Ομήρεια 9-12 λεπτά
Η απονομή δικαιοσύνης και οι ποινές στο Βυζάντιο
Το βυζαντινό δίκαιο, παρότι επηρεάστηκε από τον χριστιανισμό και τις αρχαιοελληνικές παραδόσεις, δεν έπαψε να αποτελεί τη συνέχεια του ρωμαϊκού, όπως άλλωστε και γενικότερα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Οι αυτοκράτορες του ανατολικορωμαϊκού κράτους, από την έναρξη έως το τέλος της αυτοκρατορίας, και αναλόγως των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών της κάθε περιόδου, εξέδιδαν ή τροποποιούσαν νόμους, ώστε να προστατεύσουν του υπηκόους τους και να διασφαλίσουν την ευνομία του κράτους.
Ο εκάστοτε αυτοκράτορας θεωρούνταν απόλυτος μονάρχης, «έμψυχος νόμος», και μοναδική πηγή δικαίου στο Βυζάντιο, και βέβαια κατείχε την ύψιστη δικαστική εξουσία. Ο κρατικός μηχανισμός, στον οποίο προΐστατο, προέβλεπε, μεταξύ άλλων, πολύπλοκες δομές δικαστικών υπηρεσιών οι οποίες υπέστησαν πολλαπλές αναπροσαρμογές αναλόγως των κατά καιρούς συνθηκών έως και την οριστική κατάλυση της Αυτοκρατορίας.
Ο αυτοκράτορας εκδίκαζε κάποιες σοβαρές υποθέσεις αυτοπροσώπως, ενώ όλα τα όργανα απονομής δικαιοσύνης τελούσαν υπό την εποπτεία του. Ποινική δικαιοδοσία είχαν ανώτεροι υπάλληλοι και τακτικοί δικαστές, που με τη βοήθεια νομομαθών συνεργατών, εκπροσωπούσαν τον αυτοκράτορα.
Σύμφωνα με την ιουστινιάνεια νομοθεσία, δικαιοσύνη στην πρωτεύουσα απένειμαν ο έπαρχος της πόλεως, ο πραίτωρ των δήμων και ο κοιαίστωρ, ενώ στις επαρχίες, αντίστοιχα καθήκοντα είχαν οι διοικητές, για πρωτοβάθμιες ποινικές και αστικές υποθέσεις, και οι βικάριοι ή ο ύπαρχος για τις δευτεροβάθμιες.
Ο κοαίστωρ ήταν από τους βασικούς συντάκτες νόμων, αρμόδιος για το οικογενειακό δίκαιο και για ζητήματα γνησιότητας εγγράφων, και επιπλέον συνέτασσε τις αυτοκρατορικές απαντήσεις των προσφυγών, μέχρι και τον 10ο αι. Οι αποφάσεις μέσω της εισηγητικής έκθεσης του «επί των δεήσεων», επικυρώνονταν, τροποποιούνταν ή ακυρώνονταν από τον αυτοκράτορα (ο οποίος ορισμένες φορές απαντούσε και απευθείας), κατόπιν υποβολής δεητηρίου εγγράφου από τους ενδιαφερόμενους (δέησις ή υπομνηστικόν). Χρέη δικαστικών λειτουργών, ως μέλη στα δικαστήρια της πρωτευούσης ή ως επαρχιακοί δικαστές, επιτελούσαν και οι πολυάριθμοι κριταί.
Ανάλογες διατάξεις ίσχυσαν μετά την κωδικοποίηση του Λέοντος ΣΤ’ (912 μ.Χ.), ενώ ο έπαρχος της πόλεως παρέμεινε δικαστής της ευρύτερης περιοχής της πρωτεύουσας μέχρι το τέλος του 11ου αι. με επιπρόσθετα καθήκοντα αναπληρωτή προέδρου του αυτοκρατορικού δικαστηρίου.
Στη μεσοβυζαντινή περίοδο με τις υποθέσεις των δικαστηρίων της πρωτεύουσας ασχολούνταν επίσης οι κριταί του βήλου και οι κριταί του ιπποδρόμου ενώ επί Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου συστάθηκε το επί των κρίσεων δικαστήριο, που ήλεγχε όλες τις αποφάσεις των επαρχιακών δικαστηρίων, με ή χωρίς έφεση. Στην εποχή λειτουργίας των θεμάτων, αστικό δίκαιο στην επαρχία, ασκούσε ο πραίτωρ, ενώ ο στρατηγός του θέματος ήταν επικεφαλής για ποινικά ή πειθαρχικά αδικήματα. Στην εποχή του Μιχαήλ Ζ’ Δούκα (1071–1078), τα καθήκοντα του επάρχου ανατέθηκαν στον δρουγγάριο της βίγλης, που μετονομάστηκε σε μέγα δρουγγάριο.
Για τους δικηγόρους (συνηγόρους) που ήταν συντεχνιακό επάγγελμα, προαπαιτούμενα προσόντα ήταν οι πολλές γνώσεις, η εντιμότητα και η σωστή ηλικία, ενώ για τους συμβολαιογράφους (νοτάριους ή ταβουλάριους) η νομομάθεια, η καλλιγραφία, η ευφυΐα, η ορθή κρίση και οι ρητορικές ικανότητες. Επί Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου μάλιστα, για την αποδοχή των υποψηφίων στους σχετικούς συλλόγους, απαιτούνταν η έγκριση του νομοφύλακα.
Η δυσλειτουργία της δικαστικής οργάνωσης κατά τον 12ο αι, ώθησε τον Μανουήλ Α’ τον Κομνηνό να εκδώσει το 1196, Νεαρά (διάταξη ειδικού χαρακτήρα), με την οποία επιβλήθηκε η τακτική εκδίκαση των υποθέσεων βάσει προγράμματος, και η ισομερής κατανομή των μελών, στα τέσσερα αυτοκρατορικά δικαστήρια της Κωνσταντινούπολης.
Προς αποφυγή των καθυστερήσεων στις δικαστικές διαμάχες, οι αγορεύσεις των συνηγόρων περιορίστηκαν, οι δευτερολογίες καταργήθηκαν, ενώ εφαρμόστηκε πλειοψηφικό σύστημα για τις αποφάσεις.
Με την λατινική κυριαρχία όμως, προς τα τέλη του 13ου αιώνα, η κατάσταση της βυζαντινής δικαιοσύνης έγινε ξανά χαοτική. Η παρηκμασμένη αστική δικαιοσύνη και η διαφθορά κριτών και συνηγόρων, οδηγούσε ολοένα και περισσότερων στην ανάληψη των σχετικών υποθέσεων από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια.
Το 1296, ο Ανδρόνικος Β’ ο Παλαιολόγος, ίδρυσε 12μελές δικαστήριο που στελεχώθηκε με ανώτερους κληρικούς και επιλεγμένους αξιωματούχους ως κριτές, ενώ ίσχυσε η αρχή της ομοφωνίας για τις αποφάσεις, και η άμεση εφαρμογή των διαταγμάτων. Μετά τον εμφύλιο (1321-1328), δημιουργήθηκε 4μελές δικαστήριο, δύο κληρικών και δύο λαϊκών, που δίκαζαν και εξέδιδαν από κοινού, μη εφέσιμες αποφάσεις. Ως «καθολικοί κριταί» των Ρωμαίων είχαν αρμοδιότητες σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, έως ότου λόγω κατάχρησης και χρηματισμού, παύθηκαν των καθηκόντων τους, και εξορίστηκαν.
Ο θεσμός διατηρήθηκε ως το τέλος της αυτοκρατορίας, και οι αποφάσεις εξακολούθησαν να εκδίδονται στο όνομα των τεσσάρων, παρότι η εκδίκαση πλέον γίνονταν από έναν κριτή, ενώ σταδιακά κατά τόπους επικράτησαν τοπικοί καθολικοί κριτές. Παράλληλα δικαστικές αρμοδιότητες απέκτησαν και οι επίσκοποι του εκκλησιαστικού δικαστηρίου του Πατριαρχείου το οποίο επενέβαινε στις αποφάσεις του πολιτικού δικαστηρίου, αποκτώντας σταδιακά καθοριστικό ρόλο στην απονομή δικαιοσύνης στο Βυζάντιο.
Οι ποινές
Έως και τον 8ο αιώνα, η αντιμετώπιση της παραβατικής συμπεριφοράς των Βυζαντινών, μικρές διαφοροποιήσεις είχε από αυτήν του Ρωμαϊκού Δικαίου. Η Ιουστινιάνεια νομοθεσία προέβλεπε συχνές και αποτρόπαιες θανατικές ποινές, ενώ τα εγκλήματα δεν αξιολογούνταν αναλόγως της βαρύτητάς τους. Επιπλέον στην επιβολή των ποινών επικρατούσε ταξική ανισότητα, ενώ ο ποινικός κολασμός στόχευε μόνο στην ανταπόδοση και στον εκφοβισμό.
Βασικές κατηγορίες αξιόποινων πράξεων για τους βυζαντινούς ήταν η ληστεία, η περίθαλψη εγκληματία, οι διαφόρων ειδών αρπαγές και καταστροφές, η αυτοδικία, η βία, τα αδικήματα «περί τη γενετήσια ζωή» καθώς και οι δεισιδαιμονικές τελετές.
Ο κολασμός των καταδίκων που συχνά εφαρμόζονταν συνδυαστικά, προέβλεπε συνήθως ποινές θανάτου, ακρωτηριασμούς, εξανδραποδισμούς, δήμευση περιουσιών ενώ από την πρώιμη ακόμα περίοδο, ο υποχρεωτικός εγκλεισμός σε μοναστήρια, αποτελούσε υποκατάστατο της ποινής της φυλάκισης. Οι διώξεις βασίζονταν στην αρχή της υπαιτιότητας, γι’ αυτό οι πνευματικά διαταραγμένοι εγκληματίες, ανήλικοι, (αλλά και οι γυναίκες λόγω ευήθειας), γενικά αντιμετωπίζονταν με μεγαλύτερη επιείκεια και μειωμένες ποινές.
Η δημοσίευση της Εκλογής των Ισαύρων το 741, απετέλεσε μεγάλη τομή για το ποινικό δίκαιο της Αυτοκρατορίας, καθώς στους στόχους των ποινών προστέθηκε η βελτίωση των παραβατών. Αρκετές απ’ τις μεθόδους εκτέλεσης των ποινών που διατηρούσαν τη σκληρότητα του ρωμαϊκού δικαίου, τροποποιήθηκαν «εις το φιλανθρωπότερον», ενώ πολλές απ’ τις θανατικές καταδίκες αντικαταστάθηκαν με ακρωτηριασμούς, αναλόγως του αδικήματος, ως μέτρο πρόληψης εναντίον της επανάληψής του.
Οι Μακεδόνες αυτοκράτορες περιόρισαν μεν, αλλά διατήρησαν τις ποινές της Ισαύρειας νομοθεσίας, ενώ εξαιτίας της συρρίκνωσης της αυτοκρατορίας, αλλά και σε αντικατάσταση της θανατικής καταδίκης, εφαρμόζονταν συχνότερα ως ποινή, η φυλάκιση, που πριν τον 12ο αι. αποτελούσε προσωρινό μέτρο φύλαξης των υποδίκων.
Οι δυσμενείς συνέπειες των καταδικαστικών αποφάσεων, ήταν αναπόφευκτες για τους κατάδικους και σε κονωνικοοικονομικό επίπεδο, καθώς ενίοτε συνοδεύονταν από δήμευση περιουσίας και διαπόμπευση.
Πηγές:
- Ελ. Παπαγιάννη, Η. Αρναούτογλου, Α. Δημοπούλου, Δ. Καράμπελας, Α. Λιαρμακόπουλος, Ι. Χατζάκης, Α. Χέλμης, Ιστορία Δικαίου, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Συγγράμματα και Βοηθήματα (kallipos.gr), Αθήνα: ΣΕΑΒ,2015.
- Βασιλική Πέννα, Νίκος Νικολούδης, Χαράλαμπος Γάσπαρης, «Βυζαντινοί θεσμοί» στο Ελληνική Ιστορία, τ. Β΄: Βυζάντιο και Ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999.
- Πέννα Βασιλική, «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια, τ. Β΄, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001.
https://mnimesellinismou.com/byzantini-istoria/-dikaiosyni-poines