεια του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει ως μέσος συνετός γιατρός, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η παράλειψη του, με αποτέλεσμα να επιφέρει το θάνατο του παραπάνω, η δε συμπεριφορά του συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα και συγκεκριμένα: Με την ιδιότητα του ως ειδικευόμενος γιατρός στην Γενική Ιατρική, εφημερεύων γιατρός στις πρώτες βοήθειες του Γενικού Περιφερειακού Νοσοκομείου Ρόδου, παρέλαβε τον υπήκοο Βρετανίας Ψ στα εξωτερικά ιατρεία του Νοσοκομείου τραυματισμένο, συνεπεία πτώσεως περί ώρα 03:45′ μετά από κατάχρηση αλκοόλ, ο οποίος έφερε “θλαστικό τραύμα τριχωτού κεφαλής, αιμάτωμα βρεγματικής χώρας”, παρουσίαζε και μέθη, και αφού επελήφθη του περιστατικού και παρείχε τις υπηρεσίες του, στη συνέχεια, αν και ήταν ιατρικώς επιβεβλημένο και από τον κανονισμό λειτουργίας εφημεριών, όπως ορίζει η 20η απόφαση της ολομέλειας του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας της …. και όφειλε να ζητήσει τη συνδρομή των εφημερευόντων ειδικευμένων ιατρών για να εξετάσουν τον ασθενή, αυτός παρέλειψε να το πράξει με συνέπεια να αποβιώσει ο ασθενής χωρίς να τον εξετάσει ειδικευμένος γιατρός. Ειδικότερα, δεν ενημέρωσε ως όφειλε άμεσα τον εφημερεύοντα ειδικευμένο γιατρό Διευθυντή της χειρουργικής κλινικής Β1 με κάθε μέσο ώστε να αντιμετωπίσει το παραπάνω περιστατικό με περαιτέρω εξετάσεις, όπως αξονική τομογραφία ή υπέρηχο και ακολούθως με χειρουργική επέμβαση, την οποία είχε άμεση ανάγκη ο παραπάνω ασθενής και παρέπεμψε αυτόν στην ορθοπεδική κλινική χωρίς να καλέσει τον ειδικευμένο ορθοπεδικό Β2, ο οποίος ήταν και ο αρμόδιος για να δώσει την άδεια εισαγωγής στην ορθοπεδική κλινική, κατόπιν προηγουμένης εξέτασής του. Συνεπεία της παραπάνω περιγραφείσας αμελούς συμπεριφοράς του πρώτου κατηγορουμένου ο τραυματίας Ψ δεν εξετάστηκε από τους ειδικευμένους γιατρούς που εφημέρευαν με αποτέλεσμα να μην παρασχεθεί σ’ αυτόν η δέουσα ιατρική περίθαλψη εγκαίρως, να μην εξεταστεί από τους εφημερεύοντες ειδικευμένους γιατρούς και να μην διαπιστωθεί η αιτία της αιμορραγίας, η οποία, αν αντιμετωπιζόταν άμεσα, εντός των δυόμισι ωρών που μεσολάβησαν από την εισαγωγή του στο νοσοκομείο μέχρι το θάνατο, θα είχε ως αποτέλεσμα να αποφευχθεί αυτός, ο οποίος τελικώς επήλθε περί ώρα 06:15′ πρωινή, συνεπεία ολιγαιμικού-οπισθοπεριτοναϊκού αιματώματος από ρήξη αγγειακού μίσχου αριστερού νεφρού, αιτίες οι οποίες προκάλεσαν εσωτερική αιμορραγία και επέφεραν τελικώς τον θάνατο του”.
Με αυτά που, κατά το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην εν λόγω απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 302 του ΠΚ που εφήρμοσε, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το δίκασαν Εφετείο α) εξέθεσε με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, β) προσδιόρισε σαφώς τη μορφή της αμέλειας, η οποία εκτίθεται διεξοδικώς στο σκεπτικό και έχει το χαρακτήρα της μη συνειδητής αμέλειας και γ) αιτιολόγησε πλήρως τον μεταξύ της επιδειχθείσης από τον αναιρεσείοντα αμελούς συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος υφιστάμενο αιτιώδη σύνδεσμο, εντοπιζόμενα στην παράλειψη του αναιρεσείοντος να ζητήσει τη συνδρομή των εφημερευόντων ειδικευμένων ιατρών, χειρουργού και ορθοπεδικού, ώστε να αντιμετωπισθεί το περιστατικό με περαιτέρω εξετάσεις και ακολούθως με χειρουργική επέμβαση, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να αποφευχθεί ο θάνατος του τραυματία, όπως αυτό ήταν ιατρικώς επιβεβλημένο αφού επρόκειτο για τραυματισμό από πτώση του παθόντος επί του εδάφους και είχε πληροφορηθεί τούτο ο αναιρεσείων από τους συνοδεύοντες τον τραυματία, σε συνδυασμό με την αδυναμία του να λάβει ιστορικό των ειδικοτέρων συνθηκών τραυματισμού του παθόντος, λόγω άγνοιας σχετικώς των συνοδών του και μέθης του ιδίου, συνθήκες που, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, καθιστούσαν ιδιαίτερα δύσκολη τη διάγνωση του περιστατικού. Επομένως οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ και Ε’ ΚΠοινΔ λόγοι της αιτήσεως και ο τρίτος λόγος του δικογράφου των παραδεκτώς ασκηθέντων πρόσθετων λόγων είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Από τις διατάξεις του άρθρου 138 παρ.2, 3 και αυτές του άρθρου 171 παρ.1 εδ.β’ και δ’ ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται να εκδίδεται απόφαση ή οποιαδήποτε διάταξη του δικαστή κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο αν προηγουμένως δεν προτείνει ο εισαγγελέας και ακουσθούν οι παρόντες διάδικοι. Η παράλειψη της προηγούμενης ακροάσεως είτε του Εισαγγελέα είτε ειδικώς του κατηγορουμένου, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 233 παρ.1 και 2 ΚΠοινΔ, όταν πρόκειται να εξετασθεί κατηγορούμενος, αστικώς υπεύθυνος ή μάρτυρας που δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, εκείνος που διενεργεί την ανάκριση ή εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση διορίζει διερμηνέα. Ο διορισμός του διερμηνέα γίνεται από πίνακα που καταρτίζεται κάθε χρόνο, όπως αναλυτικά προβλέπει η παρ.2 του ανωτέρω άρθρου. “Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι δυνατό να διορισθεί διερμηνέας από εκείνους που είναι εγγεγραμμένοι στο σχετικό πίνακα, μπορεί να διορισθεί διερμηνέας και πρόσωπο που δεν περιλαμβάνεται σ’αυτόν”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 139 ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι “αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από τον νόμο, ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε”, προκύπτει ότι και η διάταξη του διευθύνοντος, με την οποία διορίζεται ως διερμηνέας πρόσωπο μη περιλαμβανόμενο στον οικείο πίνακα, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου αν περιέχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και το ανωτέρω άρθρο 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την έναρξη της συζητήσεως και αφού εμφανίσθηκε ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων και ο συνήγορός του, καθώς και οι συγκατηγορούμενοί του, και επρόκειτο να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία με την εξέταση των μαρτύρων “εμφανίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ο δικηγόρος Αθηνών Σωτήριος Μανωλκίδης, ο οποίος… είπε: Η μητέρα του θύματος επιθυμεί να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα… προς υποστήριξη της κατηγορίας μόνο. Αυτή καθώς και ο γιός της Ψα, ο οποίος είναι μάρτυρας κατηγορίας, δεν γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, αλλά μόνον την αγγλική. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να διορισθεί… διερμηνέας και πρότεινε να διορισθεί ως τέτοιος ο παριστάμενος στο ακροατήριο Στέφανος Καψάλης.”. Στα ίδια πρακτικά και αμέσως εν συνεχεία των ανωτέρω παρατίθενται τα εξής: “Μετά απ’ αυτό, αφού ο Πρόεδρος βεβαιώθηκε ότι η Ψ1 και ο Ψα δεν γνωρίζουν την ελληνική αλλά την αγγλική γλώσσα, διόρισε σύμφωνα με το άρθρο 233 ΚΠΔ σαν διερμηνέα τον Στέφανο Καψάλη του Δημητρίου που γεννήθηκε στην Αθήνα και κατοικεί στη Ρόδο, ετών 35, δικηγόρο, … ο οποίος γνωρίζει την αγγλική γλώσσα και βρίσκεται στο ακροατήριο, χωρίς να υπάγεται σε καμία εξαίρεση από αυτές που ορίζει το άρθρο 234 ΚΠΔ. Κατόπιν ορκίσθηκε στο Ιερό Ευαγγέλιο σύμφωνα με το άρθρο 218 ΚΠΔ, ότι θα διερμηνεύσει αυτά τα οποία θα λεχθούν κατά την παρούσα δίκη, από την ελληνική στην αγγλική γλώσσα και αντίστροφα”, ενώ στο τέλος αυτών έχουν περιληφθεί τα ακόλουθα: “Γίνεται μνεία ότι πριν το Δικαστήριο αποφανθεί επί κάθε ισχυρισμού ή αιτήματος του Εισαγγελέα ή των διαδίκων και πριν εκδώσει καθεμία από τις αναφερόμενες στην παρούσα επιμέρους αποφάσεις του, διδόταν πάντοτε ο λόγος στον Εισαγγελέα, στην πολιτικώς ενάγουσα και στους πληρεξουσίους δικηγόρους της και στο τέλος στους κατηγορουμένους και στους συνηγόρους τους”. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πριν εκδοθεί η διάταξη του Προέδρου του δικάσαντος Εφετείου περί διορισμού διερμηνέα δεν παραλείφθηκε η ακρόαση του Εισαγγελέα και του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Αυτό προκύπτει, εμμέσως πλην σαφώς, από τη μνεία που έχει περιληφθεί στο τέλος των πρακτικών και προπαρατέθηκε, η οποία, υπό την περιληπτική έκφραση “αποφάσεις του Δικαστηρίου”. εννοεί και περιλαμβάνει όσες αποφάσεις ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο, μεταξύ δε αυτών και τις διατάξεις του Προέδρου, των οποίων δεν προκύπτει αποκλεισμός από την ως άνω μνεία. Επομένως ο πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, με την ειδικότερη αιτίαση ότι η διάταξη του Προέδρου του δικάσαντος Εφετείου, περί διορισμού διερμηνεία, εκδόθηκε χωρίς προηγουμένως να προτείνει σχετικώς ο Εισαγγελέας και να δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα για να εκθέσει τις απόψεις του, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Με τον ίδιο (πρώτο) πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και ειδικότερα διότι η διάταξη του Προέδρου του δικάσαντος Εφετείου περί διορισμού διερμηνέα, καίτοι ο διορισθείς διερμηνέας δεν περιλαμβάνεται στον οικείο πίνακα, δεν περιέχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ο λόγος αυτός, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ’, είναι ωσαύτως αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον στα ως άνω πρακτικά βεβαιώνεται ότι ο διορισμός του διερμηνέα έγινε “σύμφωνα με το άρθρο 233 ΚΠΔ”, ήτοι από τον οικείο πίνακα και ως εκ τούτου δεν ήταν αναγκαία η ειδική αιτιολόγηση της συγκεκριμένης διατάξεως του Προέδρου. Η προς απόδειξη του αντιθέτου προσκομιζόμενη απόφαση αφορά στον κατάλογο πραγματογνωμόνων κατά το άρθρο 371 ΚΠολΔ και όχι στον πίνακα που καταρτίζεται κατά το άρθρο 233 ΚΠοινΔ. Η απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 σοιχ.Δ’ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνει όχι μόνον την κρίση για την ενοχή αλλά και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει, για την ύπαρξη της απαιτούμενης αιτιολογίας της αποφάσεως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι λήφθηκαν όλα υπόψη από το Δικαστήριο και όχι μόνον ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτά, αρκεί να μνημονεύονται όλα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα. Εξάλλου η κατά το άρθρο 178 ΚΠοινΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων στην ποινική διαδικασία είναι ενδεικτική και αφορά στα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 ΚΠοινΔ, υπό προϋποθέσεις, από ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή από το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του Εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η πραγματογνωμοσύνη, διακρινόμενο των εγγράφων, πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία της αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, εκτός αν αυτό προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως και ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, ότι στα πρακτικά της δίκης μνημονεύονται μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων και “6. Η από …. ιατροδικαστική έκθεση των ιατρών του Περ. Γεν. Νοσοκομείου Ρόδου …… και …….”, οι οποίοι είχαν ορισθεί πραγματογνώμονες σε εκτέλεση σχετικής έγγραφης παραγγελίας του διενεργήσαντος προανάκριση Αστυνομικού Σταθμού Αφάντου Ρόδου, με αριθ.πρωτ. …… της …., και “10. Η με αρ.πρωτ. …… έκθεση τοξικολογικής εξέτασης του Αναπλ. Καθηγητή του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών…….”, ο οποίος είχε ορισθεί πραγματογνώμονας σε εκτέλεση σχετικής έγγραφης παραγγελίας του διενεργήσαντος προανάκριση Αστυνομικού Σταθμού Αφάντου Ρόδου, με αριθ.πρωτ. …… της …, οι οποίες, ενώ είναι πραγματογνωμοσύνες, δεν μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδικώς ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο. Από την επιτρεπτή επισκόπηση των εν λόγω Εκθέσεων και των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι οι Εκθέσεις αυτές, οι οποίες, αμφότερες, αναφέρονται στα πρακτικά ότι αναγνώσθηκαν, αφορούν και περιέχουν τα πορίσματα της διενεργηθείσης επί του πτώματος του Ψ νεκροψίας και της τοξικολογικής αναλύσεως δειγμάτων αίματος, ούρων, υδατοειδούς υγρού και ιστοτεμαχίων εγκεφάλου του ιδίου, οι οποίες έγιναν προς διαπίστωση των αιτίων του θανάτου του. Αυτές, πράγματι, δεν μνημονεύονται ειδικώς στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη το Δικαστήριο, πλην, όμως, όσα βεβαιώνονται στις Εκθέσεις αυτές, ότι δηλαδή ο θάνατος του τραυματισθέντος επήλθε λόγω “ολιγαιμικής καταπληξίας συνεπεία ρήξης αγγειακού μίσχου αριστερού νεφρού” και ότι συνυπήρχαν “κάταγμα κοτύλης αριστερά και κάταγμα κάτω πέρατος ιερού οστού” και, περαιτέρω, ότι τα επίπεδα αλκοόλης στο αίμα του θανόντος ήταν 1,93 gr/lit, έγιναν δεκτά και παρατίθενται στην αιτιολογία της αποφάσεως, αντληθέντα από τα πορίσματα των Εκθέσεων αυτών, έτσι ώστε δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι αυτές λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο ανωτέρω εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ ΚΠοινΔ δεύτερος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.2 ΚΠοινΔ, η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α’ ΚΠοινΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 68 παρ.2 ΚΠοινΔ ο δικαιούμενος κατά τον Αστικό Κώδικα χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Αν η απαίτηση αυτή υποβληθεί αργότερα ή το πρώτον στο Εφετείο είναι απαράδεκτη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει σαφώς ότι απόλυτη ακυρότητα επέρχεται και από την παράσταση κάποιου ως πολιτικώς ενάγοντος, στην κατ’έφεση δίκη για απαίτηση διαφορετική εκείνης για την οποία παρέστη στην πρωτόδικη δίκη. Ακόμη, όμως, και αν ο πολιτικώς ενάγων παραστεί στην έκκλητη δίκη για άλλο είδος απαιτήσεως από ό,τι στη πρωτόδικη δίκη και αναιρεθεί εντεύθεν για απόλυτη ακυρότητα η εκδοθείσα καταδικαστική απόφαση κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου, από ουδεμία διάταξη νόμου κωλύεται ο πολιτικώς ενάγων να παραστεί στη μετ’αναίρεση και παραπομπή έκκλητη δίκη για το επιδικασθέν σ’αυτόν πρωτοδίκως ποσόν. Το αυτό ισχύει και επί αναιρέσεως αθωωτικής αποφάσεως του Εφετείου κατόπιν αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, οπότε ο νομίμως παραστάς πρωτοδίκως ως πολιτικώς ενάγων δικαιούται πάντοτε να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στη μετ’αναίρεση έκκλητη δίκη, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση αυτή δικαιούται να παραστεί μόνον προς υποστήριξη της κατηγορίας και όχι προς επιδίωξη των πολιτικών του απαιτήσεων, ώστε να μην καταστεί χειρότερη η θέση του αθωωθέντος προηγουμένως από το Εφετείο κατηγορουμένου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, επιτρεπτώς επισκοπούμενα για την έρευνα της βασιμότητας του τέταρτου πρόσθετου λόγου αναιρέσεως, στην ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου πρωτόδικη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η 3016/2003 καταδικαστική απόφασή του, είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για ψυχική οδύνη 30 ευρώ, η οποία και έγινε δεκτή, η μητέρα του θανόντος Ψ1. Επί εφέσεων των καταδικασθέντων κατηγορουμένων, εκδόθηκε η 52/2005 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, η οποία αναιρέθηκε με τη 1648/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, μετά από αίτηση που άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, και η υπόθεση παραπέμφθηκε για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο.
Εκδόθηκε, ακολούθως, η προσβαλλόμενη απόφαση, από τα πρακτικά της οποίας προκύπτει ότι ενώπιον του μετ’ αναίρεση και παραπομπή δικάσαντος Εφετείου εμφανίσθηκε και παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας η ανωτέρω μητέρα του θανόντος. Η παράσταση αυτή, αφού η ίδια πολιτικώς ενάγουσα είχε νομίμως δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ήταν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, σύννομη. Το γεγονός ότι στην ενώπιον του Εφετείου δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, η ανωτέρω πολιτικώς ενάγουσα είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής “για την ηθική βλάβη που της προκάλεσε το αδίκημα”, αντί για ψυχική οδύνη, (προδήλως από παραδρομή), ανεξαρτήτως του ότι η εν λόγω δήλωση ήταν κριτέα από το Εφετείο όπως είχε δηλωθεί και είχε γίνει δεκτή πρωτοδίκως, δεν παριστά τη συγκεκριμένη δήλωση πολιτικής αγωγής ως το πρώτον ενώπιον του Εφετείου εισαχθείσα και συνεπώς απαράδεκτη και, πάντως, δεν επηρεάζεται εκ τούτου το κύρος της ως άνω παραστάσεως της ίδιας πολιτικώς ενάγουσας προς υποστήριξη της κατηγορίας. Επομένως ο τέταρτος (τελευταίος) πρόσθετος λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α’ ΚΠοινΔ, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, λόγω παρά τον νόμο παραστάσεως πολιτικής αγωγής, με την ειδικότερη αιτίαση ότι η ανωτέρω παραστάσα πολιτικώς ενάγουσα δεν είχε δικαίωμα να παραστεί στη μετ’αναίρεση έκκλητη δίκη ούτε προς υποστήριξη της κατηγορίας, διότι δεν είχε παραστεί νομίμως στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και δη διότι απαραδέκτως εισήχθη για πρώτη φορά στη δίκη εκείνη πολιτική αγωγή για ηθική βλάβη, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14 Μαρτίου 2008 αίτηση του Χ1, καθώς και τους από 16 Απριλίου 2008 πρόσθετους λόγους, περί αναιρέσεως της 53/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Δωδεκανήσου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ