Μίσθωση δωματίων ενός ξενοδοχείου από ταξιδιωτικούς οργανισμούς ή τουριστικά γραφεία (χονδρική μίσθωση). Βέβαιη εγγυημένη κράτηση και κράτηση allotment (κατά μερίδιο). Ελευθερία των συμβάσεων. Λόγοι έφεσης. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Μη λήψη υπόψη πραγμάτων. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόμιμης βάσης.
– H μίσθωση των δωματίων ενός ξενοδοχείου, μπορεί να γίνει, είτε απ` ευθείας από τους ενδιαφερομένους μεμονωμένους πελάτες, είτε από ταξιδιωτικούς οργανισμούς ή τουριστικά γραφεία, που τα διαθέτουν στη συνέχεια, στους πελάτες τους (τουρίστες). Στην δεύτερη περίπτωση, που χαρακτηρίζεται, ως “χονδρική μίσθωση” θα πρόκειται για την ξενοδοχειακή μίσθωση. Η χονδρική μίσθωση ξενοδοχειακών κλινών (δωματίων) μπορεί να πάρει ανάλογα με τον νόμο, την συμφωνία των μερών, αλλά και την συναλλακτική πρακτική, κυρίως, δύο ειδικότερες μορφές, χωρίς να αποκλείεται φυσικά εντός των ορίων της συμβατικής ελευθερίας η επιλογή και άλλων τύπων ή και ο συνδυασμός τους. Η πρώτη μορφή αποτελεί την λεγόμενη βέβαιη εγγυημένη κράτηση, στο πεδίο λειτουργίας της οποίας ο ξενοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραχωρεί τον συμφωνηθέντα αριθμό κλινών (και να προσφέρει και τις συναφείς ξενοδοχειακές παροχές) για την προκαθορισμένη περίοδο στον αντισυμβαλλόμενό του (ακριβέστερα στους υπ` αυτού υποδειχθησόμενους τρίτους – πελάτες του), ο οποίος, με την σειρά του, οφείλει το συμφωνηθέν ολικό αντίτιμο μίσθωμα, ανεξάρτητα του εάν έκανε χρήση των μισθωθεισών κλινών, παραχωρώντας την (τη χρήση) στους δικούς τoυ πελάτες. Η δεύτερη μορφή αποτελεί την λεγόμενη κράτηση allotment (κατά μερίδιο), που ρυθμίζεται από το άρθρο 11 της απόφασης του Γενικού Γραμματέα του Ε.Ο.Τ 503007/29.1.1976, στην οποία (απόφαση), το άρθρο 8 Ν. 1652/1986 έδωσε ισχύ τυπικού νόμου. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της συμφωνίας είναι ο συμβατικός προσδιορισμός δύο ακραίων ποσοτικών ορίων μισθωμένων κλινών, ενός ανώτατου και ενός κατώτατου, εντός μιας η περισσότερων χρονικών περιόδων. Ο ξενοδόχος είναι υποχρεωμένος να διατηρεί δεσμευμένο για τον αντισυμβαλλόμενο του το ανώτατο όριο κλινών, υποχρεούμενος σε αντίθετη περίπτωση, σε αποζημίωσή του, ενώ ο μισθωτής των κλινών καταβάλει το μίσθωμα, μόνο για όσες κλίνες χρησιμοποίησε, χωρίς υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης για τις μη χρησιμοποιηθείσες κλίνες. Η ξενοδοχειακή, κατά τα άνω σύμβαση είναι μικτή σύμβαση προεχόντως μισθωτικού χαρακτήρα, πέρα από τα στοιχεία μίσθωσης υπηρεσιών, πώλησης, προμήθειας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 παρ.1 της 503007/29-1-1976 απόφασης του Γενικού Γραμματέα του ΕΟΤ περί κανονισμού σχέσεων ξενοδόχων και πελατών αυτών, που όπως προεκτέθηκε, κυρώθηκε και απέκτησε ισχύ νόμου με το άρθρο 8 του Ν. 1652/1986, τουριστικό γραφείο ή ταξιδιωτικός οργανισμός δικαιούται να προβεί σε ακύρωση μέρους ή του συνόλου των συμφωνηθεισών κλινών, χωρίς υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης, εφόσον αποδεδειγμένα ειδοποιηθεί ο ξενοδόχος εικοσιμία ημέρες τουλάχιστον πριν από την άφιξη των πελατών. Με τη διάταξη αυτή ρυθμίζεται η εγγυημένη κράτηση, κατά την οποία ο ξενοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραχωρεί τον συμφωνηθέντα αριθμό κλινών για την προκαθορισμένη περίοδο στον αντισυμβαλλόμενό του (στους υπ’ αυτού υποδειχθησόμενους τρίτους πελάτες του), ο οποίος οφείλει το συμφωνηθέν αντίτιμο, ανεξάρτητα αν έκανε χρήση των μισθωθεισών κλινών και αν οι πελάτες παρέμειναν οι ίδιοι ολόκληρη τη μισθωτική περίοδο ή εναλλάσονταν. Στη σύμβαση δηλαδή αυτή τον επιχειρηματικό κίνδυνο να μη καλυφθούν οι συμφωνηθείσες κλίνες φέρει το τουριστικό γραφείο, το οποίο βάσει της συμφωνίας θα καταβάλει το συνολικό αντίτιμο (ΟλΑΠ 38/1997, ΑΠ549/2019, ΑΠ1207/2001, ΑΠ292/2000).
– Το άρθρο 361 ΑΚ εκφράζει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που πηγάζει από το άρθρο 5 παρ.1 Συντάγματος (ΟλΑΠ 33/2002) συνεπεία της οποίας τα μέρη είναι ελεύθερα να διαπλάσσουν τις έννομες σχέσεις τους σε μεγάλο μέτρο και δεν είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν τα πρότυπα που θέτει ο νόμος. Η αρχή εκδηλώνεται με τη σύσταση, αλλοίωση ή και κατάργηση της ενοχής. Ελευθερία των συμβάσεων σημαίνει α) ελευθερία του ατόμου να συνάπτει ή να μη συνάπτει σύμβαση, τόσο γενικά όσο και με συγκεκριμμένο πρόσωπο ως αντισυμβαλλόμενο (ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλόμενου) και β) ελευθερία καθορισμού του περιεχομένου της σύμβασης (ΑΠ 1518/2013).