ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕIΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 4284/2020
Πρόεδρος: Σ. Χατζημανωλάκη, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Α. Παπαναστασίου, Γ. Πανίτσας
Για τη στοιχειοθέτηση αδικοπραξίας σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ και κατ’ επέκταση υποχρέωσης του ζημιώσαντος, τόσο προς αποζημίωση του παθόντος (ΑΚ 297 και 298), όσο και για χρηματική ικανοποίηση της ενδεχόμενης ηθικής του βλάβης (ΑΚ 932), προϋποτίθεται ότι αφενός η (θετική ή αποθετική) ζημία και η ηθική βλάβη του παθόντος προκλήθηκαν παρανόμως (ΑΚ 914) ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη (ΑΚ 919) από ενέργεια ή παράλειψη του υπαιτίου και αφετέρου υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της προπεριγραφείσας ενέργειας ή παράλειψης και της ζημίας ή/και της ηθικής βλάβης που επήλθαν.
Εξάλλου, από τη ρύθμιση του άρθρου 919 ΑΚ συνάγεται ότι, η από πρόθεση πρόκληση ζημίας σε άλλον, κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη αποτελεί πράξη παράνομη και δημιουργεί υποχρέωση για αποζημίωση. Ζημιογόνος συμπεριφορά από πρόθεση, μέσω της οποίας παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί να θεμελιώσει αξίωση αποζημίωσης επί τη βάσει του άρθρου 919 ΑΚ, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη θα ήταν αντίθετη προς τα χρηστά ήθη. Μόνον η εκ μέρους του ενός των συμβαλλομένων αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης δε συνιστά πράξη αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, ώστε να θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης κατά την προδιαληφθείσα διάταξη, δεδομένου ότι μόνη η αθέτηση προ υφιστάμενης ενοχής αποτελεί μεν συμπεριφορά παράνομη, αλλά δεν συνιστά αδικοπραξία υπό την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ (ΕφΑθ 3258/2018, ΤΝΠ Νόμος).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητη από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, δεδομένου οτι η διάταξη του εδαφίου β΄ του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο εφόσον δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας).
Κατά κανόνα, όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις, πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ). Η αιτιώδης αυτή αναγνώριση δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο, ούτε όμως, παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι καταρχήν αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί όμως να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (ΑΚ 260) ή να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα.
Αν, όμως, παρά τη μνεία στη δήλωση της αιτίας του χρέους, προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση υπάρχουσας ήδη ενοχής, αλλά θέλησαν την ίδρυση νέας, από την οποία να πηγάζει νέα ενοχή, απαλλαγμένη από ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, απαιτείται έγγραφος τύπος (ΑΚ 873, 361).
Στην περίπτωση αυτή ο οφειλέτης, εναγόμενος προς εκπλήρωση της παροχής, μπορεί να προσβάλει αυτή καθ’ εαυτή τη σύμβαση αναγνώρισης λόγω ελαττωμάτων της, όχι όμως να προτείνει ενστάσεις που πηγάζουν από την παλαιά ενοχική σχέση, εφόσον τούτο ηθέλησαν οι συμβαλλόμενοι (πρβλ. ΑΚ 437). Για το κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής, που στηρίζεται σε αιτιώδη αναγνώριση χρέους, δεν απαιτείται ο ενάγων να εκθέτει στην αγωγή του το σύνολο των περιστατικών, τα οποία συνθέτουν την αιτία της σύμβασης, αλλά αρκεί να μνημονεύει την αιτία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην προκύπτει αμφιβολία για την ενοχή, τη βούληση για την ίδρυση νέας αυτοτελούς ενοχής, καθώς και την τήρηση του εγγράφου τύπου.
Εξ αντιδιαστολής από τα ανωτέρω συνάγεται ότι όταν με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους οι συμβαλλόμενοι δε θέλησαν να ιδρύσουν νέα αυτοτελή ενοχή, αλλά θέλησαν να βεβαιώσουν απλώς ορισμένα γεγονότα, προσδίδοντας ενισχυτική ή επιβεβαιωτική ενέργεια στην ήδη υπάρχουσα οφειλή και να δημιουργήσουν έτσι ένα επιπλέον αποδεικτικό μέσο, για το ορισμένο της αγωγής τους εκ συμβάσεων, από τις οποίες απορρέουν αξιώσεις, που αναγνωρίστηκαν, πρέπει να αναφέρονται όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο κάθε φορά στοιχεία (ΑΠ 1432/2005, ΜΠρΘηβ 264/2018, ΜΠρΑθ 3226/2010, ΤΝΠ Νόμος).
Κατά τη διάταξη άρθρου 480 ΑΚ, αν περισσότεροι οφείλουν διαιρετή παροχή ή αν περισσότεροι έχουν δικαίωμα σε διαιρετή παροχή, σε περίπτωση αμφιβολίας κάθε οφειλέτης έχει την υποχρέωση να καταβάλει και κάθε δανειστής έχει το δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος.
Κατά το επόμενο άρθρο 481 του ίδιου Κώδικα οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει όταν σε περίπτωση περισσότερων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας απ’ αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά.
«Περίπτωση αμφιβολίας», που κατά την πρώτη των ανωτέρω διατάξεων στηρίζει την υποχρέωση των περισσότερων οφειλετών να καταβάλει ο καθένας ίσο μέρος της παροχής, υπάρχει αν δε συνάγεται κάτι άλλο, είτε άμεσα λόγω ρητής ρύθμισης, είτε έμμεσα από τη δικαιοπραξία που δημιουργεί, ή από το νόμο που προβλέπει την πολυπρόσωπη ενοχή. Ώστε, αν κάτι άλλο συνάγεται κατά τρόπο σαφή, η παροχή των περισσότερων οφειλετών δεν είναι διηρημένη.
Σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 480 ΑΚ, σε περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων εκμισθωτών καθένας από αυτούς δικαιούται, να ζητήσει την καταβολή του μισθώματος στο ποσοστό που αντιστοιχεί στη μερίδα του επί του κοινού μισθίου ή του μισθωτικού δικαιώματος, όχι δε και του μισθώματος του όλου μισθίου, οπότε έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 788 επ. ΑΚ, περί διαχείρισης κοινού.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574 επ., 494, 495 και 785 επ. ΑΚ προκύπτει ότι, εάν περισσότεροι μισθώσουν πράγμα (συμμισθωτές) τελούν μεταξύ τους σε κοινωνία δικαιώματος κατ’ ιδανικά μέρη. Εξάλλου η παροχή του μισθώματος, που προσδιορίζεται σε χρήμα, είναι διαιρετή και συνεπώς αν υπάρχουν περισσότεροι συμμισθωτές, αυτοί ευθύνονται σύμμετρα. Έτσι οι περισσότεροι εκμισθωτές δικαιούνται ή οι περισσότεροι μισθωτές υποχρεούνται στην είσπραξη ή στην καταβολή του ποσοστού του μισθώματος (άρθρο 480 ΑΚ), που είναι αντίστοιχο με τη μερίδα τους, εκτός αν συμφωνήθηκε (άρθρο 361 και 481 ΑΚ) ενοχή εις ολόκληρον (ΕφΠειρ 158/2014, ΤΝΠ Νόμος).
Από τη διάταξη του άρθρου 794 του ΑΚ, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό αφενός με τις άλλες για την κοινωνία διατάξεις των άρθρων 786 έως 790 του ίδιου Κώδικα, που έχουν εφαρμογή και στους συμμισθωτές, και αφετέρου με τις διατάξεις των άρθρων 730, 736, 904 επ. του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι τα έξοδα και τα βάρη του μισθίου, τα οποία πλήρωσε ο συμμισθωτής επιπλέον της αναλογίας του, δικαιούται να τα αναζητήσει από τους λοιπούς συμμισθωτές κατ’ αναλογία των μερίδων τους απευθείας με βάση την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 794 ΑΚ.
Η άσκηση του δικαιώματος αυτού προϋποθέτει την ύπαρξη εξόδων και βαρών, που έχουν καταβληθεί, με τις προϋποθέσεις των άρθρων 788 έως 790 του ΑΚ, δηλαδή ύστερα από προηγούμενη απόφαση όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών ή του Δικαστηρίου ή κατόπιν της συνδρομής επικείμενου κινδύνου για το πράγμα, που δικαιολογεί τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων για τη συντήρηση αυτού. Αν δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές ο συμμισθωτής, που πλήρωσε το σύνολο του μισθώματος του μισθίου, δικαιούται να επιδιώξει την ανάληψη του μεριδίου των λοιπών κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλότριων ή για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 730 παρ. 1, 739 και 740 του ΑΚ συνάγεται ότι για την ύπαρξη της διοίκησης αλλότριων απαιτείται: 1) η ανάμιξη του διαχειριστή να έγινε χωρίς εντολή ή άλλη έννομη σχέση που υποχρεώνει αυτόν σε ενέργεια, ήτοι απαιτείται να έχει επιμεληθεί αυθορμήτως της διοίκησης της αλλότριας περιουσίας προς το συμφέρον του κυρίου και κατά την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή του, τελώντας σε γνώση ότι πρόκειται για αλλότρια υπόθεση και 2) η διαχείριση αυτή να έγινε είτε στο όνομα του κυρίου, οπότε πρόκειται για γνήσια διοίκηση αλλότριων, είτε στο όνομα του διαχειριστή, οπότε πρόκειται για μη γνήσια διοίκηση αλλότριων.
Στη δεύτερη όμως περίπτωση, πρέπει όχι μόνο να έχει ο διαχειριστής την πρόθεση να ενεργήσει για λογαριασμό και προς το συμφέρον του κυρίου, αλλά προσέτι να εκδηλώσει την πρόθεση του αυτή κατά την επιμέλεια της υπόθεσης. Πραγματική βούληση του κυρίου υπάρχει όταν αυτός είχε εκφρασθεί για την ανάγκη της ενέργειας της πράξης, αδιαφόρως αν γνώριζε αυτήν ή όχι ο διαχειριστής, ενώ εικαζόμενη βούληση αυτού συνιστά όχι εκείνη, που μπορούσε να εικάσει ο διαχειριστής, αλλά εκείνη, που μπορεί κατ’ αντικειμενική εκτίμηση να θεωρηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις ότι συνιστά τη βούληση του κυρίου της υπόθεσης.
Αν η διαχείριση της αλλότριας υπόθεσης δεν ανταποκρίνεται αντικειμενικά στο συμφέρον και την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση του κυρίου, ο διαχειριστής μπορεί να ζητήσει την απόδοση των δαπανών κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφόσον από την πραγματοποίηση αυτών ο κύριος της υπόθεσης έχει καταστεί πλουσιότερος και εξακολουθεί να είναι πλουσιότερος κατά το χρόνο της επίδοσης της αγωγής.
Εξάλλου, στοιχεία της αγωγής, που ασκεί ο κοινωνός βάσει των διατάξεων για τη διοίκηση αλλότριων ή τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με την οποία επιδιώκει έναντι των λοιπών κοινωνών τα έξοδα, που κατέβαλε πέραν της αναλογίας για τη συντήρηση, διοίκηση και χρησιμοποίηση του πράγματος, χωρίς να υπάρξει προηγούμενη απόφαση όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών ή του Δικαστηρίου ή χωρίς τη συνδρομή επικείμενου κινδύνου, που δικαιολογεί τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων για τη συντήρηση του πράγματος, είναι στη μεν πρώτη περίπτωση: α) η αυθόρμητη ανάληψη της διοίκησης αλλότριας υπόθεσης, χωρίς τη ρητή εντολή του κυρίου αυτής, β) η κατά το συμφέρον του κυρίου και κατά την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση αυτού διεξαγωγή της υπόθεσης και γ) τα γενόμενα έξοδα για την κανονική διεξαγωγή της υπόθεσης, και στη δεύτερη περίπτωση: α) ο πλουτισμός του εναγομένου, β) η επέλευση του πλουτισμού σε βάρος του ενάγοντος και γ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας (ΠΠρΑθ 1232/2011, ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στους εναγομένους εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της (γεν/ειδ/αρ.εκθ.καταθ…./2017 και αρ.επιδ. …/2017 και …/2017 της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς Α. Ζ.) και επί της οποίας άπαντες οι διάδικοι κατέθεσαν νομίμως και εμπροθέσμως προτάσεις κατά τα άρθρα 144, 147 και 237 ΚΠολΔ στις 20/11/2017, εκθέτει ότι με τους εναγόμενους συστήσανε από κοινού την εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «… Υγεία ΕΠΕ», με έδρα τη … Αττικής. Ότι το κεφάλαιο της εταιρίας ορίστηκε στο ποσό των 21.000 €, κατανεμημένο σε 700 εταιρικά μερίδια, ονομαστικής αξίας 30 € το καθένα και ο κάθε διάδικος κατέβαλε τοις μετρητοίς 7.000 €. Ότι για τις ανάγκες της εταιρίας, οι διάδικοι συμβλήθηκαν οι ίδιοι ως μισθωτές με την εκμισθώτρια εταιρία «Μ. ΕΠΕ» και μίσθωσαν έναν επαγγελματικό χώρο στη … έναντι μηνιαίου μισθώματος 300 €.
Ότι επειδή ο παραπάνω χώρος χρειάστηκε μεγάλες παρεμβάσεις και ανακατασκευές η ενάγουσα κατέβαλε το ποσό των 44.279,54 € με καταθέσεις στις οποίες προέβη ανά τακτά χρονικά διαστήματα στον εταιρικό λογαριασμό και σε μετρητά, όπως οι χρόνοι και τα ποσά των επιμέρους καταβολών αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή.
Ότι η ενάγουσα τον Ιούλιο του έτους 2013 ζήτησε από τους εναγόμενους, διαχειριστές της ως άνω εταιρίας, τη σύναψη σύμβασης αναγνώρισης χρέους, για τα έξοδα στα οποία είχε προβεί, την οποία ενέκριναν αρχικώς πλην όμως με διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες ουδέποτε υπέγραψαν.
Ότι στο προτεινόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό με συμβαλλομένους τους διαδίκους, οι εναγόμενοι θα αναγνώριζαν την οφειλή του παραπάνω ποσού προς την ενάγουσα και θα της το επέστρεφαν εισπράττοντας η ενάγουσα τα καθαρά κέρδη της εταιρίας μέχρι την ολοσχερή εξόφληση της οφειλής μετά την αφαίρεση όλων των εξόδων, φόρων και επιβαρύνσεων της εταιρίας.
Ότι στα αφαιρούμενα έξοδα θα συμπεριλαμβανόταν και ο μηνιαίος μισθός που θα λαμβάνανε οι εταίροι ποσού 700 € έκαστος και οι ασφαλιστικές εισφορές στον ΟΑΕΕ ποσού 225 € μηνιαίως.
Ότι το ποσό της οφειλής είχε συμφωνηθεί πολλές φορές και ενώπιον του πατρός της ενάγουσας Μ. Χ. και της αδερφής της Π. Χ.
Ότι, ενώ η ενάγουσα ανέμενε την υπογραφή του παραπάνω συμφωνητικού, οι εναγόμενοι αποχώρησαν από την εταιρία χωρίς καμία ενημέρωση και έπαυσαν τη λειτουργία της. Ότι δεν είχαν καταβάλει τα μισθώματα των μηνών Μαΐου του έτους 2013 έως τον Ιούνιο του έτους 2014 ποσού 4.200 €, τα οποία κατέβαλε η ενάγουσα την 25/6/2014, καθώς η εκμισθώτρια είχε εκδώσει διαταγή απόδοσης μισθίου,σε βάρος της εταιρίας για τα οφειλόμενα μισθώματα, καθώς η ενάγουσα ήταν εγγυήτρια καλής τήρησης των όρων του από 14/1/2013 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης.
Ότι κατά συνέπεια οι εναγόμενοι της οφείλουν εις ολόκληρον αλληλεγγύως το ποσό των 44.279,54 € που κατέβαλε για την ανασκευή του μισθίου και το ποσό των 2.800 € ήτοι τα 2/3 των οφειλόμενων μισθωμάτων που αντιστοιχούν στους εναγόμενους.
Ότι οι εναγόμενοι με τη μη τήρηση των υποχρεώσεών τους έπληξαν την προσωπικότητα και τη φήμη της ενάγουσας καθώς επαπειλήθηκε εναντίον της η έκδοση διαταγής πληρωμής με αρνητικές συνέπειες στην επαγγελματική της δραστηριότητα και έδρασαν αντίθετα προς τους στοιχειώδεις κανόνες της ηθικής του μέσου χρηστού, κοινωνικού ανθρώπου.
Ότι της προεκλήθη ηθική βλάβη για τη χρηματική ικανοποίηση της οποίας οι εναγόμενοι πρέπει να της καταβάλουν το ποσό των 10.000 €.
Με βάση το ανωτέρω ιστορικό αυτό η ενάγουσα, ύστερα από παραδεκτή τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με δήλωση που περιέχεται στις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρο 223 ΚΠολΔ) ζητά : 1) να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 48.479,54 € ως αποζημίωση από την αδικοπρακτική τους ευθύνη και το ποσό των 10.000 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, 2) να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, 3) να διαταχθεί η προσωπική κράτηση των εναγομένων για ένα έτος κατ’ άρθρο 1047 ΚΠολΔ και 4) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 233 επ. ΚΠολΔ) ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9,10,14 παρ. 2 και 22 ΚΠολΔ).
Ωστόσο, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη καθώς τα επικαλούμενα από την ενάγουσα πραγματικά περιστατικά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 57, 59, 914, 919 και 932 ΑΚ, καθώς μόνη η από τους εναγόμενους αθέτηση της συμβατικής υποχρέωσής τους να καταβάλουν αφενός στην ενάγουσα την οφειλή τους από τη σύμβαση αναγνώρισης χρέους και αφετέρου στην (τρίτη σε σχέση με την ενάγουσα) εκμισθώτριαΚΟΠΡΑΞΙΑ τα οφειλόμενα μισθώματα δεν αποτελεί από μόνη της αδικοπραξία ούτε και πράξη δυνάμενη να πλήξει την προσωπικότητα της ενάγουσας.
Ακόμη δε και αν θεωρηθεί ότι στην υπό κρίση αγωγή πέραν της ως άνω αδικοπρακτικής βάσης συρρέει και βάση εδραζόμενη στην αφηρημένη αναγνώριση χρέους και την αιτιώδη αναγνώριση χρέους με δημιουργία νέας αυτοτελούς ενοχής ανεξάρτητης της αιτίας αυτής, και σε αυτή την περίπτωση η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία περί αναγνώρισης χρέους καταρτίστηκε προφορικά και όχι εγγράφως όπως απαιτεί ρητά ο νόμος για μεν την αφηρημένη αναγνώριση χρέους στο άρθρο 873 ΑΚ, για δε την αιτιώδη αναγνώριση χρέους με δημιουργία νέας αυτοτελούς ενοχής ανεξάρτητης της αιτίας αυτής στα άρθρα 361 και 873 ΑΚ.
Ακόμη, όμως, και αν υποτεθεί ότι η συγκεκριμένη αγωγική βάση στηρίζεται σε προφορικώς καταρτισθείσα σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, τότε η υπό κρίση αγωγική βάση τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη καθώς δεν εκτίθεται επαρκώς σε αυτή η αιτία της σύμβασης αναγνώρισης χρέους και ειδικότερα αν πρόκειται για σύμβαση δανείου προς τους εναγομένους προκειμένου αυτοί να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους για τις δαπάνες αναμόρφωσης του χώρου της εταιρίας ή αν πρόκειται για αξίωση της ενάγουσας από τη σχέση της κοινωνίας που συνδέει τους διαδίκους ως συμμισθωτές του μισθίου (άρθρο 794 ΑΚ) οπότε για το ορισμένο της αγωγής θα έπρεπε να είχε εκθέσει λεπτομερώς τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε.
Επιπροσθέτως, τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται η ενάγουσα, περί της μη καταβολής εκ μέρους των εναγομένων συμμισθωτών του μεριδίου που αναλογεί στα οφειλόμενα στην εκμισθώτρια του ακινήτου μισθώματα, και αληθή υποτιθέμενα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ούτε των διατάξεων περί διοίκησης αλλότριων, ούτε περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.
Ειδικότερα η ενάγουσα δεν ισχυρίζεται ούτε ότι ενήργησε κατά την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση των κυρίων διεξαγωγή της υπόθεσης, ώστε να συντρέχουν οι προϋποθέσεις περί εφαρμογής των διατάξεων περί διοίκησης αλλότριων, ούτε επικαλείται πλουτισμό των εναγομένων σε βάρος της χωρίς νόμιμη αιτία, ώστε να εφαρμόζονται οι διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Κατόπιν τούτων η αγωγή πρέπει να απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΠολΔ το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από 1.000 € έως 2.500 €, που περιέρχονται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε, ότι, αν και το γνώριζαν: 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας.
Ως προφανώς αβάσιμο, με την έννοια της πιο πάνω διάταξης, νοείται το μέσο προστασίας που ασκήθηκε, το οποίο δεν έχει κανένα νομικό έρεισμα και τα θεμελιωτικά αυτού περιστατικά είναι όχι μόνον αναληθή αλλά επιπλέον τα πιο πάνω πρόσωπα τελούν εν γνώσει της αναλήθειας, χωρίς να αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος και πολύ περισσότερο η βαριά αμέλεια. Η απόρριψη της αγωγής ή του ένδικου μέσου ως νόμω ή κατ’ ουσίαν αβάσιμου δεν υποδηλώνει και παράβαση της παραπάνω διάταξης.
Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους ζητούν να επιβληθεί σε βάρος της ενάγουσας χρηματική ποινή, κατ’ άρθρο 205 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή παρελκυστικά και μη τηρώντας το καθήκον αλήθειας και τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης.
Κατά την κρίση, όμως, του Δικαστηρίου τούτου, δε συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 205 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα από τα υπάρχοντα στη δικογραφία στοιχεία προκύπτει ότι η ενάγουσα κατέθεσε την ένδικη αγωγή εκθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά που τη στήριζαν χωρίς από την όλη δικονομική συμπεριφορά της να προκύπτει ότι αυτή ενήργησε παρελκυστικά ή κατά παράβαση του καθήκοντος της αλήθειας, ή των κανόνων των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης. Επομένως το σχετικό αίτημα των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω δυσχερούς ερμηνείας του εφαρμοσθέντος κανόνος δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.