GDPR – Αρμοδιότητα της εποπτικής αρχής – Πράξεις επεξεργασίας που διενεργούνται από τα δικαστήρια στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 24-03-2022 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι ένα δικαστήριο μπορεί να θέτει προσωρινώς στη διάθεση δημοσιογράφων έγγραφα δικογραφίας τα οποία περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, προκειμένου να έχουν οι δημοσιογράφοι τη δυνατότητα να παρέχουν καλύτερη ενημέρωση για την εξέλιξη της διαδικασίας.
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, η πράξη αυτή εμπίπτει στην άσκηση, από το δικαστήριο αυτό, της «δικαιοδοτικής αρμοδιότητάς» του, κατά την έννοια τού άρθρου 55, παράγραφος 3, του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων [κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (γνωστός και ως “GDPR”)] .
Ιστορικό της υπόθεσης
Επ’ ευκαιρία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που διεξήχθη στις 30 Οκτωβρίου 2018 ενώπιον του τμήματος διοικητικών διαφορών του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας) στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας στην οποία ο Z ήταν διάδικος, εκπροσωπούμενος από τον X, αμφότεροι προσεγγίσθηκαν από δημοσιογράφο. Κατά τη μεταξύ τους συζήτηση, ο X διαπίστωσε ότι ο εν λόγω δημοσιογράφος είχε στην κατοχή του έγγραφα από τον φάκελο της δικογραφίας της οικείας υποθέσεως, περιλαμβανομένων των εγγράφων τα οποία ο ίδιος είχε συντάξει, στα οποία μεταξύ άλλων εμφανίζονταν το όνομα και η διεύθυνσή του καθώς και ο αριθμός μητρώου πολίτη του Z. Ο εν λόγω δημοσιογράφος του επισήμανε ότι τα στοιχεία αυτά είχαν τεθεί στη διάθεσή του δυνάμει του δικαιώματος προσβάσεως στη δικογραφία το οποίο παρέχει στους δημοσιογράφους το τμήμα διοικητικών διαφορών του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας).
Με έγγραφο της 21ης Νοεμβρίου 2018, ο πρόεδρος του τμήματος διοικητικών διαφορών του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας) επιβεβαίωσε στον X ότι το εν λόγω τμήμα παρείχε στα μέσα ενημερώσεως ορισμένα στοιχεία σχετικά με τις εκκρεμείς υποθέσεις. Του επισήμανε ότι, την ημέρα της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η υπηρεσία επικοινωνίας του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας) έθεσε στη διάθεση των παρόντων δημοσιογράφων ορισμένα έγγραφα προκειμένου να τους παράσχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν τις επ’ ακροατηρίου συζητήσεις, ήτοι αντίγραφο του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, αντίγραφο του υπομνήματος αντικρούσεως και, ενδεχομένως, αντίγραφο της προσβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως, τα οποία καταστρέφονταν στο τέλος της ημέρας.
Οι X και Z ζήτησαν τότε από την AP να λάβει έναντι του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας) «μέτρα συμμορφώσεως» προς τους κανόνες περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Με τις αιτήσεις τους, οι οποίες προσομοίαζαν προς διοικητικές ενστάσεις, ισχυρίσθηκαν ότι το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας), επιτρέποντας σε δημοσιογράφους να έχουν πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν, προερχόμενα από έγγραφα δικογραφίας, παρέβη τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων.
Απαντώντας στις αιτήσεις αυτές, η AP επισήμανε ότι, δυνάμει του άρθρου 55, παράγραφος 3, του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων, δεν είναι αρμόδια να ελέγχει τις οικείες εργασίες επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τις οποίες διενεργεί το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας). Εν συνεχεία, διαβίβασε τις αιτήσεις των X και Z στην επιτροπή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τα διοικητικά δικαστήρια, η οποία με τη σειρά της θα τις διαβίβαζε στον πρόεδρο του τμήματος διοικητικών διαφορών του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας).
Ο πρόεδρος του τμήματος διοικητικών διαφορών του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας) εξέτασε τις αιτήσεις των X και Z θεωρώντας τες ως ενστάσεις κατά του από 21 Νοεμβρίου 2018 εγγράφου του και, αφού έλαβε τη γνώμη της επιτροπής προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τα διοικητικά δικαστήρια, καθόρισε νέα πολιτική προσβάσεως στα έγγραφα των φακέλων δικογραφίας, η οποία δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας).
Οι X και Z προσέβαλαν, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Rechtbank Midden-Nederland (πρωτοδικείου κεντρικών Κάτω Χωρών, Κάτω Χώρες), την απόφαση της ΑΡ να κρίνει εαυτήν αναρμόδια να αποφανθεί επί των αιτήσεών τους.
Κατά το αιτούν δικαστήριο, η παροχή σε δημοσιογράφο προσβάσεως στα έγγραφα φακέλου δικογραφίας που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και η προσωρινή διάθεσή τους σε αυτόν συνιστά «επεξεργασία» δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 2, του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων, για την οποία, εν προκειμένω, οι X και Z δεν είχαν συναινέσει. Προκειμένου να καθορίσει αν η ΑΡ ήταν πράγματι αναρμόδια να αποφανθεί επί των αιτήσεων των X και Z, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε ωστόσο ως προς την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 55, παράγραφος 3, του Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η εποπτική αρχή δεν είναι αρμόδια να ελέγχει τις πράξεις επεξεργασίας οι οποίες διενεργούνται από δικαστήρια «στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας».
Στο πλαίσιο αυτό, το Rechtbank Midden-Nederland (πρωτοδικείο κεντρικών Κάτω Χωρών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το προδικαστικό ερώτημα σχετικά.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 55, παράγραφος 3, του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων έχει την έννοια ότι το να θέτει ένα δικαστήριο προσωρινώς στη διάθεση δημοσιογράφων έγγραφα δικογραφίας τα οποία περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, προκειμένου να έχουν οι δημοσιογράφοι τη δυνατότητα να παρέχουν καλύτερη ενημέρωση για την εξέλιξη της διαδικασίας, εμπίπτει στην άσκηση, από το δικαστήριο αυτό, της «δικαιοδοτικής αρμοδιότητάς» του, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA