Απόφαση 2247/2022
Τμήμα 13ο Τριμελές
Πρόεδρος: Βασιλική Κοτσιμπού. Εισηγήτρια: Ευαγγελία-Δόξα Κουσιουρή
Ευθύνη του Δημοσίου προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (105 ΕισΝΑΚ, 932 ΑΚ) που προκλήθηκε από παράνομες πράξεις και παραλείψεις οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας.
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου ΑΚ, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση παράνομης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από την παράνομη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από παράνομες υλικές ενέργειες των οργάνων του ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον αυτές συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών. Η δε παρανομία στοιχειοθετείται όχι μόνο όταν παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου με σχετική πράξη ή παράλειψη οργάνου του Δημοσίου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα ή υποχρεώσεις που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, καθώς και εκείνα που, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και της καλής πίστης, προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (βλ. ΣτΕ 764/2021, 1909/2020, 1704/2019, 1819/2018, 2838/2017 κ.ά.). Τουναντίον, το πταίσμα του οργάνου του Δημοσίου δεν συνιστά προϋπόθεση για την κατάφαση της ευθύνης (βλ. ΣτΕ 764/2021, 1909/2020, 1704/2019, 2838/2017 κ.ά.).
Περαιτέρω, από τη συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 57 και 59 ΑΚ και εκείνης του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου ΑΚ συνάγεται ότι, ανεξαρτήτως της αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως και στην περίπτωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου (βλ. ΣτΕ 4133/2011 7μ., 4343, 3312/2009, 2100/2006 7μ. κ.ά.), να επιδικάσει σε βάρος του Δημοσίου εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (βλ. ΣτΕ 3292/2017, 3539/2015, 1783/2013 κ.ά.). Εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, δύναται να επιδικασθεί και υπέρ εκείνου ο οποίος έχει υποστεί προσβολή της προσωπικότητάς του σε οποιαδήποτε από τις επί μέρους εκφάνσεις της, όπως για παράδειγμα η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου (βλ. ΣτΕ 3292/2017, πρβλ. ΑΠ 308/2016) ή η σωματική του ακεραιότητα, από παράνομη πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (ή καθ’ υπέρβαση αυτών), χωρίς να εξετάζεται η υπαιτιότητά τους, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ (βλ. ΣτΕ 3292/2017, 410/2016, 1970/2009, 1326/2009 κ.ά.). Στην έννοια της προσβολής της προσωπικότητας εμπίπτει, μεταξύ άλλων, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει ως ενέχουσες απαξία˙ συναφώς, διατάραξη της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου επιφέρουν και εκείνες οι πράξεις οι οποίες εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές τον καθιστούν απλώς ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την άσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων, ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητάς του (πρβλ. ΑΠ 726/2015, 1279/2011).
Αγωγή Αξιωματικού της Ελληνικής Αστυνομίας με αίτημα την αναγνώριση της υποχρέωσης του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του η οποία, σύμφωνα με τα προβαλλόμενα, προκλήθηκε από παράνομες πράξεις και παραλείψεις οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας, συνιστάμενες στην έκδοση δελτίων τύπου, τη θέση του ενάγοντος σε κατάσταση υπηρεσιακής διαθεσιμότητας και την πειθαρχική του δίωξη, χωρίς να συντρέχουν σαφείς ενδείξεις και προτού ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του.
Εν πρώτοις, όσον αφορά την έκδοση και την αποστολή στα μέσα μαζικής ενημέρωσης δελτίων τύπου από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας σχετικώς με την εμπλοκή του ενάγοντος σε ποινικά αδικήματα, το Δικαστήριο διαπίστωσε πως η έκδοση του μεν πρώτου δελτίου τύπου αφ’ ενός είχε λάβει χώρα στο πλαίσιο της προανάκρισης, που διενεργούσε η αστυνομική αρχή, κατά το άρθρο 243 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αφ’ ετέρου παρίστατο δικαιολογημένη λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης, καθώς εμπλέκονταν αστυνομικά όργανα και, ως εκ τούτου, επρόκειτο για ζήτημα που ενδιέφερε το ευρύ κοινό. Επιπλέον, το περιεχόμενο του δελτίου αναφερόταν στη διεξαγωγή έρευνας και τη λήψη πειθαρχικών μέτρων σε βάρος αστυνομικών, δηλαδή σε αντικειμενικά γεγονότα, χωρίς να γίνεται μνεία του ονόματος του ενάγοντος ή στοιχείων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην διακρίβωση της ταυτότητάς του από τρίτους. Με το δεύτερο δε δελτίο τύπου ενημερώθηκε το κοινό αφ’ ενός για την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος των αναφερόμενων στο προηγούμενο δελτίο τύπου αστυνομικών, αφετέρου για την πειθαρχική διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει, χωρίς να παρατίθενται στο δελτίο αυτό κρίσεις ή χαρακτηρισμοί σε βάρος τους και χωρίς να μνημονεύονται τα ονόματά τους. Η δε μνεία ότι πραγματοποιήθηκε εμπεριστατωμένη και ενδελεχής έρευνα από την αρμόδια αστυνομική υπηρεσία, σύμφωνα με την οποία υπήρξε και εμπλοκή σε απόπειρα διακίνησης παράνομων μεταναστών, γινόταν σαφώς για τους δύο Αστυφύλακες και όχι για τον Αστυνόμο Β΄, όπως αβασίμως προέβαλε ο ενάγων. Έτσι, δεδομένου ότι η υποχρέωση σεβασμού από τις κρατικές αρχές του τεκμηρίου της αθωότητας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ.2 της Ε.Σ.Δ.Α., δεν εμποδίζει αυτές να ενημερώνουν το κοινό για ποινικές ή πειθαρχικές έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη, για την ύπαρξη κατηγοριών σε βάρος προσώπων ή τη σύλληψή τους, εφόσον δεν περιλαμβάνουν και δήλωση περί ενοχής τους (βλ. ΣτΕ 1326/2009, ΔΕφΑθ 963/2019, 1739/2018, απόφαση ΕΔΔΑ Maslarova κατά Βουλγαρίας της 31.1.2019 αρ.26966/10, Paulikas κατά Λιθουανίας της 24.1.2017 αρ.57435/09, Κώνστας κατά Ελλάδος της 24.5.2011, Krause κατά Ελβετίας αρ.7986/77), η έκδοση των δελτίων τύπου από τις αστυνομικές αρχές δεν ήταν παράνομη, τη στιγμή μάλιστα που σε αυτά δεν αναφέρονταν τα ονόματα των εμπλεκομένων.
Κατά δεύτερον, όσον αφορά τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι παρανόμως τέθηκε σε κατάσταση διαθεσιμότητας, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι με διαταγή του Προϊσταμένου Επιτελείου του Αρχηγείου της Αστυνομίας είχε διαταχθεί η διενέργεια Ε.Δ.Ε. σε βάρος του ενάγοντος για πράξεις που συνιστούσαν τα πειθαρχικά παραπτώματα της από πρόθεση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης πλημμελήματος, κατά του οποίου απειλείται στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον 3 μηνών, και της τέλεσης πράξης που αντιβαίνει στο υπηρεσιακό καθήκον ή συνιστά σοβαρή παραμέληση αυτού ή ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του αστυνομικού διαγωγή (άρθρο 11 παρ.1 εδ. ζ΄ και ι΄ του π.δ.120/2008), τα οποία επισύρουν την ποινή της αργίας με απόλυση, ήτοι ανώτερη πειθαρχική ποινή, έκρινε πως νομίμως είχε τεθεί ο ενάγων σε διαθεσιμότητα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 παρ. 2 του π.δ. 120/2008, ώστε να καταστεί δυνατή και η απρόσκοπτη πρόοδος της σε βάρος του πειθαρχικής διαδικασίας (βλ. ΔΕφΑθ 424/2015). Άλλωστε, το ποσό των κρατήσεων που διενεργήθηκαν επί των αποδοχών του ενάγοντος λόγω της διαθεσιμότητας, ανερχόμενο σε ποσοστό 10% αυτών, δεν ήταν ικανό να επιφέρει την οικονομική του εξαθλίωση, εν πάση δε περιπτώσει, μετά την άρση του διοικητικού αυτού μέτρου, είχε αποκατασταθεί αναδρομικώς η υπαλληλική του σχέση ως προς όλες τις συνέπειες, συμπεριλαμβανομένης της αναδρομικής προαγωγής του ενάγοντος.
Τρίτον, το Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον αγωγικό ισχυρισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας είχε καθυστερήσει να άρει τη διαθεσιμότητα, με το σκεπτικό ότι τούτο πραγματοποιήθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από τη διαβίβαση του σχετικού εισηγητικού σημειώματος του Αρχηγείου και, πάντως, προτού παρέλθουν δεκαοκτώ μήνες από την επιβολή του μέτρου.
Ωσαύτως απορριπτέος κρίθηκε ο αγωγικός ισχυρισμός ότι η πειθαρχική διαδικασία είχε κινηθεί προτού εκδοθεί απόφαση από το ποινικό δικαστήριο, καθόσον, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο, η πειθαρχική διαδικασία είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής έναντι της ποινικής, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του π.δ/τος 120/2008, και η διενέργεια πειθαρχικού ελέγχου σε βάρος αστυνομικού οργάνου δεν προϋποθέτει την ποινική του καταδίκη (βλ. ΣτΕ 4662/2012 Ολομ.). Εν προκειμένω, άλλωστε, λόγω της φύσεως των πειθαρχικών παραπτωμάτων, τα οποία έθιγαν σε σοβαρό βαθμό το κύρος της Υπηρεσίας, ήταν υποχρεωτικό να κινηθεί η πειθαρχική διαδικασία.
Σε σχέση με τη διάρκεια της Ε.Δ.Ε. που διενεργήθηκε για τον ενάγοντα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η δίμηνη προθεσμία που διαγράφεται στο άρθρο 26 παρ. 14 του π.δ/τος 120/2008 για την ολοκλήρωση της διαδικασίας δεν είναι αποκλειστική, αλλά ενδεικτική, υπό την έννοια ότι περιέχει έντονη υπόδειξη προς τη Διοίκηση για τη διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας σε εύλογο χρόνο, στην προκειμένη δε περίπτωση, δεδομένης της ιδιαίτερης πλοκής της υπόθεσης, του αριθμού των εμπλεκόμενων προσώπων (αστυνομικών και ιδιωτών) και της φύσης των κατηγοριών σε συνδυασμό με την ανάγκη διερεύνησης της υπόθεσης, η οποία κατέστησε αναγκαία τη διενέργεια συμπληρωματικής Ε.Δ.Ε., η έκδοση του πορίσματος εντός είκοσι μηνών από την αρχική διαταγή και οκτώ μηνών από τη νεότερη διαταγή δεν συνιστούσε υπέρβαση του εύλογου χρόνου.
Κατόπιν αυτών, η αγωγή απορρίφθηκε εν όλω.