ΑΠΟΦΑΣΗ
Sabani κατά Βελγίου της 08.03.2022 (αρ. προσφ. 53069/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα κα Sabani, υπήκοος Σερβίας, έχοντας φτάσει στο Βέλγιο το 2009 με την κόρη της για να συναντήσει τον σύζυγό της, υπέβαλε πολλά αιτήματα για άσυλο και για τακτοποίηση του καθεστώτος διαμονής της, τα οποία απορρίφθηκαν και εκδόθηκαν διαταγές απέλασης. Στις 19 Μαρτίου 2015, επιδόθηκε στην προσφεύγουσα άλλη μια εντολή να εγκαταλείψει τη χώρα, συνοδευόμενη από απόφαση να κρατηθεί σε καθορισμένο μέρος. Την ίδια μέρα, το Γραφείο Αλλοδαπών έδωσε εντολή στη δημοτική αστυνομία της περιοχής της να ελέγξει εάν είχε συμμορφωθεί με προηγούμενη εντολή απέλασης και αν όχι, να τη συλλάβουν. Η βελγική αστυνομία είχε μεταβεί στην οικία της προσφεύγουσας προκειμένου να εξακριβωθεί η συμμόρφωσή της με το διάταγμα απέλασης. Σημειώνοντας ότι η προσφεύγουσα δεν είχε συμμορφωθεί με την εντολή να φύγει από τη χώρα, η αστυνομία την συνέλαβε, περνώντας της χειροπέδες με σκοπό την απέλασή της.
Επικαλούμενη το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας της), η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι η διοικητική της σύλληψη ισοδυναμούσε με αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαίωμά της στο σεβασμό του ασύλου της κατοικίας της και ότι η χρήση χειροπέδων δεν ήταν απαραίτητη.
Τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι η σύλληψη ήταν νόμιμη σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης, θεωρώντας ότι δεν υπήρχε τίποτα στη δικογραφία που να υποδηλώνει ότι η πόρτα του διαμερίσματος ανοίχτηκε με τη βία. Η χρήση χειροπέδων κρίθηκε επίσης δικαιολογημένη από τον κίνδυνο διαφυγής της προσφεύγουσας, δεδομένου του μεγάλου αριθμού διοικητικών και νομικών μέτρων που είχε λάβει για να παραμείνει στο Βέλγιο και τη μη συμμόρφωσή της με τα εντάλματα απέλασης που εκδόθηκαν σε βάρος της.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε, πρώτον, ότι υπό το φως των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι διάδικοι, η σύλληψη της προσφεύγουσας στην κατοικία της ισοδυναμούσε με παρέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας της, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση δεν είχε αναφέρει καμία νομική βάση για να δικαιολογηθεί αυτή η σύλληψη. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση δεν ήταν σύμφωνη με τον νόμο κατά την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η κυβέρνηση δεν είχε αποδείξει την αναγκαιότητα να περαστούν χειροπέδες στην προσφεύγουσα σύμφωνα με τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας) και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.960 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα Aferdita Sabani, είναι υπήκοος Σερβίας που γεννήθηκε το 1958 και ζει στο Preshevo (Σερβία).
Έχοντας φτάσει στο Βέλγιο το 2009 με την κόρη της με σκοπό να συναντήσει τον σύζυγό της, υπέβαλε πολλά αιτήματα για άσυλο και για τακτοποίηση του καθεστώτος διαμονής της, τα οποία αιτήματα απορρίφθηκαν όλα και στη συνέχεια εκδόθηκαν διαταγές απέλασης.
Στις 19 Μαρτίου 2015, επιδόθηκε στην προσφεύγουσα άλλη μια εντολή να εγκαταλείψει τη χώρα, συνοδευόμενη από απόφαση να κρατηθεί σε καθορισμένο μέρος. Την ίδια μέρα, το Γραφείο Αλλοδαπών έδωσε εντολή στη δημοτική αστυνομία στην περιοχή της να ελέγξει εάν είχε συμμορφωθεί με προηγούμενη εντολή απέλασης και αν όχι, να τη συλλάβουν.
Η αστυνομία μετέβη στη διεύθυνση που υπέδειξε το Γραφείο Αλλοδαπών. Η προσφεύγουσα άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. Η αστυνομία, σημειώνοντας ότι δεν είχε συμμορφωθεί με την εντολή να φύγει από τη χώρα, την συνέλαβε, περνώντας της χειροπέδες για να τη μεταφέρει στο κλειστό κέντρο της Μπριζ. Η προσφεύγουσα επικαλέστηκε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων με την αιτιολογία ότι η αστυνομία είχε εισβάλει στο σπίτι της και της είχε περάσει χειροπέδες. Το δικαστήριο, συζητώντας και αποφασίζοντας οίκοθεν, με διάταξη της 15ης Απριλίου 2015, έθεσε την προσφεύγουσα υπό κράτηση στη φυλακή.
Στις 29 Απριλίου 2015 η διαταγή επικυρώθηκε από το Εφετείο των Βρυξελλών. Το ίδιο το δικαστήριο έκρινε ότι η αστυνομία δεν διεξήγαγε κατ’ οίκον έρευνα, αλλά έλεγχο ρουτίνας, ο οποίος καλυπτόταν από το εσωτερικό δίκαιο, και ότι δεν υπήρχε τίποτα στη δικογραφία που να υποδηλώνει ότι η πόρτα του διαμερίσματος είχε παραβιαστεί. Θεώρησε ότι η χρήση χειροπέδων είχε δικαιολογηθεί από τον κίνδυνο διαφυγής της προσφεύγουσας, δεδομένου του μεγάλου αριθμού διοικητικών και νομικών μέτρων που είχε κινήσει για να παραμείνει στο Βέλγιο και της μη συμμόρφωσής της με τις εκδοθείσες εντολές απέλασης εναντίον της.
Η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης της 29 Απριλίου 2015, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της 10 Ιουνίου 2015, με την αιτιολογία ότι είχε χάσει την ισχύ της λόγω ενός νέου εντάλματος κράτησης, το οποίο συνιστούσε νέο μέτρο διαφορετικό από αυτό που ορίστηκε με την έφεση. Πράγματι, η προσφεύγουσα είχε στο μεταξύ, στις 22 Μαΐου 2015, υποβάλει νέα αίτηση ασύλου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα νέα εντολή, με ημερομηνία 27 Μαΐου 2015, να εγκαταλείψει τη χώρα, συνοδευόμενη από παράταση του μέτρου κράτησης. Η αίτηση αποφυλάκισης της προσφεύγουσας σχετικά με το ένταλμα κράτησης της 27 Μαΐου 2015 κρίθηκε αβάσιμη με απόφαση του δικαστηρίου, το οποίο συσκέφτηκε κεκλεισμένων των θυρών, και επικυρώθηκε με απόφαση του Τμήματος Κατηγοριών.
Η προσφεύγουσα επαναπατρίστηκε την ίδια μέρα.
Επικαλούμενη το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας), η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι η διοικητική της σύλληψη ισοδυναμούσε με αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαίωμά της στο σεβασμό του απαραβίαστου της οικίας της και ότι η χρήση χειροπέδων δεν ήταν απαραίτητη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου παρατήρησε ότι ήταν αδιαμφισβήτητο από τα μέρη ότι η αστυνομία είχε μεταβεί στην οικία της προσφεύγουσας για να την ελέγξει. Ωστόσο, η προσφεύγουσα διαφώνησε στο ερώτημα εάν υπήρξε παρέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής της ζωής. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η προσφεύγουσα είχε επισημάνει με συνέπεια και επιμονή ότι οι αστυνομικοί είχαν εισέλθει στο σπίτι της.
Από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο δεν πείστηκε από την εκδοχή της κυβέρνησης ότι η επιθεώρηση είχε γίνει έξω και όχι μέσα στο σπίτι της προσφεύγουσας. Οι αναφορές της αστυνομίας δεν ανέφεραν κατά πόσο ο έλεγχος και η σύλληψη της προσφεύγουσας είχαν πραγματοποιηθεί έξω από το διαμέρισμά της. Επιπλέον, ήταν μάλλον ασυνεπές να βεβαιωθεί, αφενός, ότι η προσφεύγουσα είχε βγει αυθόρμητα από το διαμέρισμά της για τον αστυνομικό έλεγχο – καθώς δεν αναφέρθηκε στην αναφορά της αστυνομίας – και αφετέρου ότι δεν είχε συνεργαστεί με τους αστυνομικούς, όπως αναφέρεται ρητά στη διοικητική έκθεση της 19 Μαρτίου 2015. Ούτε είχε διαπιστωθεί ότι η προσφεύγουσα είχε παραιτηθεί από το δικαίωμά της στην προστασία της κατοικίας της. Από την έκθεση που συντάχθηκε στις 19 Μαρτίου 2015 προέκυψε ότι η αστυνομία είχε πάει κατευθείαν στο σπίτι της προσφεύγουσας και, επομένως, δεν είχαν ανακοινώσει εκ των προτέρων την άφιξή τους ή τον λόγο της επίσκεψής τους. Ο δικαστικός έλεγχος όπως διεξήχθη από τα εθνικά δικαστήρια στην παρούσα υπόθεση δεν είχε ρίξει φως στις περιστάσεις σχετικά με την συγκατάθεση που φέρεται να δόθηκε από την προσφεύγουσα.
Υπό το φως των στοιχείων που είχε, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε παρουσιάσει εκ πρώτης όψεως στοιχεία εισβολής αστυνομικών στο σπίτι της, τα οποία η κυβέρνηση δεν κατάφερε να διαψεύσει πειστικά. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας στο σεβασμό της κατοικίας της είχε τεκμηριωθεί.
Όσον αφορά τη νομιμότητα της παρέμβασης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Κυβέρνηση δεν είχε παράσχει κάθε νομική βάση ικανή να τη δικαιολογήσει. Σημείωσε ότι στο βελγικό δίκαιο, το απαραβίαστο της κατοικίας κατοχυρωνόταν συγκεκριμένα στο άρθρο 15 του Συντάγματος, το οποίο προέβλεπε ρητά ότι δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν κατ’ οίκον έρευνες εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος.
Στην απόφασή του της 29 Απριλίου 2015, το εθνικό δικαστήριο είχε απλώς επισημάνει ότι η σύλληψη στο σπίτι της ήταν σύμφωνη με το άρθρο 8 της Σύμβασης καθώς ήταν σύμφωνη με τα αστυνομικά καθήκοντα όπως ορίζονται στο άρθρο 21 του Νόμου για την αστυνομική υπηρεσία, που εξουσιοδοτούσε τη σύλληψη αλλοδαπών που δεν κατέχουν δελτία ταυτότητας ή άλλα απαραίτητα έγγραφα και την υιοθεσία μέτρων που αφορούν τους αλλοδαπούς αυτούς όπως ορίζει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή.
Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε αυτή την προσέγγιση. Το άρθρο 21 του νόμου για την αστυνομική υπηρεσία δεν αποτελούσε σαφή και ακριβή νομική βάση δεδομένου ότι δεν εξουσιοδοτούσε τους αστυνομικούς να εισέλθουν στην κατοικία ενός αλλοδαπού. Το ΕΔΔΑ σημείωσε περαιτέρω ότι στη συνέχεια της παρούσας υπόθεσης, το Βελγικό Εφετείο είχε αποφανθεί ότι το άρθρο 21 δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι εξουσιοδοτεί την αστυνομία να εκτελέσει μια τέτοια έρευνα.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη παρέμβαση δεν είχε νομική βάση που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 8, και ως εκ τούτου δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας).
Τέλος, όσον αφορά τη χρήση χειροπέδων, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κυβέρνηση δεν είχε διαπιστώσει και αιτιολογήσει την αναγκαιότητα χρήσης χειροπέδων στην προσφεύγουσα υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.960 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια: echrcaselaw.com).