Υποχρέωση μισθωτή για αποζημίωση σε περίπτωση φθορών ή μεταβολών στο μίσθιο. Συμφωνημένη χρήση. Στοιχεία αγωγής με αίτημα την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω φθορών στο μίσθιο. Κακή χρήση του μισθίου. Χρηματική εγγύηση (εγγυοδοσία) που καταβάλλεται κατά την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης. Στην αγωγή ή ανταγωγή με την οποία ζητείται η επιστροφή της «εγγυήσεως» ή στην ένσταση συμψηφισμού, πρέπει να εκτίθεται ο λόγος για τον οποίο συμφωνήθηκε και δόθηκε η «εγγύηση» καθώς και η αιτία για την οποία υπάρχει υποχρέωση επιστροφής της. Ειδική διαδικασία μισθωτικών διαφορών. Υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων. Η προβολή των μέσων επίθεσης και άμυνας (ένσταση, αντένσταση, επαντένσταση) πρέπει να γίνεται όχι μόνο με τις προτάσεις αλλά και προφορικά κατά τη συζήτηση και οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά της συνεδρίασης και περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Τύχη κατασκευασμάτων που προστέθηκαν στο μίσθιο.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Απόφασης 1016/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Κωνσταντίνα Αλεξοπούλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και τη Γραμματέα Αικατερίνη Ζενεμπίση.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 22 Σεπτεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : …, κατοίκου … Μεσσηνίας, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Νικολαρόπουλου του Βασιλείου (AM ΔΣΑ 33084).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «CORAL ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ» που εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής, οδός Ηρ. Αττικού αρ.12Α και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Αρετής Τσιουδάκη (AM ΔΣΑ 20668).
Ο ΚΑΛΩΝ με την από 08.5.2020 κλήση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 08.5.2020 με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2020 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2020, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο, επαναφέρει την από 08.7.2019 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 08.7.2019, με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2019 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2019, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 349/2020 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας ανεστάλη η συζήτηση της ένδικης υπόθεσης μέχρι έκδοσης τελεσίδικης απόφασης επί της από 08.11.2018 και με αριθμό κατάθεσης ././2018 αγωγής του ως άνω ενάγοντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ήτοι μέχρι την έκδοση απόφασης του Εφετείου Αθηνών επί της ασκηθείσας με αρ.κατ. ././2019 έφεσης.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και μετά την εκφώνηση της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτές και στα πρακτικά της δίκης.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως επαναφέρεται προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 08.5.2020 κλήση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 08.5.2020 με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2020 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2020, η από 08.7.2019 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 08.7.2019, με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2019 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2019, επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 349/2020 μη οριστική απόφαση, δυνάμει της οποίας ανεστάλη η συζήτηση της ένδικης υπόθεσης μέχρι έκδοσης τελεσίδικης απόφασης επί της από 08.11.2018 και με αριθμό κατάθεσης ././2018 αγωγής του ίδιου ως άνω ενάγοντος που άσκησε κατά της αυτής εναγομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και συγκεκριμένα μέχρι την έκδοση απόφασης του Εφετείου Αθηνών επί της ασκηθείσας με αρ.κατ. ././2019 έφεσης που άσκησε η εναγομένη. Ήδη μετά την έκδοση της 4517/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (7° Τμήμα Μισθωτικών Διαφορών) επί της ως άνω έφεσης η υπόθεση είναι ώριμη προς έκδοση οριστικής απόφασης (άρθρο 308 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 599 παρ. 1 ΑΚ, ο μισθωτής κατά τη λήξη της μίσθωσης έχει υποχρέωση να αποδώσει το μίσθιο στην κατάσταση που το παρέλαβε. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 592 του ίδιου Κώδικα, ο μισθωτής δεν ευθύνεται για φθορές ή μεταβολές που οφείλονται στη συμφωνημένη χρήση. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 574, 594, 330, 297 και 298 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές μισθώσεις (άρθρ. 44 π.δ. 34/1995) προκύπτει ότι ο μισθωτής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον εκμισθωτή για κάθε θετική και αποθετική ζημία που υφίσταται ο τελευταίος, υπό την προϋπόθεση να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, για τις φθορές ή μεταβολές που προκλήθηκαν στο μίσθιο, με εξαίρεση αυτές που οφείλονται στη συμφωνημένη χρήση. Ειδικά, σε περίπτωση καταστροφής ή αφαίρεσης πράγματος του μισθίου, η αποζημίωση περιλαμβάνει τη δαπάνη για την αντικατάσταση του (ΑΠ 495/2008). Ως συμφωνημένη χρήση νοείται εκείνη που ανταποκρίνεται στις ειδικότερες συμφωνίες και στους συγκεκριμένους σκοπούς των συμβαλλομένων, το είδος και τον προορισμό του μίσθιου πράγματος και, συμπληρωματικά, στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Η έννοια αυτή είναι ευρύτερη από την απλώς συνηθισμένη χρήση, η οποία ισχύει αν δεν υπάρχει ιδιαίτερη συμφωνία, η οποία επιτρέπεται, κατ’ άρθρ. 361 ΑΚ, λόγω του ότι οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 591,592 και 599 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα είναι, ενδοτικού δικαίου (ΑΠ 529/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [§1]. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 592, 594, 599 σε συνδυασμό με το άρθρο 330 ΑΚ, προκύπτει ότι ο μισθωτής έχει υποχρέωση να χρησιμοποιεί το μίσθιο, κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, με επιμέλεια και όπως ειδικότερα έχει συμφωνηθεί, ώστε να είναι σε θέση κατά τη Λήξη της συμβάσεως, να αποδώσει τούτο χωρίς φθορές, με εξαίρεση εκείνες που προκλήθηκαν από τη συνήθη χρήση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, διότι διαφορετικά, υπέχει υποχρέωση να αποκαταστήσει κάθε θετική και αποθετική ζημία που υφίσταται ο εκμισθωτής από την ανεπίτρεπτη, πέραν της συνήθους χρήσεως, φθορά του μισθίου. Προκύπτει, επίσης, ότι για τη θεμελίωση της σχετικής αγωγής του εκμισθωτού απαιτείται η ύπαρξη συμβάσεως μισθώσεως, επενεχθείσες στο μίσθιο φθορές, ποσό ζημίας, όχι, όμως, και υπαιτιότητα του μισθωτή, ο οποίος για να καταλύσει την αγωγή, έχει δικαίωμα να προτείνει κατ’ ένσταση, ότι οι φθορές του μισθίου οφείλονται σε γεγονός για το οποίο ο ίδιος δεν υπέχει ευθύνη, ή σε ανώτερη βία. Επομένως, επί αγωγής με αίτημα την επιδίκαση αποζημίωσης, λόγω φθορών στο μίσθιο, πρέπει, για το ορισμένο αυτής, να προσδιορίζονται κατ’ άρθρο 118/216 ΚΠολΔ με σαφήνεια: α) πόσα και ποια μέρη του μίσθιου υπέστησαν ολική ή μερική φθορά (είδος, ποσότητα και ποιότητα) και β) πόση η απαιτούμενη δαπάνη σε υλικά (ποσότητα, ποιότητα αυτών και η επιμέρους αξία κάθε υλικού) και για αμοιβή εργατοτεχνικού προσωπικού (αριθμός, ειδικότητα προσωπικού και μέρες απασχόλησης). Αν τα στοιχεία αυτά ελλείπουν η αγωγή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως (ΑΠ 780/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [§2]. Κακή δε χρήση του μισθίου υπάρχει όταν ο μισθωτής χρησιμοποιεί το μίσθιο χωρίς επιμέλεια (καταστροφή, φθορά των μερών του μισθίου, συστατικών ή παραρτημάτων, αυθαίρετη, χωρίς συναίνεση του εκμισθωτή επέμβαση του μισθωτή εξαιτίας της οποίας αλλοιώνεται ουσιωδώς η γενική και ειδική διαμόρφωση, διάταξη και όψη του μισθίου (βλ. σχετ. ΑΠ 559/1996 ΕλλΔνη 38.107, ΕΑ 7729/1996 ΕΔΠ 1998.80) και κατά παράβαση των συμφωνηθέντων. Κακή χρήση συνιστά όμως και η μη χρησιμοποίηση του μισθίου ή μέρους ή συστατικών ή παραρτημάτων του, η οποία επιφέρει μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου καθώς και όταν από την αχρησία προκαλείται ζημία στον εκμισθωτή λόγω της φύσης και του προορισμού του μισθίου (ΑΠ 1498/1988 ΕλλΔνη 31.107, ΕΑ 5663/1995 ΕλλΔνη 39.184). Ωστόσο, ο εκμισθωτής δεν μπορεί να ζητήσει την αποκατάσταση των ζημιών σε τέτοιο βαθμό, που εκτέλεση των αντίστοιχων εργασιών να επαναφέρει το μίσθιο στην αρχική (πριν από τη μίσθωση) κατάσταση του, ή και να βελτιώνει ακόμη την κατάσταση αυτή (ΕΑ 3237/ 1990 ΕΔΠ 1990,152, ΕΑ 5649/1987 ΕΔΠ 1989,159, ΕΑ 8634/1986 ΕΔΠ 1987,132) [§3]. Τέλος, το χρηματικό ποσό, το οποίο δίδεται, κατά την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης, από τον μισθωτή στον εκμισθωτή, ως εγγύηση (στην πραγματικότητα εγγυοδοσία), διέπεται, ως προς την λειτουργία του και ιδίως την τύχη του, από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων, στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων, κατά την αυτή διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Έτσι, αυτό είναι δυνατόν να δόθηκε ως συμβατική εγγυοδοσία, είτε προς εξασφάλιση του μισθώματος και μάλιστα ως προκαταβολή αυτού, είτε ως ποινική ρήτρα. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 404, 405, 406 και 407 του ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση που στη σύμβαση μίσθωσης το διδόμενο ποσό χρηματικής εγγυήσεως για την πιστή τήρηση των όρων της σύμβασης, έχει χαρακτήρα ποινικής ρήτρας, η κατάπτωση της υπέρ του εκμισθωτού, μπορεί να συμφωνηθεί, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα του άρθρου 406 ΑΚ, για κάθε περίπτωση αντίστοιχης παραβίασης, ανεξαρτήτως άλλης ζημίας του εκμισθωτή, έναντι της οποίας δεν μπορεί να προταθεί σε συμψηφισμό το χρηματικό ποσό, στο οποίο ανάγεται η ποινική ρήτρα. Η αξίωση του μισθωτή για απόδοση της εγγυοδοσίας, γίνεται ληξιπρόθεσμη, με τη λήξη της μίσθωσης και επιστρέφεται αν ο εκμισθωτής δεν έχει απαιτήσεις για μισθώματα ή αποζημίωση για ζημίες στο μίσθιο και εφ’ όσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά. Συνεπώς, στην αγωγή, ή ανταγωγή με την οποία ζητείται, η επιστροφή της πιο πάνω “εγγυήσεως” ή στην ένσταση συμψηφισμού, για να είναι ορισμένο το σχετικό αίτημα πρέπει να εκτίθεται ο λόγος για τον οποίο συμφωνήθηκε και δόθηκε η “εγγύηση” καθώς και η αιτία για την οποία υπάρχει υποχρέωση επιστροφής της (ΑΠ 236/2010, Αρμ.2010, 1841, ΕφΑθ 2199/2011, ΕλλΔνη 2012.833, ΕφΑθ 769/2010, ΕΔικΠολυκ 2011.164, ΕφΑΘ 6382/2009, ΕΔικΠολυκ 2011.179, ΕφΑθ 4543/2009, ΕΔικΠολυκ 2011.189, ΕφΠειρ 108/2005, ΠειρΝομ 2005.194, ΕφΘεσ 1509/2003, Αρμ 2005.1589, Ι. Κατράς, ο.α., παρ. 19, περ. Β1-2, σελ. 159-160) [§4].
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι με την από 16.11.2006 επισυναπτόμενη στο δικόγραφο σύμβαση εκμίσθωσε στην εναγομένη εταιρία, υπό την προηγούμενη επωνυμία της, „το περιγραφόμενο στην αγωγή του ακίνητο που βρίσκεται στην Οιχαλία του νομού Μεσσηνίας επί της Ε.Ο. Καλού Νερού Τσακώνας, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως πρατήριο υγρών καυσίμων, πλυντήριο, λιπαντήριο και κατάστημα διάθεσης προϊόντων από 01.11.2006 έως και 01.11.2018, αντί μηνιαίου μισθώματος 2.000 ευρώ για το πρώτο έτος της μίσθωσης, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου 1,8%, το οποίο κατά τον ως άνω χρόνο λήξης μετά τις συμφωνημένες αναπροσαρμογές ανήλθε στο ποσό των 2.707,56 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του τέλους χαρτοσήμου. Ότι παρά τη λήξη της μίσθωσης την 01η.11.2018 η εναγομένη αρνήθηκε να του αποδώσει ελεύθερο προς χρήση το μίσθιο και εξακολούθησε να κάνει παράνομα χρήση αυτού και να παρακρατεί το πρατήριο έως και 14.6.2019, οπότε και αποβλήθηκε σε αναγκαστική εκτέλεση, κατόπιν άσκησης αγωγής και έκδοσης επ’ αυτής της 620/2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο και διέταξε την απόδοση του μίσθιου και την καταβολή εκ μέρους της εναγομένης ποσού 100 ευρώ/ημέρα ως συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα από 02.11.2018 έως και 19.12.2018. Ότι για το χρονικό διάστημα από 20.12.2018 (επομένη της συζήτησης της πρώτης ως άνω αγωγής) έως 14.6.2019 (ημερομηνία αποβολής της εναγομένης από το μίσθιο) του οφείλεται ως ποινική ρήτρα 100 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης/καθυστέρησης απόδοσης του μισθίου και συνολικά για 177 ημέρες το συνολικό ποσό των 17.700 ευρώ. Ότι μετά την αποβολή της από το μίσθιο διαπιστώθηκαν φθορές στον εξωτερικό χώρο του μισθίου καθώς και σε ένα γρύλλο ανύψωσης οχημάτων που της είχε παραχωρηθεί άνευ ανταλλάγματος, που δεν οφείλονταν στη συνηθισμένη χρήση τους, όπως οι ζημίες περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για την αποκατάσταση των οποίων απαιτείται να καταβληθεί συνολικά το ποσό των 5.439 ευρώ, όπως αυτό αναλύεται ανά ποσότητα, είδος και αξία υλικών καθώς και ανά είδος, ώρες και αξία κάθε επιμέρους εργασίας, αριθμό εργατών, ώρες απασχόλησης αυτών. Ότι η καταβληθείσα εγγυοδοσία ποσού 4.000 ευρώ, είχε την έννοια της ποινικής ρήτρας, όπως κρίθηκε από την 620/2019 ως άνω απόφαση, και πρέπει να καταπέσει, λόγω μη προσήκουσας απόδοσης του μισθίου και πρόκλησης φθορών σ’ αυτό. Ότι η εναγομένη δεν πρόσθεσε, αλλά αντικατέστησε προϋπάρχουσα δεξαμενή του πρατηρίου χωρητικότητας 15.174 λίτρων με άλλης ίσης χωρητικότητας αλλά δίχωρη ή δίδυμη, χωρίς να του αποδώσει την παλαιότερη ιδιοκτησίας του και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να παραμείνει η νέα δεξαμενή προς όφελος του μισθίου, κατά τα προβλεπόμενα στη σύμβαση. Ότι παρά την έκδοση της ως άνω απόφασης η εναγομένη αρνήθηκε να του αποδώσει οικειοθελώς το μίσθιο, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να προχωρήσει στην αποβολή της και να υποβληθεί σε επιπλέον έξοδα για την αμοιβή του δικαστικού επιμελητή, συνολικού ποσού 812,20 ευρώ όπως αναλύονται στο δικόγραφο. Με βάση το ως άνω ιστορικό και επικαλούμενος ότι με τον όρο 20 του ως άνω συμφωνητικού υπήρξε έγγραφη συμφωνία περί αρμοδιότητας των Δικαστηρίων της Αθήνας για τις διαφορές που ενδεχομένως θα προκύψουν από την ως άνω σύμβαση μίσθωσης, ζητεί, κατόπιν νομότυπης παραίτησής του από το αίτημα περί απόδοσης της χρήσης του μισθίου και περιορισμού των καταψηφιστικών αιτημάτων σε αναγνωριστικά, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του καταχωρηθείσα στα πρακτικά, η οποία επαναλήφθηκε και στις έγγραφες προτάσεις του (άρθρα 223 παρ. 1 εδ. β, 294 εδ. α, 295 παρ. 1 και 297 του ΚΠολΔ), κατ’ εκτίμηση του αγωγικού αιτήματος, να αναγνωριστεί: α) η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 17.700 ευρώ ως ποινική ρήτρα, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, β) η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 5.439 ευρώ ως αποζημίωση για τις φθορές του μισθίου, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, γ) ότι το ποσό των 4.000 ευρώ που αναφέρεται ως «εγγύηση» στη σύμβαση μίσθωσης, το οποίο καταβλήθηκε κατά την έναρξη της μίσθωσης, συνιστά ποινική ρήτρα που έχει καταπέσει υπέρ του, δ) ότι η υπόγεια δεξαμενή δύο διαμερισμάτων που τοποθέτησε η εναγομένη στο μίσθιο πρέπει να παραμείνει προς όφελος του τελευταίου, χωρίς να έχει δικαίωμα να την αφαιρέσει η εναγομένη ε) η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει ως έξοδα αναγκαστικής εκτέλεσης το ποσό των 812,20 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση καθώς και να καταδικαστεί στη δικαστική του δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, για το παραδεκτό συζήτησης της οποίας δεν απαιτείται η προσκόμιση, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, έγγραφης ενημέρωσης για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση, καθότι κατατέθηκε στις 08.7.2019, ήτοι πριν την 30η.11.2019 που είχε οριστεί ως ημερομηνία εφαρμογής της τροποποιητικής διάταξης του άρθρου 65 του Ν. 4647/2019, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 7, 9,12, 13, 14 παρ. 1 περ. β’, 16 περ. 1, 43 και 44 ΚΠολΔ σε συνδ. με το άρθρο 48 παρ. 1 του π.δ. 34/1995) κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (μισθωτικές διαφορές) που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 614 αρ. 1, 615 – 620 ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του άρθρου 591 του ίδιου κώδικα, οι οποίες εν προκειμένω εφαρμόζονται ως εκ του χρόνου άσκησης της αγωγής, ήτοι μετά την 01η.01.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015), δεδομένου ότι κατά την ως άνω ειδική διαδικασία δικάζεται κάθε διαφορά, η οποία ως αναγκαία ιστορική αιτία έχει τη σύμβαση μίσθωσης, άσχετα από την ομαλή ή ανώμαλη εξέλιξη της ή τον αναγνωριστικό ή καταψηφιστικό της χαρακτήρα καθώς και όσες διαφορές γεννώνται επ’ ευκαιρία της σύμβασης μίσθωσης ή εξ αφορμή αυτής (βλ. Ι. Κατρά, Αστικές και Νέες εμπορικές μισθώσεις, Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, §74, σελ. 748), όπως εν προκειμένω οι διαφορές που αφορούν στην αποζημίωση του εκμισθωτή λόγω μη προσήκουσας απόδοσης του μίσθιου ένεκα φθορών στο μίσθιο και παράνομης παρακράτησης του καθώς και αυτές ποϋ σχετίζονται με την ενοχική αξίωση περί παραμονής «κατασκευασμάτων» στο μίσθιο. Είναι δε επαρκώς ορισμένη, καθότι περιέχει όλα τα απαραίτητα για την άσκηση της θεμελιωτικά γεγονότα που συγκροτούν την ιστορική της βάση (άρθρα 118, 216 παρ. 1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), καθότι εκτίθενται, κατά τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, στο δικόγραφο κατά τρόπο ορισμένο τόσο οι προκληθείσες φθορές, δηλαδή πόσα και ποια μέρη του μισθίου υπέστησαν ολική ή μερική φθορά κατά είδος, ποσότητα και ποιότητα όσο και η απαιτούμενη δαπάνη σε υλικά κατά ποσότητα, ποιότητα και επιμέρους αξίαν κάθε υλικού και σε αμοιβή εργατοτεχνικού προσωπικού κατά αριθμό/ειδικότητα προσωπικού και ημέρες απασχόλησης. Ομοίως, μετά την έκδοση της 4517/2020 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών επί της με αριθμό κατάθεσης ././2018 αγωγής του ενάγοντος κατά της εναγομένης, απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη τυγχάνει και η ένσταση εκκρεμοδικίας που προέβαλε η εναγομένη κατά τη δικάσιμο της 20ης.9.2019, ενώ το δεδικασμένο που απορρέει από την ως άνω τελεσίδικη απόφαση δεν ταυτίζεται με το αντικείμενο της παρούσας δίκης, αφού με την ως άνω τελεσίδικη απόφαση αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσοστών 4.752,15 ευρώ που συνιστούσε κατάπτωση συμφωνηθείσας ποινικής ρήτρας υπέρ του ενάγοντος, λόγω καθυστέρησης απόδοσης της χρήσης του μισθίου και αφορούσε στο χρονικό διάστημα από 02.11.2018 έως 19.12.2018, εν αντιθέσει με την υπό κρίση αγωγή, στην οποία ζητείται για την ίδια αιτία να αναγνωριστεί η αντίστοιχη υποχρέωση για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, ήτοι από 20.12.2018 έως 14.6.2019. Σημειωτέον ότι ούτε το υπό στοιχεία ως άνω αγωγικό αίτημα καλύπτεται από το δεδικασμένο της 4517/2020 τελεσίδικης απόφασης, αφού η ένσταση απόσβεσης δια συμψηφισμού που πρότεινε η εναγομένη κατά την πρώτη ως άνω αγωγή, προβάλλοντας ως ανταπαίτησή της κατά του ενάγοντος την εγγυοδοσία ποσού 4.000 ευρώ, η οποία είχε δοθεί κατά την κατάρτιση της επίμαχης σύμβασης μίσθωσης, απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους ως απαράδεκτη (προώρως ασκηθείσα), καθώς κρίθηκε ότι δεν είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη, αφού δεν είχε αποδοθεί το μίσθιο ακίνητο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν είχε δημιουργηθεί μεταξύ των διαδίκων σχέση εκκαθάρισης για τυχόν αποζημίωση λόγω φθορών και για τυχόν άλλες υποχρεώσεις του μισθωτή. Δεδομένου ότι το σχετικό κεφάλαιο δεν προσβλήθηκε από την εναγομένη με λόγο έφεσης ή πρόσθετο λόγο κατά της πρωτόδικης 620/2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, ενώ και στην υπό κρίση αγωγή έχουν επέλθει οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις με τις οποίες συμπληρώθηκε η έλλειψη που είχε οδηγήσει στην απόρριψη της ως άνω ένστασης ως προώρως ασκηθείσας, αφού ήδη ο ενάγων εκθέτει ότι το μίσθιο έχει αποδοθεί, δεν ισχύει πλέον το δεδικασμένο (ΑΠ 113/2019, ΑΠ 43/2015 και ΑΠ 190/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και παραδεκτώς συμπεριλαμβάνεται το ως άνω αίτημα στην υπό κρίση αγωγή. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 361, 346, 574, 591, 592, 599, 404, 405, 406 και 407 του ΑΚ, καθώς και σε αυτές των άρθρων 70, 176 ΚΠολΔ, 44 του π.δ/τος 34/1995, 13 παρ. 1 του ν. 4242/2014. Πρέπει, επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι δεν υπόκειται, κατ’ άρθρο 33 παρ. 1 και 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α 240/22.12.2016) λόγω του αναγνωριστικού της πλέον χαρακτήρα, σε τέλος δικαστικού ενσήμου, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του Ν. ΓΠΟΗ/1912. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 1, 115 παρ. 1 και 3, 242, 256 παρ. 1 στοιχ. δ’, 591 παρ. 1 εδ. δ’, 614 παρ. 1. και 527 του Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, όπου είναι πλέον υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, και συνεπώς, η διαδικασία εκδίκασης της διαφοράς είναι προφορική και γραπτή, η προβολή των μέσων επίθεσης και άμυνας, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνεται, όχι μόνο με τις προτάσεις αλλά και προφορικά πριν από την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο και να γίνεται σχετική αναφορά στα πρακτικά της δίκης για να παρέχεται η ευχέρεια στον καθ’ ου η ένσταση να αμυνθεί κατά τη διεξαγωγή της δίκης (βλ. ΑΠ 1253/2004 ΕλλΔνη 2005,119, ΕφΘεσ 2517/2008 ΕπισκΕμπΔ 2009, 471 Χ. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν.4335/2015, εκδ. 2017, σελ. 19 επ.). Τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά της συζήτησης, διαφορετικά είναι απαράδεκτα (άρθρο 591 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠολΔ). Ως μέσα, επίθεσης και άμυνας νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που χαρακτηρίζονται από αυτοτέλεια και εισάγονται στη δίκη με τη μορφή ένστασης, αντένστασης και επαντένστασης (ΑΠ 134/2001 ΕλλΔη 2001, 709). Η προβολή των πραγματικών αυτών ισχυρισμών δεν είναι παραδεκτή αν γίνει γραπτά μόνο με τις προτάσεις. Οι διάδικοι, δηλαδή, οφείλουν να προτείνουν όλα τα ανωτέρω μέσα επίθεσης και άμυνας προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα συντασσόμενα από το γραμματέα πρακτικά συνεδρίασης με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), και περιέχονται στις κατατιθέμενες προτάσεις (ΕφΑθ 95/2018 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική πρόταση των ισχυρισμών αυτών, που, «ως γενόμενο κατά τη συζήτηση» σημειώνεται στα πρακτικά (ΑΠ 433/2017, 72/2016, 409/2011, 1043/2010 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1253/2004 ό.π.). Η σημείωση της προφορικής πρότασης του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα αυτών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της πρότασης αυτών (ισχυρισμών) είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχαρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1450/2013, 1043/2010, 1966/2008, 128/2008 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 95/2018 δημ. στη ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6514/2009 ΕλλΔνη 2010, 513, 515, 543, ΕφΘεσ 2517/2008 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η προφορική πρόταση των ισχυρισμών είναι απαραίτητη για την προάσπιση του δικαιώματος ακρόασης του ενάγοντος, που αγνοεί το περιεχόμενο των προτάσεων του αντιδίκου του, καθώς αυτές κατατίθενται κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (ΟλΑΠ 2/2005 ό.π., ΑΠ 127/2016, 243/2005 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Βαλμαντώνης σε Νικολάου Λεοντή «Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ», εκδ. 2017, σελ. 25-26) [§5]. Επιπλέον, από τη διάταξη του άρθρου 591 Α.Κ. με την οποία ορίζεται ότι εκμισθωτής αποδίδει στον μισθωτή τις αναγκαίες δαπάνες που αυτός έκανε στο μίσθιο και τις επωφελείς δαπάνες κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλότριων, καθώς και ότι ο μισθωτής έχει δικαίωμα να αφαιρέσει τα κατασκευάσματα που πρόσθεσε ο ίδιος στο μίσθιο, προκύπτει ότι, αν ο μισθωτής κατά την διάρκεια της μίσθωσης πρόσθεσε στο μίσθιο κατασκευάσματα, για τα οποία δεν προτιμά ή δεν μπορεί να ζητήσει από τον εκμισθωτή τα δαπανηθέντα ποσά λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων που ορίζονται στις δύο πρώτες παραγράφους του άρθρου αυτού, έχει δικαίωμα κατά την απόδοση του μισθίου να προβεί σε αφαίρεση των κατασκευασμάτων αυτών, εκτός, αν οι συμβαλλόμενοι ρύθμισαν με άλλα τρόπο την τύχη τους πράγμα που δεν αποκλείεται από τις ενδοτικού χαρακτήρα αυτές διατάξεις. Η διάταξη αυτή, του άρθρου 591 Α.Κ. έχει εφαρμογή σε όσες περιπτώσεις πρόκειται να κριθεί η τύχη «κατασκευασμάτων» στο μίσθιο, δηλαδή κινητών πραγμάτων που συνδέθηκαν προς το κύριο μίσθιο πράγμα, κινητό ή ακίνητο, προορισμένα να εξυπηρετήσουν τον σκοπό του, κατά τρόπο ώστε και μετά τη σύνδεση να είναι ευδιάκριτα, ανεξαρτήτως αν αποτέλεσαν συστατικά ή φέρουν προσωρινό χαρακτήρα. Προκύπτει, επίσης, ότι το παρεχόμενο από την εν λόγω διάταξη στο μισθωτή δικαίωμα να αφαιρέσει τα κατασκευάσματα δεν αλλοιώνεται ακόμα και αν η νομή ή κατοχή του κατασκευάσματος περιήλθε στον εκμισθωτή πριν από την αφαίρεση,, παρά μόνο στη περίπτωση κατά την οποία υπάρχει αδυναμία ή υπερημερία για αυτούσια περιέλευση στον μισθωτή των αποτελούντων «κατασκευάσματα» πραγμάτων, οπότε η αρχική αξίωση του μισθωτή κατευθυνόμενη στην ανοχή εκ μέρους του εκμισθωτή της αφαίρεσης των κατασκευασμάτων (βλ. και ΚΠολΔ 947) τρέπεται σε αξίωση διαφέροντος ή αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ειδικότερα, αντικείμενο της ενοχικής αξίωσης του μισθωτή με βάση το άρθρο 591 Α.Κ. είναι τα ίδια τα κινητό πράγματα, τα οποία αποτελούν «κατασκευάσματα», που, έχουν προστεθεί στο μίσθιο και των οποίων την αφαίρεση, είναι υποχρεωμένος να ανεχθεί ο εκμισθωτής και αν ο τελευταίος αρνείται να την ανεχθεί, η ενοχική αξίωση του μισθωτή για αυτούσια παραλαβή τους δεν ο υφίσταται καμία αλλοίωση, αλλά εξακολουθεί κατευθυνόμενη στο ίδιο αντικείμενο (βλ. ΑΠ 2185/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 672/2006 ΕλΔ 47,1421, Εφ Δωδ. 52/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [§6].
Η εναγομένη εταιρία, επαναφέροντας, κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, τους ισχυρισμούς που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την προηγηθείσα συζήτηση της 20ης.9.2019, με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της ως άνω συζήτησης, τις οποίες και προσκόμισε σε επικυρωμένο αντίγραφο, αρνήθηκε αιτιολογημένα την ιστορική βάση της ένδικης αγωγής. Περαιτέρω, επικαλούμενη μη έγκαιρη καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης από τον ενάγοντα, προέβαλε τόσο την έλλειψη του στοιχείου της υπερημερία κατά την απόδοση του μισθίου όσο και του στοιχείου της υπαιτιότητας κατά την παρακράτηση του μισθίου και επικουρικά, για την περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή ως προς την αξιωθείσα ποινική ρήτρα ποσού 17.700 ευρώ, αίτηση περί μείωσης της ποινικής ρήτρας ως υπέρμετρης στο προσήκον μέτρο. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος κατά το πρώτο σκέλος του περιλαμβάνει ένσταση περί ελλείψεως υπαιτιότητας της, ερειδόμενη στο άρθρο 342 ΑΚ και κατά το δεύτερο σκέλος του ένσταση που στηρίζεται στο άρθρο 409 ΑΚ, πρέπει ν’ απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος. Και τούτο διότι η μεν πρώτη ως άνω ένσταση, είχε ήδη προταθεί κατά την πρώτη με αριθμό κατάθεσης ././2018 αγωγή, του ενάγοντος κατά της εναγομένης, κρίθηκε επί της ουσίας και απορρίφθηκε τελεσίδικα, αφού αναγνωρίστηκε υπαιτιότητα της εναγομένης στην παράνομη παρακράτηση του μισθίου ακινήτου μετά τη λήξη της μίσθωσης στις 01.11.2018. Ως εκ τούτου, καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο που απορρέει από την 4517/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 322, 324 και 330 ΚΠολΔ. Η δε δεύτερη ως άνω ένσταση, ομοίως προβάλλεται κατά τρόπο απαράδεκτο, καθότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, υποβλήθηκε μόνο με τις προτάσεις της και όχι καν προφορικά, έστω και συνοπτικά, ούτε κατά την αρχική από 20.9.2019 συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, ούτε και κατά τη παρούσα συζήτηση, με αποτέλεσμα να μην καταχωριστεί, όπως απαιτείται ρητά κατ’ άρθρο 591 παρ.1 περ. δ’ ΚΠολΔ, στα ταυτάριθμα με την 349/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου πρακτικά καθώς και στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου αντιστοίχως. Επιπλέον, η εναγομένη αρνείται την ύπαρξη των εκτιθέμενων στην αγωγή φθορών, ισχυριζόμενη ότι η αποζημίωση που επιδιώκει ο ενάγων αποβλέπει στον καλλωπισμό του μισθίου και όχι στην αποκατάσταση προκληθεισών ζημιών, ενώ επικουρικά επικαλείται ότι οποιαδήποτε τυχόν φθορά εντοπίζεται, είναι η συνήθης φθορά που αναμένεται στην επί 12 έτη χρήση του μισθίου ως πρατηρίου υγρών καυσίμων. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης συνιστά ένσταση καταλυτική της αγωγής, στηρίζεται στο άρθρο 592 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Ακολούθως, ως προς το υπό στοιχεία δ’ ως άνω αίτημα, η εναγομένη, επικαλούμενη ελαττωματικότητα και επικινδυνότητα της προϋπάρχουσας δεξαμενής του ενάγοντος ισχυρίζεται ότι επέστρεψε την ελαττωματική παλαιά δεξαμενή, στον ενάγοντα και τοποθέτησε με δικές της δαπάνες την επίδικη νέα δεξαμενή, η οποία και της ανήκει κατά κυριότητα και εξ αυτού του λόγου πρέπει να της επιστραφεί, η δε δαπάνη υπήρξε αναγκαία, καθότι ήταν απαραίτητη για τη διατήρηση του μισθίου κατάλληλου για τακτική εκμετάλλευση και χρήση. Ο εν λόγω ισχυρισμός, στο μέτρο που τείνει να θεμελιώσει αξίωση αφαίρεσης του κατασκευάσματος, προβληθείσα κατ’ ένσταση και ερειδόμενη στο άρθρο 591 εδ.3 ΑΚ, τυγχάνει απορριπτέος ως ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης καθότι δεν εκτίθεται, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη (υπό στοιχεία §6) αν η επίδικη δεξαμενή έχει συνδεθεί με χα μίσθια κατά τρόπο μόνιμο, ώστε να εξυπηρετεί διαρκώς τον οικονομικό σκοπό αυτού καθ’ εαυτού του μισθίου ακινήτου και περαιτέρω αν μπορεί ευχερώς να αποχωριστεί από το μίσθιο ακίνητο, χωρίς βλάβη αυτού, ώστε να κριθεί από το Δικαστήριο αν αποτελεί «κατασκεύασμα» κατά την έννοια του άρθρου 591 εδ.3 ΑΚ. Δεδομένου, μάλιστα, ότι δεν έχει υποβληθεί εκ μέρους της και σαφές αίτημα προς το Δικαστήριο σχετικά με το ως άνω «κατασκεύασμα», αλυσιτελώς προβάλλεται η διαφαινόμενη ένσταση ιδίας κυριότητας εκ μέρους της εναγομένης. Σημειωτέον ότι αλυσιτελώς προβάλλεται εν προκειμένω και ο ισχυρισμός περί αναγκαίας δαπάνης εκ μέρους της για την επίδικη δεξαμενή, απάτη στιγμή που δεν αναφέρεται το καταβληθέν ποσό για την αγορά και τοποθέτηση αυτής, ούτε προτείνεται το ως άνω ποσό σε τυχόν συμψηφισμό με τις απαιτήσεις του ενάγοντος. Περαιτέρω, αναφορικά με το υπό ε’ στοιχεία αίτημα της αγωγής, αρνούμενη την ιστορική βάση της ένδικης αγωγής και επικαλούμενη ότι ουδέποτε έλαβε χώρα αναγκαστική εκτέλεση, προέβαλε επικουρικά τον ισχυρισμό ότι συμμορφούμενη με το διατακτικό της απόφασης κάλεσε τον ενάγοντα να παραλάβει το μίσθιο και να υπογράψει το σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής, στο οποίο επιθυμούσε (ενν. η εναγομένη) να διατυπώσει επιφυλάξεις των δικαιωμάτων της, πλην όμως ο ενάγων θέτοντας παράνομους όρους επεδίωξε και πέτυχε κατά τρόπο προσχηματικό και κακόπιστο να μην υπογράψει το σχετικό πρωτόκολλο αποσκοπώντας να διεκδικήσει έξοδα εκτέλεσης, καθιστώντας καταχρηστική την αξίωση του σχετικού ποσού. Ο εν λόγω ισχυρισμός, κατά το μέτρο που τείνει να θεμελιώσει ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης της κρινόμενης αγωγής κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, δεν προτείνεται κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη παραδεκτά και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον και αυτός ο ισχυρισμός, όπως προκύπτει τόσο από ταυτάριθμα με την 349/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου πρακτικά όσο και από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, δεν προτάθηκε προφορικώς κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, πέραν του γεγονότος ότι τυγχάνει απορριπτέος και ως μη νόμιμος καθόσον τα ανωτέρω περιστατικά που η εναγομένη επικαλείται, ακόμα και αν υποτεθούν αληθινά, δεν επαρκούν νομικά για τη θεμελίωση της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ, ούτως ώστε να καταστήσουν την ανωτέρω ένδικη αξίωση του ενάγοντος καταχρηστική, ως ασκούμενη κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, κατά την έννοια της διατάξεως 281 του Α.Κ. Τέλος, η εναγομένη, πρότεινε παραδεκτώς και επικουρικώς, για την περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή, σε συμψηφισμό το ποσό των 6.383,07 ευρώ, αναλυόμενο σε: α) ποσό 1.772,53 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην αποζημίωση χρήσης που καταβλήθηκε αχρεωστήτως για το μετά την αποχώρηση της από το μίσθιο χρονικό διάστημα, ήτοι από 11.6.2019 έως 30.6.2019 και β) σε ποσό 4.610,54 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε αναγκαίες δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε, προκειμένου να διατηρηθεί κατάλληλο το μίσθιο για τη συμφωνηθείσα χρήση του πρατηρίου υγρών καυσίμων, κατά τα συμφωνηθέντα στον όρο 3 της σύμβασης μίσθωσης, όπως το ως άνω ποσό αναλύεται ανά είδος εργασίας, μονάδα, ποσότητα, τιμή μονάδας και ολική τιμή με τις έγγραφες προτάσεις. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, συνιστά την μη αυθύπαρκτη γνήσια ένσταση της απόσβεσης δια συμψηφισμού, είναι ορισμένος και νόμιμος, ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 440,441 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 904 επ. ΑΚ, ως προς την πρώτη ως άνω αξιωθείσα ανταπαίτηση καθώς των άρθρων 361, 591 εδ. α ΑΚ ως προς τη δεύτερη μερικότερη ανταπαίτηση και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Ο ενάγων, αποκρούοντας το πρώτο μέρος της ανωτέρω ένστασης, ισχυρίζεται ότι το προς συμψηφισμό ποσό που δικαιούται να αντιτείνει η εναγομένη είναι αυτό που αντιστοιχεί στο μετά την αποβολή της χρονικό διάστημα, ήτοι από 15.6.2019 έως 30.62019, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 48,73 ευρώ, ως προς το οποίο υπολειπόταν η οφειλόμενη αποζημίωση χρήσης μηνός Φεβρουαρίου 2019 και συνολικά το προς συμψηφισμό ποσό που δικαιούται ανέρχεται σε 1.369,28 ευρώ και όχι σε 1.775,53 ευρώ. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, ο οποίος βάλλει κατά του πρώτου σκέλους της ως άνω ένστασης της εναγομένης, κατά το πρώτο μέρος του συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της ένστασης και κατά το δεύτερο μέρος του αντένσταση απόσβεσης δια συμψηφισμού, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 440,441 και 601 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν νομότυπα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη δικάσιμο της 20ης.9.2019 και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την 349/2020 απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του, επικυρωμένο αντίγραφο των οποίων επικαλούνται και προσκομίζουν και τα διάδικα μέρη, από την υπ’ αριθμ. ./25.9.2019 ένορκη βεβαίωση του …, ληφθείσα ενώπιον της συμβολαιογράφου Οιχαλίας … με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την προφορική δήλωση, του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος κατά τη συζήτηση της 20ης.9.2019 καταχωρηθείσα στα πρακτικά της 349/2020 απόφασης), σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και -προσκομίζουν, λαμβανόμενα υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς, όμως, η ρητή αναφορά κάποιων εξ αυτών να τους προσδίδει αυξημένη αποδεικτική δύναμη εν σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, (βλ. ΑΠ 1065/2002 Αρχ. Ν, 20.04, 70), τις φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 § 1 περ.γ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 40§1 του ν. 3994/2011, 448 § 2 και 457 § 4 ΚΠολΔ), αφού η αμφισβήτηση του ενάγοντος ως προς τις προσκομισθείσες από-την εναγομένη φωτογραφίες με αριθμό σχετικού 15 δε συνιστά αμφισβήτηση της γνησιότητας τους, με την έννοια της αλλοίωσης αυτών, αλλά της αποδεικτικής τους αξίας, με την έννοια ότι το αναπαριστάμενο γεγονός δεν ταυτίζεται με το αντικείμενο της διαφοράς (ΑΠ 378/1997, ΕλλΔνη 1997, 1788, 1789), τα όσα ρητά ή έμμεσα συνομολογούν οι διάδικοι με τις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), όπως εξειδικεύονται κατωτέρω, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (αρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 16.11.2006 έγγραφης σύμβασης μίσθωσης ακινήτου, ο ενάγων εκμίσθωσε στην εναγομένη εταιρία, υπό την προηγούμενη επωνυμία της SHELL HELLAS Α.Ε. Πετρελαιοειδών και Χημικών Προϊόντων, ένα ακίνητο, εμβαδού 3.148 τ.μ. που βρίσκεται στην Οιχαλία του νομού Μεσσηνίας επί της Ε.Ο. Καλού Νερού-Τσακώνας, με την εντός αυτού κτιριακή εγκατάσταση, αποτελούμενη από κατάστημα πωλήσεων 51,70 τ.μ., πλυντήριο – λιπαντήριο 76,80·τ.μ. και αποθήκη 19,00 τ.μ., προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως πρατήριο υγρών καυσίμων, πλυντήριο, λιπαντήριο (service station), κατάστημα πώλησης ειδών αυτοκινήτου και αυτοκινητιστού, κατάστημα πώλησης ειδών υγειονομικού ενδιαφέροντος και παροχής υπηρεσιών που διατίθενται από τα πρατήρια της ΣΕΛΛ στους πελάτες της όπως ATM υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας κλπ. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε δωδεκαετής από 01.11.2006 έως 01.11.2018, ενώ στον όρο 4 της μίσθωσης ορίστηκε ότι «μετά τη λήξη της μίσθωσης ο μισθωτής υποχρεούται απροφάσιστα και χωρίς όχληση να παραδώσει αμέσως το μίσθιο στον εκμισθωτή. Σιωπηρή αναμίσθωση ή παράταση του χρόνου διάρκειας της μίσθωσης αποκλείεται και δεν δύναται να θεωρηθεί σαν τέτοια η για οποιοδήποτε λόγο παραμονή του μισθωτή στη χρήση του μισθίου μετά την παρέλευση της συμβατικής διάρκειας της μίσθωσης. Η μη συμμόρφωση του «μισθωτή» προς την υποχρέωση του αυτή, θα συνεπάγεται την κατάπτωση σε βάρος του ποινικής ρήτρας ανερχόμενης στο ποσό των ευρώ (100) για κάθε ημέρα παράβασης πέραν του αναλογούντος μισθώματος». Σύμφωνα με το όρο 5.1 της σύμβασης το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε, στο ποσό των 2.000 ευρώ για το πρώτο έτος της μίσθωσης, αναπροσαρμοζόμενο ετησίως, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου 1,8%, ενώ σύμφωνα με τον όρο 5.3 συμφωνήθηκε ότι «ο μισθωτής θα προκαταβάλει στον εκμισθωτή το ποσό των (4.000) ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε μισθώματα δύο μισθωτικών μηνών ως εγγύηση καλής χρήσης του μισθίου και το οποίο ο εκμισθωτής οφείλει να επιστρέψει στο σύνολο της στον μισθωτή μετά το τέλος «της μίσθωσης». Εξάλλου, προέκυψε ότι η εναγομένη παρέλαβε το μίσθιο και το χρησιμοποίησε για τον σκοπό που το μίσθωσε, καταβάλλοντος, το συμφωνημένο εκάστοτε μίσθωμα, το οποίο κατά τον ως άνω χρόνο λήξης μετά τις συμφωνημένες αναπροσαρμογές ανήλθε, στο ποσό των 2.707,56 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του τέλους χαρτοσήμου. Μετά την άσκηση της με αριθμό κατάθεσης ././2018 αγωγής του ενάγοντος κατά της εναγομένης και την έκδοση επ’ αυτής αρχικά της 620/2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, κρίθηκε με την 4517/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (7° Τμήμα Μισθωτικών Διαφορών), με δύναμη δεδικασμένου, το οποίο δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 322 παρ. 1, 324 και 332 ΚΠολΔ), ότι η σύμβαση μίσθωσης έληξες με την πάροδο της συμφωνηθείσας δωδεκαετίας, ήτοι στις 01.11.2018 καθώς και ότι η εναγομένη παρακρατούσε παρανόμως το μίσθιο κατά το μετά τη συμβατική λήξη χρονικό διάστημα, αφού από υπαιτιότητα της καθυστερούσε την απόδοση του. Μετά ταύτα υποχρεώθηκε η εναγομένη να αποδώσει τη χρήση του μισθίου στον ενάγοντα και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της να του καταβάλει νομιμοτόκως από την επίδοση της πρώτης ως άνω αγωγής, το ποσό των 4.752,15 ευρώ, ως καταπεσούσα ποινική ρήτρα ποσού 100 ευρώ ημερησίως επί 48 ημέρες, κατά τις οποίες παρακράτησε παράνομα το μίσθιο, αφού προηγουμένως αφαιρέθηκε από το συνολικό ποσό των 4.800 ευρώ (48 ημέρες Χ 100 ευρώ ημερησίως), το μικρότερο εκείνο ποσό των 47,85 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο αναλογούν στο μίσθωμα τέλος χαρτοσήμου, κατόπιν μερικής παραδοχής της ένστασης απόσβεσης δια συμψηφισμού που πρότεινε η εναγομένη. Περαιτέρω, προέκυψε ότι στις 05.6.2019 ο ενάγων επέδωσε στην εναγομένη ακριβές αντίγραφο της πρωτόδικης 620/2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που κήρυξε αυτήν προσωρινά εκτελεστή ως προς τη διάταξη περί απόδοσης της χρήσης του μισθίου, για να λάβει γνώση αυτής και για να επέλθουν οι νόμιμες συνέπειες (υπ’ αρ. .Γ/05.6.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή .), ενώ την επομένη ημέρα, στις 06.6.2019, επέδωσε στην εναγομένη αντίγραφο εξ απογράφου της ως άνω απόφασης με επιταγή για την απόδοση του μισθίου (υπ’ αρ. .Γ/06.6.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή .). Από τις 07.6.2019 έως 10.6.2019 η εναγομένη ξεκίνησε τη διαδικασία απεγκατάστασής της με την μεταφορά των εισκομισθέντων σε αυτό κινητών πραγμάτων. Ακολούθως, από 10.6.2019 επιδιώχθηκε με πρωτοβουλία του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος, όπως διαφαίνεται από Την προσκομισθείσα ηλεκτρονική αλληλογραφία που είχε ανταλλάξει με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγομένης, η εκούσια απόδοση του μέχρι την Τετάρτη 12.6.2019 με τη σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής. Ωστόσο, οι διαφορετικές απόψεις που είχαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων σχετικά με το ακριβές περιεχόμενο του πρωτοκόλλου παράδοσης παραλαβής είχαν, σαν αποτέλεσμα να μην λάβει χώρα εκούσια απόδοση του μισθίου εκ μέρους της εναγομένης. Αντ’ αυτού το κλειδί του μισθίου εγκαταλείφθηκε, αφού παραδόθηκε σε κάποιον, μη εξουσιοδοτημένο από τον ενάγοντα, δικηγόρο στην Καλαμάτα, γεγονός το οποίο παραδέχθηκε και ο μάρτυρας της εναγομένης, κατά την ένορκη επ’ ακροατηρίω κατάθεση του. Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ή εναγομένη μη αποδίδοντας στον ενάγοντα το κλειδί του μισθίου, ως όφειλε, εκδήλωσε την πρόθεση της να μην αποδώσει τη χρήση του μισθίου, το οποίο εξακολούθησε να παρακρατεί παράνομα, παρά τη συμβατική λήξη της μίσθωσης, και για το επιπλέον χρονικό διάστημα από την επομένη συζήτησης της πρώτης ως άνω αγωγής, ήτοι από 20.12.2018 έως και την 14η.6.2019, οπότε και εγκαταστάθηκε σ’ αυτό ο ενάγων, δυνάμει της ……/14.6.2019 έκθεσης αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή της περιφερείας του Εφετείου Καλαμάτας με έδρα στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας ……. Συνεπώς, κατέπεσε σε βάρος της η, συμφωνηθείσα στον όρο 4 της σύμβασης ποινική ρήτρα για την περίπτωση μη απόδοσης του μισθίου ποσού 100 ευρώ ημερησίως, οπότε ο ενάγων δικαιούται για τις 177 ημέρες από 20.12.2018 έως και 14.6.2019, συνολικά το ποσό, των 17.700 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της υπό κρίση αγωγής. Εξάλλου, ουδέν αποδεικτικό στοιχείο προσκομίζει η εναγομένη που να καταδεικνύει ότι ο ενάγων περιήλθε σε υπερημερία δανειστή κατά την παραλαβή του μισθίου, αφού ουδέποτε προσκλήθηκε από την εναγομένη να παραλάβει τα κλειδιά του μισθίου, κατά τρόπο πραγματικό και προσήκοντα, απορριπτόμενου του περί αντιθέτου ισχυρισμού της. Μάλιστα, από το περιεχόμενο της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων που έχει προσκομισθεί προκύπτει ότι μετά τη εκπεφρασμένη αντίθεση των τελευταίων να υπογράψουν ένα κοινά αποδεκτό πρωτόκολλο παράδοσης η παραλαβής, η επικοινωνία τους τερματίστηκε στις 11.6.2019 και ώρα 17:56 με το τελευταίο ηλεκτρονικό μήνυμα να αποστέλλεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος και να δηλώνει την πρόθεση του να προχωρήσει σε αναγκαστικής εκτέλεση της απόφασης, χωρίς έκτοτε να έχει προσκαλέσει την εναγομένη τον ενάγοντα να παραλάβει το κλειδί του μισθίου. Συνεπώς, ένεκα της σαφούς απροθυμίας της εναγομένης να αποδώσει οικειοθελώς τη χρήση του μισθίου, κρίνεται ότι ήταν επιβεβλημένη η αναγκαστική εκτέλεση της ως άνω δικαστικής απόφασης, κατ’ άρθρο 943 §1 ΚΠολΔ, δηλαδή με την αποβολή της εναγομένης και την εγκατάσταση του ενάγοντος, προκειμένου να ανακτήσει ο τελευταίος τη χρήση του. Ως εκ τούτου, η δαπάνη στην οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί ο ενάγων για την ως άνω αιτία συνολικού ποσού 812,20 ευρώ (βλ. υπ’ αρ. ./14.6.2019 έκθεσης αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή της περιφερείας του Εφετείου Καλαμάτας με έδρα στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας … και .Γ/ 19.6.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ……), συνιστά θετική ζημία του (άρθρο 298 ΑΚ) που συνδέεται αιτιωδώς με την παράβαση του όρου 4 της σύμβασης μίσθωσης, ένεκα μη απόδοσης του μισθίου κατά τη συμβατική λήξη της μίσθωσης και ως τέτοια πρέπει να του επιδικασθεί με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της υπό κρίση αγωγής. Περαιτέρω, μετά την αποβολή της εναγομένης και την εγκατάσταση στο μίσθιο του ενάγοντος διενεργήθηκε στις 15.6.2019 αυτοψία από τον πολιτικό μηχανικό …, ο οποίος συνέταξε σχετική τεχνική έκθεση και έκθεση αυτοψίας, στην οποία εκθέτει ότι διαπίστωσε τα εξής: α) πυκνή θαμνώδη βλάστηση εντός της ράμπας επισκευών οχημάτων και περιμετρικά εντός χώρου του πρατηρίου καθώς και βούλωμα του φρεατίου απορροής ομβρίων υδάτων λόγω πολύμηνης παράλειψης περιποίησης του πράσινου και παντελούς έλλειψης μέριμνας αποσυμφόρησης του φρεατίου από σκουπίδια β) κατεστραμμένοι κυβόλιθοι τύπου ζιγκ-ζαγκ 20*10*6 συνολικού εμβαδού 120 τ.μ., γ) καθιζήσεις σε διάφορα σημεία ανά την έκταση του υπαιθρίου δαπέδου με αποτέλεσμα να δημιουργούνται λιμνάζοντα νερά και γενικά να υπάρχει ανωμαλία στο δάπεδο καθιστώντας, δυσχερή την είσοδο και τη μετακίνηση των οχημάτων στο χώρο, με την επισήμανση ότι οι καθιζήσεις έχουν προκύψει από τα μεγάλα φορτία, την ελλιπή συντήρηση και τις κακοτεχνίες στην προσπάθεια αντικατάστασης κυβόλιθων, μάλλον ύστερα από τοποθέτηση υπεδάφιων σωληνώσεων, δ) αντικατάσταση τμήματος βιομηχανικού δαπέδου με κοινό σκυρόδεμα επιφάνειας 9 τ.μ. και ε) οξείδωση σε 10 πασσάλους (διαμέτρου 8cm και ύψους 6m) λόγω ελλιπούς συντήρησης. Την ως άνω έκθεση αυτοψίας συνοδεύουν και έντεκα (11) φωτογραφίες, τις οποίες προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων, ενώ για τους ίδιους χώρους έχει προσκομίσει αντίστοιχες φωτογραφίες και η εναγομένη εταιρία. Ωστόσο, από την επισκόπηση όλων των ως άνω φωτογραφιών δεν αποδεικνύονται το βάσιμο των εκτιθέμενων στο υπό το στοιχεία II Α της αγωγής φθορών. Ειδικότερα, παρά την αναφορά σε πυκνή θαμνώδη βλάστηση εντός της ράμπας ( ελέγχου οχημάτων του πρατηρίου), αφενός μεν δεν προσδιορίζεται σε ποιο σημείο του πρατηρίου εντοπίζεται το ως άνω σημείο και αφετέρου δεν απεικονίζεται η συγκεκριμένη επικαλούμενη φθορά. Ομοίως, δεν αποδεικνύεται ότι η ύπαρξη πυκνής θαμνώδους βλάστησης βρίσκεται εντός του μισθωμένου ακινήτου, αφού οι φωτογραφίες πού προσκομίζονται από τον ενάγοντα είτε απεικονίζουν παρακείμενο αγροτικό ακίνητο, είτε εκτιμάται ότι απεικονίζουν παρτέρι με φυτά που βρίσκεται στην είσοδο του πρατηρίου, ως προς το οποίο δεν υπάρχει σχετικό αίτημα, στην αγωγή. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι η εναγομένη εταιρία προσκομίζει τουλάχιστον τρεις (3) φωτογραφίες, όπου τα φρεάτια απορροής ομβρίων υδάτων, τα ευρισκόμενα έμπροσθεν στο κατάστημα πωλήσεων και στο πλυντήριο – λιπαντήριο είναι άκρως επιμελημένα, χωρίς πυκνή βλάστηση, ούτως ώστε να καθίσταται προβληματική η χρήση του μισθίου, ο δε ενάγων με τις προσκομισθείσες φωτογραφίες δεν καθιστά σαφές στο Δικαστήριο, κατόπιν και της άρνησης της εναγομένης, σε ποιο χημείο του ακινήτου βρίσκεται η επικαλούμενη στην αγωγή φθορά, ενώ ακόμα και η σύζυγος – μάρτυρας του, κατά την επ’ ακροατηρίω κατάθεση της εισφέρει κάτι ουσιωδώς διαφορετικό σε σχέση με το δικόγραφο, αφού για πρώτη, φορά κάνει λόγο για «σπασμένη αποχέτευση», κρίνεται ότι ο ενάγων δεν ανταποκρίθηκε στο σχετικό βάρος απόδειξης (άρθρο 338 §1 ΚΠολΔ) ως προς το ανωτέρω κονδύλι. Ομοίως και ως προς τους κυβόλιθους, από την επισκόπηση των σχετικών φωτογραφιών δεν προκύπτει η καταστροφή τους. Αντιθέτως, και με δεδομένο ότι δεν προσδιορίζεται ούτε κατά την τεχνική έκθεση του ως άνω πολιτικού μηχανικού σε τι συνίσταται η καταστροφή τους, προκύπτει ότι οι κυβόλιθοι, οι οποίοι βρίσκονται στον εξωτερικό χώρο του πρατηρίου και μάλιστα πέριξ των αντλιών καυσίμου, βρίσκονται σε άριστη κατάσταση, αν αναλογιστεί μάλιστα κάποιος και την αναμενόμενη επιβάρυνση τους από τα βαρέα οχήματα, που εισέρχονταν και εξέρχονταν στον χώρο του πρατηρίου επί 12 έτη. Σημειωτέον ότι αν και στην αγωγή εκτίθεται ότι οι κατεστραμμένοι κυβόλιθοι βρίσκονται στον χώρο των αντλιών καυσίμου και πέριξ αυτού, από την επισκόπηση όλων των φωτογραφιών προκύπτει ότι οι κυβόλιθοι είχαν τοποθετηθεί μόνο πέριξ των αντλιών και συγκεκριμένα στο μη στεγασμένο από το στέγαστρο εξωτερικό χώρο του πρατηρίου, χωρίς να προκύπτει περαιτέρω σε τη έκταση σε τετραγωνικά μέτρα εν τέλει οι κυβόλιθοι ήταν απλώς κατεστραμμένοι, ή είχαν εξαχθεί, καθιστώντας και εξ αυτού του λόγου αναπόδεικτο τον αγωγικό ισχυρισμό περί φθοράς κυβόλιθων 120 τετραγωνικών μέτρων. Ομοίως αναπόδεικτη τυγχάνει και η επικαλούμενη καθίζηση, αφού πέραν του γεγονότος ότι δεν έχει αποτυπωθεί κατά τρόπο σαφή στην ως άνω τεχνική έκθεση, δεν προκύπτει ούτε σε επίπεδο απεικόνισης της σέ φωτογραφίες, σε ποια σημεία ακριβώς του μισθίου έχει εντοπιστεί και τι διαστάσεις έχει. Επιπλέον, δεν προσδιορίζεται με την ως άνω τεχνική έκθεση, ούτε ποιο τμήμα του βιομηχανικού δαπέδου έχει αντικατασταθεί με το κοινό σκυρόδεμα και ως εκ τούτου ο ενάγων δεν ανταποκρίθηκε ούτε και σε αυτό το σημείο στο σχετικό βάρος απόδειξης, με δεδομένη την άρνηση της εναγομένης, αλλά και της αντίφασης που έχει η ανωτέρω επισημάνει, ότι δηλαδή ο ίδιος ο στεγασμένος χώρος πέριξ των αντλιών φέρεται να έχει διαφορετικού είδους φθορές δηλαδή και κατεστραμμένους κυβόλιθους και κατεστραμμένο βιομηχανικό δάπεδο, χωρίς εν τέλει να αποσαφηνίζεται με βεβαιότητα τι ισχύει. Τέλος, αναφορικά με το κονδύλι που αφορά στην αποκατάσταση της ζημίας που έχει επέλθει λόγω οξείδωσης 10 πασσάλων ανύψωσης σημαιών πρατηρίου το Δικαστήριο κρίνει ότι πρόκειται για συνήθη και αναμενόμενη φθορά σιδερένιου αντικειμένου που βρίσκεται σε εξωτερικό χώρο και είναι εκτεθειμένο σε καιρικά φαινόμενα και όχι σε κακή χρήση του μισθίου εκ μέρους του μισθωτή, δεκτού γενομένου ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης. ʼλλωστε, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη (υπό στοιχεία §3) η επιμέλεια με την οποία οφείλει να μεταχειρίζεται ο μισθωτής το μίσθιο δεν μπορεί να φτάσει μέχρι το σημείο να ζητά ο εκμισθωτής την αποκατάσταση των ζημιών σε τέτοιο βαθμό, ώστε η εκτέλεση των αντίστοιχων εργασιών να επαναφέρει το μίσθιο στην αρχική (πριν από τη μίσθωση) κατάσταση του, ή και να βελτιώνει ακόμη την κατάσταση αυτή. Το ανωτέρω, όμως, δεν ισχύει για την εκτιθέμενη στην αγωγή φθορά ενός γρύλλου ανύψωσης οχημάτων, ως προς τον οποίο ορίστηκε στον όρο 9.2 της σύμβασης ότι «ο εκμισθωτής παρέχει, άνευ ανταλλάγματος, στον μισθωτή τη δυνατότητα χρήσης του υδραυλικού γρύλλου που βρίσκεται εντός του χώρου πρατηρίου». Μετά την εγκατάσταση του ενάγοντος στο μίσθιο και την αυτοψία που διενήργησε στο ως άνω μηχάνημα στις 18.6.2019 ο μηχανολόγος μηχανικός ……, διαπιστώθηκε ότι ό γρύλος ανύψωσης αυτοκινήτων 4.5 τόνων μάρκας Kleemann δεν λειτουργούσε και παρουσίαζε λειτουργικά προβλήματα που δεν οφείλονταν στη συνήθη χρήση του αλλά αντιθέτως σε πλήρη έλλειψη συντήρησης για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να απαιτείται η επισκευή του για να επαναλειτουργήσει. Η εναγομένη αποδέχεται ότι έπαυσε να χρησιμοποιεί το ως άνω εργαλείο, ενώ ο μάρτυρας της κατέθεσε ότι τελευταία φορά το χρησιμοποίησαν τα έτη 2014-2015, χωρίς να κάνουν έκτοτε κάποια εργασία συντήρησης του. Η αχρησία λοιπόν του ανυψωτικού γρύλλου σε συνδυασμό με την έλλειψη εργασιών, συντήρησης από το 2015 και εντεύθεν συνέβαλαν στη βλάβη του ως άνω εργαλείου, το οποίο η εναγομένη όφειλε κατά τη λήξη της μίσθωσης και την απόδοση του ακινήτου να το αποδώσει ως παράρτημα του μισθίου, όπως το παρέλαβε, δηλαδή σε πλήρη λειτουργία. Η λειτουργία του θα είχε εξασφαλιστεί, με βάση τα διδάγματα της κοινής λογικής και πείρας, αν γίνονταν οι στοιχειώδεις εργασίες συντήρησης του, οι οποίες ακόμα και αν δεν το διατηρούσαν στην κατάσταση που το είχε παραδώσει ο, εκμισθωτής, τουλάχιστον θα το καθιστούσαν λειτουργικό, σύμφωνα με τον προορισμό του και την αναμενόμενη χρήση του για 12 έτη. Ως εκ τούτου, πρέπει, απορριπτόμενου του ισχυρισμού της εναγομένης, να αποκατασταθεί η ζημία του ενάγοντος, η οποία συνίσταται στη δαπάνη που θα κληθεί να υποβληθεί, προκειμένου να καταστήσει το ως άνω εργαλείο λειτουργικό. Έτσι, αποδείχθηκε ότι απαιτείται απεγκατάσταση του γρύλου από τη βάση, ανταλλακτικά (τσιμούχα πίεσης δύο τεμάχια), τοποθέτηση των ανταλλακτικών (10 ώρες εργασίας από 2 εργάτες), επανεγκατάσταση του γρύλλου, καθώς και πλήρωση του γρύλλου με λάδι υδραυλικής σύνθεσης (40 λίτρα), η συνολική αξία των οποίων ανέρχεται σύμφωνα με την εκτίμηση του προαναφερόμενου μηχανολόγου μηχανική στο ποσό των 2.160 ευρώ, το οποίο δεν αμφισβητεί ειδικά η εναγομένη. Ωστόσο, πέραν της τοποθέτησης των ανταλλακτικών από δύο εξειδικευμένους εργάτες με εκτιμώμενο χρόνο εργασίας δέκα ώρες, ο ενάγων αξιώνει και αμοιβή μηχανικού 900 ευρώ για την επίβλεψη τοποθέτησης ανταλλακτικών και την επιθεώρηση καλής λειτουργίας. Την αβασιμότητα του ως άνω κονδυλίου αρνείται αιτιολογημένα η εναγομένη, υποστηρίζοντας, ως εκτιμάται, ότι υποκρύπτει το κόστος έκδοσης πιστοποιητικού καταλληλότητας του γρύλλου, το οποίο απαιτεί η 7135/29.01.2019 (ΦΕΚ Β’ 714/01.3.2019) απόφαση του Υπουργού Υποδομών, το οποίο επιχειρεί να μετακυλήσει στην εναγομένη. Πράγματι και με δεδομένο ότι για την αποκατάσταση της ως άνω ζημίας ο ενάγων έχει ήδη συνυπολογίσει την αμοιβή δύο (2) εξειδικευμένων, όπως τους χαρακτηρίζει, εργατών για δέκα ώρες εργασίας, με αμοιβή ιδιαίτερα υψηλή για τα οικονομικά δεδομένα της εποχής, αφού ανέρχεται συνολικό στο ποσό των 500 ευρώ, το Δικαστήριο κρίνει ότι η αξιωθείσα αμοιβή ύψους 900 ευρώ του επιβλέποντος μηχανολόγου μηχανικού, η οποία κρίνεται σε κάθε περίπτωση υπερβολική σε σύγκριση με τη μέση αμοιβή επιβλέποντος μηχανικού για αντίστοιχες εργασίες (περίπου 350 ευρώ), δεν συνδέεται αιτιωδώς με την αποκατάσταση της ως άνω ζημίας, αφού η παρουσία και η επίβλεψη του δεν επιβάλλεται από σχετική νομοθεσία και η ορθή αποκατάσταση της ζημίας έχει εξασφαλιστεί με την εργασία εξειδικευμένων εργατών, με αποτέλεσμα το σχετικό κονδύλι να τυγχάνει αναπόδεικτο. Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω ο ενάγων δικαιούται συνολικά το ποσό των (17.700+812,20+2.160=) 20.672,20 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της υπό κρίση αγωγής. Από το ποσό, όμως, αυτό, θα πρέπει να αφαιρεθεί αρχικά το ποσό των 1.418,01 ευρώ, το οποίο ο ενάγων ομολογεί με τις προτάσεις του (άρθρα 261, 352 ΚΠολΔ), ότι έχει καταβληθεί αχρεωστήτως από την εναγομένη ως αποζημίωση χρήσης για το χρονικό διάστημα των 16 ημερών που το μίσθιο είχε περιέλθει στη χρήση του, ήτοι από 15.6.2019 έως και 30.6.2019 [(2.658,83 :30= 88,63€ την ημέρα Χ 16 ημέρες]. Αντιθέτως, δεν προέκυψε ότι η εναγομένη κατέβαλε αχρεωστήτως, όπως υποστηρίζει, ως αποζημίωση χρήσης το ποσό των 354,52 ευρώ [88,63€Χ4], το οποίο αντιστοιχεί σε αποζημίωση χρήσης για το χρονικό διάστημα από 11.6.2019 έως και 14.6.2019, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η εναγομένη έπαψε να χρησιμοποιηθεί το μίσθιο την 14η.6.2019 και ώρα 10:30, όταν αποβλήθηκε από τον δικαστικό επιμελητή …, σε εκτέλεση της 620/2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη με αριθμό εμβάσματος … απόδειξη της Εθνικής Τράπεζας, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων, στις 06.02.2019 κατέβαλε η εναγομένη στον λογαριασμό του ενάγοντος ως αποζημίωση χρήσης για τον μήνα Φεβρουάριο 2019 αντί του ποσού των 2.658,83 ευρώ, το ποσό των 2.610,10 ευρώ, δηλαδή κατέβαλε την ως άνω αποζημίωση μικρότερη κατά 48,73 ευρώ, και ως εκ τούτου η σχετική αξίωση που προβάλλεται συμψηφιστικά από τον ενάγοντα με αντένσταση αποδεικνύεται ως βάσιμη και πρέπει να συνυπολογιστεί. Συνεπώς, πρέπει, αφού γίνει εν μέρει δεκτή η ένσταση της εναγομένης, να αφαιρεθεί από το ποσό των 20.672,20 ευρώ που δικαιούται ο ενάγων, το ποσό των (1.418,01-48,73=) 1.369,28 ευρώ, το οποίο αποδείχθηκε ότι αχρεωστήτως του καταβλήθηκε. Ακολούθως, η εναγομένη προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι υποβλήθηκε σε αναγκαίες για τη χρήση του μισθίου δαπάνες, οι οποίες κατά τους ισχυρισμούς της αφορούσαν στην εγκατάσταση συστήματος ανάκτησης αναθυμιάσεων – ατμών stage II και αντιεκρηκτικού (ΑΤΕΧ) εξοπλισμούς τα οποία ήταν απαραίτητα για τη χορήγηση της με αρ. πρωτ. ./ 27.1-1.2017 ενιαίας άδειας λειτουργίας πρατηρίου υγρών καυσίμων δημόσιας χρήσης, μετά λιπαντηρίου αυτοκινήτων στην εταιρία «ΕΡΜΗΣ Α.Ε.Μ.Ε.Ε.», επικαλείται και προσκομίζει το με αριθμό παραστατικού ΤΠΥ- Α- …./30.12.2017 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών (της εταιρίας ΠΕΓΡΟΤΕΚ Α.Ε. ποσού 4.610,54 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ). Την αποδεικτική αξία του ως άνω τιμολογίου αμφισβητεί ο ενάγων διατεινόμενος ότι ουδέποτε υποβλήθηκε στις δαπάνες του ανωτέρω παραστατικού η εναγομένη, καθότι δεν συμπίπτουν, ούτε με τη διεύθυνση του παραλήπτη των σχετικών υπηρεσιών, ούτε με τα στοιχεία που εκτίθενται στον συνημμένο στις προτάσεις της πίνακα εργασιών. Πράγματι, από το περιεχόμενο του σχετικού παραστατικού δεν αποδεικνύεται ότι η ως άνω δαπάνη, η οποία στην περιγραφή του αναφέρεται ως «ΜΙΚΡΟΕΡΓΑ ΡΟ … Σωληνογραμμή stage II και εξοπλισμός ΑΤΈ – πρατ. Ερμής 292 Μελιγαλάς» αφορά σε εργασίες που εκτελέστηκαν στο επίδικο μίσθιο, δεδομένου ότι ούτε αναλυτική περιγραφή των σχετικών. εργασιών υφίσταται στο σχετικό παραστατικό, ώστε πράγματι να συμπίπτουν με όσες εργασίες αναφέρονται στις προτάσεις της εναγομένης, ούτε η τοποθεσία παροχής των υπηρεσιών συμπίπτει με το επίδικο πρατήριο, αφού αναφέρεται σε πρατήριο της εταιρίας ΕΡΜΗΣ στον Μελιγαλά και όχι στην ΕΟ Τσακώνας – Καλού Νερού στην Οιχαλία. Σημειωτέον ότι οι εν λόγω δαπάνες δεν συμπίπτουν, ούτε χρονικά με την έκδοση της προαναφερόμενης άδειας, για τη χορήγηση, της οποίας υποτίθεται ότι εκτελέστηκαν. Και τούτο διότι η άδεια χορηγήθηκε στις 27.11.2017, δηλαδή σχεδόν ένα (1) μήνα νωρίτερα από την εκτέλεση, των εργασιών, οι οποίες τεκμαίρεται ότι ολοκληρώθηκαν κατά την ημερομηνία έκδοσης του σχετικού τιμολογίου, ήτοι στις 30.12.2017. Εφόσον, λοιπόν, δεν αποδείχθηκε, ότι, η εναγομένη υποβλήθηκε σε αναγκαίες δαπάνες ποσού 4.610,54 ευρώ, πρέπει, κατά μερική αποδοχή της ένστασης απόσβεσης δια συμψηφισμού που πρότεινε, ν’ αφαιρεθεί/από το ποσό των 20.672,20 ευρώ που δικαιούται ο ενάγων, το ποσό των 1.369,28 ευρώ, με το τελικό οφειλόμενο ποσό να ανέρχεται σε (20.672,20 – 1.369,28=) 19.302,92 ευρώ. Αναφορικά με την αξίωση του ενάγοντος να αναγνωριστεί ότι η καταβληθείσα εγγυοδοσία ποσού 4.000 ευρώ συνιστά ποινική ρήτρα που έχει καταπέσει υπέρ του, αξίζει να σημειωθεί ότι ρητή αναφορά για το ως άνω ποσό υπάρχει μόνο στον όρο 5.3 της επίδικης σύμβασης, όπου ορίζεται ότι «ο μισθωτής θα προκαταβάλει στον εκμισθωτή το ποσό των (4.000) ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε μισθώματα δύο μισθωτικών μηνών ως εγγύηση καλής χρήσης του μισθίου και το οποίο ο εκμισθωτής οφείλει να επιστρέψει στο σύνολο της στον μισθωτή μετά το τέλος της μίσθωσης». Από την ως άνω διατύπωση συνάγεται με σαφήνεια ότι ή εγγυοδοσία ποσού 4.000 ευρώ δόθηκε μονό προς εξασφάλιση της καλής χρήσης του μισθίου, δηλαδή ως προκαταβολή (ΑΚ 416) έναντι μελλοντικού χρέους που τυχόν θα παραμείνει ανεξόφλητο και θα περιλαμβάνει ζημίες οπό φθορές, πληρωμή δαπανών, μισθωμάτων κ.λπ. Συνεπώς, δεν έχει χαρακτήρα ποινικής ρήτρας, αφού σε κανένα εδάφιο του ως άνω όρου, ούτε σε κάποιον άλλο όρο της επίδικης σύμβασης προβλέπεται η κατάπτωση του ποσού αυτού υπέρ του εκμισθωτή σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε όρου της σύμβασης μίσθωσης (βλ. ΑΠ 1438/1997, ΑΠ 236/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ανωτέρω μάλιστα κρίση ενισχύεται εκτός των άλλων και από την πρόβλεψη ότι το ποσό της εγγυοδοσίας οφείλει να επιστρέψει ο εκμισθωτής μετά τη λήξη της μίσθωσης, πρόβλεψη που προϋποθέτει την περαίωση του σταδίου της εκκαθάρισης που ακολουθεί με τη λήξη της μίσθωσης. Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθεί το σχετικό αίτημα της αγωγής. Τέλος, ως προς το υπό στοιχεία IV αίτημα της αγωγής προέκυψε ότι ο ενάγων κατά τον χρόνο σύναψης της μίσθωσης παρέδωσε με το μίσθιο πέντε (5) υπόγειες δεξαμενές καυσίμου, σύμφωνα με την υπ’ αρ. …./22.7.2002 άδεια λειτουργίας πρατηρίου της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της τότε Νομαρχίας Μεσσηνίας, που είχε εκδοθεί στο όνομα του ως άνω εκμισθωτή, συνολικού όγκου (χωρητικότητας) 62.205 λίτρων καυσίμου και συγκεκριμένα: ι) μία δεξαμενή χωρητικότητας 15.679 λίτρων, ιι) μία δεξαμενή χωρητικότητας 8.526 λίτρων, ιιι) μία δεξαμενή χωρητικότητας 7.200 λίτρων, ιν) μία δεξαμενή χωρητικότητας 15.626 λίτρων και ν) και μία δεξαμενή χωρητικότητας 15.174 λίτρων, γεγονός που δεν αμφισβητεί η εναγομένη. Μετά την έναρξη της μίσθωσης, σε χρόνο που δεν έχει διευκρινιστεί επ’ ακριβώς από τους διαδίκους, αντικαταστάθηκε η τελευταία ως άνω δεξαμενή χωρητικότητας 15.174 λίτρων με δαπάνες της εναγομένης από έτερη δεξαμενή, ίσης χωρητικότητας, πλην όμως δίχωρης ή δίδυμης. Η καινούργια αυτή δεξαμενή συμπεριελήφθη στην υπ’ αρ. πρωτ. ./ 27.11.2017 ενιαία, άδεια λειτουργίας πρατηρίου υγρών καυσίμων δημόσιας χρήσης που εξέδωσε η εταιρία «ΕΡΜΗΣ Α.Ε.Μ.Ε.Ε.» για το επίδικο μίσθιο ως δεξαμενή δύο διαμερισμάτων τα ένα πετρελαίου κίνησης Dk χωρητικότητας 5325,45 λίτρων, με αριθμό μητρώου δεξαμενής … και το άλλο πετρελαίου κίνησης χωρητικότητας 9.849,22 λίτρων, με αριθμό μητρώου δεξαμενής ……, γεγονός ομοίως αναμφισβήτητο από τους διαδίκους. Αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω αντικατάσταση δεν έγινε λόγω ελαττωματικότητας της παλαιός δεξαμενής, όπως ισχυρίζεται με τις προτάσεις της η εναγομένη. Κάτι τέτοιο δεν κατατέθηκε ούτε, από τον μάρτυρα της εναγομένης που κατέθεσε επ’ ακροατηρίω. Αντίθετα, προέκυψε ότι η αντικατάσταση της παλαιάς δεξαμενής έγινε μετά από πρόταση της εναγομένης προς τον ενάγοντα, για να εξασφαλίσει την αποθήκευση διαφορετικών προϊόντων, χωρίς να προσθέσει νέα δεξαμενή, με τη συμφωνία ότι λόγω αυτής της αντικατάστασης η νέα δεξαμενή θα έμενε προς όφελος του μισθίου. Τούτο αποδεικνύεται από την ένορκη επ’ ακροατηρίω κατάθεση της μάρτυρα του ενάγοντος η οποία κρίνεται πειστική και δεν ανατρέπεται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη, ότι η τοποθέτηση νέας πρόσθετης δεξαμενής, θα ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής λογικής, εξαιρετικά χρονοβόρα, κοστοβόρα και πιθανότατα να χρειαζόταν και έτερη διαδικασία κατά τη χορήγηση της άδειας, αφού η αρχική άδεια, που περιλάμβανε 5 δεξαμενές, δε θα αρκούσε. Από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι υπήρξε πραγματική και προσήκουσα επιστροφή της παλαιάς δεξαμενής στον ενάγοντα, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, αφού η εγκατάλειψη της, ακόμα και στην περίπτωση που ήθελε υποτεθεί ότι οι προσκομισθείσες φωτογραφίες την απεικονίζουν, δεν συνιστά τέτοια. Δεν υπήρξε ούτε συμφωνία για αποξήλωση της νέας δεξαμενής κατά τη λήξη της μίσθωσης και επανατοποθέτηση της παλαιάς δεξαμενής. Κάτι τέτοιο, ούτε το ισχυρίζεται με σαφήνεια στις προτάσεις της η εναγομένη, ούτε το καταθέτει ο μάρτυρας της, ενώ διαφεύγει και της κοινής λογικής, αφού ο ενάγων θα έπρεπε να είχε δυνατότητα ασφαλούς αποθήκευσης της παλαιάς δεξαμενής, κάτι το οποίο δεν ισχύει, δεδομένου ότι δεν ισχύει ούτε καν για την εναγομένη, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας της, ενώ για να την επανατοποθετήσει θα έπρεπε να επωμιστεί τα έξοδα αλλά και τη διαδικασία της τοποθέτησης της μετά την αποξήλωση της νέας. Εφόσον, λοιπόν, το μίσθιο έπρεπε να αποδοθεί κατά τη λήξη της μίσθωσης τουλάχιστον με τον ίδιο αριθμό και ίδιας χωρητικότητας δεξαμενές που είχαν παραδοθεί κατά την έναρξη της, συνεπάγεται ότι η αποξήλωση και αφαίρεση της παλαιάς, πλην όμως άνευ ελαττωμάτων, πέμπτης δεξαμενής υπήρξε βλαπτική μεταβολή – φθορά σε συστατικό του μισθίου που επέφερε η εναγομένη υπαιτίως, την οποία ήταν υποχρεωμένη, κατ’ άρθρο 592 ΑΚ, να αποκαταστήσει, ως μη οφειλόμενη σε συμφωνημένη ή συνήθη χρήση αυτού. Συνεπώς, η εγκατάσταση της νέας, ίδιας χωρητικότητας, δεξαμενής συνιστά in natura αποκατάσταση της ζημίας του ενάγοντος (ΑΚ 297 εδ. β) και εξ αυτού του λόγου δεν πρέπει να αφαιρεθεί από την εναγομένη, αλλά πρέπει να παραμείνει προς όφελος του επίδικου μισθίου, απορριπτόμενων των περί αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης ως ουσιαστικά αβάσιμων. Επομένως, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και ακολούθως να αναγνωριστεί ότι: α) η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων τριακοσίων δύο ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (€19.302,92), με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της υπό κρίση αγωγής μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης του και β) η υπόγεια δεξαμενή δύο διαμερισμάτων, το ένα πετρελαίου κίνησης Dk χωρητικότητας 5.325,45 λίτρων, με αριθμό μητρώου δεξαμενής … και το 3 άλλο πετρελαίου κίνησης χωρητικότητας 9.849,22 λίτρων, με αριθμό μητρώου δεξαμενής …, που αναφέρεται στη με αρ.πρωτ. ./27.11.2017 ενιαία άδεια λειτουργίας πρατηρίου υγρών καυσίμων δημόσιας χρήσης, μετά λιπαντηρίου αυτοκινήτων του Τεχνικού Τμήματος της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών Π.Ε. Μεσσηνίας της Γενικής Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Περιφέρειας Πελοποννήσου, πρέπει να παραμείνει προς όφελος του μισθίου ακινήτου που βρίσκεται στην Οιχαλία νομού Μεσσηνίας επί της Ε.Ο. Καλού Νερού – Τσακώνας. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, λόγω της ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178, 180 παρ. 3,191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι : α) η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων τριακοσίων δύο ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (€19.302,92), με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της υπό κρίση αγωγής μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης του και β) η υπόγεια δεξαμενή δύο διαμερισμάτων, το ένα πετρελαίου κίνησης Dk χωρητικότητας 5.325,45 λίτρων, με αριθμό μητρώου δεξαμενής … και το άλλο πετρελαίου κίνησης χωρητικότητας 9.849,22 λίτρων, με αριθμό μητρώου δεξαμενής ……, που αναφέρεται στη με αρ. πρωτ. ./27.11.2017 ενιαία άδεια λειτουργίας πρατηρίου υγρών καυσίμων δημόσιας χρήσης, μετά λιπαντηρίου αυτοκινήτων του Τεχνικού Τμήματος της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών Π.Ε. Μεσσηνίας της Γενικής Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Περιφέρειας Πελοποννήσου, πρέπει να παραμείνει προς όφελος του μισθίου ακινήτου που βρίσκεται στην Οιχαλία νομού Μεσσηνίας επί της Ε.Ο. Καλού Νερού – Τσακώνας.
Καταδικάζει την εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των πεντακοσίων ογδόντα ευρώ (€580).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 3-12-2020 στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κωνσταντίνα Αλεξοπούλου Αικατερίνη Ζενεμπίση
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/MPrAth%201016.2020.htm