Κινητικότητα: Τι συνέπειες αντιμετωπίζουν όσοι δεν εμφανιστούν στην υπηρεσία που μετατάχθηκαν
Ευκαιρίες για αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος προσφέρει το ισχύον ενιαίο σύστημα κινητικότητας στο δημόσιο, του οποίου ο τελευταίος κύκλος «άνοιξε» προσφάτως από το υπουργείο Εσωτερικών. Το ενιαίο σύστημα μετατάξεων έχει αμιγώς εθελοντικά χαρακτηριστικά και όσοι επιθυμούν, εφόσον το αιτηθούν και ανταποκρίνονται στα απαιτούμενα προσόντα, μπορούν να αλλάξουν θέση και υπηρεσία με μετάταξη ή απόσπαση. Ωστόσο, στην περίπτωση που εγκριθεί το αίτημά του για μετακίνηση και δεν παρουσιαστεί εμπρόθεσμα στη νέα του υπηρεσία, είναι αντιμέτωπος με κυρώσεις.
Το… φαινόμενο
Στο παρελθόν είχε παρατηρηθεί το φαινόμενοι κάποιοι υπάλληλοι που είχαν ζητήσει να μεταταχθούν σε άλλη θέση και το αίτημα τους εγκρίθηκε, να μην παρουσιάζονται στην νέα τους υπηρεσία και να αφήνουν κενή τη θέση. Προκειμένου να παυτεί η εκ νέου εμφάνιση τέτοιου φαινομένου, το υπουργείο Εσωτερικών είχε προωθήσει συγκεκριμένη ρύθμιση στο νόμο 4807/2021 («Θεσμικό πλαίσιο τηλεργασίας, διατάξεις για το ανθρώπινο δυναμικό του δημοσίου τομέα και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις».
Σύμφωνα λοιπόν με το νόμο (άρθρο 27, παρ 4), από την στιγμή που ο υπάλληλος λάβει την πράξη μετάταξης ή απόσπασης στα χέρια του (η πράξη απόσπασης θα έχει κοινοποιηθεί ταυτόχρονα στον φορέα υποδοχής) έχει προθεσμία 10 ημερών να εμφανιστεί στη νέα του υπηρεσία και να αναλάβει καθήκοντα.
Μεγαλύτερο χρονικό περιθώριο δίνεται σε περιπτώσεις μετατάξεων ή αποσπάσεων υπαλλήλων από ΚΕΠ προς κάποιον άλλο φορέα. Σε αυτές τις περιπτώσεις «η προθεσμία ανάληψης υπηρεσίας είναι δύο (2) μήνες από την κοινοποίηση, διάστημα εντός του οποίου ο οικείος Δήμαρχος μεριμνά για την κάλυψη της κενωθείσας θέσης, προκειμένου να μην μειωθεί ο αριθμός των υπηρετούντων υπαλλήλων», σύμφωνα με το νόμο.
Οι κυρώσεις
Αν ο υπάλληλος παραβεί την υποχρέωση ανάληψης υπηρεσίας εντός της προβλεπόμενης αποκλειστικής προθεσμίας ή η απόφαση μετακίνησής του ανακληθεί, έπειτα από δικό του αίτημα, «για λόγους που δεν αφορούν τη νομιμότητα της πράξης» – αναφέρει ο νόμος- τότε θα του «απαγορευθεί» η δυνατότητα μετακίνησης, με απόσπαση ή μετάταξη, για χρονικό διάστημα δύο ετών. Από το «απαγορευτικό» εξαιρούνται μετακινήσεις για λόγους υγείας.
Αναλυτικότερα, ολόκληρο το άρθρο 27:
«4. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης η υπηρεσία υποδοχής ενημερώνει εντός τριών (3) ημερών τον επιλεγέντα υπάλληλο, καθώς και την υπηρεσία προέλευσής του, καλώντας τους να υποβάλλουν τα αναγκαία δικαιολογητικά για την έκδοση της πράξης μετάταξης ή απόσπασης, εφόσον αυτά δεν έχουν υποβληθεί σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας. Σε περίπτωση που εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) ημερών από την ανωτέρω ενημέρωση ο υποψήφιος παραιτείται ή δεν προσκομίζει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την απόδειξη των τυπικών του προσόντων ή η υπηρεσία προέλευσης προσκομίσει δικαιολογητικά, από τα οποία βεβαιώνεται η μη πλήρωση των νομίμων προϋποθέσεων για τον επιλεγέντα, η υπηρεσία του φορέα υποδοχής ενημερώνει αμελλητί το τριμελές όργανο του άρθρου 7 για την υπόδειξη του επικρατέστερου επιλαχόντα σύμφωνα με το πρακτικό επιλογής της παρ. 3. Κατόπιν, η πράξη μετάταξης ή απόσπασης εκδίδεται αμελλητί από το αρμόδιο προς διορισμό όργανο της υπηρεσίας υποδοχής και κοινοποιείται επίσης αμελλητί στην υπηρεσία προέλευσης του υπαλλήλου, καθώς και στον ίδιο, ο οποίος υποχρεούται να αναλάβει υπηρεσία εντός δέκα (10) ημερών από την ως άνω κοινοποίηση. Σε περίπτωση απόσπασης ή μετάταξης υπαλλήλου από ΚΕΠ η προθεσμία ανάληψης υπηρεσίας είναι δύο (2) μήνες από την κοινοποίηση, διάστημα εντός του οποίου ο οικείος Δήμαρχος μεριμνά για την κάλυψη της κενωθείσας θέσης, προκειμένου να μην μειωθεί ο αριθμός των υπηρετούντων υπαλλήλων. Αν υπάλληλος παραβεί την υποχρέωση ανάληψης υπηρεσίας εντός της ως άνω κατά περίπτωση προβλεπόμενης αποκλειστικής προθεσμίας ή η απόφαση μετακίνησης ανακληθεί, κατόπιν αιτήσεως του υπαλλήλου, για λόγους που δεν αφορούν τη νομιμότητα της πράξης, δεν επιτρέπεται να αποσπαστεί ή να μεταταχθεί με γενικές ή ειδικές διατάξεις προ της παρόδου δύο (2) ετών από το πέρας της αποκλειστικής προθεσμίας ανάληψης ή από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ανάκλησης, με εξαίρεση τους λόγους υγείας της παρ. 5 του άρθρου 7.».