Απόφαση Ειρηνοδικείου Αθηνών υπ’ αριθμ. 368/2022: Διαδικασία εκπτώσεως από ρύθμιση Ν. 3869/2010 (πρώτη δημοσίευση Justina.gr)
Άρθρο 11 παρ. 2 Ν. 3869/2010 – Δεν επέρχεται έκπτωση εάν παραλειφθεί από τον επισπεύδοντα πιστωτή η επίδοση της εξώδικης δήλωσης σε όλους τους υπολοίπους πιστωτές καθ’ ων η αίτηση υπαγωγής στον Ν. 3869/2010 – Η εφαρμογή του ανακριτικού συστήματος στην εκουσία δικαιοδοσία δεν επιτρέπει να ληφθούν υπόψη επιδόσεις προς ολοκλήρωση της διαδικασία εκπτώσεως που έλαβαν χώρα και προσκομίστηκαν στο δικαστήριο μετά τη συζήτηση της αίτησης ανατροπής εκπτώσεως και πάντως μετά την προσθεσμία της προσθήκης-αντίκρουσης
[απόσπασμα]
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 11 παρ. 2 του ν. 3869/2010, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 64 του ν. 4549/2018 «Αν ο οφειλέτης καθυστερεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από τη ρύθμιση οφειλών, με συνέπεια το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικώς την αξία τριών (3) μηνιαίων δόσεων, διαδοχικών ή μη, ο θιγόμενος πιστωτής μπορεί να επιδώσει στον οφειλέτη εξώδικη όχληση με την οποία τον καλεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών. Αν ο οφειλέτης δεν συμμορφωθεί προσηκόντως, εκπίπτει αυτοδικαίως από τη ρύθμιση έναντι όλων των πιστωτών από την ημέρα που ο θιγόμενος πιστωτής επιδώσει σχετική δήλωση στους υπόλοιπους πιστωτές, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταθέσει σχετικό σημείωμα με ενσωματωμένη την ανωτέρω αναφερόμενη εξώδικη όχληση στο φάκελο που τηρείται στο αρμόδιο δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το Ειρηνοδικείο την ανατροπή της έκπτωσής του αν αποδεικνύει ότι η μη καταβολή των δόσεων οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας, μη δυνάμενο να αντιμετωπιστεί με αίτηση μεταρρύθμισης της απόφασης ή ότι ο θιγόμενος πιστωτής άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμα της παρούσας παραγράφου». Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι προκειμένου να επέλθει η αυτοδίκαιη έκπτωση του οφειλέτη από τη ρύθμιση του νόμου 3869/2010 στην οποία υπήχθη, χωρίς να χρειάζεται πλέον η έκδοση δικαστικής απόφασης προς τούτου, θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ο θιγόμενος από την υπερημερία του οφειλέτη πιστωτής να έχει προηγουμένως επιδώσει εξώδικη όχληση στον οφειλέτη, με την οποία τον καλεί στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών, β) να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, γ) ο θιγόμενος πιστωτής να επιδώσει σχετική δήλωση προς τους υπόλοιπους πιστωτές, η οποία θα αναφέρει την επέλευση της εκ του νόμου αυτοδίκαιης επέλευσης της έκπτωσης, ενώ η έκπτωση του οφειλέτη επέρχεται μόνο από την ημέρα που θα λάβει χώρα η επίδοση αυτή, και δ) ο θιγόμενος πιστωτής να καταθέσει σχετικό σημείωμα με ενσωματωμένη την εξώδικη όχληση στον φάκελο που τηρείται στο αρμόδιο Δικαστήριο. Μόνο εφόσον γίνουν όλα τα παραπάνω επέρχεται η αυτοδίκαιη έκπτωση του οφειλέτη από τη γενόμενη ρύθμιση έναντι όλων των πιστωτών (Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, Συμπλήρωμα στην 4η έκδοση έτους 2016, έκδοση 2018, άρθρο 11 πλαγιάρ. 6, σ. 181-182). Αντιθέτως, αν κάποια από τις παραπάνω προϋποθέσεις δεν συντρέχει, τότε δεν έχει επέλθει η εκ του νόμου αυτοδίκαιη έκπτωση του οφειλέτη από τη ρύθμιση και τυχόν ασκηθείσα αίτηση ανατροπής κατ’ άρ. 11 παρ. 2 εδ. γ’ του ν. 3869/2010 τυγχάνει απορριπτέα ως άνευ αντικειμένου. Εξάλλου, όλες οι ως άνω προϋποθέσεις της έκπτωσης (όπως επίσης και τα θεμελιωτικά της αίτησης ανατροπής πραγματικά περιστατικά) θα; πρέπει να έχουν πληρωθεί τουλάχιστον μέχρι τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της αίτησης ανατροπής, ώστε να έχει γεννηθεί και το δικαίωμα του οφειλέτη για ανατροπή της έκπτωσης, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα ότι -ακόμη και στην περίπτωση της προληπτικής δικαστικής προστασίας- ο γενεσιουργός λόγος του δικαιώματος πρέπει να έχει συσταθεί μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς δικαστική προστασία δεν παρέχεται για μελλοντικές και αβέβαιες έννομες σχέσεις (ΜΠΒολ 10/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, ο αιτών δικαστική προστασία πρέπει να επικαλείται και να αποδεικνύει άμεσο έννομο συμφέρον για την παροχή της, που σημαίνει ότι η ανάγκη παροχής δικαστικής προστασίας πρέπει να είναι ενεστώσα, να αφορά δηλαδή σε έννομη σχέση του παρόντος και όχι απλώς σε μελλοντική ή ενδεχόμενη, σε υπαρκτή και όχι υποθετική έννομη σχέση (ΕφΑΘ 4845/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Νίκας, Πολιτική Δικονομία I, έκδοση 2003, σ. 324).
Περαιτέρω, στην εκούσια δικαιοδοσία καθιερώνεται μεν το ανακριτικό σύστημα απόδειξης (άρ. 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ), πράγμα που υποδηλώνει τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά μη προταθέντα από κάποιον από τους διαδίκους, πλην όμως αυτό δεν απαλλάσσει τους διαδίκους από την κατ’ άρ. 759 παρ. 4 ΚΠολΔ υποχρέωσή τους να προσκομίσουν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο όλα τα αποδεικτικά μέσα που θα χρησιμοποιήσουν για να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους ούτε επιτρέπει την προβολή πραγματικών ισχυρισμών πέραν του χρόνου της περάτωσης και της τελευταίας συζήτησης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (άρ. 745 ΚΠολΔ). Συνεπώς, τυχόν προσκομισθέντα στο Δικαστήριο αποδεικτικά μέσα σε χρόνο μεταγενέστερο της συζήτησης στο ακροατήριο και πριν την έκδοση απόφασης (πέραν των προσκομιζομένων στο πλαίσιο της προσθήκης-αντίκρουσης αποδεικτικών εγγράφων) δεν λαμβάνονται υπόψη, αφού έχουν προσαχθεί κατ’ αντίθεση στο άρ. 759 παρ. 4 ΚΠολΔ, χωρίς μάλιστα να υπάρχει διαταγή του Δικαστηρίου για διεξαγωγή αποδείξεων και συνακόλουθα ούτε δυνατότητα του τυχόν αντίδικου μέρους να λάβει γνώση αυτών και να τα αντικρούσει, παραβιαζομένου έτσι του δικαιώματος ακρόασής του.
[…] (Εν προκειμένω), ο αιτών καθυστέρησε την καταβολή ποσού 1.370,50 ευρώ προς την πρώτη καθ’ ης αναφορικά με την τήρηση της ρύθμισης του άρ. 8 παρ. 2, πράγμα που συνομολογεί και ο ίδιος. Για τον λόγο αυτό και επειδή το ως άνω ποσό υπερέβαινε αθροιστικά την αξία τριών (3) μηνιαίων δόσεων, όπως αυτές ορίστηκαν με την ως άνω με αρ. ΧΧΧΧ/2018 απόφαση, η πρώτη καθ’ ης του απέστειλε την από Χ-Χ-2019 εξώδικη πρόσκληση-δήλωση, με την οποία του επεσήμανε την καθυστέρηση αυτή, καλώντας τον συγχρόνως να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό εντός 30 ημερολογιακών ημερών και επισημαίνοντάς του ότι αν δεν συμμορφωθεί προσηκόντως, θα εκπέσει αυτοδικαίως από τη ρύθμιση. Η εξώδικη αυτή δήλωση επιδόθηκε στον αιτούντα δια θυροκόλλησης την Χ-Χ-2019, όπως προκύπτει από τη με αρ. ΧΧΧ/Χ-Χ-2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ΧΧΧΧΧΧΧΧ. Σε συνέχεια του εξωδίκου αυτού, ο αιτών κατέβαλε προς την πρώτη καθ’ ης το συνολικό ποσό των 1.000 ευρώ, προσδοκώντας στην διακοπή της διαδικασίας έκπτωσής του, κατόπιν και τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχε με υπαλλήλους της πρώτης καθ’ ης, οι οποίοι του δημιούργησαν την πεποίθηση ότι αν κατέβαλλε το ποσό των 1.000 ευρώ θα ήταν προστατευμένος από τυχόν έκπτωση, όπως κατέθεσε και ο ίδιος κατά την εξέτασή του. Ωστόσο, επειδή ο αιτών εξακολουθούσε να μην είναι συνεπής στην τήρηση της ρύθμισης, όπως αποδεικνύεται από τις άτακτες καταβολές στις οποίες συνέχισε να προβαίνει, και ειδικότερα μία καταβολή ποσού 150 ευρώ την Χ-Χ-2019 και μία καταβολή ποσού 200 ευρώ την Χ-Χ-2020 (άλλες καταβολές προς την πρώτη καθ’ ης δεν αποδεικνύεται ότι ακολούθησαν), η πρώτη καθ’ ης, ως θιγόμενη πιστώτρια, εξακολούθησε τις ενέργειες της για την έκπτωσή του. Έτσι, όπως αποδεικνύεται από τη με αρ. ΧΧΧΧ/Χ-Χ- 2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ΧΧΧΧΧΧ, την Χ-Χ-2020 επέδωσε στο δεύτερο καθ’ ου την από Χ-Χ-2020 γνωστοποίηση-δήλωσή της, με την οποία του γνωστοποιούσε την καθυστέρηση του αιτούντος στην καταβολή των δόσεων και την επίδοση σε αυτόν σχετικής εξώδικης όχλησης, ενώ την Χ-Χ-2020 κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου το από Χ-Χ-2020 σημείωμά της κατ’ άρ. 11 παρ. 2 εδ. β’ του ν. 3869/2010. Παρά τα ανωτέρω, όμως, δεν επήλθε η εκ του νόμου αυτοδίκαιη έκπτωση του αιτούντος από τη ρύθμιση που διατάχθηκε με τη με αρ. ΧΧΧΧ/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, και δη από την Χ-Χ-2019 όπως εσφαλμένα εκλαμβάνει η πρώτη καθ’ ης (βλ. και το κείμενο της από 26-2-2020 γνωστοποίησης-δήλωσής της προς το δεύτερο των καθ’ ων), καθώς εν προκειμένω, μέχρι τον χρόνο συζήτησης της υπό κρίση ως άνω υπό στοιχείο (Β) αίτησης (ανατροπής εκπτώσεως) δεν έλαβε χώρα επίδοση σχετικής δήλωσης σε όλους τους υπόλοιπους μετέχοντες στη δίκη πιστωτές του αιτούντος, πλην του δεύτερου των καθ’ ων. Η πρώτη καθ’ ης δεν επέδωσε δηλαδή σχετική δήλωση στην τρίτη, την τέταρτη και την πέμπτη των καθ’ ων (που είχαν συμπεριληφθεί και στη δικαστική ρύθμιση της ως άνω απόφασης), ως όφειλε σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 11 παρ. 2 εδ. β’ του ν. 3869/2010, εάν ήθελε να επέλθει η έκπτωση του αιτούντος από τη δικαστική ρύθμιση.
Συνεπεία της έλλειψης αυτής, μέχρι την ημέρα της παρούσας συζήτησης δεν είχαν πληρωθεί οι προϋποθέσεις της αυτοδίκαιης έκπτωσης του αιτούντος από τη δικαστική ρύθμιση της με αρ. ΧΧΧΧ/2018 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η αυτοδίκαιη έκπτωση του οφειλέτη από τη ρύθμιση επέρχεται από την ημέρα που ο θιγόμενος πιστωτής θα επιδώσει σχετική δήλωση στους υπόλοιπους πιστωτές ακολούθως προς την προαναφερθείσα διάταξη και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα και στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επισημαίνεται ότι τυχόν ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτοδίκαιης έκπτωσης του αιτούντος σε χρόνο μεταγενέστερο αυτού της παρούσας συζήτησης δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, που λαμβάνει υπόψη πραγματικούς ισχυρισμούς και αποδεικτικά μέσα που προβάλλονται μόνο μέχρι το τέλος της συζήτησης ενώπιον του κατ’ άρ. 745 και 759 παρ. 4 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε. (Σημειωτέον ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι προσκομισθείσες από την πρώτη καθ’ ης με αρ. ΧΧΧΧ/Χ-Χ-2021, ΧΧΧΧ/Χ-Χ-2021 και ΧΧΧΧΧ/Χ-Χ-2021 [ημερομηνίες επίδοσης μετά τη συζήτηση της αίτησης ανατροπής εκπτώσεως] εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ΧΧΧΧΧΧ, για τον λόγο ότι δεν προσκομίστηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο κατ’ άρ. 759 παρ. 4 ΚΠολΔ ούτε στο πλαίσιο προσθήκης- αντίκρουσης της καθ’ ης, αφού δεν κατέθεσε τέτοιο δικόγραφο, ούτε κατόπιν αυτεπάγγελτης συλλογής αποδείξεων του Δικαστηρίου, αλλ’ αντιθέτως προσκομίστηκαν αυτοβούλως από την καθ’ ης στη θυρίδα του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου την Χ-Χ-2021, όπως προκύπτει από την επισημείωση επί του σχετικού φακέλου εντός των οποίων προσκομίστηκαν, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της συζήτησης στο ακροατήριο, με αποτέλεσμα να καθίσταται δικονομικά απαράδεκτη η προσκομιδή τους και να παραβιάζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα ακρόασης του αιτούντος, σύμφωνα και με τη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε). Συνεπεία των ανωτέρω, η ως άνω υπό στοιχείο (Β) κρινόμενη αίτηση (ανατροπής εκπτώσεως) τυγχάνει άνευ αντικειμένου και πρόωρα ασκηθείσα και θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού μέχρι τον χρόνο συζήτησης στο ακροατήριο δεν συντρέχει έκπτωση του αιτούντος οφειλέτη ώστε να χωρεί ανατροπή της και, άρα, ούτε καταλείπεται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου στο παρόν στάδιο ούτε συντρέχει άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος για παροχή δικαστικής προστασίας.