Τι προβλέπει για την εφαρμογή δυσμενέστερου νόμου για σύνταξη δικαιούχου ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία για το ύψος της σύνταξης στα δικαστήρια.
Αναδρομική περικοπή συντάξεων: Λάμβανε την σύνταξη του συζύγου της ως χήρα δικαιούχου σύνταξης. Το ποσό της σύνταξης είχε καθοριστεί ανάλογα με την κατηγορία ασφάλισης και το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών που είχε καταβάλει ο δικαιούχος. Με νέο νόμο άλλαξαν οι τρόποι υπολογισμού της σύνταξής της, ενώ εκκρεμούσε η προσφυγή της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με το ύψος της.
Οι αλλαγές στον σχετικό νόμο, οι οποίες ίσχυσαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, η οποία απόφαση είχε εκδοθεί υπέρ της, και ενώ εκκρεμούσε η έφεση που είχε ασκηθεί από το αντίδικο μέρος, είχαν ως αποτέλεσμα να ακυρωθεί η πρωτόδικη απόφαση και να μειωθεί η σύνταξή της.
Ωστόσο, όπως έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το γεγονός αυτό συνιστά παραβίαση της δίκαιης δίκης και του κράτους δικαίου και για το λόγο αυτό επιδίκασε αποζημίωση στην προσφεύγουσα ύψους 15.700 ευρώ (9.700 ευρώ ως αποζημίωση και 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη).
Όπως αναφέρεται στην απόφαση «το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα κρίνει ότι, μολονότι ο νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίσει νέες διατάξεις για τη ρύθμιση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τους ισχύοντες νόμους με αναδρομική ισχύ, η αρχή του κράτους δικαίου και η έννοια της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 αποκλείουν οποιαδήποτε παρέμβαση του νομοθέτη – εκτός από όταν συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος – στην απονομή της δικαιοσύνης που αποσκοπεί να επηρεάσει τη δικαστική επίλυση μιας διαφοράς. Παρόλο που ο νόμοι που ρυθμίζουν τα συνταξιοδοτικά θέματα ενδέχεται να αλλάξουν και δεν μπορεί να γίνει επίκληση δικαστικής απόφασης ως εγγύηση έναντι τέτοιων μελλοντικών αλλαγών, ακόμη και αν τέτοιες αλλαγές είναι σε βάρος ορισμένων δικαιούχων σύνταξης, το κράτος δεν μπορεί να παρέμβει στη διαδικασία εκδίκασης συνταξιοδοτικών υποθέσεων με αυθαίρετο τρόπο».
Αναδρομική περικοπή συντάξεων: Το σκεπτικό του ΕΔΔΑ
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι «ο νόμος απέκλειε ρητά από το πεδίο εφαρμογής του τις συντάξεις χηρείας που είχαν ήδη καθοριστεί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και διευθετήθηκαν οριστικά οι όροι των διαφορών ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων Πράγματι, η ψήφιση του Ν. 296/2006, ενώ η διαδικασία εκκρεμούσε, στην πραγματικότητα προσδιόρισε την ουσία των διαφορών, και η εφαρμογή του από τα διάφορα τακτικά δικαστήρια κατέστησε άσκοπη τη συνέχιση των προσφυγών μιας ολόκληρης κατηγορίας προσφευγόντων. Έτσι, ο νόμος είχε ως αποτέλεσμα να μεταβάλει οριστικά την έκβαση της εκκρεμούς διαφοράς στην οποία συμμετείχε το Δημόσιο, επικυρώνοντας τη θέση του Δημοσίου σε βάρος των προσφευγόντων».
Όπως, όμως, «επανέλαβε μόνο επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια τέτοια παρέμβαση του νομοθέτη. Ο σεβασμός του κράτους δικαίου και η έννοια της δίκαιης δίκης απαιτούν οι λόγοι που προβάλλονται για να δικαιολογήσουν τέτοια μέτρα να αντιμετωπίζονται με τον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό περίσκεψης».
Αντικρούοντας τους ισχυρισμούς της ιταλικής κυβέρνησης, το ΕΔΔΑ έκρινε πως «σε αυτό το πλαίσιο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο νόμος επιδίωκε να επαναφέρει την αρχική πρόθεση του νομοθέτη, το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο στόχος της εναρμόνισης του συνταξιοδοτικού συστήματος, αν και προς το δημόσιο συμφέρον, δεν ήταν αρκετά επιτακτικός για την αντιμετώπιση των κινδύνων που ενυπάρχουν στην αναδρομική ισχύ της νομοθεσίας που επηρεάζει μια εκκρεμή διαφορά. Πράγματι, ακόμη και αν αποδεχτεί ότι το κράτος προσπαθούσε να προσαρμόσει μια κατάσταση που δεν είχε αρχικά την πρόθεση να δημιουργήσει, το Δικαστήριο σημείωσε ότι θα μπορούσε να το πράξει χωρίς να καταφύγει σε αναδρομική εφαρμογή του νόμου».