Επενδυτικές Υπηρεσίες – Ευθύνη Τραπεζών από επενδυτικές υπηρεσίες – Υποχρέωση ενημέρωσης – Προστασία καταναλωτών – Αδικοπραξία – Θετική και αποθετική ζημία – Ηθική βλάβη -.
Ευθύνη τραπεζών από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Παράβαση Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ από τράπεζα, η οποία προέβη σε αγορές στο όνομα και για λογαριασμό πελατών της επενδυτικών ομολόγων στο χαρτοφυλάκιό τους οι οποίες τους ζημίωσαν, δίχως σχετική εντολή και χωρίς να τους έχει ενημερώσει σχετικά με τους ενδεχόμενους κινδύνους της επένδυσης. Αδικοπρακτική ευθύνη. Υποχρέωση τράπεζας κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών για παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Παράλειψη ενημέρωσης εκ μέρους της τράπεζας σχετικά με τις ενδεχόμενες επιβλαβείς συνέπειες επενδυτικής επιλογής. Παράνομη πράξη από την παράβαση των οικείων διατάξεων του κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ. Ευθύνη παρέχοντος υπηρεσίες κατά το δίκαιο προστασίας του καταναλωτή. Έννοια καταναλωτή. Αδικοπραξία. Αξίωση αποζημίωσης για τη θετική και αποθετική ζημία των επενδυτών και επιδίκαση εύλογου ποσού για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης. Απόρριψη ενστάσεων περί συνυπαιτιότητας και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 4610/2019
TO
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 13°
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Φίλιππο Μανώλαρο, Πρόεδρο Εφετών, ʼννα Καλατζή -Εισηγήτρια και Ευτέρπη Καραχάλιου, Εφέεες και από τη Γραμματέα Όλγα Χανδρινού.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1. … και 2. …, κατοίκων αμφοτέρων Παλαιού Φαλήρου Αττικής (οδός …), οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιου δικηγόρου τους Μαρίας Οικονομίδου, δυνάμει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1. Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΛΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και διακριτικό τίτλο «ALPHA ΒΑΝΚ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σταδίου αρ. 40) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2. Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Πεσματζόγλου αρ. 12-14) και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Θεοφάνη Σαξώνη, δυνάμει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολ.Δ.
Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 10/10/2011 (αριθμός κατάθεσης ././2011) αγωγή τους, με την οποία ζητούσαν τα σε αυτά αναφερόμενα. Το παραπάνω Δικαστήριο εξέδωσε την υπό αριθμό 73/2015 οριστική απόφαση του, με την οποία απέρριψε την αγωγή και συμψήφισε τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική τους δαπάνη.
Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονούνται οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 10/1/2017 και με αριθμό κατάθεσης ./2017 έφεση τους προς το Δικαστήριο αυτό. Η συζήτηση της εφέσεως προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 15/2/2018 και μετά από αναβολή για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωση, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, όπως αναφέρεται παραπάνω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΉ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 10/1/2017 έφεση (αριθμ. καταθ. ./2017) κατά της με αριθμό 73/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 495 επ., 511, 513 § 1, 516 § 1, 517, 518 ΚΠολΔ), αφού δεν γίνεται επίκληση, ούτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, από, δε, τη δημοσίευση αυτής στις 15/1/2015 μέχρι την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, με την κατάθεση του δικογράφου αυτής στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 11/1/2017, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πλέον της διετίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 Κ.Πολ.Δ, αρμοδίως, δε, φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο, κατ’ άρθρο 495 Κ.Πολ.Δ., γι’ αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί, περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ).
ΙΙ. Με την από 10/10-2011 (αριθμ.καταθ. ./2011) αγωγή τους, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπως αυτή παραδεκτά περιορίστηκε δια των προτάσεων και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου στο ακροατήριο, οι ενάγοντες και ήδη, εκκαλούντες, εκθέτουν όχι, συνεπεία αυθαίρετων και άνευ εντολής τους, άλλως εγκρίσεως ενεργειών, αλλά και της δόλιας και σε κάθε περίπτωση αμελούς, μη ορθής, ελλιπούς, ανακριβούς και παραπλανητικής ενημέρωσης εκ μέρους των στελεχών, που οι εναγόμενες εταιρίες προέστησαν στην υπηρεσία τους, κατά παράβαση των όρων της μεταξύ τους σύμβασης, σύμφωνα με την οποία οι εναγόμενες ανέλαβαν την υποχρέωση έναντι αμοιβής και σύμφωνα με εντολές, που θα λάμβαναν από αυτούς, ως επενδυτές, να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και συμβουλές, διαχειριζόμενες, το κατατεθειμένο σε χαρτοφυλάκιο κεφάλαιο αυτών (εναγόντων), ύψους 1.202.422 ευρώ καθώς και κατά παράβαση του Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, κατά το χρονικό διάστημα από 30/8/2006 έως τις 30/9/2007, προέβησαν, στο όνομα και για λογαριασμό τους, στις αναλυτικώς αναφερόμενες αγορές επενδυτικών προϊόντων στο χαρτοφυλάκιο τους, με τις οποίες τους ζημίωσαν. Ότι ειδικότερα, με τις άνω μεθόδους, έλαβαν χώρα οι αγορές των κάτωθι ομολόγων: α) της ALPHA CREDIT GROUP 19-2-2003/19-1-2013, ονομαστικής αξίας 300.000 ευρώ, με μέση τιμή κτήσης 100,55 ευρώ και αξία κτήσης 301.650 ευρώ, β) της ALPHA CREDIT GROUP PLC 24-11-2003/24-11-2013, ονομαστικής αξίας 500.000 ευρώ, με μέση τιμή κτήσης 100,50 ευρώ και αξία κτήσης 502.500 ευρώ, γ) της EMPORIKI GROUP FINANCE 5-8-2004/5-8-2014 ονομαστικής αξίας 196.000 ευρώ, με μέση τιμή κτήσης 101,55 ευρώ και αξία κτήσης 199.038 ευρώ και δ) της ASPIS FINANCE PLC 10-2-2005/10-2-2015, ονομαστικής αξίας 196.000, με μέση τιμή κτήσης 101,65 ευρώ και αξία κτήσης 199.234 ευρώ. Ότι, όταν πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του έτους 2006 ότι τα χρήματα τους επενδύθηκαν στα δύο ως άνω πρώτα ομόλογα, διαμαρτυρήθηκαν έντονα, πλην όμως, οι εναγόμενες, προέβησαν ακολούθως, ενεργώντας, ομοίως, αδιαφανώς και αυθαιρέτως, στην αγορά και των δύο επομένων ομολόγων, με αποτέλεσμα αυτοί (ενάγοντες), στις 10/10/2007, να λύσουν τη σύμβαση και να μεταφέρουν το χαρτοφυλάκιο τους σε άλλη τράπεζα. Ότι αυτοί (ενάγοντες) πέτυχαν την ανάκληση των τριών πρώτων ομολόγων, στο ύψος περίπου της αξίας κτήσης τους και συγκεκριμένα: 1) του υπό στοιχείο α’ ομολόγου, στις 1972/2008, λαμβάνοντας ποσό 303.781,20 ευρώ και αντίστοιχο κέρδος 2.131,20 ευρώ, 2) του υπό στοιχείο β’ ομολόγου, στις 24/11/2008, λαμβάνοντας ποσό 500.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία τους 2.500 ευρώ και 3) του υπό στοιχείο γ’ ομολόγου, στις 5/8/2009, λαμβάνοντας ποσό 196.953,44 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία 2.084.56 ευρώ. Ότι τη μεγαλύτερη ζημία υπέστησαν από το υπό στοιχείο δ’ ομόλογο, καθότι, αυτό, ακολούθησε συνεχή πτωτική πορεία, οι, δε, εναγόμενες δεν το ανακάλεσαν, εξ αυτού του λόγου, στις 10/2/2010, οπότε υπήρχε το σχετικό δικαίωμα ούτε και εφεξής ανά τρίμηνο, με αποτέλεσμα, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, με βάση τη τρέχουσα τιμή του ομολόγου, η αποτίμηση του χαρτοφυλακίου τους να κυμαίνεται στις 17.600 ευρώ και η ζημία τους στο ποσό των 81.634 ευρώ, ενώ, σύμφωνα με περιορισμό που έκαναν, παραδεκτά, δια των προτάσεων, αναφέρουν ότι στις 4/9/2013 έλαβαν, τελικά, ως προϊόν της ειδικής εκκαθάρισης έναντι της απαίτησης τους, από τον ειδικό εκκαθαριστή της εγγυήτριας και μοναδικής μετόχου της εκδότριας του ενδίκου ομολόγου τράπεζας «Τ-Bank Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία-πρώην ΑΣΠΙΣ Στεγαστική Τράπεζα ΑΕ», λόγω της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της και θέσης αυτής υπό ειδική εκκαθάριση, από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, στις 17/12/2011, … των 117,60 ευρώ, κατά το οποίο περιορίζουν τη ζημία τους από το ομόλογο αυτό. Ότι κατόπιν τούτου η θετική τους ζημία από τις προπεριγραφείσες ενέργειες των εναγομένων, η πρώτη των οποίων φέρεται ως πωλήτρια όλων των ομολόγων, συνίσταται στο ποσό των 229.393,53 ευρώ, το οποίο, κατά τους εκτιθέμενους αγωγικούς ισχυρισμούς, προκύπτει, αν από την αξία του χαρτοφυλακίου τους (1.202.422 ευρώ) αφαιρεθεί το ποσό, με το οποίο πιστώθηκε ο λογαριασμός τους Από την ανάκληση των τριών πρώτων ομολόγων (1.000.734,64 ευρώ), στη, δε, διαφορά ανάμεσα στα δυο μεγέθη, η οποία ισούται με το ποσό των 201.687,36 ευρώ, προστεθεί το ποσό των τόκων, κατά τους στην αγωγή τους υπολογισμούς, που το τελευταίο αυτό ποσό θα απέδιδε, κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του έτους 2007 (οπότε έλυσαν τη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με τις εναγόμενες) έως την έγερση της αγωγής, αν ήταν κατατεθειμένο σε ανανεούμενες προθεσμιακές καταθέσεις, ήτοι (30.915,30 ευρώ – 10% φόροι επί των τόκων) 27.823,77 ευρώ και από το προκύπτον συνολικό ποσό (201.687,36 + 27.823,77=) 229.511,13 ευρώ αφαιρεθεί, όπως παραδεκτά με τους προτάσεις τους διευκρινίζουν και περιόρισαν το αίτημα τους ως άνω (άρθρα 223 και 224 Κ.Πολ.Δ), αναφορικά με το τέταρτο ομόλογο, το ποσό των 117,60 ευρώ, το οποίο, εν τέλει, τους αποδόθηκε και Β) το ποσό προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν, από την ως άνω αντισυμβατική και ταυτόχρονα αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, όπως αναλυτικά, εξειδικεύεται στην αγωγή και όπως παραδεκτά περιορίστηκε με τις προτάσεις τους (άρθρα 224 ΚΠολΔ) και ανέρχεται σε 15.000 ευρώ για τον καθένα. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενοι την ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων, καθότι ευθύνονται έναντι αυτών, διότι υπαίτια παραβίασαν, δια των στελεχών τους, τις υποχρεώσεις τους, που απέρρεαν, καταρχήν, από τη μεταξύ τους σύμβαση εντολής, επικουρικά, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας του ΑΚ και της ειδικής αδικοπραξίας του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, τέλος, δε, με βάση τις διατάξεις της μεταξύ τους σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, με την έννοια που προαναφέρθηκε, καθώς και τις αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, που τύγχαναν εφαρμοστέες, κατά το χρόνο συνομολόγησης των κρίσιμων συμβάσεων. όσο και τις διατάξεις του νόμου περί προστασίας του καταναλωτή και τις αρχές, που θέτει το άρθρο 288 ΑΚ, ζητούν με την αγωγή τους αυτή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον εκάστη, να καταβάλουν στους ενάγοντες, κατά το ήμισυ στον καθένα, το ως άνω ποσό της θετικής ζημίας των 229.393,53 ευρώ και εις ολόκληρον, εκάστη, των εναγομένων σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 15.000 ευρώ, λόγω ηθικής βλάβης, που έχει, ως βάση την αδικοπραξία, συνολικά, δε, το ποσό των 259.393,53 ευρώ, με το νόμιμο τόκο uno την επομένη της επίδοσης της από 25/7/2011 (αριθμ. καταθ. ./2011) αγωγής τους σε βάρος των εναγομένων με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, αίτημα με την υπό κρίση καθώς επίσης και από το δικόγραοο της οποίας παραιτούνται με την επίδοση της κρινομένης αγωγής προς τους αντιδίκους τους. άλλως με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμενη απόφαση του, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και συμψήφισε τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη. Κατά της απόφασης αυτής, οι ενάγοντες και ήδη, εκκαλούντες, παραπονούνται, με την ένδικη έφεση τους, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κατ’ εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολο της.
III. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 298, 330 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι, πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται, προς τις παρεχόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελίωσης της αστικής ευθύνης της σε καταβολή αποζημίωσης, λόγω αδικοπραξίας, εφόσον, επιπλέον, υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσης στους κανόνες των ως άνω διατάξεων. Οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ανωτέρω μορφής ευθύνης απαιτούν την ύπαρξη σχέσης αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ των παρεχομένων υπηρεσιών, με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας, εκ μέρους του παρέχοντος τις υπηρεσίες, παραβιάζονται οι συναλλακτικές υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται, σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (βλ. ΑΠ 2212/2014, ΑΠ 1738/2013, δημοσίευση στην Τρ.ΝομΠληρ. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων αυτών αποτελεί η, εκ μέρους της τράπεζας, παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις, που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης, των κεφαλαίων του και, κυρίως, να κατανοήσει, όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο, για τον ίδιο, εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος, επίσης, να αποφασίσει, εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα. Οι, ως άνω, προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του ν.2251/1994, που, μεταξύ άλλων, ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται, ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ 3 ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται on συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση, ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει, προεχόντως, ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του (βλ. Καράκωστα: Οι γενικοί όροι των τραπεζικών συναλλαγών, εκδ- 2001, σελ. 28-35, ιδίου: Ο αποδέκτης τραπεζιών υπηρεσιών, ως καταναλωτής, ΧρΙΔ 2003.97 επ, Αυγητίδη: Ο αποδέκτης των επενδυτικών υπηρεσιών, ως καταναλωτής, ΕπισκΕΔ 2001.286, ΑΠ 2212/2014 οπ, ΑΠ 1227/2007, δημοσίευση στην Τρ,ΝομΠληρ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 787/2013, ΔΕΕ 2014. 251). Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της με αριθμό 12263/Β/500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/340/ 24-4-1997), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ. 1 ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν, ήδη, από 1-11-2007, με το άρθρο 85 ν. 3606/ 2007), ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: Οι εταιρίες και τα καλυπτόμενα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έτσι, ώστε να προστατεύονται λειτουργία της αγοράς. Τρίτη αρχή: Οι εταιρίες, που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται, σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων, ούτως, ώστε, να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές. .. Τέταρτη αρχή: Οι εταιρίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς. … Έβδομη αρχή: Οι εταιρίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας, που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι, ώστε, να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς. Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο, εύλογα, κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα, που σημαίνει ότι, η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της. την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν, τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη, όσο και στο αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής-συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες, που αφορούν, γενικά, την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ, οφείλει να προμηθεύεται τις. πλέον, επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινομένης επένδυσης. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ, για έρευνα ή ενημέρωση, στις περιπτώσεις, ιδιαίτερα, επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι, η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται Στόχος, των εν λόγω υποχρεώσεων, που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μίας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει, με απολύτως σαφή τρόπο, τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΑΕΠΕΥ). Οι άνω διατάξεις αποβλέπουν, όχι, μόνον, στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, δια της εξασφάλισης της διατήρησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της Κεφαλαιαγοράς, αλλά παράλληλα, αποβλέπουν και στην αποτελεσματική προστασία των επενδυτών, υπέρ των οποίων επιβάλλουν στις ΕΠΕΥ, συγκεκριμένες και σημαντικές υποχρεώσεις για την αποτροπή ζημίας τους. Έτσι, η παράβαση από τις ΕΠΕΥ των άνω προβλεπομένων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της άνω διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει, αιτιωδώς, ζημία στον επενδυτή, παρέχει στον τελευταίο αξίωση αποζημίωσης, από το άρθρο 914 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016, ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013, ΕφΑΘ 4841/ 2014, ΕφΑΘ 4348/2008, ΕφΒορΑιγ 84/2015, δημοσίευση στην Τρ.ΝομΠληρ. ΝΟΜΟΣ). Αλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο Ελληνικό νομικό σύστημα η Κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFΙD, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22 ΈΟΚ.
Περαιτέρω, και ο Ν. 2251/1994 «για την προστασία του καταναλωτή» έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον «προμηθευτή» – και στις τράπεζες – την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» – και του ιδιώτη επενδυτή – ώστε αυτοί να λαμβάνουν, τεκμηριωμένα, τις σωστές αποφάσεις, της, πράγματι, ηθελημένης συναλλαγής, προκειμένου να μην παραπλανώντας αποφασίζοντας να ενεργήσουν συναλλαγές, διαφορετικά δεν 0α αποφασίζουν να ενεργήσουν. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 9 γ – 9 ε του νόμου, που αναφέρονται σε «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται, μεν, ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν, όμως – με τελολογική ερμηνεία τους – αυτονόητα, κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παραβάσεως της εν λόγω υποχρεώσεως, εκ μέρους του «προμηθευτή», συνίσταται, κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9θ’του Ν 2251/1994). Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 8§1 του ίδιου νόμου «Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη, που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του. κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» (βλ. Σ. Ψυχομάνη, Η διάθεση «perpetualbonds» οπό τις Ελληνικές τράπεζες, ΑΕΕ 2010,863 επ.).
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρ. 1§4 στοιχ. Α’ του ν.2551/1994, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Ωστόσο, η παραπάνω υπερβολικά ευρεία απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας αυτής, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία του A.F.K. αλλά και των Εθνικών Δικαστηρίων, θεωρώντας ότι εγκρατέστερος γενικός ορισμός του καταναλωτή, του αντισυμβαλλομένου κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι το πρόσωπο, που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και, εν γένει, την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα, που έχει ο προμηθευτής, γεγονός, που δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο. Έτσι, ουσιαστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό του συμβαλλομένου, ως καταναλωτή, πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, μόνον, οι συμβάσεις, που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις, που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικά ασθενέστερο μέρος. Έτσι, και στις αποφάσεις του ΔΕΚ, κοινό χαρακτηριστικό και εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή, αποτελεί η μη ικανοποίηση επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης και όχι η ιδιότητα του συμβαλλόμενου λήπτη των υπηρεσιών, ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία και, συνεπώς, ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες – εφόσον αυτοί συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες. Μόνον, όταν επιχειρούμενες, από τις τελευταίους συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικά με την άσκηση του επαγγέλματος τους, δεν τίθεται θέμα προστασίας τους με τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις (βλ. Εφ. Αθ. 3884/2006, ΕλλΔνη 48/2007, 305). Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι δεν προστατεύεται κάθε ασθενέστερος συναλλασσόμενος, αλλά, μόνον, εκείνος, που συνάπτει την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων. Για τη διαπίστωση της συνδρομής της ανωτέρω προϋπόθεσης, δεν έχει σημασία η υποκειμενική του κατάσταση (αν το επάγγελμα του είναι άσχετο ή σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση), αλλά, αν μπορεί να θεωρηθεί, κατ’ αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής τραπεζικών προϊόντων ή ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών δεν μπορεί να θεωρηθεί, εκ των προτέρων, καταναλωτής, αποκλειστικά, λόγω του γεγονότος, ότι είναι αντισυμβαλλόμενος Τράπεζας. Η επίκληση και υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του Καταναλωτικού δανείου, ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι, με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική, καθώς οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν, κατά πολύ, το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν είναι απαραίτητα το αδύνατο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής (βλ Εφ.Λαρ. 806/2010, Επισκ.Εμπ.Α. 2011,461, Εφ.θεσ. 317/2009, Δ3.Ε. 2009,819). Τέλος, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στις περιπτώσεις παροχής επενδυτικών συμβουλών, εκ μέρους των τραπεζών, μεταξύ της διαμεσολαβούσας τράπεζας και του πελάτη υπάρχει, οπωσδήποτε, σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση της τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Πρέπει, στις περιπτώσεις αυτές, να γίνεται δεκτό, ότι έχει συναφθεί, σιωπηρά, μία τέτοια σύμβαση, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος, πράγμα, που είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία, που φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι, πρώτον, ότι για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανές, ότι η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τον δυνητικό επενδυτή, αφού θα αποτελέσει, για αυτόν, τη βάση για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων για επένδυση των κεφαλαίων του. Δεύτερο στοιχείο, που μπορεί ν’ αναφερθεί είναι ότι, καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής αποφασίζει, με βάση τις συμβουλές των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εμπιστεύεται και περιμένει μία υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόληση τους. Οι εν λόγω επιχείρησης έχουν και ίδιο οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο (βλ Π.Πρ.ΑΘ. 7169/2010, Π.ΠρΘεσσαλ. 19932/20Ο9, 4481/2009, ΜΠρΑθ. 299/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, βλ. Ε. Αλεξανδρίδου, «Τα επενδυτικά προϊόντα της LchmanBrother και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών», Δ.Ε.Ε. 2010,136). Από τη συναλλακτική σχέση, που δημιουργείται μεταξύ τράπεζας και πελάτη προκύπτουν, τόσο γενικής ούσης υποχρεώσεις, όσο και ειδικής, οι οποίες έχουν τη βάση τους σε συγκεκριμένη σχέση. Τούτο, συμβαίνει, κυρίως, για τους εξής λόγους: α) η τράπεζα είναι επαγγελματίας και γνώστης της αγοράς χρήματος, με ευρύτατη πληροφόρηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω, δε, της θέσης της αυτής, μπορεί να προκύψει υποχρέωση της να καταστήσει τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων πληροφοριών ή να του παράσχει συμβουλές, β) από τη συμπεριφορά της τράπεζας εξαρτάται πολλές φορές, ακόμη και η οικονομική κατάσταση του πελάτη της, γ) οι σχέσεις τράπεζας και πελάτη έχουν εμπιστευτικό και άρα, ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα, δεδομένου ότι η τράπεζα γνωρίζει πολλά προσωπικά και, ενδεχομένως, απόρρητα στοιχεία του πελάτη της, δ) τα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία στην εθνική οικονομία κάθε χώρας διότι χρηματοδοτούν το εμπόριο και τη βιομηχανία. Η θέση αυτή των τραπεζών τους επιβάλλει την υποχρέωση ομαλής και καλόπιστης συνεργασίας τους με τους πελάτες τους και ε) η τράπεζα έχει, κατά κανόνα, μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τον πελάτη της. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι. η θέση της τράπεζας είναι, κατά πολύ, πλεονεκτικότερη από αυτή των πελατών της, πράγμα, που δικαιολογεί τη δημιουργία αυξημένης υποχρέωσης προστασίας των συμφερόντων των πελατών της, η οποία εξειδικεύεται, με βάση και τις ειδικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Τούτο, δε, διότι μεταξύ τράπεζας και πελάτη, δημιουργείται μία εξειδικευμένη σχέση εμπιστοσύνης, αλλά, εν μέρει, και εξάρτησης του πελάτη, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε η τράπεζα έχει ειδικές γνώσεις των συνθηκών της αγοράς, καθώς και ευρύτατο φάσμα πληροφοριών. Από τη γενική αυτή υποχρέωση απορρέει, αφενός, η ειδικότερη υποχρέωση της τράπεζας να μην επιδιώκει, μονομερώς, την πρόταξη των ατομικών της συμφερόντων, καθώς και, ότι η υπό ευρεία έννοια παροχή της πρέπει να τελεί σε σχέση αναλογίας με την αιτούμενη από τον πελάτη της αντιπαροχή και, αφετέρου, η ειδικότερη υποχρέωση ενημέρωσης και παροχής συμβουλών, ανάλογε και με τις συγκεκριμένες συνθήκες και το επίπεδο γνώσεων του πελάτη της. Έτσι, η τράπεζα έχει υποχρέωση, όταν είναι πρόδηλο, ότι ο συγκεκριμένος πελάτης δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους από τη σκοπούμενη συναλλαγή ή όταν η τράπεζα γνωρίζει ορισμένα γεγονότα, πού, αν γνώριζε ο πελάτης της, πιθανότατα δεν θα προέβαινε στη σύναψη της. Αντίστοιχα, ισχύουν, σχετικά με την υποχρέωση τη; τράπεζας για παροχή συμβουλών, σε περίπτωση, που το ζητήσει ο πελάτης και το αποδεχθεί η τράπεζα (βλ. Ν. Ρόκα, Στοιχεία τραπεζικού δικαίου 2002, σελ. 352, Ψυχομάνη, Τραπεζικό δίκαιο – Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων. Γεν. μέρος, 2008, σελ. 31 επ.).
Παράλληλα, στο πλαίσιο όλων, εν γένει, των τραπεζικών συμβάσεων γεννώνται, πέραν των υποχρεώσεων των μερών για κύρια παροχή, και επιπρόσθετες παρεπόμενες υποχρεώσεις, τις οποίες υπαγορεύει και προσδιορίζει, κατά περιεχόμενο η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 288 ΛΚ αρχή της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, διευρύνοντας το περιεχόμενο της ενοχής. Επομένως και αυτές οι υποχρεώσεις, παρότι προβλέπονται στο νόμο στο περιθώριο της ενοχής, δεν παύουν να θεωρούνται (και να είναι) συμβατικές, με συνέπεια, η παράβαση τους να συνιστά πλημμελή εκπλήρωση της παροχής (βλ Ψυχομάνης ό.π., σελ. 33, Σταθόπουλος σε Γεωργιάδη – Σταθοπούλου ΑΧ. στο άρθρο 288 αρ. 23). Η παραπάνω αρχή λειτουργεί, τόσο ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα, όσο και ως διορθωτική αυτών, στις περιπτώσεις, όπου η συνδρομή ειδικών συνθηκών επιβάλλει παρέκκλιση από την αρχική ρύθμιση της ενοχικής σχέσης (βλ Α.Π. Ολ. 927/1982 ΝοΒ 31.214, Σταθόπουλος, ό.π., αρ. 14). Εξάλλου, λόγω της προαναφερόμενης σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης. που χαρακτηρίζει κάθε τραπεζική σύμβαση και έχει, ως γενικό περιεχόμενο, τη πίστη, κυρίως, του πελάτη της τράπεζας, ότι αυτή θα πράξει, ότι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και την προστασία των οικονομικών του συμφερόντων, αλλά και της ιδίας της τράπεζας, ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντι της, με ειλικρίνεια και διάθεση, να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, για εκπλήρωση των υποχρεώσεων, που αναλαμβάνει, η εφαρμογή των αρχών της καλής πίστης (288 AJC) προσλαμβάνει, ιδιαίτερα, ευρύ περιεχόμενο και ένταση στα πλαίσια των τραπεζικών συναλλαγών. Οι αρχές αυτές επιβάλλουν, τόσο στα διαπραγματευόμενα, όσο και στα συμβαλλόμενα μέρη, την τήρηση συμπεριφοράς ανταποκρινόμενης στην ιδιαιτερότητα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των μερών. Κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων (197-198 Α.Κ.), η σχέση εμπιστοσύνης, ως απόρροια της εφαρμογής της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αφορά οπωσδήποτε στις γενικές υποχρεώσεις διαφώτισης και προστασίας. Η πρώτη έχει, ως αντικείμενο, την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων, σχετικά με το περιεχόμενο της σκοπούμενης σύμβασης, ώστε να διαφυλάσσεται η συμβατική ελευθερία, δηλαδή να μην επηρεάζεται από άγνοια η βούληση του άλλου μέρους, κατά τη σύναψη της σύμβασης και τη διαμόρφωση του περιεχομένου της, Η δεύτερη αφορά στην λήψη μέτρων προστατευτικών των απολύτων εννόμων αγαθών, αλλά και της περιουσίας του άλλου μέρους. Κατά το στάδιο της συμβατικής δέσμευσης, η σχέση εμπιστοσύνης επιβάλλει στην τράπεζα τις γενικές “υποχρεώσεις”, αφενός, της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας, ως προς την εξυπηρέτηση του αντισυμβαλλομένου πελάτη της και, αφετέρου, σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, της πρόταξης του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της. Ο τελευταίος οφείλει, επίσης, από την πλευρά του να επιδεικνύει ιδιαίτερα ειλικρινή συμπεριφορά και επιμέλεια. Η παράβαση αυτών τον υποχρεώσεων, που θεωρούνται, επίσης, συμβατικές, συνεπάγεται, βεβαίως, ενδοσυμβατική ευθύνη του παραβάτη (Ψυχομάνης, ολ., σελ. 35 επ.). Ειδικότερη παράβαση των αρχών της καλής πίστης μπορεί να αποτελέσει και η εκμετάλλευση της υπερέχουσας θέσης της τράπεζας έναντι του πελάτη της και, μάλιστα, με την χρησιμοποίηση μεθοδεύσεων μη ανταποκρινομένων στην εντιμότητα και την ευκρίνεια των συναλλαγών, με αποτέλεσμα τη συνομολόγηση υπέρ αυτής συμβατικών όρων, οι οποίοι διαταράσσουν υπέρμετρα την ισορροπία, σε βάρος του πελάτη, με συνεκτίμηση, βέβαια, της ούσης των αγαθών και των υπηρεσιών, που αφορά η σχετική σύμβαση. Εξάλλου, το παράνομο της αδικοπρακπκής ευθύνης συντρέχει και όταν παραβιάζεται η γενική υποχρέωση ασφάλειας και προστασίας των προσώπων και αγαθών, με τα οποία η συμπεριφορά ενός κοινωνού του δικαίου έρχεται ή μπορεί να έλθει σε επαφή ή άλλως «το επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν άλλον». Την υποχρέωση να τηρείται η εν λόγω συμπεριφορά επιβάλλουν οι γενικές ρήτρες, που καθιερώνουν τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και που απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων ή της γενικής ελευθερίας δράσης (ιδίως 281 και 288 Α.Κ.). Την επιβάλλει, ακόμα, το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 914 Α.Κ., αλλά και το γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας μας, που καθιερώνει για κάθε άτομο γενικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς Το κυριότερο, δε, κριτήριο, με βάση, το οποίο θα κρίνεται, αν υπάρχει ή όχι τέτοια υποχρέωση, (που η παράβαση της θα σήμαινε παρανομία), είναι η αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη (Α.Π.Ολ 967/1973, ΝοΒ 22,505. 4617/2012. Σταθόπουλος. Γεν. Ενοχικό Δίκαιο. 2004, σελ. 798 επ.). Ακόμη, όταν η πράξη ή η παράλειψη που συνιστά αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης, είναι συγχρόνως και καθ’ εαυτή παράνομη, δηλαδή θα ήταν παράνομη και εάν είχε διαπραχθεί χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, γίνεται δεκτή συρροή των δύο λόγων ευθύνης, δηλαδή της ενδοσυμβατικής και της αδικοπρακτικής (βλ. Α.Π. Ολ. 967/1973 o.n, AJL 1123/2006, Ελλ-Δνη 47,1433, AJI. 1120/2005. Τρ.Νομ.Πληρ.ΝΌΜθ£. Ε.Α. 746672007, Ελλ-Δνη 49,930). Τότε, μόνον. Οφείλεται αποζημίωση αν το γεγονός, γενικότερα, που δημιουργεί την ευθύνη, υπήρξε, πράγματι, η αιτία της ζημίας. Η σχέση αυτή αιτίου και αποτελέσματος μεταξύ γεγονότος ικανού, κατ’ αρχήν, να ιδρύσει ευθύνη και της ζημίας είναι η αιτιώδης συνάφεια ή αιτιώδης σύνδεσμος, που υπάρχει, όταν η συμπεριφορά του δράστη, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν αντικειμενικά, ικανή να επιφέρει, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επιφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. Α.Π. 1382/2009, ΕπισκΕ.Δ. 2010,125, Λιτζερόπουλος στην ΕρμΑΚ, εισαγωγ. άρθρα 297-300 αρ. 33 επ., Σταθόπουλος, Τρ.Νομ.Πληρ. ΝΟΜΟΣ 481 επ). Το εάν το καταλογιζόμενο στον παρ’ ου ζητείται η αποζημίωση γεγονός, ήταν ικανό, κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την επελθούσα ζημία, θα κριθεί, κατά την ορθότερη άποψη, με τα κριτήρια και την ικανότητα πρόβλεψης του επιμελούς, εν γένει, συναλλασσομένου του οικείου κύκλου δραστηριότητας, επί τη βάσει των δεδομένων της πείρας και των περιστατικών, τα οποία ήταν. κατά το χρόνο, στον οποίο έγινε η πράξη, δηλαδή και πριν επέλθει το αποτέλεσμα, γνωστά σ’ αυτόν (βλ. Μον. ΕφΛαρ 113/2016. Χρηματοπιστωτικό Δίκαιο , τευχ.3/2016, Εφ.Αθ. 4617/2012 TNΠ ΝΟΜΟΣ, Σταθόπουλος ό.π., Λιτζερόπουλος, ό.π.. αρ. 45).
V. Από την εκτίμηση της καταθέσεως του μάρτυρα των εναγόντων, που εξετάστηκε, ενόρκως, στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και τις υπ’ αριθμ. …/25-11-2013, …/26-11-2013, …/26-11-2013 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγομένων, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …, που λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγόντων (βλ τις υπ’ αριθμ. ./14-11-2013 και ./14-11-2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …). καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι, μετ’ επικλήσεως, επαναπροσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εναγόμενες εταιρίες συναποτελούν το τμήμα «ALPHA PRIVATE ΒΑΝΚ», το οποίο αποτελεί τον κύριο φορέα υπηρεσιών private banking της πρώτης των εναγομένων. Σημειωτέον ότι η δεύτερη των εναγομένων, οιονεί καθολική διάδοχος, δια συγχωνεύσεως με απορρόφηση, της ανώνυμης εταιρίας, με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΙΙΛΡΟΧΙΓΣΗ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», είναι θυγατρική της πρώτης των εναγομένων, κατά ποσοστό 100%. Οι ενάγοντες, που είναι σύζυγοι, ο πρώτος, μάλιστα, είναι συνταξιούχος εργολάβος οικοδομών, ενώ η δεύτερη είναι νοικοκυρά, αποτάθηκαν. δια του πρώτου, στις εναγόμενες εταιρίες, προκειμένου να τοποθετήσουν τα χρήματα τους και εκείνες τους παρέπεμψαν στο τμήμα PRIVATE BANKING, που διατηρούσαν, λόγω του υψηλού κεφαλαίου, που επρόκειτο να εμπιστευτούν σε αυτές αλλά και της επιλογής τους το κεφάλαιο τους να έχει μεγαλύτερες αποδόσεις από αυτές της απλής προθεσμιακής κατάθεσης. Έτσι, στις 30/8/2006, με τη προσδοκία της μη απώλειας κεφαλαίου αλλά και της μεγαλύτερης αποδόσεως των χρημάτων τους, σε σχέση με τις απλές προθεσμιακές καταθέσεις, οι ενάγοντες, προέβησαν στη σύναψη με τις εναγόμενες της υπ’ αριθμ. … σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών αορίστου χρόνου και της πρόσθετης πράξης αυτής, με τα παραρτήματα τους, δια της οποίας οι εναγόμενες, έναντι οριζόμενης αμοιβής, θα προέβαιναν, κατ’ εντολή των εναγόντων, σε επενδύσεις για την επίτευξη του άνω στόχου, ήτοι σε κατάρτιση συναλλαγών επί όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. I (I) του ν. 2396, όπως, εκάστοτε, ίσχυε, της, δε, μεσολάβησης των εναγομένων θα προηγείτο η καθοδήγηση, εκ μέρους τους, δια των επενδυτικών συμβουλών τους, οι οποίοι θα παρείχαν στους ενάγοντες τις απαραίτητες πληροφορίες για τα επενδυτικά προγράμματα-προϊόντα, που θα επέλεγαν. Κύριοι όροι της από 30/8/2006 βασικής σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ήταν οι ακόλουθοι: «…Οι εντολές μπορούν να δίδονται στις εταιρίες είτε εγγράφως, ως εγγράφου νοουμένου και του τηλεομοιοτυπικού μηνύματος (fax), καθώς και του μηνύματος, μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή (e-mail), είτε προφορικώς, συμπεριλαμβανομένης και της τηλεφωνικής εντολής. Οι εταιρίες διατηρούν το δικαίωμα να ζητούν από τον επενδυτή, πριν από την υλοποίηση οποιασδήποτε παραγγελίας, που δόθηκε προφορικά, μέσω τηλεφωνικού ή ηλεκτρονικού δικτύου ή με fax, επαρκή, κατά την εύλογη κρίση τους. έγγραφη επιβεβαίωση της σχετικής παραγγελίας, με δαπάνη του επενδυτή… Ο επενδυτής δύναται να προβαίνει σε έγγραφη (αρκεί και η διαβίβαση fax) ανάκληση της δοθείσας εντολής….12. ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΓΜΟΥ-ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ … Οι εταιρίες αποστέλλουν μία φορά το μήνα, με απλό ταχυδρομείο, αντίγραφο λογαριασμού, με τη διάρθρωση και τις κινήσεις του χαρτοφυλακίου, σύμφωνα με τις παραδοχές αποτιμήσεως του χαρτοφυλακίου, που καταγράφονται στο παράρτημα Ε της παρούσης, τις οποίες ο επενδυτής δήλωσε ότι μελέτησε, κατανόησε και αποδέχεται στο σύνολο τους ανεπιφύλακτα. Εάν μέσα σε δέκα (10) ημέρες, από τη λήψη του ανωτέρω αντιγράφου του λογαριασμού , ο επενδυτής δεν αμφισβήτησα ή δεν προτείνει, εγγράφως, αντιρρήσεις, σχετικά με τις πράξεις, που έγιναν, συμφωνείται με την παρούσα ότι αποδέχεται όλες τις αναγραφόμενες σ* αυτό πράξεις και το αποτέλεσμα τους. Θεωρείται ότι, ο επενδυτής παρέλαβε το αντίγραφο, εάν μέσα στον επόμενο ημερολογιακό μήνα δεν ειδοποιήσει, εγγράφως, επί αποδείξει τις εταιρίες, ότι δεν έλαβε το λογαριασμό του προηγούμενου μηνός… 15. ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Προς απόδειξη της λήψεως και του περιεχομένου των εντολών του επενδυτή, οι εταιρίες δύνανται να προβαίνουν σε μαγνητοφώνηση των μεταξύ των συμβαλλομένων μερών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων… Η ως άνω βασική σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και η πρόσθετη πράξη αυτής, περιλάμβαναν και το παράρτημα Β του επενδυτικού ερωτηματολογίου-προφίλ των εναγόντων-επενδυτών, καθώς και το παράρτημα Δ των επενδυτικών κινδύνων, που αναλαμβάνει ο επενδυτής, με βάση, δε, τις απαντήσεις που έδωσαν οι ενάγοντες για τους επενδυτικούς τους στόχους και επιδιώξεις, την αναμενόμενη απόδοση και ανοχή στο κίνδυνο, την επενδυτική εμπειρία, τον χρονικό ορίζοντα της επένδυσης, την επενδυτική στρατηγική κ.λπ., κρίθηκε ότι η συντηρητική κατανομή επενδύσεων είναι η, πλέον, αρμόζουσα για το χαρτοφυλάκιο τους. Για τη λειτουργία της σύμβασης, ανοίχθηκε ο υπ’ αριθμ. … λογαριασμός των εναγόντων στη πρώτη εναγομένη, το, δε, κεφάλαιο τους ανήρχετο στο ποσό του 1.202.422 ευρώ. Ο πρώτος των εναγόντων, ο οποίος ενεργούσε ουσιαστικά και για τη δεύτερη αυτών, κατά την υπογραφή και τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης, ενημερώθηκε προφορικά από τη σύμβουλο επενδύσεων των εναγομένων …, η οποία ορίστηκε σύμβουλος χαρτοφυλακίου του. περί της δυνατότητας επένδυσης των χρημάτων τους σε ομόλογα και αγοράστηκαν από την ως άνω υπάλληλο των εναγομένων, για λογαριασμό τους, τα κάτωθι ομόλογα: α) στις 6/9/2006, το ALPHA CREDIT GROUP 19-2-2003/19-2-2013. ονομαστικής αξίας 300.000 ευρώ, με μέση τιμή κτήσης 100,55 ευρώ και αξία κτήσης 301.650 ευρώ, β) στις 6/9/2006.ΤΟ ALPHA CREDIT GROUPP PLC 24-11-2003/24-11-2013. ονομαστικής αξίας 500.000 ευρώ, με μέση τιμή κτήσης 100,50 ευρώ και αξία κτήσης 502.500 ευρώ, γ) στις 8/3/2007, το EMPORIK1 GROUP FINANCE 5-8-2004/5-8-2014, ονομαστικής αξίας 196.000 ευρώ, με μέση τιμή κτήσης 101,55 ευρώ και αξία κτήσης 199.038 ευρώ και δ) στις 8/3/2007, το ASPIS FINANCE PLC 10-2-2005/10-2-2015, ονομαστικής αξίας 196.000 ευρώ, με μέση τιμή κτήσης 101,65 ευρώ και αξία κτήσης 199.234 ευρώ. Από την αγορά των επιδίκων ομολόγων, οι ενάγοντες εισέπρατταν, κανονικά, τους τόκους αυτών και ενημερώνονταν για την πορεία των επενδύσεων τους. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα ανάκληση των τριών πρώτων ομολόγων από τον εκδότη τους, στο ύψος, περίπου, της αξίας κτήσης τους και συγκεκριμένα: 1J του ALPHA CREDIT GROUP, στις 19/22008, οι δε, ενάγοντες έλαβαν ποσό 303.781,20 ευρώ και αντίστοιχο κέρδος 2.131,20 ευρώ, σε σχέση με τη τιμή κτήσης του ομολόγου, 2) του ALPHA CREDIT GROUPP PLC, στις 24/11/20081 οι, δε, ενάγοντες έλαβαν ποσό 500.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία τους 2 500 ευρώ, σε σχέση με τη τιμή κτήσης του ομολόγου, 3) του EMPORIKI GROUP FINANCE, στις 5/8/2009, οι, δε, ενάγοντες έλαβαν ποσό 196.953,44 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία 2.084,56 ευρώ, σε σχέση με τη τιμή κτήσης του ομολόγου. Αντιθέτως, με τα προαναφερόμενα τρία ομόλογα, το ASPIS FINANCE PLC είχε, διαρκώς, πτωτική πορεία και τούτο εξ αιτίας της ανάκλησης της αδείας λειτουργίας και θέσης υπό ειδική εκκαθάριση της μοναδικής εγγυήτριας του ομολόγου εταιρίας, η οποία, με τη σειρά της, οφειλόταν σε καταγγελίες για τη παραποίηση οικονομικών στοιχείων των εταιριών του ομίλου. Οι αγορές αυτές των ως άνω ομολόγων έγιναν κατόπιν ρητών εντολών του πρώτου ενάγοντα, για λογαριασμό και της δεύτερης των εναγόντων, καθόσον: α) ο ενάγων είχε έντονο ενδιαφέρον για την πορεία του χαρτοφυλακίου του, είχε σε τακτική βάση προσωπική ή τηλεφωνική επικοινωνία με την ως άνω επενδυτική σύμβουλο, ακριβώς λόγω του ότι το ποσό των 1.202.422 ευρώ αντιπροσώπευε τους μόχθους μίας ζωής επίπονης εργασίας, κάτι, που είχε καταστήσει γνωστό και σαφές στις εναγόμενες, β) ο ενάγων ελάμβανε, ανελλιπώς, σε μηνιαία βάση τις προσκομιζόμενες αντίστοιχες ενημερώσεις των εναγομένων, με τις κινήσεις του χαρτοφυλακίου του και ουδέποτε εκδήλωσε, εγγράφως, κατάπληξη ή αγανάκτηση, ως αναμένεται, ότι θα έπραττε, αν διαπίστωνε ότι, κατά το χρονικό διάστημα λειτουργίας της σύμβασης, είχαν , πράγματι, εκτελεστεί πλήθος συναλλαγών, χωρίς να είχε δώσει εντολή , γ) παράλληλα προς ας τέσσερις επίμαχες αγορές ομολόγων (όπως προκύπτει από τις ίδιες αναλυτικές καταστάσεις και επισημαίνεται από τις εναγόμενες δια των προτάσεων τους), έλαβαν χώρα αγορές τίτλων παρομοίων χαρακτηριστικών με τους επιδίκους, τους οποίους οι ενάγοντες ουδέποτε αμφισβήτησαν (βλ. σχετ. προσκομιζόμενη από τις εναγόμενες αναλυτική κατάσταση κινήσεων χρηματικών υπολοίπων της … σύμβασης καθώς και τις μηνιαίες αναλύσεις επενδυτικού λογαριασμού, που αποστέλλονταν στους ενάγοντες), δ) με την από 15/5/2008 έγγραφη επιστολή προς τις εναγόμενες, με την οποία ο ενάγων ζητεί τη λύση της ένδικης … σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, δηλώνει ότι αναγνωρίζει ότι η σύμβαση, οι πρόσθετες πράξεις και τα παραρτήματα της καταρτίστηκαν και λειτούργησαν νομίμως, αναγνωρίζει και αποδέχεται στο σύνολο τους, ρητά και ανεπιφύλακτα, όλες τις κινήσεις του λογαριασμού και τις πράξεις των εναγομένων, ως νόμιμες, βάσιμες και σύμφωνες με τις εντολές του, παραιτούμενος από κάθε δικαίωμα προβολής οποιασδήποτε αντίρρησης κατ’ αυτών. Δια της επιστολής αυτής, ναι, μεν, οι ενάγοντες δεν απώλεσαν το έννομο συμφέρον τους να στραφούν δικαστικά κατά των εναγομένων, κατά τα, ήδη. εκτεθέντα, πλην, όμως, κατά τα λοιπά, η ως άνω επιστολή, δύναται να αξιολογηθεί, συνδυαζόμενη με τη μη έγγραφη αμφισβήτηση των αναλυτικών καταστάσεων, που ελάμβαναν έως τότε, ως ένδειξη παροχής εντολής εκ μέρους τους. πριν τη διενέργεια των επίδικων συναλλαγών, ενόψει, μάλιστα, του ότι δεν προκύπτει από το σώμα του εγγράφου, αντίθετα προς τα όσα αυτοί ισχυρίζονται, με τις προτάσεις τους. ότι, δηλαδή, συνετάγη σε π ροδιά τυπωμένη «φόρμα» των εναγομένων και ότι έγινε μα λόγους σκοπιμότητας και προστασίας των συμφερόντων τους από τις εναγόμενες, αφού, ήδη, από τις 10/10/2007 είχαν μεταφέρει το χαρτοφυλάκιο τους στο PRIVATE BANKING της Εθνικής Τράπεζας, Υ) ούτε ο ισχύον, κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης παροχής, επενδυτικών υπηρεσιών, θεσμικός νόμος 2396/1996 (ακόμα και ο μεταγενέστερος προς αντικατάσταση αυτού ν. 3605/2007) ή ο εκδοθείς, δυνάμει αυτού, Κώδικας Δεοντολογίας Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), καθιερώνει υποχρεωτικά έγγραφη εντολή του επενδυτή, όπως, αβασίμως, ισχυρίζονται οι ενάγοντες με τις προτάσεις τους, η, δε, σύμβαση, κατά τους ανωτέρω εκτιθέμενους όρους της, εναρμονίστηκε με το ισχύον νομικό πλαίσιο. Αποδείχθηκε, συνεπώς, ότι οι ενάγοντες, αν και είχαν ενημέρωση προφορική, προ πάσης αγοράς, αλλά και έγγραφη κάθε μήνα με την επιστολή από τις εναγόμενες των αναλυτικών ενημερωτικών καταστάσεων στη δηλωθείσα από αυτούς διεύθυνση της κατοικίας τους, στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, για τις διενεργηθείσες ανά μήνα στο όνομα τους επενδυτικές κινήσεις και ενώ είχαν, έτσι, σε κάθε περίπτωση, ενημερωθεί για τις από 6/9/2006 αγορές των δυο πρώτων ομολόγων και τις από 8-3/2007 αγορές του τρίτου και τέταρτου, με τις ενημερωτικές καταστάσεις του επόμενου μήνα από τις συγκεκριμένες συναλλαγές, δεν υπέβαλαν, εγγράφως, τις αντιρρήσεις τους, συμφώνως, προς το συνομολογηθέντα γενικό όρο της μεταξύ αυτών και των εναγομένων συμβάσεως, κατά τον οποίο, εάν ο επενδυτής-πελάτης έχει αντιρρήσεις σχετικά με οποιαδήποτε στοιχεία, τα οποία του έχει γνωστοποιήσει η εταιρία, υποχρεούται να υποβάλλει σε αυτή. εγγράφως, τις αντιρρήσεις του, εντός δέκα (10) ημερών από την αποστολή σε αυτόν των άνω στοιχείων, άλλως θεωρείται, ότι έχει αποδεχτεί ανεπιφύλακτα τα γνωστοποιηθέντα αυτά στοιχεία [(βλ. σχετ. ΑΠ 1605/2010, NOB 2011.981, βλ. επίσης ότι ο σχετικός όρος στις συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών είναι νόμιμος και μη καταχρηστικός, διότι δεν ενέχει προφανή υπέρβαση των αξιολογικών -— ορίων, που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ βλ. ΑΠ 995/2010, ΕΕΜΠΔ 2011.641, ΕφΑΘ 1470/2011 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, για το ότι όπου η κατάρτιση ή μη μίας κύριας επενδυτικής συναλλαγής δεν είναι σύμφωνη με τη διαβιβασθείσα από τον εντολέα- πελάτη της επενδυτικής εταιρίας εντολή αγοράς ή πώλησης, ο εντολέας —πελάτης οφείλει, αμέσως μόλις ενημερωθεί, σχετικά με τη κατάρτιση ή μη της αντίστοιχης συναλλαγής, να προβάλλει αντιρρήσεις. Πρόκειται για βάρος, που επιβάλλεται στον εντολέα-πελάτη και δεν πρέπει να συγχέεται με την εξαναγκαστή υποχρέωση. Η επιβολή του βάρους αυτού είναι σύμφωνη, τόσο με τις γενικές διατάξεις του ενοχικού δικαίου, όσο και με τις ιδιαιτερότητες, που διέπουν τη σύμβαση παραγγελίας. Ο εντολέας-πελάτης οφείλει να προβάλει αντιρρήσεις, αμέσως, μόλις ενημερωθεί, σχετικά με τη κατάρτιση μίας συναλλαγής. Η μη εκπλήρωση του βάρους αυτού από τον εντολέα – πελάτη συνεπάγεται δυσμενείς συνέπειες γι’ αυτόν. Ειδικότερα, η παράλειψη προβολής αντιρρήσεων από τον εντολέα-πελάτη συνιστά σιωπηρή έγκριση της καταρτισθείσας συναλλαγής και, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί, γεγονός, που ενισχύει τους ισχυρισμούς της εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ότι η δραστηριότητας της ήταν σύμφωνη με την εντολή, που της διαβιβάστηκε ή δεν της διαβιβάστηκε από τον εντολέα-πελάτης της (βλ. σχετικά με το τύπο της έγκρισης, Βαθρακοκοίλη, Αναλυτική Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα, 1994, αρ. 238, σελ. 337, με νομολογιακές παραπομπές, σημείωση Β. Τουντόπουλου στην ΜΠρΑΘ 3307/2000, ΔΕΕ 2001.182 επ.)]. Συνεπώς, η επικαλούμενη ζημία των εναγόντων από την επένδυση κεφαλαίου τους στο δεύτερο και τρίτο από τα ως άνω ομόλογα, δεν συνδέεται αιτιωδώς ή αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, καθόσον υπήρχε εντολή των ενάγοντων προς αγορά των ομολόγων και ενημέρωση της ως άνω προστηθείσας υπαλλήλου των εναγομένων προς αυτούς για την επένδυση αυτή. Περαιτέρω, όμως, αποδείχθηκε ότι το ως άνω τέταρτο ομόλογο ASPIS FINANCE PLC, είχε εκδοθεί, στις 10/2/2005, με την εγγύηση της τράπεζας με την επωνυμία «ASPIS BANK ΑΕ» (μετέπειτα «Τ-ΒΑΝΚ ΑΤΕ») από τη θυγατρική αυτής «ASPTS FINANCE PLC), η οποία είχε συσταθεί, μόνον, προς το σκοπό έκδοσης του ομολόγου. Το συνολικό ποσό της έκδοσης ανήλθε σε 50.000.000 ευρώ. Το ομόλογο εισήλθε προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, ενώ το τοκομερίδιο του πληρωνόταν κάθε τρίμηνο, με βάση το τρίμηνο επιτόκιο Euribor συν περιθώριο 1,35% μέχρι και τον Φεβρουάριο του έτους 2010 και ύστερα, σε περίπτωση μη ανάκλησης, προσαυξημένο κατά 1,30% προερχόταν από δευτερογενή αγορά και ήταν ομόλογο μειωμένης εξασφάλισης. Η διαβάθμιση από το Διεθνή Οίκο Αξιολόγησης FITCH ήταν Β3. που, σύμφωνα με τον ίδιο Οίκο Αξιολόγησης, καταδεικνύει μέτριες προοπτικές επιβίωσης. Τα ανωτέρω στοιχεία δεν γνωστοποιήθηκαν στους ενάγοντες, πριν την αγορά του ομολόγου, ούτε αποδείχθηκε ότι υπάρχει κάποιο έγγραφο, που τους παραδόθηκε, στο οποίο να αναγράφονται αυτά. Ακόμα, αποδείχθηκε ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, το ομόλογο είχε καθοδική πορεία και υπήρξε υποβάθμιση του από ΒΒ, κατά την έκδοση του, σε Β. στις 3/1W200B, σε CCCr στις 29/7/2009, σε CCC στις 3/11/2009 και σε C στις 22/12/3011, οπότε και αποσύρθηκε από τις διαβαθμίσεις. Επίσης, σύμφωνα με το Ενημερωτικό Δελτίο του έτους 2006 της ASPIS BANK, εγγυήτριας του ομολόγου, η Τράπεζα, το Δεκέμβριο του έτους 2005, είχε λάβει από το διεθνή οίκο αξιολόγησης FITC1I τις εξής διαβαθμίσεις: Μακροπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση -ΒΒ, Βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση -Β, χρηματοοικονομική θέση -C/D. Σύμφωνα με τους ορισμούς του ιδίου οίκου, με ημερομηνία δημοσίευσης ορισμών τον 12°/2014, η μακροπρόθεσμη αξιολόγηση της ASP1S BANK, ως ΒΒ, υποδεικνύει ότι υπήρχε αυξημένος κίνδυνος να διακόψει πληρωμές, ιδιαίτερα, ως αποτέλεσμα δυσμενών οικονομικών αλλαγών ή μεταβολών της αγοράς. Η βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση, ως Β, υποδεικνύει κερδοσκοπικού χαρακτήρα πιστοληπτική ικανότητα και μέτριες προοπτικές για έγκαιρη αποπληρωμή χρηματοοικονομικών δεσμεύσεων και αυξημένη ευπάθεια, σε περίπτωση δυσμενών αλλαγών στις χρηματοπιστωτικές και οικονομικές συνθήκες, εντός συντόμου χρονικού διαστήματος. Τέλος, η αξιολόγηση της χρηματοοικονομικής θέσης της τράπεζας, ως GO, υπεδείκνυε ότι επρόκειτο για μία τράπεζα με μία ή και περισσότερες προβληματικές πτυχές και αδυναμίες εσωτερικής ή και εξωτερικής προέλευσης. Η αξιολόγηση αυτή υπεδείκνυε, επιπλέον, ανησυχίες, σε σχέση με τη κερδοφορία της, τα στοιχεία ισολογισμού της, τη διοίκηση και το περιβάλλον λειτουργίας της ή τις προοπτικές της. Εξάλλου, στην αρχική σελίδα του ενημερωτικού σημειώματος για την έκδοση του εν λόγω ομολογιακού δανείου, αναφέρεται, ότι η έκδοση είναι με την «αμετάκλητη εγγύηση» της ASPIS BANK και διευκρινίζεται ότι η εγγύηση αυτή αναφέρεται στην μειωμένης διασφάλισης εγγύηση. Αυτό σημαίνει ότι οι κάτοχοι ομολογιών εκδόσεως της ASPIS FINANCE θα ικανοποιούνταν, μόνον, εφόσον ικανοποιούνταν πλήρως οι προηγούμενοι τη τάξει πιστωτές της εγγυήτριας ASPIS BANK, δηλαδή μετά τους πιστωτές της εγγυήτριας με διασφάλιση και μετά τους λοιπούς πιστωτές μειωμένης διασφάλισης, που δεν κατατάσσονταν, όπως οι συγκεκριμένες ομολογίες. Σε περίπτωση δηλαδή πτώχευσης ή εκκαθάρισης η Τράπεζα θα ικανοποιούσε πρώτα σε όλους τους λοιπούς πιστωτές της και έπειτα τους πιστωτές της ASPIS FINANCE. Καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, οι ενάγοντες ελάμβαναν, μηναίως, από τις εναγόμενες, υπό τον κοινό τίτλο «ΑLΡΗΑ PRIVATE BANK», τη μηνιαία αποτίμηση του χαρτοφυλακίου, στην οποία αναγραφόταν η κατηγορία επένδυσης, η εκάστοτε αποτίμηση της, η αριθμητική και ποσοστιαία μεταβολή της τιμής του ομολόγου, η αναλυτική κίνηση του τηρουμένου επενδυτικού λογαριασμού και οι τόκοι. Επειδή, όμως, οι ενάγοντες δεν ήταν ευχαριστημένοι με τις επενδυτικές συμβουλές και υποδείξεις των συμβούλων χαρτοφυλακίου των εναγομένων, αφού, ήδη. είχαν υποστεί ζημία, κατά την ανάκληση των ως άνω δεύτερου και τρίτου ομολόγου, ενώ το τέταρτο εξ αυτών είχε διαρκώς πτωτική πορεία, ζήτησαν, στις 1G71GV2007, τη μεταφορά του χαρτοφυλακίου τους στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ με την από 15/5/2008 επιστολή τους ζήτησαν τη λύση της ένδικης σύμβασης επενδυτικών υπηρεσιών. Ακολούθως, με την από 12/1/2012 επιστολή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία διαχειριζόταν, πλέον, το χαρτοφυλάκιο τους, η τελευταία ενημέρωσε αυτούς ότι, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 25/1/17-12-2011 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδας, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εγγυήτριας του ομολόγου «Τ-BANK ΑΤΕ» (πρώην ASPIS BANK), η οποία τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, ότι η ικανοποίηση των αξιώσεων τους υπό το ανωτέρω ομόλογο θα εξαρτηθεί από την πορεία και τα αποτελέσματα της ειδικής εκκαθάρισης της εν λόγω εταιρίας και ότι ο ειδικός εκκαθαριστής καλούσε, τους πιστωτές να αναγγείλουν εγγράφως τις απαιτήσεις τους μέχρι τις 10/2/2012. Επίσης, με βάση την υπ’ αρ. 26/17-12-2011 (ΦΕΚ Β 2856/17-12-2011) απόφαση Επιτροπής, το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της ως άνω εγγυήτριας του ομολόγου τράπεζας, μεταβιβάστηκε στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΤΕ», το οποίο κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τ-BANK ΑΤΕ». Στη μεταβιβαζόμενα στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο περιουσιακά στοιχεία, δεν περιλαμβάνονταν οι υποχρεώσεις μειωμένης διασφάλισης, αφού οι δανειστές μειωμένης εξασφάλισης ικανοποιούνται από το προϊόν της εκκαθάρισης, μετά την ικανοποίηση των ενέγγυων πιστωτών. Σύμφωνα, με την από 11/10/2012 έγγραφη δήλωση των συνεκκαθαριστών της εκδότριας, οι πιστωτές μειωμένης διασφάλισης έπονται στη σειρά ικανοποίησης από όλους τους πιστωτές μη μειωμένης διασφάλισης για τους σκοπούς της εκκαθάρισης. Στην ανωτέρω έγγραφη δήλωση γίνεται ρητή αναφορά, ότι αναμένεται ότι οι πιστωτές μη μειωμένης διασφάλισης θα ικανοποιηθούν πλήρως σε αντίθεση με τους μειωμένης διασφάλισης. Η ίδια η εκδότρια τράπεζα, δια των εκκαθαριστών της, δηλώνει ότι λόγω της θέσης σε εκκαθάριση τόσο αυτής , όσο και της εγγυήτριας του τίτλου, η ικανοποίηση των κατόχων των ομολόγων έχει καταστεί περιορισμένη, αν όχι αδύνατη. Ενόψει του γεγονότος ότι, βάσει της υπ’ αριθμ 26/1/17-12-2011 απόφασης, άρθρο 2, στοιχ. Β’, στα μεταβιβαζόμενα στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της ASPIS BANK από το ομολογιακό δάνειο μειωμένης εξασφάλισης, εκδόσεως της ASPIS FINANCE ΡίΧ, για κεφάλαιο ύψους 50 εκατ. ευρώ , αλλά και του ότι, από την προσκομιζόμενη σε επίσημη μετάφραση από 11/10/2012 δήλωση των συν-εκκαθαριστών της εκδότριας αυτής εταιρίας, προκύπτει το απίθανο της εξόφλησης των μειωμένης εξασφάλισης πιστωτών, που έπονται στην τάξη όλων των πιστωτών μη μειωμένης εξασφάλισης, πλήρως, καταδεικνύεται ότι από τη θέση σε ειδική εκκαθάριση της εκδότριας και της εγγυήτριας του ενδίκου ομολόγου εταιρίας, δεν υφίσταται διότι έχει αναιρεθεί, η σχέση αντιστοιχίας μεταξύ του κεφαλαίου, που έχει επενδυθεί εκ μέρους των εναγόντων και της αξίας όσων τίτλων περιλαμβάνονται στην περιουσία τους, η οποία είναι μηδενική. Έτσι, λόγω της εκμηδένισης της αξίας του ομολόγου, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία, ίση με το ως άνω χρηματικό ποσό. που διέθεσαν για την αγορά του, μείον του ποσού των 117,60 ευρώ, που τελικά έλαβαν από τη διαδικασία αναγγελίας αυτών στη διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης της Τ-ΒΛΝΚ, ήτοι υπέστησαν ζημία ίση με 199.116,4 ευρώ (199.234 ευρώ-117.60 ευρώ). Περαιτέρω, αποδεικνύεται, ότι οι ενάγοντες, κατά τον χρόνο σύναψης των ως άνω συμβάσεων εξακολουθούσαν να υποβάλλονται στους ιδίους εκτεταμένους περιορισμούς- οι οποίοι στην ηλικία τους και ανάλογα του μορφωτικού επιπέδου, που είχαν,(ως αναφέρονται ανωτέρω), αποτελούν, πλέον, σταθερά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους. Οι περιορισμοί αυτοί αναγόμενοι στο επίπεδο της εκπαίδευσης των εναγόντων και στο περιεχόμενο των εμπειριών τους, προκαλούν στην συγκεκριμένη περίπτωση την εκ μέρους των τελευταίων αναμενόμενη εκδήλωση της αδυναμίας αυτών, να αντιληφθούν την ιδιότητα του ομολόγου και την βαθμίδα επενδυτικού κινδύνου αυτού. Σε κάθε περίπτωση, εάν οι εναγόμενες, δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, είχαν δώσει, εγγράφως, στους ενάγοντες το ανωτέρω ενημερωτικό δελτίο της εκδότριας του ομολόγου, μεταφρασμένο στην Ελληνική γλώσσα και είχαν επιχειρήσει, προφορικώς, να τους αναπτύξουν τις δυσνόητες για άνθρωπο έννοιες αυτού, και να τους εξηγήσουν το περιεχόμενο της συναλλακτικής σχέσης, που περιγράφεται στο έγγραφο αυτό, είναι, βέβαιο, on αυτοί θα είχαν αρνηθεί να επιχειρήσουν την προτεινομένη σε αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, προεχόντως, διότι δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν, ώστε να ελέγξουν, την μορφή και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης πολύπλοκης συναλλακτικής σχέσης. Κατά μείζονα λόγο, οι ενάγοντες θα είχαν απορρίψει την επένδυση αυτή, σε περίπτωση, που είχαν πληροφορηθεί ότι η διάθεση του εν λόγω ομολόγου απαγορευόταν στην Ελλάδα και ότι η εναγομένη δεν αναλάμβανε οποιαδήποτε ευθύνη έναντι των ιδίων, σε σχέση με το επενδυόμενο κεφάλαιο, διότι στην συγκεκριμένη συμβατική σχέση η αντισυμβαλλομένη-εκδότρια ήταν μία εταιρία, εδρεύουσα στο Λονδίνο. Με τα δεδομένα αυτά. κρίνεται βάσιμος ο ισχυρισμός των εναγόντων, ότι οι εναγόμενες παρέλειψαν, όπως είχαν υποχρέωση, να ενημερώσουν, σχετικά με τα ανωτέρω αναφερόμενα χαρακτηριστικά της επένδυσης, την οποία τους υπέδειξαν να επιχειρήσουν, με συνέπεια οι συγκεκριμένοι διάδικοι να μην έχουν κατανοήσει, τουλάχιστον, τους κινδύνους να υποστούν απώλεια του κεφαλαίου, οι οποίοι, όπως αποδεικνύεται, βασίμως συνδεόταν με μίας τέτοιας μορφής επιλογή εκ μέρους τους. Η συμπεριφορά αυτή των εναγομένων, η οποία εκδηλώθηκε έναντι των εναγόντων, συνισταμένη στην αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης των εναγόντων-πελατών τους, σχετικά με την ασφάλεια του κεφαλαίου τους, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των όρθρων 2S1 και 288 ΑΚ. συνδυασμό με το Ν 2396/1996, οδηγεί την τράπεζα σε υπαίτια θέση έναντι των πελατών της, ακριβώς εξαιτίας της πλημμελούς εκπλήρωση των υποχρεώσεων της, από τις συναφθείσες συμβάσας, κατά τα εκτιθέμενα και. στην νομική σκέψη της παρούσας. Επιπροσθέτως, η προπεριγραφείσα συμπεριφορά των εναγομένων συνιστά, ταυτόχρονα και παράβαση του τότε ισχύοντος ΚΔΕΠΕΥ ΥΑ 12263/1997, δυνάμει των διατάξεων του οποίου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μίας τράπεζας, αν δεν επιμελείται της συμπληρώσεως σχετικού ερωτηματολογίου πριν την παροχή της επενδυτικής συμβουλής, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει, με απολύτως σαφή τρόπο, τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων, όπως αναλύονται, εκτενώς, στα διαλαμβανόμενα της παραπάνω νομικής σκέψης. Η κρίση αυτή επιρρωνύεται και από το γεγονός, ότι σύμφωνα με το Κεφ. Β’ αριθμ. 4 περ. γ της Πράξης Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας αρ. 2501/2002 (ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 ΦΕΚ Α’ 277) «Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν επίσης να παρέχουν ενημέρωση για τη νομική θέση και τα δικαιώματα των συναλλασσομένων, ιδίως, στην περίπτωση κατοχής εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων τίτλων (π.χ. συμφωνίες πώλησης με επαναγορά) και λοιπών αξιών των συναλλασσομένων, είτε αυτή προκύπτει από καταθέσεις είτε από επενδυτικά ή σύνθετα προϊόντα», ενώ σύμφωνα με το Κεφ. Γ της ίδιας Πράξης αρ. 1 στοιχ. γ’ και ο «Οφείλουν να γνωστοποιούν στους συναλλασσομένους πριν από τη σύναψη της σύμβασης, όλους τους όρους, που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση και να τους παρέχουν πλήρες αντίγραφο μετά την σύναψη της. Χορηγούν στους πελάτες τους παραστατικά συναλλαγών, καθώς και ανάλυση των καταβολών, που πραγματοποιούν οι συναλλασσόμενοι σε εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους από τόκους, προμήθειες, εφάπαξ έξοδα και φόρους-τέλη. Η ανάλυση αυτή παρέχεται το αργότερο με την επόμενη της συνδιαλλαγής περιοδική ενημέρωση». Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου για την πλημμελή εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων των εναγομένων, ενισχύεται και από το γεγονός ότι, καίτοι οι εναγόμενες όφειλαν, συμμορφούμενες προς τις αναληφθείσες συμβατικές τους υποχρεώσεις, κατά τα ανωτέρω λεχθέντα, να προσκομίσουν στους ενάγοντες το προμνησθέν ενημερωτικό σημείωμα εκδότη, προκειμένου να ενημερωθούν, πλήρως και εμπεριστατωμένα, για το επενδυτικό αυτό προϊόν, επεξηγούμενο, απαραιτήτως, από τους έχοντες εξειδικευμένες γνώσεις αλλά και σχετική εμπειρία υπαλλήλους αυτών, παρέλειψαν να ίο πράξουν, οι, δε, ενάγοντες, κατόπιν δικών τους αιτημάτων και ερευνών , έλαβαν γνώση του ενημερωτικού αυτού δελτίου, πολύ αργότερα, όταν είχαν ήδη μεταφέρει το χαρτοφυλάκιο τους στην ΕΤΕ, το οποίο, μάλιστα, ενημερωτικό δελτίο , στην αρχική του μορφή, συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα και με τους δυσνόητους χρηματοοικονομικούς όρους , αδυνατούσαν να κατανοήσουν, χωρίς τις αναγκαίες επεξηγήσεις από εξειδικευμένους συμβούλους επί των οικονομικών, στους οποίους προσέτρεξαν. Τότε, πλέον, οι τελευταίοι πληροφορήθηκαν, ότι η εκδότρια του ομολόγου εταιρία είχε έδρα το Λονδίνο, ήταν θυγατρική σε ποσοστό 100% εταιρία της ASPIS RANK και είχε συσταθεί στις 16-11-2004 στην Αγγλία και την Ουαλία, ως δημόσια εταιρία περιορισμένης ευθύνης (Public Limited Company), διεπόμενη από το Αγγλικό Δίκαιο, ήτο: τον Ccrnpanies Act 1985. Μέχρι του χρονικού αυτού σημείου, δε, οι προστηθέντες των εναγομένων, ήταν εντελώς καθησυχαστικοί έναντι αυτών για την εξασφάλιση του κεφαλαίου τους, κάθε φορά, που αυτοί, λαμβάνοντος ενημερωτικά σημειώματα, για την πορεία της επένδυσης τους, ανησυχούσαν για την καθοδική χορεία του επιτοκίου. Για το λόγο. άλλωστε, αυτό, ήτοι της μη γνώσης, επακριβώς, των ιδιοτήτων του εν λόγω ομολόγου, στο οποίο είχαν επενδύσει, ο πρώτος ενάγων, εκπροσωπώντας και τη δεύτερη εξ αυτών, κατά τη λύση της μεταξύ τους σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, η οποία επισυνέβη στις 15/5/2008, ενώ, ήδη, είχαν μεταφέρει το χαρτοφυλάκιο τους στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, στις 10/10/1997, λόγω του ότι οι ενάγοντες δεν ήταν ευχαριστημένοι από τις αποδόσεις των επενδύσεων, που οι προστηθέντες των εναγομένων τους είχαν προτείνει, δήλωσε ότι αναγνωρίζει και αποδέχεται, στο σύνολο τους. ρητά και ανεπιφύλακτο, όλες τις κινήσεις του λογαριασμού και τις πράξεις των εναγομένων, ως νόμιμες, βάσιμες και σύμφωνες με τις εντολές τους.
Σημειωτέον, ότι, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη σε μετάφραση ενημερωτική εγκύκλιο οι τίτλοι της ως άνω εταιρίας ήταν μειωμένης εξασφάλισης, κυμαινόμενου επιτοκίου, με λήξη το έτος 2015, και, πλέον των όσων έχουν, ήδη, αναφερθεί σχετικά παραπάνω, τονίζεται στο ανωτέρω έγγραφο ότι «Η επένδυση στους τίτλους ενέχει ρίσκο». Η ως άνω, δε. εγκύκλιος κυκλοφόρησε στις 28.2.2005 και, ως εκ τούτου, ήταν γνωστή στους εναγομένους , που ασχολούνται με τις τραπεζικές υπηρεσίες, σε αντίθεση με τους ενάγοντες . που δεν γνώριζαν ούτε όφειλαν να γνωρίζουν αυτό, αφού θα έπρεπε να τους παρασχεθούν από τους εναγόμενους οι στοιχειώδεις πληροφορίες, σχετικά με τον κίνδυνο της συγκεκριμένης επένδυσης. ʼλλωστε, οι ενάγοντες για το λόγο αυτό εμπιστεύθηκαν τις εναγόμενες, αφού ήταν γνώστες του χώρου των επενδύσεων και ανέμεναν ότι θα τους ενημέρωναν και 0α τους προστάτευαν αχό τυχόν ατόπημα ή λανθασμένη επιλογή. Πληροφορίες για τη συγκεκριμένη επένδυση δεν 0α μπορούσαν να έχουν οι ενάγοντες, αφού για το συγκεκριμένο ομόλογο δεν είχε εκδοθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερωτικό δελτίο, ούτε είχε διαβιβαστεί σε κοινοτικό διαβατήριο από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, όπως προκύπτει από το με αριθ. πρωτ. 142/10.1.2013 έγγραφο της Προϊσταμένης Διεύθυνσης Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Στους όρους, δε, αναδοχής του ομολόγου, που αφορούσαν και την πρώτη εναγόμενη, ως κύρια ανάδοχο, για την Ελλάδα, συμφωνήθηκε ότι, δεν θα προσφερθεί ή πωληθεί δημοσίως και ότι δεν θα πωλήσει ή προσφέρει δημοσίως κανέναν τίτλο σε κατοίκους της Ελλάδας και δεν θα συμμετάσχει σε οποιαδήποτε διαφήμιση ενημέρωση ή δήλωση στην Ελλάδα, με σκοπό την προσέλκυση κοινού της Ελλάδας στην αγορά των συγκεκριμένων τίτλων. Επίσης, συμφωνήθηκε 6α, δεν επιτρέπεται καμία δημόσια προσφορά των τίτλων στην Ελλάδα, χωρίς την έκδοση και δημοσίευση ενημερωτικού φυλλαδίου, εγκεκριμένου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σύμφωνο με όλες τις διατάξεις του νόμου 876/1979 και με το π.δ. 52/1992, το οποίο έπρεπε να είναι σύμφωνο με κάθε πράξη σχετική με τη δημόσια προσφορά των τίτλων και τη διάθεση τους στην Ελλάδα. Για το λόγο, άλλωστε, αυτό, ήταν ιδιαίτερα, δύσκολη, αν όχι αδύνατη η εκ των υστέρων πώληση του ομολόγου αυτού στη δευτερογενή αγορά από τους ενάγοντες, ακόμα και όταν αυτοί μετέφεραν το χαρτοφυλάκιο τους στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εναγόμενες ισχυρίζονται, ότι δεν υποχρεούταν στην έκδοτη ενημερωτικού δελτίου για το εν λόγω ομόλογο και στην υποβολή προς έγκριση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. διότι δεν επρόκειτο για προϊόν, που υπόκειτο σε δημόσια πρόσκληση, αλλά απευθύνονταν σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, πλην. όμως, όπως προκύπτει από το άρθ. 3 του π.δ. 52/1992, θα έπρεπε να τηρηθεί η ως άνω δημοσιότητα, ενόψει του ότι ικανός αριθμός μη εξειδικευμένων επενδυτών επένδυσαν στα ως άνω ομόλογα στη δευτερογενή αγορά. ʼλλωστε, για το λόγο ότι, η μη δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου από τη Τράπεζα, κατά την ανωτέρω δημόσια προσφορά, την περίοδο από τις 10/22005 έως τις 16/10/2005, ενείχε μεγάλο κίνδυνο για πρόκληση ζημίας στους επενδυτές, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με την υπ’ αριθμ. ./3-7-2018 απόφασης του Διοικητικού της Συμβουλίου, επέβαλε στη πρώτη εναγομένη πρόστιμα για παράβαση του άρθρου 5 του πδ 52/1992 αλλά και του άρθρου 3 παρ. 1, 3 &4 του ν. 3401/2005. Από όλα. λοιπόν, τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, τα συγκεκριμένα ομόλογα ήταν ένα νέο χρηματοοικονομικό προϊόν, τίτλος της δευτερογενούς αγοράς, μειωμένης εξασφαλίσεως, υψηλού κινδύνου, που είχε εκδοθεί από μία θυγατρική τη; εγγυήτριας εταιρία, χωρίς οικονομική δραστηριότητα, που συστήθηκε με μοναδικό σκοπό την έκδοση ομολόγων. Τα επίμαχα ομόλογα αγοράστηκαν από τη πρώτη εναγομένη, ως ανάδοχος αυτών και μεταπωλήθηκαν από αυτήν σε μεγαλύτερη τιμή στη δευτερογενή αγορά, χωρίς να παρασχεθούν στους ενάγοντες καταναλωτές στοιχειώδεις πληροφορίες αναφορικά με τα χαρακτηριστικά αυτών, ώστε να γίνει αντιληπτό από αυτούς το επίπεδο κινδύνου της συγκεκριμένης επένδυσης και χωρίς να τους χορηγηθεί το ενημερωτικό έντυπο σε επίσημη μετάφραση στα ελληνικά αλλά και επαρκείς εξηγήσεις, ως προς τους χρηματοοικονομικούς όρους και έννοιες αυτού. Πιο συγκεκριμένα, μοναδικό έγγραφο, το οποίο είχαν οι ενάγοντες ήταν οι μηνιαίες ενημερώσεις της πορείας του χαρτοφυλακίου τους, στις οποίες δεν αναφέρεται ο εκδότης του τίτλου, η ημερομηνία έκδοσης του, η τρέχουσα τιμή αγοράς, η ύπαρξη ή μη εγγυητή, πιθανές ημερομηνίες ανάκλησης του, αλλά ούτε το ύψος και το είδος του επιτοκίου του. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε επένδυση στο ως άνω ομόλογο ενείχε σοβαρούς κινδύνους, αφού, ούτε οι αποδόσεις του ήταν εγγυημένες και πολύ περισσότερο το κεφάλαιο του. Οι ανώνυμες εταιρείες, που δραστηριοποιούνται στις επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές, να ενημερώνουν τους πελάτες τους για τους κινδύνους που ενέχει η επένδυση των καταθέσεων τους σε συγκεκριμένα ομόλογα, δεδομένου ότι οι ίδιες έχουν και την δυνατότητα και την ενημέρωση για την πραγματική λειτουργία αυτών. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, οι εναγόμενες, παρότι είχαν ενημέρωση, σχετικά με τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα, των οποίων η πρώτη εξ αυτού ήταν ανάδοχος και. κατά συνέπεια, είχε έντονο ενδιαφέρον και συμφέρον για τη μεταπώληση τους στην Ελληνική αγορά, αν και τούτο, ρητά, είχε απαγορευθεί, αν και γνώριζαν την πιθανότητα απώλειας των κεφαλαίων των επενδυτών, εντούτοις, δεν ενημέρωσαν τους ενάγοντες, εγγράφως, σχετικά με την ακριβή φύση και λειτουργία των συγκεκριμένων τίτλων που, άπω; προαναφέρθηκε, αποτελούσαν προϊόντα της δευτερογενούς αγοράς μειωμένης εξασφάλισης, εκδοθέντα από μία αμφιβόλου προελεύσεως αλλοδαπή θυγατρική εταιρεία, διαπραγματευόμενα σε χρηματιστηριακή αγορά της αλλοδαπής, όπου, μάλιστα, η τελευταία αγοραπωλησία επί των εν λόγω ομολόγων, πραγματοποιήθηκε στις 8/2/2007, ενώ στις 15/2/2012 ανεστάλη οριστικά η διαπραγμάτευση αυτού και στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα δεν υπήρξε ενδιαφέρον για τη διαπραγμάτευση αυτού στην εν λόγω οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά. Οπως, προκύπτει, εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αλλά και από το ότι οι εναγόμενες συνομολογούν, μη, ειδικώς, αρνούμενες αυτό, οι προστηθέντες αυτών υπάλληλοι, ενημέρωναν τους ενάγοντες αορίστως και ασαφώς για τα συγκεκριμένα ομόλογα, αφήνοντας να εννοηθεί, ότι αποτελούσαν ομόλογα της Τραπεζικής Εταιρίας ASPIS BANK και όχι της ως άνω θυγατρικής εταιρίας, η ίδιες, δε, με τις προτάσεις τους ισχυρίζονται ότι πρόκειται για ένα απλό τραπεζικό ομόλογο. Λόγω των ως άνω παραλείψεων των εναγόμενων, οι ενάγοντες πίστευαν, πεπλανημένα, ότι η επένδυση τους ήταν εξασφαλισμένη, τουλάχιστον, ως προς το κεφάλαιο, ενώ ο κίνδυνος, που αναλάμβαναν ήταν, μόνον, ως προς την απόδοση, επένδυση, που ήταν η μόνη, άλλωστε, συμβατή με το «συντηρητικό» προφίλ, στο οποίο κατηγοροποιήθηκαν. Βέβαια, παρά το γεγονός, ότι ο πρώτος ενάγων υπήρξε εργολάβος οικοδομών, με επιτυχή δραστηριοποίηση στον επαγγελματικό του τομέα, από όπου κατάφερε να εξοικονομήσει το προς επένδυση κεφάλαιο, εντούτοις, τόσο αυτός όσο και η δεύτερη ενάγουσα, σύζυγος του, νοικοκυρά, ήταν απόφοιτοι δημοτικού σχολείου και σαφώς δεν ήταν γνώστες των χρηματοοικονομικών επενδύσεων , ούτε οι ενάγοντες προσδίδουν σε αυτούς τέτοιες ιδιαίτερες γνώσεις, σχετικά με χρηματιστηριακές συναλλαγές. Οι αγορές από αυτούς των έτερων ομολόγων, που τηρούσαν στο χαρτοφυλάκιο τους, ως προαναφέρθηκε, καθότι αυτές είχαν γίνει μέσα στο επίδικο χρονικό διάστημα και μέσα στο ίδιο πλαίσιο εκδήλωσης ενδιαφέροντος προς επένδυση του κεφαλαίου, που διέθεταν, από μόνες δεν στοιχειοθετούν μακροχρόνια ενασχόληση με τα χρηματοοικονομικά, ώστε να τους προσδώσει την απαιτούμενη εμπειρία περί αυτών. Αλλωστε, τα άλλα ομόλογα, στα οποία είχαν επενδύσει, δεν φέρονται να είχαν τα στοιχεία, επικινδυνοτητας και μειωμένης ασφάλειας, ως το επίδικο, ούτε— απεκρύβησαν, ως προς αυτά στοιχεία απαραίτητα για τη διαμόρφωση της εντολής των εναγόντων προς αγορά τους, εχόντων των τελευταίων (εναγόντων) την ευθύνη για την πορεία της επενδύσεως τους επί αυτών των ομολόγων, ως προεκτέθηκε. Οι ενάγοντες, λοιπόν, υπάγονται στην έννοια του καταναλωτή και πρέπει να τύχουν της προστασίας του ν. 2251/1994, καθότι δεν υπερβαίνουν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, αφού δεν αποδείχθηκε, ότι ασχολούνταν, συστηματικά, με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, ούτε είχαν ιδιαίτερες γνώσεις από τέτοιου είδους συναλλαγές. Το γεγονός, δε, ότι, οι ενάγοντες υπέγραψαν όρο της μεταξύ αυτών και των εναγομένων σύμβασης , σύμφωνα με τον οποίο «Ρητά συμφωνείται, ότι λόγω μη προβλέψιμων στην επενδυτική αγορά διακυμάνσεων, οι Εταιρίες δεν εγγυώνται οποιοδήποτε αποτέλεσμα της επενδυτικής εντολής του Επενδυτή, δεν ευθύνονται για οποιαδήποτε συναφή ζημία του επενδυτή» και «Οι Εταιρίες δεν αναλαμβάνουν οποιαδήποτε ευθύνη για την πιθανή ζημία, που τυχόν υποστεί ο Επενδυτής, από συναλλαγή, που καταρτίσθηκε, ως αποτέλεσμα εκτελέσεως εντολής του, ο, δε. Επενδυτής ρητά δηλώνει ότι οποιαδήποτε εντολή, που δίνεται προς τις Εταιρίες, είναι απόρροια της ελεύθερης επιλογής του, χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές των Εταιριών» (όροι 6.1, 6.2), δεικνύει, ακριβώς, την μη «επαγγελματική» ενασχόληση τους, με τα χρηματοοικονομικά προϊόντα και την εμπιστοσύνη, που είχαν στους εναγόμενους, αφού πίστευαν, πεπλανημένα, ότι τους προστάτευαν. Επομένως, όλα τα περί εμπειρίας και γνώσης αυτών, ως επενδυτών, που αναφέρουν οι εναγόμενοι κρίνονται απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμα. Η αναλυτικά περιγραφόμενη αντισυμβατική συμπεριφορά των εναγομένων, αποτελεί συγχρόνως και αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτών, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288, των διατάξεων του Ν 2251/1994 αλλά και του Κανονισμού Δε οντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΛΕΠΕΥ), σύμφωνα με όσα, σχετικώς, αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη.
Επιπλέον, η συγκεκριμένη υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία της περιουσίας των εναγόντων, όσον αφορά την επένδυση επί του τέταρτου ομολόγου, αφού, όπως αποδεικνύεται, αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή, προς τους τελευταίους, της ενημέρωσης, που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσουν την μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσουν οι ίδιοι, εάν θα επιλέξουν, την προτεινόμενη προς αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους. αναλαμβάνοντας, μέσω της επιλογής τους, όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία. Επομένως, σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω λεχθέντα, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμες οι σχετικές ενστάσεις των εναγομένων: 1. περί συνυπαιτιότητας των εναγόντων, καθότι οι τελευταίοι, αφενός, επέλεξαν την επένδυση αυτή, αφετέρου, δεν ρευστοποίησαν το ομόλογο, όταν διέκριναν την καθοδική πορεία του επιτοκίου του και 2. περί ανυπαρξίας αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των ενεργειών τους και της ζημίας των εναγόντων, η οποία οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην επερχόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση που επακολούθησε τη κρίση του τραπεζικού συστήματος που ξεκίνησε από την Αμερική το έτος 2008. Τούτο, δε, καθότι, ως προειπώθηκε, η επιλογή του ομολόγου από τους ενάγοντες, έγινε κατόπιν προτροπής και παντελούς έλλειψης ενημέρωσης για τα χαρακτηριστικά του και την επικινδυνότητα της επένδυσης από τους προστηθέντες υπαλλήλους των εναγομένων, οι οποίοι ήταν , επίσης, καθησυχαστικοί και αποτρεπτικοί της ρευστοποίησης αυτού, η οποία, άλλωστε, ήταν αδύνατη, μετά το έτος 2007, οπότε και το ομόλογο έπαψε να διαπραγματεύεται στη Χρηματιστηριακή αγορά του Λουξεμβούργου. Επίσης, η απώλεια του κεφαλαίου των εναγόντων, λόγω της μηδενικής αξίας του ενδίκου ομολόγου, στο οποίο επένδυσαν το κεφάλαιο τους αυτό, δεν είναι απότοκος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που έπληξε το τραπεζικό σύστημα, αλλά συνδέεται, αιτιωδώς, με την κακή πορεία της εγγυήτριας αυτού τραπεζικής εταιρίας, θυγατρική της οποίας ήταν και η εκδότρια αυτού, ως φαίνεται από την προαναφερόμενη αξιολόγηση αυτής, η οποία ήταν γνωστή στις εναγόμενες, ως ασχολούμενες με το τομέα των χρηματοοικονομικών. από το έτος 2005. Αντιθέτως και εξ αντιδιαστολής των παραπάνω, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων, ότι οι ενάγοντες επέλεξαν μόνοι τους, μεταξύ άλλων, το συγκεκριμένο ομόλογο, χωρίς συμβουλή και παρότρυνση των προστηθέντων των εναγομένων αλλά ότι οι εναγόμενες, όχι, μόνον, παρέλειψαν να προβούν στη δέουσα ενημέρωση των εναγόντων για την επισφάλεια της συγκεκριμένης επένδυσης, αλλά, αντιθέτως, τους διαβεβαίωσαν, ανακριβώς, ότι δεν υφίσταται κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου τους. Πέραν, όμως, της ως άνω θετικής τους ζημίας , δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, το επίδικο χρονικό διάστημα, 0α επένδυαν το απωλεσθέν κεφάλαιο τους σε προθεσμιακές καταθέσεις και θα απεκόμιζαν μετά βεβαιότητας από αυτές τους αναλογούντες τόκους, καθόσον, η πρόθεση τους, την περίοδο εκείνη ήταν η επένδυση με επιτόκιο μεγαλύτερο των προθεσμιακών, ούτε ότι, μετά την λύση της ένδικης σύμβασης μέρος του απολεσθέντος κεφαλαίου τους σε προθεσμιακές καταθέσεις και ότι υπέστησαν αποθετική ζημία από την απώλεια τόκων επί αυτών, καθ’ όσον το χαρτοφυλάκιο τους το μετέφεραν στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος και στο PRIVATE BANKING αυτής και συνέχιζαν να επενδύουν σε άλλα επενδυτικά προϊόντα, ενώ προσκομίζουν αιτήσεις-συμβάσεις προθεσμιακής κατάθεσης με τη MΙLENNIUM BANK και το ΤΠ&Δ, που αφορούν το έτος 20! 3 (βλ. σχετικό 23), ήτοι σε χρόνο μετά την άσκηση της αγωγή. Περαιτέρω, λόγω της γενομένης σε βάρος των εναγόντων αδικοπραξίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτοί υπέστησαν ηθική βλάβη. Λαμβανομένων, δε, υπόψη των συνθηκών τέλεσης της ως άνω αδικοπραξίας, του είδους και του μεγέθους της προσβολής των εναγόντων, της βαρύτητας του πταίσματος των εναγομένων και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, πρέπει να τους επιδικασθεί, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσόν των 1000 ευρώ σε έκαστο, που κρίνεται εύλογο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτών γενομένων των δεύτερου και τέταρτου λόγων της εφέσεως, όσον αφορά το τέταρτο από τα ως άνω ομόλογα της ASPΙS FINANCE PLC. Περαιτέρω, οι ενάγοντες δεν βαρύνονται με οποιοδήποτε ποσοστό ενημέρωσαν οι εναγόμενες, πέραν , δε, τούτου , δεν ήταν εφικτή η πώληση του ομολόγου στη δευτερογενή αγορά, λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος των επενδυτών, εξ αιτίας των προαναφερομένων χαρακτηριστικών του ομολόγου, απορριπτόμενης της ενστάσεως των εναγομένων περί συνυπαιτιότητας αυτών, ως ουσιαστικά αβάσιμης. Επίσης, οι εναγόμενες προέβαλαν με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρουν με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων (αρθρ. 281 ΑΚ), επικαλούμενες για την θεμελίωση της, ότι, α) οι ενάγοντες με την ένδικη αγωγή τους προβαίνουν σε σκόπιμη μεταβολή και παραμόρφωση των αληθών περιστατικών αποκρύπτουν εντολές που έδιναν, προσποιούνται άγνοια και απειρία και αδυναμία κατανόησης της σύμβασης, αποδίδουν σ’ αυτές (εναγόμενες) δόλια και παραπλανητική συμπεριφορά, επικαλούμενοι ψευδώς, ότι τους βεβαίωσαν, ότι το κεφάλαιο τους είναι εξασφαλισμένο και εγγυημένο, θίγουν την αξιοπιστία τους και δεν αναγνωρίζουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και ευθύνες, αποκρύπτοντας κρίσιμα συμβατικά κείμενα, και, επιπλέον·, ότι, β) ότι η ομαλή λειτουργία της επίδικης σύμβασης, από την υπογραφή της μέχρι και τη λύση της, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι ενάγοντες κατά το χρόνο αυτό ήταν απολύτως ικανοποιημένοι και ουδέν παράπονο ή αιτίαση εξέφρασαν, αντίθετα αναγνώρισαν ανεπιφύλακτα και αποδέχθηκαν τις κινήσεις του επενδυτικού τους λογαριασμού, τους δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση, ότι δεν πρόκειται να στραφούν σε βάρος τους για οποιοδήποτε θέμα, σχετικό με τη συνεργασία τους, με συνέπεια η μετέπειτα συμπεριφορά τους να αντιβαίνει στα όρια, που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η ένσταση αυτή. κατά το πρώτο σκέλος της, πρέπει να απορριφθεί, ας νομικά αβάσιμη, καθόσον, τα παραπάνω υπό στοιχ. α’ περιστατικά, που επικαλούνται οι εναγόμενες για τη θεμελίωση της, συνιστούν άρνηση της αγωγής, η αλήθεια των οποίων αποκλείει τη γέννηση του δικαιώματος, που ασκείται, όχι, δε, και γεγονότα που να μπορούν να στοιχειοθετήσουν καταχρηστική, κατά την έννοια της ΑΚ 281, άσκηση δικαιώματος, δηλαδή άσκηση, που έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιμότητα, που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος (βλ. ΑΠ 536/2017. ΑΠ 1414/2015, ΑΠ 1884/2013. ΑΠ 249/2012. δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ίδια, δε, ένσταση, κατά το μέρος που η θεμελίωση της επιχειρείται στην ομαλή λειτουργία της επίδικης σύμβασης, κατά τον επικαλούμενο χρόνο, τη μη εναντίωση των εναγόντων, κατά τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης και στην αναγνώριση και αποδοχή των κινήσεων του επενδυτικού) τους λογαριασμού και των πράξεων επί του χαρτοφυλακίου τους, είναι απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον όπως αποδείχθηκε, μέχρι τη λύση της ένδικης σύμβασης επενδυτικών υπηρεσιών, αφενός, μεν. δεν είχε περάσει ικανό χρονικό διάστημα, ώστε να παγιωθεί μία κατάσταση, που ενδεχομένως να προσέδιδε στις εναγόμενες τη πεποίθηση ότι οι ενάγοντες δεν θα εγείρουν αξιώσεις, αφετέρου δε, οι τελευταίοι είχαν ης διαβεβαιώσεις των εναγομένων, ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για απώλεια του κεφαλαίου τους και ότι τα χρήματα τους είναι ασφαλή, καθώς είχαν επενδυθεί σε τραπεζικό ομόλογο, έκδοσης φερέγγυας Ελληνικής τράπεζας και για το λόγο αυτό συμπεριφέρθηκαν ανάλογα, χωρίς διατήρηση επιφυλάξεων ή προβολή αντιρρήσεων. Το περιστατικό, δε, της απώλειας του κεφαλαίου τους. λόγω των πιο πάνω χαρακτηριστικών του ομολόγου, στο οποίο επένδυσαν τα χρήματα τους, πληροφορήθηκαν μεταγενέστερα και όταν, πλέον, είχαν μεταφέρει το χαρτοφυλάκιο τους στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και δεν ήταν, καταρχήν, εφικτή η ρευστοποίηση του ομολόγου αυτού, αλλά, ιδίως , αυτή ήταν ανέφικτη όταν ενημερώθηκαν για την ανάκληση της αδείας της εγγυήτριας ίου ομολόγου. Εξάλλου, η μεταφορά του χαρτοφυλακίου τους στην Εθνική Τράπεζα δεν διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων. δια των προστηθέντων τους και της ζημίας των εναγόντων, καθόσον, η ζημία αυτή είναι απότοκος της επένδυσης των χρημάτων τους στα προαναφερόμενο ομόλογο και στα χαρακτηριστικά αυτού , τα οποία απεκρύβησαν από τις εναγόμενες και τα οποία, εκτός του ότι το καθιστούσαν υψηλού κινδύνου, το έθεταν και εκτός διαπραγμάτευσης. Τέλος, οι εναγόμενες, επαναφέρουν με τις προτάσεις τους, την πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση τους, συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, ισχυριζόμενες ότι, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ένδυση αγωγή, θα πρέπει να αφαιρεθεί από το επτδικασθησόμενο ποσό, το οποίο θα αφορά τη ζημία των εναγόντων, το εισπραχθέν από τους τελευταίους ποσό των τοκομεριδίων, ύψους 139.786.92 ευρώ. Αναφορικά με την παραπάνω ένσταση, λεκτέα τα ακόλουθα: Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ, προκύπτει ότι, η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος, μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης, στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς, αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Οταν, δε, από το ίδιο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298) πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους, που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει το ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στο ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν, από τις γενικές διατάξεις του δικαίου, να μην δικαιολογείται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο συνυπολογισμός ωφέλειας στη ζημία, είναι, δε. επίσης, δυνατόν η καλή πίστη να ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (βλ. ΑΠ 135072018, ΑΠ 244/2016, δημοσίευση στη ΤρΝομΠληρ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τις νομικές αυτές παραδοχές, η προαναφερθείσα ένσταση των εναγομένων είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις αμέσως παραπάνω διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ. Η ένσταση, όμως, αυτή. πρέπει, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον, υπό τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, δεν συντρέχει, εν προκειμένω, περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τούτο, δε, διότι, ναι, μεν, το παραπάνω ποσό των 139.786,92 ευρώ, το οποίο πράγματι εισέπραξαν οι ενάγοντες, όπως δεν αμφισβητείται από αυτούς, αποτελεί κέρδος των τελευταίων από το χαρτοφυλάκιο, που διατηρούσαν οι τελευταίοι στις εναγόμενες, όπου μεταξύ των άλλων ομολόγων ήταν και το επίδικο ζημιογόνο , πλην, όμως. το εν λόγω κέρδος, μέρος του οποίου αναλογεί στο επίδικο τέταρτο ομόλογο, δεν προέρχεται από τη ζημία, που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας απώλειας του κεφαλαίου τους. που επένδυσαν στο ομόλογο αυτό , αλλά αχό την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην εκδότρια των τίτλων τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες και. κατά συνέπεια, δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων Αλλωστε, ο προτεινόμενος (από τις εναγόμενες) συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος (από το ζημιογόνο γεγονός), να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (βλ. ΕφΑΘ 1144/2019, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν, δε, της κατ’ ουσίαν απορρίψεως της ενστάσεως αυτής, καθίσταται άνευ αντικειμένου ο πρώτος λόγος εφέσεως των εναγόντων, με τον οποίο παραπονούνται για τη νομική αβασιμότητα της ενστάσεως αυτής και αντιπροτείνουν το συμψηφισμό με τους τόκους, τους οποίους θα αποκόμιζαν αν τοποθετούσαν το επενδυμένο κεφάλαιο τους σε προθεσμιακές καταθέσεις.
Πρέπει, συνεπώς, κατ’ ακολουθία των παραπάνω, να γίνει δεκτή η έφεση εξ ολοκλήρου και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση και να δικασθεί η ένδικη αγωγή από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον ευθυνόμενες, να καταβάλουν στους ενάγοντες το ποσό των εκατόν ενενήντα εννιά χιλιάδων εκατόν δέκα έξι ευρώ και τεσσάρων λεπτών (199.116,04),προς αποκατάσταση της θετικής τους ζημίας καθώς και το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ σε έκαστο εξ αυτών. Ως χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστησαν, με το νόμιμο τόκο από 29/7/2011 μέχρι τη πλήρη εξόφληση. Επίσης. πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή τον παραβόλου της έφεσης στους ενάγοντες και να επιβληθεί μέρος της δικαστικής δαπάνης αυτών και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, ανάλογο με την έκταση της νίκης τους, εις βάρος των εναγομένων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον, συμψηφιζομένης κατά τα λοιπά ( άρθρα 178, 183, 191 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση, κατά της υπ’ αριθμ. 73/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στους εκκαλούντες.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ 73/2015 οριστική απόφαση ίου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Διακρατεί την υπόθεση Και
Δικάζει την από 10/10/2011 (αριθμ. καταθ. ./2011) αγωγή.
Δέχεται, εν μέρει, την αγωγή.
Υποχρεώνει τις εναγόμενες, εις ολόκληρον ευθυνόμενες, να καταβάλουν στους ενάγοντες, κατ’ ισομοιρίαν, το ποσό των— εκατόν ενενήντα εννέα χιλιάδων εκατόν δέκα έξι ευρώ και τεσσάρων λεπτών 199.116,04». καθώς και το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, σε έκαστο εξ αυτών, με το νόμιμο τόκο από 29/7/2011 και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Και
Καταδικάζει τις εναγόμενες, εις ολόκληρον ευθυνόμενες, σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ, συμψηφιζόμενης, κατά τα λοιπά.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 24/6/2019 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 13/8/2019, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/efath%204610_2019.htm