Οι αποκλίσεις, οι χαμηλές αυξήσεις, η κατάρρευση της αγοραστικής δύναμης, η ακρίβεια και ο θεσμός του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης – Τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ που καθιστούν απαραίτητη την ουσιαστική αύξηση του κατώτατου μισθού.
Η αγοραστική δύναμη του εργαζομένου που λαμβάνει τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα είναι η έβδομη χαμηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, ενώ το 46% των μισθωτών στην χώρα μας που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και ζουν σε συνθήκες υλικής στέρησης. Το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αύξηση του 2% είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης οι αυξήσεις κυμαίνονται μεταξύ 11% και 22%.
Τα στοιχεία αυτά για την πορεία των αμοιβών στην χώρα μας παρουσιάζει σε έκθεσή του το Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ προκειμένου να στηρίζει την πρόταση της οργάνωσης για άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και στη συνέχεια ενίσχυσή του έτσι ώστε να καταστεί ίσος με το 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης.
Τα στοιχεία του Ινστιτούτου δείχνουν ότι οι κατώτατοι μισθοί στη χώρα μας παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση από τους μισθούς της βορειοδυτικής Ευρώπης. Εκρηκτικό είναι και το άνοιγμα της διαφοράς της αγοραστικής δύναμης των κατώτατων μισθών της Ελλάδος με απόσταση 5% από την Πορτογαλία και 45% από την Ιρλανδία.
Προκειμένου να εξηγήσει με στοιχεία γιατί είναι απαραίτητη η σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού, το ΙΝΕ ΓΣΕΕ παραθέτει τα εξής στοιχεία:
Έκρηξη της ακρίβειας. Τον Ιανουάριο του 2022, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε 6,2% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2021. Η αύξηση αυτή είναι η μεγαλύτερη από την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη έως σήμερα και ταυτόχρονα η υψηλότερη των τελευταίων 25 ετών.
Αγοραστική δύναμη των κατώτατων αμοιβών. Η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων που λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα, είναι η έβδομη χαμηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Το κύμα ακρίβειας οδηγεί σε διαρκή μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού, η οποία από 4,5% τον Αύγουστο του 2021 ανήλθε τον Δεκέμβριο σε 10,4%. Τον Ιανουάριο του 2022, η προγραμματισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% περιόρισε σε μικρό βαθμό την απώλεια αγοραστικής δύναμης, η οποία ανήλθε τελικά σε 12,1%. Η αύξηση του κατώτατου μισθού περιόρισε την απώλεια αγοραστικής δύναμης μόλις κατά 0,2%, αφού χωρίς αυτήν η απώλεια αγοραστικής δύναμης θα ήταν 12,3%. Η διαφορά από τα κράτη-μέλη της βόρειας, της δυτικής και της νότιας περιφέρειας είναι μεγάλη και συνεχίζει να αυξάνεται. Για παράδειγμα, σε κράτη-μέλη στα οποία εφαρμόστηκαν Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής με σημαντικές παρεμβάσεις στον κατώτατο μισθό, όπως στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία, το χάσμα στην αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού σε σχέση με την Ελλάδα μεγάλωσε. Το 2021 η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα ήταν 1% χαμηλότερη από της Πορτογαλίας και 43% από της Ιρλανδίας. Τον Ιανουάριο του 2022 η διαφορά ανήλθε σε 5% και 45% αντίστοιχα.
Οι αυξήσεις του 2022. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αύξηση 2% από την 1η Ιανουαρίου του 2022 ήταν από τις χαμηλότερες στην ΕΕ. Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι την περίοδο 2020-2021 στην Ελλάδα δεν έγινε καμία αύξηση στον κατώτατο μισθό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Γερμανίας, στην οποία πρόθεση της κυβέρνησης είναι να αυξηθεί άμεσα ο κατώτατος μισθός κατά 15%, ώστε να ξεπεράσει το 60% του διάμεσου εισοδήματος, το οποίο, όπως θα αναλύσουμε παρακάτω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει ως στόχο για να καταστεί ο κατώτατος ένας μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ταυτόχρονα, οι αυξήσεις των κατώτατων μισθών στα περισσότερα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης κυμαίνονται μεταξύ 11% και 22%.
Η απόκλιση. Τα στοιχεία αναδεικνύουν δύο δεδομένα: Πρώτον, παρατηρείται μια τάση απόκλισης όσον αφορά τις εξελίξεις στον κατώτατο μισθό μεταξύ της Ελλάδας και των περισσότερων βόρειων και δυτικών κρατών-μελών της ΕΕ.
Δεύτερον, τα βαλκανικά κράτη – μέλη και τα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης συγκλίνουν με ταχύτερο ρυθμό προς τον μέσο όρο της ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, η αύξηση του κατώτατου μισθού πρέπει να αποτελέσει πρωταρχικό στόχο της οικονομικής πολιτικής της χώρας μας, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα ενισχυθεί η οικονομική και η κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη, θα βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης για ένα σημαντικό τμήμα εργαζομένων και θα μειωθεί η ανασφάλεια και η επισφάλεια που διακρίνει σήμερα την αγορά εργασίας.
Μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ο ευρωπαϊκός αυτός θεσμός δημιουργήθηκε για να βάλει ένα κατώτατο όριο στο επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων και στο εργατικό κόστος στο οποίο πρέπει οι επιχειρήσεις να προσαρμόσουν τη λειτουργία τους. Ωστόσο, στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός απέχει πολύ από το να καταστεί ένα θεσμικό εργαλείο για την επίτευξη μιας βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, το ποσοστό των μισθωτών στην Ελλάδα που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και ζουν σε συνθήκες υλικής στέρησης είναι 46%, το υψηλότερο ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Επιπλέον, η διαφορά με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη είναι εξαιρετικά μεγάλη. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στη δεύτερη στην κατάταξη Ρουμανία, το αντίστοιχο ποσοστό είναι δέκα ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από την Ελλάδα, ενώ στην Πορτογαλία τριανταπέντε ποσοστιαίες μονάδες.