ΑΡΙΘΜΟΣ 687/2021 ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Κατάσχεση εις χείρας τρίτου. Εκτέλεση εις βάρος αλλοδαπού δημοσίου. Περιεχόμενο ανακοπής του τρίτου. Παρά το νόμο κήρυξη ή μη ακυρότητας, έκπτωσης από δικαίωμα ή απαραδέκτου. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση. – Σύμφωνα με το άρθρο 987 ΚΠολΔ, “ο τρίτος δεν έχει δικαίωμα να προσβάλει το κύρος της κατάσχεσης παρά μόνο αν το κατασχετήριο δεν περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 983 ή δεν κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση”. Επομένως, επί κατασχέσεως στα χέρια τρίτου, ο τρίτος δικαιούται να προσβάλλει την κατάσχεση για ακυρότητα, μόνον α) όταν το κατασχετήριο δεν περιέχει τα στοιχεία που αξιώνει το άρθρο 983, ιδίως περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαιτήσεως, όπως και το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση και β) όταν το κατασχετήριο δεν κοινοποιήθηκε στον καθού η εκτέλεση. Αντίθετα, δεν νομιμοποιείται, κατ’ αρχήν, ο τρίτος να προσβάλλει την κατάσχεση για λόγους, που αφορούν στην υπόσταση και στην έκταση της κατασχεμένης απαιτήσεως. Δεν νομιμοποιείται με άλλα λόγια να προβάλλει ουσιαστικές ενστάσεις σχετικές με την υπόσταση και την έκταση της κατασχεμένης απαίτησης. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στον τρίτο η προβολή ουσιαστικών ενστάσεων αν παρέχεται σ’ αυτόν τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη, καθώς και αν αυτές προκύπτουν από παράβαση διατάξεων που θεσπίζονται για το δημόσιο συμφέρον ή για το δικό του συμφέρον, όπως λ.χ. είναι το ακατάσχετο της απαιτήσεως (ΑΠ 221/1976). Είναι προφανές ότι οι ανωτέρω αιτιάσεις συνιστούν λόγους που κατά κανόνα θα μπορούσε ο καθού η εκτέλεση (και όχι τρίτος) να προβάλλει μέσω της ανακοπής κατά του κύρους της εκτελέσεως του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Αντίθετα, ο τρίτος δεν μπορεί να προβάλλει δικονομικές ενστάσεις οι οποίες αναφέρονται στο κύρος και τις προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως που ενεργείται σε βάρος του καθού η εκτέλεση, πλην αυτών που ρητά το άρθρο 987 ορίζει. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 923 ΚΠολΔ, αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγουμένη άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης. Αποκλειστικός δε σκοπός της θεσπίσεως της διατάξεως αυτής είναι, κατά την προφανή έννοιά της, να παρασχεθεί στον Υπουργό Δικαιοσύνης η εξουσία εκτιμήσεως της σκοπιμότητας της επισπεύσεως αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του αλλοδαπού δημοσίου με κριτήριο τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η λήψη των μέτρων αυτών στις ομαλές σχέσεις της Χώρας με το εν λόγω κράτος. Χωρίς την άδεια αυτή επέρχεται ακυρότητα της εκτελέσεως ανεξαρτήτως βλάβης (159 αριθ. 1). Την ως άνω, σαφώς δικονομικού (και όχι ουσιαστικού) χαρακτήρα, ακυρότητα μόνο το αλλοδαπό δημόσιο μπορεί να επικαλεσθεί και μάλιστα αποκλειστικά με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ εντός της οριζόμενης από το άρθρο 934 του ιδίου κώδικα προθεσμίας, δυνάμενο να παραιτηθεί αυτής είτε ρητώς είτε σιωπηρώς (ΑΠ 460/1962, εκδοθείσα υπό την ισχύ του ήδη καταργηθέντος, με το άρθρο 5 παρ.6 ΕισΝΚΠολΔ, άρθρου 1 παρ. 1 του ΑΝ 1519/1938, ομοίου περιεχομένου προς το άρθρο 923 ΚΠολΔ). Έτσι, σε περίπτωση κατασχέσεως εις χείρας τρίτου, ενόψει του ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 923 ΚΠολΔ καθιερώνει όρο του παραδεκτού της εις βάρος αλλοδαπού δημοσίου εκτελέσεως και επομένως συνιστά δικονομική ένσταση, ισχύουν οι εκ των άρθρων 987 και 262 παρ. 2 ΚΠολΔ περιορισμοί των δυνάμενων να προταθούν κατά της εκτελέσεως ενστάσεις του τρίτου και επομένως ο τελευταίος δεν νομιμοποιείται να προβάλλει την έλλειψη αυτή κατά του επισπεύδοντος την εκτέλεση δανειστή, έστω και αν τέθηκε προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος. – Κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η ακυρότητα πρέπει να έχει λάβει χώρα ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου και να χαρακτηρίζεται ως δικονομική (ΑΠ 139/2018).