βασισμένο στο βιβλίο του Δ. Κοκκινάκη
Ο Ιωάννης Καποδίστριας θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του 19ου αιώνα, που επηρέασε και λάμπρυνε με τη δυναμική του παρουσία όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Πολιτικός, διπλωμάτης με ευρωπαϊκή μόρφωση και εμπειρία, διαδραμάτισε σημαντικό σε όλα τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα της Ευρώπης. Πρώτος αυτός οραματίσθηκε την ιδέα μιας Ηνωμένης Ευρώπης και τον άνθρωπο στον οποίο οφείλει την κρατική της συγκρότηση και δομή η Ελβετία.
Όταν ο Καποδίστριας έφτασε στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο του 1828, η εικόνα της Ελλάδας ήταν τραγική. H χώρα εκτεινόταν ουσιαστικά μόνο στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τα νησιά του Αργοσαρωνικού και τις Κυκλάδες, αλλά ακόμη και σε αυτά τα ελάχιστα εδάφη την εξουσία δεν ασκούσε το κράτος, αλλά οι τοπικοί αρχηγοί και κοτζαμπάσηδες.
Ο Καποδίστριας ήταν μια από τις ελάχιστες προσωπικότητες εκείνης της εποχής που θα μπορούσε να μεταμορφώσει σε κράτος αυτόν τον σωρό ερειπίων που ήταν τότε η Ελλάδα. Η δολοφονία του, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, από τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη έφερε τη χώρα στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ-Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΚΔΟΧΗ
Το πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 ο κυβερνήτης με την ολιγάριθμη φρουρά του (τον μονόχειρα Κρητικό Κοζώνη ή Κοκκώνη (1) και ένα στρατιώτη, το όνομα του οποίου ήταν Λέων ή Λεωνίδης) ξεκίνησε, σύμφωνα με την μαρτυρία του Κοζώνη, στις 06.35, προκειμένου να μεταβεί στον ιερό ναό του Αγίου Σπυρίδωνος, για να παρακολουθήσει την Κυριακάτικη λειτουργία. Οι δύο φρουροί, βάδιζαν λίγα βήματα πιο πίσω από τον Καποδίστρια, ενώ προπορευόταν ο γέρο-Γούτος, ο οποίος και ειδοποιούσε για την άφιξη του κυβερνήτη.
Λίγο πριν από τον ναό (100-150 μ. περίπου πριν την είσοδό του), σε ένα ερημικό σημείο της διαδρομής, ο Κωνσταντίνος και ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, φορώντας τα γιορτινά τους ρούχα (2) και ερχόμενοι από το σπίτι τους, πλησίασαν τον Καποδίστρια και τη συνοδεία του από πίσω, τον χαιρέτησαν με σεβασμό και τον προσπέρασαν, φθάνοντας πρώτοι στην εκκλησία. O κυβερνήτης, όπως ισχυρίστηκε ο Κοζώνης, (στοιχείο όμως που δεν αναφέρθηκε στη δίκη), ανταπέδωσε τον χαιρετισμό.
Φθάνοντας πριν από τον Καποδίστρια στον Άγιο Σπυρίδωνα, ο Κωνσταντίνος στάθηκε έξω από την εκκλησία και στη δεξιά (ως προς τον εισερχόμενο) πλευρά, κοιτάζοντας προς τα έξω, ενώ ο Γεώργιος περίπου στον άξονα της στενής θύρας και πιο βαθειά, στη στοά που σχημάτιζε το αψιδωτό άνοιγμα μέχρι την ξύλινη θύρα, στην οποία και στηρίχθηκε, κοιτάζοντας προς το εσωτερικό της εκκλησίας. Δεν εισήλθαν στον ναό αφού βρίσκονταν υπό το καθεστώς της επιτήρησης και δεν τους επιτρεπόταν η είσοδος στις εκκλησίες, προς αποφυγή αιτήσεως ασύλου εντός του ιερού ναού. Έξω από την εκκλησία βρίσκονταν ακόμα οι φρουροί των Μαυρομιχαλαίων (3) Καραγιάννης και Γεωργίου, ο λοχαγός Κουτσιαφόπουλος (που επέστρεφε στο σπίτι του) δύο ξένοι περιηγητές, ένας άγνωστος φουστανελλοφόρος «ξηρακιανός νέος» και ένας ζητιάνος (4). Απέναντι από την εκκλησία, στο παράθυρο του σπιτιού της στεκόταν μια γυναίκα του Ναυπλίου, η Παρασκευούλα. Ο υπουργός Εσωτερικών Ρόδιος τη στιγμή εκείνη βρισκόταν στο παράθυρο της δικής του οικίας. Μέσα στον ναό, με σχετική θέα προς την είσοδο ευρίσκοντο οι επίτροποι Μητρόπουλος και Νικολάου, ο στρατηγός Βαλτινός, ο Ι. Σαράντου, ο Π. Σκούρας και ο ένοπλος υπαξιωματικός Βούλγαρης (5), οι οποίοι και κατάθεσαν στη δίκη καθώς και 5-6 άτομα ακόμα, κυρίως γυναίκες.
Ο Καποδίστριας, φορώντας το τσόχινο παλτό του (την ρεντικότα, γνωστή από τις λαϊκές απεικονίσεις της εποχής), το καπέλο του και κρατώντας τα γάντια του, καθώς πλησίαζε στην είσοδο του ναού, κοντοστάθηκε και έριξε μια ματιά προς το σπίτι του Ροδίου. Λίγα βήματα από το πλατύσκαλο της εκκλησίας έβγαλε με το αριστερό χέρι το καπέλο του, όχι για να χαιρετίσει τους Μαυρομιχαλαίους, όπως λανθασμένα παραδίδεται (6), αλλά επειδή ετοιμαζόταν να εισέλθει στην εκκλησία ασκεπής για να κάνει το σταυρό του. Την ίδια ακριβώς στιγμή ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, που βρισκόταν απέναντι από τον Καποδίστρια, τον άρπαξε με το αριστερό χέρι και τον πυροβόλησε με την μπιστόλα που κρατούσε στο δεξί του χέρι, στην περιοχή του ινιακού οστού (στη βάση του κρανίου) και συγκεκριμένα πίσω από το δεξί αυτί, λέγοντάς του: «και γω κακά χερόβολα και συ κακά δεμάτια».
Σχεδόν ταυτόχρονα ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης μαχαίρωσε τον Καποδίστρια με το αμφίστομο μαχαιρίδιό του στη δεξιά βουβωνική περιοχή. Η φρουρά του κυβερνήτη, το εκκλησίασμα (6-8 άτομα) και οι γείτονες που κατέφθασαν, ξάπλωσαν τον νεκρό στο δρόμο και ειδοποίησαν το Φρουραρχείο με αποτέλεσμα πολύ σύντομα να φθάσουν στο σημείο οι στρατιώτες. (7)
Ο μονόχειρας συνοδός του Καποδίστρια, ακουμπώντας το σώμα του κυβερνήτη στο έδαφος, πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, τραυματίζοντάς τον ελαφρά στη πλάτη. Ο Κωνσταντίνος τραυματισμένος από τη βολή του Κοζώνη έτρεξε στο δρόμο, με αποτέλεσμα το πλήθος να τον λυντσάρει. Κάποιοι τον μετέφεραν στην πλατεία Πλατάνου. Δεν ελήφθη καμιά μέριμνα για την σύλληψη και την περίθαλψή του, ενώ ο στρατηγός Φωτομάρας του επέφερε το τελειωτικό κτύπημα, για να τον λυτρώσει από το μαρτύριο.
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης προσέτρεξε στη Γαλλική Πρεσβεία όπου και ζήτησε άσυλο. Παρεδόθη στην ελληνική Δικαιοσύνη υπό την πίεση του πλήθους, αφού εγγυήθηκε ο Πορτογάλος φρούραρχος του Ναυπλίου Αλμέιντα (8) ο οποίος και παρέδωσε το μαχαίρι με το οποίο χτυπήθηκε ο Καποδίστριας.
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης δικάσθηκε από αναρμόδιο στρατοδικείο (ως διατελέσας πρωθυπουργός, έπρεπε να δικασθεί από Ειδικό Δικαστήριο) και με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάσθηκε σε θάνατο. Η ποινή του εκτελέσθηκε σε απίστευτα γρήγορα χρονικό διάστημα (11 Οκτωβρίου 1831), τη στιγμή που ο επίσης καταδικασμένος σε θάνατο Καραγιάννης (θεωρήθηκε αρχικά ότι πυροβόλησε και αυτός εναντίον του Καποδίστρια και των φρουρών του), αναιρώντας την αρχική του κατάθεση, αφέθηκε ελεύθερος μετά από έξι μήνες, καταθέτοντας εναντίον των Μαυρομιχαλαίων (9).
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Αναλύοντας όλα τα παραπάνω γεγονότα, μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποιες σκέψεις σχετικά με το πώς πραγματοποιήθηκε η δολοφονία του Καποδίστρια.
Η πραγματική ώρα της αναχώρησης του κυβερνήτη, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων, ήταν πριν τις 06.00, γεγονός που αποδεικνύει πως η δολοφονία πραγματοποιήθηκε μεταξύ 05.50-06.00 και όχι μετά τις 06.30.
Γεγονός είναι επίσης ότι ακούσθηκαν τρεις πυροβολισμοί. Ο ένας πυροβολισμός ρίφθηκε εναντίον του κυβερνήτη, ο δεύτερος δεν βρήκε στόχο, αλλά εξοστρακίστηκε στον τοίχο της εκκλησίας (όπου ακόμα και σήμερα υπάρχει το σημάδι), ενώ ο τρίτος πυροβολισμός είχε ως στόχο τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Ο Καποδίστριας πυροβολήθηκε σχεδόν εξ επαφής, στην περιοχή του ινιακού οστού (στη βάση του κρανίου) και συγκεκριμένα πίσω από το δεξί αυτί. Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης που κατηγορήθηκε ότι τον πυροβόλησε, βρισκόταν απέναντι από τον κυβερνήτη, σύμφωνα με τις μαρτυρίες όλων των αυτοπτών μαρτύρων, (πρόσωπο με πρόσωπο) πριν εκείνος εισέλθει στο ναό. Αν τον άρπαξε και τον γύριζε, προφανώς θα γινόταν αντιληπτός από τους παριστάμενους. Ακόμα και οι φρουροί του Καποδίστρια βλέποντας αυτή τη κίνηση του Κωνσταντίνου, θα είχαν το χρόνο για να αντιδράσουν. Άρα η κίνηση αυτή μάλλον αποκλείεται, διότι ο Μαυρομιχάλης ευρισκόμενος μεταξύ του κυβερνήτη και του Κοζώνη, θα αντιμετώπιζε λογικά την αντίδραση των φρουρών του Καποδίστρια. Αν είχε πράγματι σκοπό να κτυπήσει τον Καποδίστρια ο Κωνσταντίνος, λόγω και τη θέσης που βρισκόταν, πιθανότατα θα έπρεπε να κινηθεί κατά πρόσωπο προς αυτόν, βάλλοντας τον από μπροστά. Ο Άγγλος ιστορικός Φίνλεϋ ήταν ο πρώτος που υποστήριξε πως ο Κωνσταντίνος άρπαξε τον Καποδίστρια από το ώμο, τον στριφογύρισε και τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Κανένας όμως από τους μάρτυρες δεν κατέθεσε για μια τέτοια κίνηση του Κωνσταντίνου, όπως επίσης και κανένας δεν άκουσε τα λόγια που υποτίθεται ότι είπε ο Κωνσταντίνος στον Καποδίστρια λίγο πριν τον πιάσει από τον ώμο και του επιφέρει το φονικό κτύπημα. Σύμφωνα με τον Κασομούλη, πιθανότατα αργότερα ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, διηγήθηκε τη σκηνή επιβεβαιώνοντας τα λόγια του θείου του.
Από τις καταθέσεις των μαρτύρων («…έβγαλαν τα φέσια με το αριστερό χέρι…»), αλλά και από την αγόρευση του Εισαγγελέα, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι οι Μαυρομιχαλαίοι ήταν δεξιόχειρες. Αν υποθέσουμε ότι πράγματι ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης άρπαξε τον κυβερνήτη με το αριστερό του χέρι (στο δεξί κρατούσε την πιστόλα) από τον δεξιό ώμο, τότε το δεξί χέρι του Κωνσταντίνου θα έπρεπε να περάσει πάνω από το αριστερό του, προκειμένου να πυροβολήσει τον κυβερνήτη στο κεφάλι. Με την κίνηση αυτή το κεφάλι του κυβερνήτη θα στρεφόταν προς τα αριστερά, ενώ το δεξί αυτί του θα βρισκόταν μπροστά στα μάτια του Κωνσταντίνου, ο οποίος και θα τον πυροβολούσε. Με την στροφή αυτή όμως, ο κυβερνήτης θα ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Κοζώνη, οπότε τότε δεν δικαιολογείται το κτύπημα που έφερε ο Καποδίστριας στο τριχωτό της κεφαλής (το οποίο αποδόθηκε στη πτώση του), καθώς πέφτοντας πιθανότατα θα κτυπούσε στο μέτωπο.
Εξετάζοντας την πορεία των βλημάτων («μπαλαρμάδες») καθώς και την γωνία τους, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Σύμφωνα με την έκθεση των γιατρών, τα βλήματα είχαν ανοδική γωνία (20-30 μοιρών) φθάνοντας μέχρι τον αριστερό κρόταφο, δηλαδή σε ευθεία γραμμή από το δεξί στο αριστερό αυτί και χωρίς απόκλιση από τη νοητή ευθεία της προέκτασης την κάνης του όπλου. Δεδομένης της θέσης του Κωνσταντίνου (στεκόταν σε υψηλότερο επίπεδο από τον κυβερνήτη, στο πλατύσκαλο της εκκλησίας, ενώ εκείνος στο επίπεδο του δρόμου), της υψομετρικής διαφοράς τους (ο Κωνσταντίνος ήταν ψηλότερος) και ότι το δεξί χέρι του Κωνσταντίνου θα έπρεπε να βρεθεί αναγκαστικά πάνω από το αριστερό του, με την κεκτημένη ταχύτητα του κορμιού του κυβερνήτη σε συνδυασμό και με την κλίση της κεφαλής του, η πορεία των «μπαλαρμάδων» στο κρανίο του κυβερνήτη θα έπρεπε να έχει ως κατάληξη το κάτω μέρος της αριστεράς παρειάς του (δηλαδή υπό γωνία περίπου 15-20 μοιρών ως προς το οριζόντιο επίπεδο) και όχι πιο ψηλά, τον κρόταφο και χωρίς απόκλιση. Εάν επίσης η βολή πραγματοποιείτο από απόσταση μεγαλύτερη των 10-15 εκ. είναι προφανές ότι τα βόλια («μπαλαρμάδες») θα «άνοιγαν», θα δημιουργούσαν δηλαδή πολύ μεγαλύτερο τραύμα, και δεν θα εισέρχονταν τόσο βαθειά, συγκεντρωμένα όλα σε τόσο μικρό χώρο. Άρα ο δολοφόνος θα πρέπει να ήταν πολύ κοντά, πίσω από τον κυβερνήτη, είτε ανάμεσα στους σωματοφύλακές του ή και στην θέση αυτών.
Επιπλέον, ένα βόλι του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη (ή κάποιου εκ των φρουρών), καρφώθηκε στο τοίχο, χαμηλά δίπλα στην είσοδο του ναού, όπου ακόμα και σήμερα διακρίνεται το ίχνος που άφησε. Αν η βολίδα αυτή ήταν του Κωνσταντίνου, όπως κατατέθηκε από πολλούς μάρτυρες, τότε η θέση του δεν μπορεί να ήταν αυτή που αρχικά υποτέθηκε. Δεν είναι δυνατόν δηλαδή να πυροβόλησε προς την πλάτη του, αφού το ίχνος βρίσκεται ακριβώς στο σημείο του τοίχου όπου ακουμπούσε λίγο νωρίτερα. Με δεδομένο πως ο Κωνσταντίνος πυροβόλησε μόνο μία φορά, δεν θα μπορούσε να είχε πυροβολήσει και τον κυβερνήτη.
Μετά την εκτέλεση του Καποδίστρια, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης έτρεξε προς το ανηφορικό δρομάκι για να ξεφύγει. Ο φρουρός του Καποδίστρια (ο Κοζώνης) τον πυροβόλησε στη πλάτη. Ο μόνος όμως που περιγράφει τις πληγές του Κωνσταντίνου, ο επικεφαλής υπαξιωματικός Βούλγαρης, κατέθεσε πως ήταν τραυματισμένος στη κοιλιά και όχι στη πλάτη. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνει μάλλον την άποψη ότι ο Καραγιάννης, ευρισκόμενος σχεδόν απέναντι από τον Κωνσταντίνο, τον πυροβόλησε στη κοιλιά, πριν ανηφορίσει προς το στενό δρομάκι. Κάποιοι υποστήριξαν ακόμα ότι το τραύμα της πλάτης ήταν διαμπερές και ότι το βόλι εξήλθε από το δεξί μέρος του στήθους. Τα βόλια της εποχής όμως («μπαλαρμάδες») ήταν αδύνατο να δημιουργήσουν διαμπερή τραύματα. Τα αίματα στο μαχαίρι που βρέθηκε επάνω στον Κωνσταντίνο, και αποδόθηκε αργότερα ότι ανήκε στον Γεώργιο (κατηγορήθηκε ότι με αυτό μαχαίρωσε τον κυβερνήτη), προέρχονταν πιθανότατα από τη πληγή που έφερε στη κοιλιά ο Κωνσταντίνος.
Τέλος, δεδομένης της ώρας του φονικού, πλήθος στην εκκλησία δεν υπήρχε. Άρα τον Κωνσταντίνο τον λυντσάρισαν οι στρατιώτες, χωρίς να ληφθεί εκ μέρους τους καμιά μέριμνα για την σύλληψή του.
Όσο αφορά εξάλλου το κτύπημα με το μαχαίρι που δέχτηκε ο κυβερνήτης στη βουβωνική περιοχή από τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, μάλλον ήταν αδύνατο να προκληθεί στο σημείο εκείνο, λόγω της στροφής του σώματος του Καποδίστρια, γεγονός που θα κατεύθυνε το μαχαίρι πιθανότατα στο πίσω δεξί τμήμα του κορμιού του κυβερνήτη, κοντά στο νεφρό και όχι στη δεξιά βουβωνική χώρα, δηλαδή στο εμπρόσθιο τμήμα του σώματος. Το μαχαίρι που βρέθηκε είχε διαστάσεις 12,5 Χ 2,5 εκ. ενώ το τραύμα του κυβερνήτη είχε πύλη εισόδου 8-9 εκ. και βάθος σχεδόν 1 πόδι (33 εκ.), σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση. Άρα το μαχαίρι που χρησιμοποιήθηκε στην πραγματικότητα ήταν πολύ μεγαλύτερο. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι ο Καποδίστριας φορούσε εκείνο το πρωινό ρεντικότα, πουκάμισό, περισκελίδα του και εσώρουχά. Ένα μαχαίρι σαν αυτό που βρέθηκε, δεν θα ήταν δυνατό να τρυπήσει ούτε καν τη φόδρα του παλτού του Καποδίστρια (10).
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης δεν ζήτησε ποτέ άσυλο στο σπίτι του Ρουάν. Η αλήθεια είναι ότι έτρεξε για να βρει προστασία στο σπίτι του στρατηγού Γεράρδου, που ως Στρατιωτικός Διοικητής Ναυπλίου ήταν υποχρεωμένος να τον προστατεύσει. Μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειές του να εισέλθει σε κάποιο σπίτι, βρήκε ανοιχτό το σπίτι του ταγματάρχη Βαλλιάνου. Ακολουθώντας τον Βαλλιάνο, πέρασε από μια μικρή εσωτερική πορτούλα και κατέφυγε στην κατοικία του Γάλλου αντιπρέσβη Ρουάν, ζητώντας προστασία, αφού επιθυμούσε να παραδοθεί στη νόμιμη κυβέρνηση για να δικασθεί. Αρχικά μετά από όσα έγιναν πίστεψε ότι είχε αναμιχθεί και ο θείος του, μην μπορώντας όμως να πιστέψει ότι είχε επιτεθεί εναντίον του Καποδίστρια. Είδε πως ο Κωνσταντίνος πυροβόλησε (πράγματι πυροβόλησε κάποιον, ίσως το φονιά του κυβερνήτη) και έτρεξε να φύγει γιατί αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μάλιστα οι Ρουάν και Γεράρδος, μην βλέποντας ίχνη αίματος στα χέρια του, στην κατάλευκη φουστανέλλα και στα άλλα πολυτελή ρούχα του, διερωτήθηκαν αν ήταν πράγματι αυτός που μαχαίρωσε τον Καποδίστρια στη βουβωνική περιοχή.
Απορία επίσης προκαλεί το γεγονός ότι το δικαστήριο δεν αναζήτησε τον φουστανελλοφόρο «ξηρακιανό» νέο και τον ζητιάνο, που σύμφωνα με αρκετές μαρτυρίες βρίσκονταν την στιγμή της δολοφονίας έξω από την εκκλησία.
Από την μελέτη της όλης υπόθεσης γεννιούνται ορισμένα ερωτήματα. Το τραύμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του κυβερνήτη με τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε δεν δικαιολογείται από τις περιγραφές. Πώς ένα μαχαιρίδιο, διαστάσεων 12,5 Χ 2, 5 εκ. προξένησε τραύμα με πύλη εισόδου 8-9 εκ. και βάθος 33εκ.; Γιατί οι Μαυρομιχαλαίοι, αν πράγματι σκόπευαν να δολοφονήσουν τον κυβερνήτη, δεν εκμεταλλεύτηκαν την ασφάλεια του σκοταδιού της νύκτας και την απουσία μαρτύρων, όταν συναντήθηκαν με τον Καποδίστρια πριν την έλευσή του στην εκκλησία; Γιατί δεν υπάρχει μάρτυρας που να βεβαιώνει τόσο την κίνηση του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη να βρεθεί πίσω από τον κυβερνήτη, όσο και τα λόγια που φέρεται να του είπε; Πώς βρέθηκε το μαχαιρίδιο του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη που αποδόθηκε στο Γεώργιο στα πόδια του νεκρού Καποδίστρια; Πώς δεν βρέθηκαν λερωμένα τα ρούχα του Γεωργίου, αφού φέρεται πώς εκείνος μαχαίρωσε τον Καποδίστρια; Γιατί ο Γεώργιος είχε την οικογένειά του στο Ναύπλιο, αφού σχεδίαζε μια τέτοια ενέργεια; Γιατί αποκρύπτεται το σημείωμα που βρέθηκε στο αρχείο του Καποδίστρια ότι σχεδίαζε να συμφιλιωθεί με τους Μαυρομιχαλαίους; Γιατί δολοφονήθηκε ο Κωνσταντίνος από τους στρατιώτες, τη στιγμή που είχαν το καθήκον να τον προστατεύσουν και να τον προσαγάγουν σε δίκη; Γιατί παραποιήθηκαν ή άλλαξαν οι καταθέσεις σημαντικών μαρτύρων; Γιατί υπάρχουν τόσες πολλές ανακρίβειες και διαφορετικές εκδοχές στις αφηγήσεις των ιστορικών; Γιατί δεν επιτρέπουν οι Άγγλοι το άνοιγμα του σχετικού αρχείου 180 χρόνια μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη; (11)
ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Ο Καποδίστριας είναι γεγονός ότι έπειτα από υστερόβουλες σκέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής έγινε δεκτός ως προσωρινός κυβερνήτης της Ελλάδας για μια επταετία. Σταδιακά όμως διαπίστωσαν πώς στεκόταν εμπόδιο στην πραγματοποίηση των σχεδίων τους για την Ελλάδα. Ο κυβερνήτης ονειρευόταν ένα ανεξάρτητο και ελεύθερο κράτος και όχι περιορισμένο στα στενά όρια που επιθυμούσαν οι Ευρωπαίοι. Η αντίθεσή του στην εκλογή Ευρωπαίου μονάρχη και οι προσπάθειές του να διευρύνει τα όρια του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους, δημιουργούσαν εμπόδια στις επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Αλλά και στο εσωτερικό της χώρας ο κυβερνήτης αντιμετώπισε πρωτόγνωρη εχθρότητα. Η αντιπάθεια προς το πρόσωπό του εκδηλώθηκε κυρίως από τους Υδραίους πλοιοκτήτες, τους κοτσαμπάσηδες και τους πολιτικούς, που αντιλαμβάνονταν ότι συρρικνωνόταν το πεδίο επιρροής τους. Οι Μαυροκορδάτος, Κωλέττης και Κουντουριώτης, αντιμετώπισαν από την αρχή με δυσπιστία τον κυβερνήτη, αφού επιθυμούσαν το δικό τους μερίδιο στην εξουσία. Αιχμή του δόρατος της αντιπολίτευσης αποτέλεσε ο Πολυζωϊδης με την εφημερίδα του «Απόλλων», ο οποίος στο τελευταίο της φύλλο δήλωσε απροκάλυπτα ότι σκοπός της εφημερίδας ήταν «η διαπόμπευσις του Καποδίστρια» και μετά την δολοφονία ότι «ο σκοπός επετεύχθη», με συνέπεια να μην χρειάζεται πλέον να συνεχισθεί η έκδοσή της.
Η δυσαρέσκεια των Μαυρομιχαλαίων προς τον κυβερνήτη, άρχισε τον Ιούνιο του 1828, όταν ο Καποδίστριας αντικατέστησε τον Ιωάννη Μαυρομιχάλη από τη θέση του φρουράρχου Μονεμβασίας, και εντάθηκε ακόμα περισσότερο όταν άρχισε να ικανοποιεί μόνο μερικώς τα οικονομικά αιτήματα του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Οι σύμβουλοι του κυβερνήτη, τοποθέτησαν νομάρχη στην Καλαμάτα κάποιον Γενοβέλη και τοπάρχη στη Μάνη τον Κορνήλιο, φανατικούς και ορκισμένους εχθρούς των Μαυρομιχαλαίων, οι οποίοι έκαναν ότι ήταν δυνατό για να τους προσβάλλουν και να τους εξουθενώσουν οικονομικά, με αποτέλεσμα οι Μανιάτες να ξεσηκωθούν εναντίον των κρατικών λειτουργών. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στην σύλληψη του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Οι ταραχές όμως δεν σταμάτησαν. Ο Καποδίστριας αντιλήφθηκε τότε ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το ζήτημα με διαφορετικό τρόπο. Γι’ αυτό και αρκετές φορές στο παρελθόν είχε αποφασίσει την αποφυλάκιση του Πετρόμπεη, αλλά την τελευταία στιγμή αυτή ακυρωνόταν με νομικίστικα κόλπα των «συμβούλων» του. Το Ιούλιο του 1831, ο Καποδίστριας δήλωσε στον Ανδρέα Ζαΐμη ότι θα δεχόταν να συμβιβαστεί με τον Πετρόμπεη. Στον κυβερνήτη όμως μεταφέρθηκαν φανταστικές απειλές εκ μέρους των Μανιατών, με αποτέλεσμα η προσέγγιση αυτή να ματαιωθεί. Έτσι διατάχθηκε ο Κανάρης να συλλάβει τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη παρά τη συμφωνία του με τον Κασομούλη να ειρηνεύσει η περιοχή της Μάνης με αντάλλαγμα την αποπομπή του Κορνήλιου. Ακολούθησε η μεσολάβηση του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ, ο οποίος έλαβε την διαβεβαίωση της μητέρας του Πετρόμπεη πως θα σταματήσει κάθε ταραχή στην περιοχή, αν αποφυλακισθεί από το Ιτς Καλέ, όπου κρατείτο σε έναν ανεμόμυλο, ο Πετρόμπεης. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1831, με την έγκριση του κυβερνήτη, ο Ρίκορντ συναντήθηκε στο πλοίο του με τον Πετρόμπεη, συμφωνώντας σε όλα. Την ίδια μέρα αναχώρησαν μαζί για το Κυβερνείο με σκοπό να αναγγείλουν στον κυβερνήτη τα ευχάριστα νέα. Ο Καποδίστριας, θέλοντας να ακολουθήσει την τυπική διαδικασία, υποσχέθηκε την αποφυλάκιση του Πετρόμπεη σε διάστημα 5-6 ημερών (την οποία ο ίδιος περιχαρής ανακοίνωσε στους Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη), διατάσσοντας μάλιστα να μεταφερθεί την νύχτα εκείνη από τον ανεμόμυλο όπου κρατείτο στο μικρό ιδιόκτητο σπίτι του στο Ναύπλιο. Όπως αναφέρει ο Κ.Μ. Μπαζίλι (υπασπιστής του Ρίκορντ), ήδη από τις 26 Σεπτεμβρίου οι ταραχές στην ευρύτερη περιοχή της Μάνης είχαν σταματήσει, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο κυβερνήτης κράτησε το λόγο του. Κάποιοι ιστορικοί όμως αναφέρουν την 26η Σεπτεμβρίου ως ημέρα της συνάντησης των Καποδίστρια, Πετρόμπεη και Ρίκορντ, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα πως το δημοσίευμα κάποιας αγγλικής εφημερίδας εξόργισε τον κυβερνήτη με αποτέλεσμα να αθετήσει το λόγο του και να φερθεί ανεπίτρεπτα στον Πετρόμπεη. Σύμφωνα όμως με τις εγγραφές από το βιβλίο του λιμανιού του Ναυπλίου αλλά και από τις αναφορές του Μπαζίλι, ο Ρώσος ναύαρχος στις 23 Σεπτεμβρίου απέπλευσε για τον Πόρο, όπου αποδεδειγμένα βρισκόταν εκεί στις 26 Σεπτεμβρίου, επιστρέφοντας στο Ναύπλιο το βράδυ της 29ης Σεπτεμβρίου. Άρα η συνάντηση και μάλιστα με αρνητικά αποτελέσματα δεν θα μπορούσε να είχε λάβει χώρα στις 26 Σεπτεμβρίου. Το βασικό ερώτημα που γεννάται λοιπόν είναι γιατί οι Μαυρομιχαλαίοι αποφάσισαν να δολοφονήσουν τον κυβερνήτη σε μια περίοδο που οι μεταξύ τους διαφορές όδευαν προς επίλυση;
ΤΕΛΟΣ Α’ ΜΕΡΟΥΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο W. Aslison Fillips υποστηρίζει, όπως είναι και το πιθανότερο, ότι ο Κοζώνης δεν ήταν στρατιώτης αλλά υπηρέτης, που αντικατέστησε εκείνο το πρωινό τον κανονικό φρουρό του κυβερνήτη, ο οποίος αρρώστησε ξαφνικά.
2. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης φορούσε εκείνο το πρωινό ένα λευκό μπουρνούζι, ενώ ο Γεώργιος μαύρη καππότα.
3. Οι φρουροί των ατόμων που βρίσκονταν υπό επιτήρηση είχαν διπλή αποστολή: αφενός να τους επιτηρούν ώστε να μη διαπράξουν κάποια έκνομη ενέργεια, αφετέρου να τους προστατεύσουν από επιθέσεις εναντίον τους.
4. O περίεργος αυτός νέος αναφέρεται σε δύο ή τρία σημεία των καταθέσεων, χωρίς όμως να διευκρινίζεται ο ρόλος του στην όλη υπόθεση. Η παρουσία, επίσης, ενός ζητιάνου τόσο νωρίς στην εκκλησία, ήταν σπάνια. Aπεικονίζεται βέβαια στις γκραβούρες και στους πίνακες της εποχής, τους σχετικούς με το θέμα, αλλά δεν αναζητήθηκε από το δικαστήριο (αν και ήταν αυτόπτης μάρτυρας) για να καταθέσει.
5. Το γεγονός ότι μέσα στην εκκλησία, και μάλιστα τόσο νωρίς το πρωί, βρισκόταν ένας ένοπλος υπαξιωματικός δεν ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένο.
6. O Kαποδίστριας είχε ήδη ανταλλάξει χαιρετισμό με τους Μαυρομιχαλαίους καθ’ οδόν, οπότε δεν υπήρχε λόγος να τους χαιρετήσει ξανά. Επίσης, δύσκολα ο κυβερνήτης της Ελλάδας θα χαιρετούσε πρώτος (και μάλιστα δι’ αποκαλύψεως της κεφαλής) οποιονδήποτε Έλληνα έβλεπε στον δρόμο.
7. Η μελέτη του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε από τη μία κίνηση μέχρι την επόμενη απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Το σημαντικό στοιχείο αφορά τον χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ του κτυπήματος και της άφιξης των στρατιωτών. Μήπως κάποιοι ήταν ήδη έτοιμοι, αναμένοντας τη θλιβερή είδηση;
8. Επί Αυγουστίνου Καποδίστρια, ο Αλμέιντα έλαβε την ελληνική ιθαγένεια, καθώς και σημαντικές εκτάσεις εθνικών γαιών.
9. Κοκκινάκης, 32-92.
10. To μαχαιρίδιο αυτό (μήκους 12,5 εκ και πλάτους 2,5 εκ.) δεν βρέθηκε στα πόδια του Καποδίστρια, όπως πολλάκις αναφέρθηκε στη δίκη, αλλά το βρήκε ο Μομφεράτος, το έδωσε στον Αλμέιντα και αυτός το διαβίβασε με έγγραφό του στον Εισηγητή (εισαγγελέα), μετά από γραπτή αίτηση του τελευταίου.
11. Κοκκινάκης, 309-29.
ΔΕΙΤΕ ΤΟ Β΄ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ