Απαιτείται εξατομικευμένη ενημέρωση του υποκειμένου σύμφωνα και με την υπ’ αριθμ. 98/2017 απόφαση της ΑΠΔΠΧ. Νόθος αντικειμενική ευθύνη. Η τράπεζα ως μεγάλος οργανισμός με οργανωμένο νομικό τμήμα όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα επέλευσης ηθικής βλάβης. Η ηθική βλάβη του 2472/1997 διαφέρει από την αντίστοιχη του άρθρου 932 ΑΚ που απαιτεί πλήρη αιτιολόγηση, συνεπώς στην αγωγή που ζητείται ηθική βλάβη για παραβίαση των διατάξεων του ν. 2472/1997 αρκεί να αναφέρεται η συγκεκριμένη παράβαση, που ως αποτέλεσμα, σε απλή τυπική διαδικασία απόδειξης της παράβασης, οδηγεί στην ηθική βλάβη του υποκειμένου των δεδομένων και δεν υπάρχει ανάγκη αναφοράς των επιμέρους στοιχείων της ηθικής βλάβης που θεωρείται δεδομένη. Το ελάχιστο όριο που επιδικάζεται από τον Ν. 2472/1997 δεν προσβάλει την αρχή της αναλογικότητας.
ΤΜΗΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 11358/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Παναγιώτα Βατικάλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Παρασκευή Χριστοδούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 10 Μαΐου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ALPHA ΒΑΝΚ» η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σταδίου αρ. 40) και εκπροσωπείται νομίμως, η οποία παραστάθηκε διά δηλώσεως του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ του πληρεξουσίου της δικηγόρου Αθηνών Αλέξανδρου Κοντόπουλου AM 32173 Δ. Σ. Αθηνών.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: … κατοίκου Επανομής Θεσσαλονίκης (…), ο οποίος παραστάθηκε διά δηλώσεως του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αθηνών Γεωργίου Πούλη AM 36624 Δ. Σ. Αθηνών.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 12-1-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2018 αγωγή του και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή.
Το ανωτέρω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. 837/2018 οριστική του απόφαση έκανε δεκτή την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα τραπεζική εταιρία με την από 25-8-2018 έφεση της προς το Δικαστήριο τούτο (γενικός αριθμός κατάθεσης ./2018 και ειδικός αριθμός κατάθεσης ./2018), η οποία γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 837/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 ΚΠολΔ), παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου τούτου Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα αφού δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση αυτής στην εκκαλούσα (άρθρα 17 Α, 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ δεν παρήλθε η για την ένδικη περίπτωση τριετία από τη δημοσίευση της μέχρι την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 5-9-2018. Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.) με την ίδια, ως άνω διαδικασία, αφού έχει γίνει η κατάθεση από την εκκαλούσα τραπεζική εταιρία παραβόλου ποσού εβδομήντα-πέντε (75) ευρώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το Ν. 4446/2016 (βλ. την από 5-9-2018 σχετική επισημείωση κατάθεσης e-παραβόλου έφεσης της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών Δήμητρας Παπαδάτου στο δικόγραφο της έφεσης).
II. Κατά την διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 ΑΚ και στην περίπτωση του άρθρου 57 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού, που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού, που έχει προσβληθεί. Εξάλλου, προσβολή της προσωπικότητας, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, υπάρχει σε κάθε περίπτωση μειωτικής επέμβασης στη σφαίρα αυτής από τρίτο, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά που συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου και συνιστούν συντελεστές και προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του ως αυθύπαρκτου προσώπου. Τέτοιο αγαθό αποτελεί η τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην υπόληψη, εκτίμηση και αξία που αποδίδεται σε αυτόν από τους άλλους. Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι από άποψη έννομης τίξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της σύγκρουσης των ως άνω προστατευομένων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για την διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της (βλ. ΑΠ 1897/2006, ΧρΙΔ 2007.410 και ΠΠρΑΘ 6148/2013 ΝΟΜΟΣ). Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Τέτοιο προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι και η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά δε το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον, που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη, που απαγορεύει την προσβολή (βλ. ΠΠρΑΘ 1982/2017 ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑΘ 217/2017 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΠΠρΑΘ 6148/2013 ΝΟΜΟΣ).
III. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την με αριθμό κατάθεσης ./2018 αγωγή του, εξέθετε ότι στις 11.06.2012 συνήψε με την εναγομένη την αναφερόμενη κατ’ αριθμό αίτηση-σύμβαση χορήγησης προσωπικού καταναλωτικού δανείου, του οποίου η αποπληρωμή συμφωνήθηκε σε 39 δόσεις των 10,40 ευρώ εκάστη και μία τελευταία δόση των 7,84 ευρώ και το οποίο δάνειο έχει εξοφλήσει πλήρως. Ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης αυτής η εναγόμενη συνέλεξε από αυτόν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούσαν και τα οποία παρατίθενται στην αγωγή και ότι στις αρχές του 2015 και λόγω πρόσκαιρων οικονομικών δυσκολιών του καθυστέρησε την πληρωμή μερικών μηνιαίων δόσεων του ως άνω δανείου. Περαιτέρω εκθέτει ότι στις 9-1-2015 έλαβε τηλεφωνική όχληση στο κινητό του τηλέφωνο από προστηθέντα υπάλληλο της φερόμενης ως εταιρείας ενημέρωσης οφειλετών με την επωνυμία STATUS Α.Ε., της οποίας την ύπαρξη αγνοούσε μέχρι τότε και ο οποίος υπάλληλος του δήλωσε ότι καλεί για να τον ενημερώσει για την ληξιπρόθεσμη οφειλή του, απορρέουσα εκ της ανωτέρω σύμβασης δανείου και απαίτησε να τον πληροφορήσει για το πότε σκόπευε να προχωρήσει στην πληρωμή της οφειλής. Ότι το περιστατικό αυτό του δημιούργησε στενοχώρια, ντροπή, εκνευρισμό, οργή και θυμό καθώς τα αναφερόμενα απόρρητα προσωπικά του δεδομένα (ονοματεπώνυμο, όνομα πατρός, αριθμός τηλεφώνου του και ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής του) έχουν διαβιβασθεί εκ μέρους της εναγόμενης σε τρίτους, ήτοι σε άγνωστο αριθμό υπαλλήλων της εταιρείας STATUS Α.Ε., χωρίς καμία απολύτως προγενέστερη ενημέρωση του, κατά παράβαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997. Ότι η παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης δια της παράνομης διαβίβασης των ως άνω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επαναλήφθηκε, χωρίς προηγούμενη και πάλι ενημέρωση του κατ’ άρθρ. 11 Ν. 2472/1997, κατά τις αναλυτικά αναφερόμενες στην αγωγή ημερομηνίες, ότε και έλαβε οχλήσεις στον αριθμό τηλεφώνου της οικίας του από προστηθέντες υπαλλήλους της ανωτέρω εταιρείας ενημέρωσης οφειλετών, χωρίς, όμως να έχει ενημερωθεί προγενέστερα για την εν λόγω επικείμενη διαβίβαση. Ότι η παραπάνω διαβίβαση των δεδομένων του ήταν καθόλα παράνομη αφού η εναγόμενη ουδέποτε τον ενημέρωσε ως όφειλε, κατά άρθρο 11 παρ. 1,3 του Ν. 2472/1997 την επικείμενη διαβίβαση των δεδομένων του στην εταιρεία STATUS Α.Ε., πέραν του ότι ουδέποτε είχε λάβει και την συγκατάθεση του κατά το άρθρο 5 του ως άνω νόμου για τη διαβίβαση των δεομένων του σε εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών του Ν. 3758/2009. Περαιτέρω, ο ενάγων εκθέτει ότι από τις παράνομες πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης δια των προστηθέντων οργάνων της έχει υποστεί σημαντική ηθική βλάβη και προσβολή στην προσωπικότητα του καθώς τα προσωπικά του δεδομένα έχουν ανακοινωθεί και διαρρεύσει σε τρίτους κατά παράβαση του Ν. 2472/1997 και επιπλέον έχει παρουσιαστεί αναξιόχρεος στα συγγενικά του πρόσωπα χωρίς να ισχύει κάτι τέτοιο, όταν μάλιστα οι οφειλόμενες δόσεις του ως άνω δανείου δεν άθροιζαν στο σύνολο τους ούτε καν το ευτελές ποσό των 30 ευρώ και ότι η εναγόμενη υπέχει την εν λόγω ευθύνη διότι οι υπάλληλοι της όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα να επέλθει η εν λόγω ηθική βλάβη στο πρόσωπο του και σε κάθε περίπτωση υπέχει νόθο αντικειμενική ευθύνη. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ο ενάγων ζητούσε 1) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 5.869,40 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη λόγω προσβολής της προσωπικότητας του από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της νομιμότοκα και μέχρι την πλήρη εξόφληση του από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και επιδικίας και 2) να καταδικασθεί η εναγόμενη στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης και αμοιβής πληρεξουσίου δικηγόρου του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δια της εκκαλουμένης ως άνω οριστικής του αποφάσεως έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, περαιτέρω δε μετ’ εκτίμηση αποδείξεων, δέχθηκε την αγωγή εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και επεδίκασε στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 5.869,40 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, συμψήφισε δε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Ήδη κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η πρώτη εναγομένη δια της άνω υπό κρίση εφέσεως της και δια τους σε αυτήν αναφερόμενους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.
Η εκκαλούσα είχε προτείνει πρωτοδίκως ισχυρισμό περί αοριστίας της ένδικης αγωγής ισχυριζόμενη ότι σε αυτή δεν αναφέρονται πότε ακριβώς πραγματοποιήθηκαν οι τηλεφωνικές κλήσεις, ποια η συχνότητα αυτών, ποιο το περιεχόμενο των σχετικών συνομιλιών και ποια τραπεζικά προϊόντα αφορούσε εκάστη. Ωστόσο, υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα προκύπτει ότι η αγωγή περιέχει όλα τα απαιτούμενα εκ του νόμου στοιχεία για το ορισμένο αυτής, αφού γίνεται λεπτομερής αναφορά των περιστατικών και του τρόπου που, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, προβλήθηκε η προσωπικότητα του και προκλήθηκε σε αυτόν ηθική βλάβη. Ειδικότερα περιέχει όλα τα κατά νόμο αναγκαία πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αδικοπρακτική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της πρώτης εναγομένης και του ενάγοντος, τη μη περιουσιακή ζημία που υπέστη ο ενάγων και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας του ενάγοντος και της συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης. Ως εκ τούτου το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την αγωγή ορισμένη απορριπτόμενου του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού της πρώτης εναγόμενης δεν έσφαλε και ο σχετικός περί τούτου τρίτος λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος.
IV. Σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με τον ν. 2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 24-10-1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών εξεδόθη ο ν. 2472/1997 “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, ο οποίος ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στο άρθρο 1 ότι «Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής», στο άρθρο 2 ότι: “Για τους σκοπούς τους παρόντος νόμου νοούνται ως : α) “Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων…. β) «Ευαίσθητα δεδομένα» τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, γ) “Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) “επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή…… ε) “Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”), σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας και τα οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο, στ)… ζ) “Υπεύθυνος επεξεργασίας”, οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσιο αρχή η υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) “εκτελών την επεξεργασία”, οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) “τρίτος”, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) “Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) “Συγκατάθεση” του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για τον σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα ……». Στο άρθρο 3 παρ. 1 ορίζεται ότι «οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο». Στο άρθρο 4 ορίζεται ότι: ” 1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών β) Να είναι συναφή, προσφορά, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) Να είναι ακριβή και, εφόσον Χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ) … Η τήρηση των διατάξεων της παραγράφου αυτής βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας…”. Στο άρθρο 5 ότι : “1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του. 2. Κατ” εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων, β)… γ)… δ)… ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών…”. Με το άρθρο 7 παρ. 1 ορίζεται ότι απαγορεύεται η συλλογή και επεξεργασία «ευαίσθητων δεδομένων» ενώ στην παρ. 2 αυτού απαριθμούνται οι περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται κατ’εξαίρεση η συλλογή αυτών των δεδομένων. Στο άρθρο 10 ορίζεται : «1. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ’ εντολή του. 2. Για τη διεξαγωγή της επεξεργασίας ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου. 3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή τυχαία, απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας. 4. Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπεύθυνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικώς εγγράφως. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνο κατ’ εντολή του υπεύθυνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν». Στο άρθρο 11 ορίζεται ότι: “Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητα του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης. 2. Εάν κατά τη συλλογή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη συνδρομή του υποκειμένου οφείλει να το ενημερώνει ειδικώς και εγγράφως για τα στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου καθώς και για τα δικαιώματα του σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 13 του παρόντος νόμου… 3. Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς..”.. Στο άρθρο 23 ορίζεται ότι: “Φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον. 2. Η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται κατ’ ελάχιστο στο ποσό των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών, εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξαρτήτως από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη…”. Από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι η ρύθμιση του Ν.2472/1997 συμπληρώνει το προϋπάρχον αυτού νομικό πλαίσιο (άρθρα 2 παρ.1, 5 παρ.1, 9 παρ.1 εδ.2 και 19 του Συντάγματος, άρθρο 57 του ΑΚ κλπ.), συγκεκριμενοποιεί τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 του ΑΚ και διευρύνει την έννοια των παράνομων προσβολών της προσωπικότητας σε σχέση με το άρθρο 57 ΑΚ, ώστε να θεωρείται – κατ’ αρχήν – απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου (ευμενή ή δυσμενή), χωρίς την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του νόμου (βλ. μελέτη Μιχ. Σταθόπουλου σε ΝοΒ 48, σελ. 1-19). Έτσι, ο Ν.2472/1997 απαγορεύει την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων φυσικού προσώπου, όταν γίνεται, πλην άλλων περιπτώσεων, και χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, δικαίωμα που προστατεύεται αυτοτελώς, αλλά αποτελεί και την προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης του υποκειμένου των δεδομένων (βλ. εισηγ. έκθεση ν.2472/1997 στο ΝοΒ 1997. 505). Σύμφωνα δε με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει – μετά τη συλλογή των σχετικών δεδομένων και πριν από τη διαβίβαση τους σε τρίτους – να ενημερώνει για τη συλλογή και διαβίβαση τα υποκείμενα των δεδομένων, μεταξύ άλλων, και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων του (είτε πρόκειται για αποδέκτες στους οποίους προβλέπεται η μεταβίβαση των δεδομένων ήδη από το στάδιο της συλλογής, είτε πρόκειται για αποδέκτες που προστέθηκαν αργότερα). Η σχετική ενημέρωση πρέπει να γίνεται το αργότερο πριν από τη μετάδοση των προσωπικών δεδομένων στους αποδέκτες – τρόπους. Μάλιστα σύμφωνα με την πρόσφατη υπ’ αρ. 98/2017 απόφαση της ΑΠΔΠΧ ορίστηκαν οι απαιτούμενοι όροι που πρέπει να πληρεί η ενημέρωση τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και το χρόνο και τον τρόπο πραγματοποίησης της και συγκεκριμένα ορίστηκε ότι πρέπει να γίνεται ειδική ατομική ενημέρωση των οφειλετών για τη διάθεση των δεδομένων τους από τους δανειστές σε Εταιρείες Ενημέρωσης Οφειλετών, δηλαδή ο δανειστής, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, οφείλει να ενημερώνει τους οφειλέτες για τη διάθεση των δεδομένων τους στην εκάστοτε συγκεκριμένη Εταιρεία Ενημέρωσης Οφειλετών, να παρέχει ένα εύλογο διάστημα (π.χ., ενδεικτικά, 10-15 ημερών) πριν από τη διάθεση για την άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης και να μεριμνήσει, ώστε η ενημέρωση αυτή να γίνεται με κάθε πρόσφορο τρόπο, π.χ. με ενσωμάτωση της σχετικής πληροφόρησης στα αντίγραφα λογαριασμών και σε ευδιάκριτο σημείο αυτών ή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), σε όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες τούτο καθίσταται εφικτό. Από τις εκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του σκοπούμενου συγκερασμού αφενός της προστασίας του ατόμου και την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων (άρθρο 9 Α Συντάγματος) και αφετέρου της διασφαλίσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας και χρήσεως τους (άρθρο 5 Α Συντάγματος), η νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, α) την ακρίβεια και επικαιρότητα των δεδομένων, β) την εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας ενημέρωση του υποκειμένου και γ) τη συγκατάθεση του υποκειμένου. Η ακρίβεια και ενημέρωση (επικαιροποίηση) των δεδομένων βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ο οποίος κατά τη συλλογή ή (και) την εν συνεχεία επεξεργασία των δεδομένων, οφείλει, με μέτρο την επιμέλεια του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του εν λόγω κύκλου δραστηριότητας, να ελέγχει την ακρίβεια των δεδομένων. Σημειώνεται ότι κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν, μεταξύ άλλων η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών. Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ’ του Ν 2472/1997, που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων ,αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο “Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: … γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου”. Προϋπόθεση όμως για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή τα οποία χρησιμοποιούνται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας, ΑΠ 1520/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο τρίτος – αποδέκτης, ο οποίος κατά το ν.2472/1997 (άρθρο 2 παρ.δ) ασκεί και αυτός επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, οφείλει μόλις έλθει σε πρώτη επαφή με το υποκείμενο των δεδομένων να το ενημερώσει εγγράφως για την πρόθεση του να κάνει χρήση των δεδομένων του, για το σκοπό της χρήσης και για τον υπεύθυνο επεξεργασίας αυτών, από το αρχείο του οποίου θα γίνει η άντληση των δεδομένων (σύμφωνα με τις με αρ. 050/20-1-2000 και 109/31-3-1999 Αποφάσεις της Αρχής). Ωστόσο όταν ο αποδέκτης και εκτελών την επεξεργασία ενεργεί κατ’ εντολή και για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας με βάση έγγραφη συμφωνία τότε βαρύνεται με τις αναφερόμενες στο άρθρο 10 του ν. 2472/1997 υποχρεώσεις (απόρρητο και ασφάλεια επεξεργασίας), δεν υπέχει, όμως, και αυτός υποχρέωση για ενημέρωση του υποκειμένου, γιατί δεν καθίσταται αυτομάτως υπεύθυνος επεξεργασίας από μόνο το γεγονός ότι στην ουσία συλλέγει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, αφού για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να τα συλλέγει με σκοπό και αποφασισμένο τρόπο περαιτέρω επεξεργασίας, δηλαδή επεξεργασίας για σκοπούς άλλους από την εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως αναθέσεως για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (π.χ. περαιτέρω διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων κ.λπ.). Η διάταξη του άρθρου 11 ν. 2472/1997 είναι σαφής και επιβάλλει ρητά την υποχρέωση ενημέρωσης του υποκειμένου μόνο στον υπεύθυνο επεξεργασίας (ΑΠ 1740/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, εάν στο υποκείμενο των δεδομένων έχει προκληθεί ηθική βλάβη από πράξεις του υπευθύνου επεξεργασίας και του αποδέκτη αυτών (ή των οργάνων τους) κατά παράβαση των διατάξεων του ν.2472/1997 (παράνομα) και όταν αυτοί όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της βλάβης, τότε παρέχεται στον πρώτο η κατά το άρθρο 932 ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική του βλάβη, η οποία ορίζεται κατ’ ελάχιστο όριο στο ποσό των 2.000.000 δρχ. (ή 5.869,61 ευρώ). Η ευθύνη του προκαλούντος ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν.2472/1997 ή (και) των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων της Αρχής, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης, και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια, αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει η ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και ως εκ τούτου ο προκαλών την ηθική βλάβη, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος του πραγματικά γεγονότα (ΑΠ 1923/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1437/2014 ο.π., ΕφΑΘ 2887/2010 ΤΝΠ Δ ΣΑ). Η ευθύνη επομένως υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον, η δε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, είναι ευρύτατη, με την έννοια ότι επιβάλλεται για κάθε μορφής παράβαση των επιταγών και απαγορεύσεων που θεσπίζονται με τον ανωτέρω νόμο (ΑΠ 1520/2017 ο.π.).
Συνεπώς στην αγωγή με την οποία ζητείται ηθική βλάβη για παράβαση των διατάξεων του ανωτέρω νόμου αρκεί να αναφέρεται η συγκεκριμένη παράβαση, που ως αποτέλεσμα, σε απλή τυπική διαδικασία απόδειξης της παράβασης, οδηγεί στην ηθική βλάβη του υποκειμένου των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ενώ δεν υπάρχει ανάγκη αναφοράς επί μέρους στοιχείων της ηθικής βλάβης, που θεωρείται δεδομένη (ΕφΑΘ 1437/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΤρικ 127/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ’ αυτό διαφέρει της γενικής διάταξης του άρθ. 932 ΑΚ που απαιτεί πλήρη αιτιολόγηση. Το ποσό των 5.869,61€ στο οποίο εκφράστηκε το αρχικό ποσό των 2.000.000 δρχ αποτελεί το χαμηλότερο όριο και επιδικάζεται από το Δικαστήριο χωρίς διακριτική ευχέρεια για μείωση του εκτός αν ο ενάγων, αιτείται μικρότερο ποσό ή η παράβαση που προκάλεσε την ηθική βλάβη οφείλεται σε αμέλεια (ΑΠ 1740/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1923/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1437/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 2887/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 3833/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
V. Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, από την υπ’ αριθμ. ./7-3-2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Βασιλικών (Θεσσαλονίκης) …, η οποία ελήφθη κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την οικεία υπ’ αριθμ. ./1-3-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών … (μέλους της εταιρείας δικαστικών επιμελητών … & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ), που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων με τις προτάσεις του) και από τις ομολογίες που περιέχονται στους ισχυρισμούς των διαδίκων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 11-6-2012 ο ενάγων συνήψε με την εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία αίτηση-σύμβαση χορήγησης προσωπικού καταναλωτικού δανείου με αριθμό …, για τη χρηματοδότηση αγοράς από την ανώνυμη εμπορική εταιρεία «DIXONS SOUTH EAST EUROPE Α.Ε.Β.Ε.» (και το διακριτικό τίτλο «Κ») των αναφερομένων στην εν λόγω αίτηση – σύμβαση ηλεκτρονικών ειδών (τηλεόρασης κ.λπ.) και του οποίου δανείου η αποπληρωμή συμφωνήθηκε σε (39) δόσεις ποσού 10,40 ευρώ εκάστη και μία τελευταία (40ή) δόση ποσού 7,84 ευρώ. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης αυτής η εναγόμενη Τράπεζα συνέλεξε από τον ενάγοντα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που τον αφορούσαν και συγκεκριμένα το όνομα του (.), το επώνυμο του (.), τα ονόματα πατρός του (.) και μητρός του (.), την ημερομηνία γέννησης του (01/01/1935), τον τόπο γέννησης του (.), τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου του και όχι τον αριθμό του Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας του, όπως αναγράφεται στην εν λόγω αίτηση-σύμβαση δανείου (.), τη διεύθυνση κατοικίας του (.) και τον οικείο ταχυδρομικό κώδικα (.), τον αριθμό τηλεφώνου της οικίας του (.) και πληροφορίες για το αν η οικία του είναι ιδιόκτητη (συμπληρώθηκε η ένδειξη «ΟΧΙ») κλπ. Στις αρχές του 2015 και λόγω πρόσκαιρων οικονομικών δυσκολιών του, ο ενάγων καθυστέρησε την πληρωμή μερικών μηνιαίων δόσεων του ως άνω δανείου και τότε σε ανύποπτο χρονικό σημείο και συγκεκριμένα την 9-1-2015 έλαβε τηλεφωνική όχληση στο κινητό του τηλέφωνο από προστηθέντα υπάλληλο της φερόμενης ως εταιρείας ενημέρωσης οφειλετών με την επωνυμία STATUS Α.Ε. (με έδρα στον Πειραιά, επί της Λεωφόρου Αθηνών-Πειραιώς αρ. 59), της οποίας την ύπαρξη αγνοούσε μέχρι τότε και ο οποίος υπάλληλος τον αιφνιδίασε λέγοντας του ότι καλεί κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εναγομένης και του ζήτησε να επιβεβαιώσει το ονοματεπώνυμο του και το όνομα πατρός του. Στη συνέχεια αφού έλεγξε τα στοιχεία του (ενάγοντος) με τα στοιχεία, που διατηρούσε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, που είχε μπροστά του, του δήλωσε ότι καλεί για να τον ενημερώσει για την ληξιπρόθεσμη οφειλή του, απορρέουσα εκ της ανωτέρω σύμβασης δανείου και απαίτησε να τον πληροφορήσει για το πότε σκόπευε να προχωρήσει στην πληρωμή της οφειλής. Το ως άνω περιστατικό προκάλεσε εκνευρισμό, θυμό και ντροπή στον ενάγοντα καθώς τα προαναφερόμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του είχαν διαβιβασθεί από την εναγόμενη Τράπεζα σε τρίτους και δη σε άγνωστο αριθμό υπαλλήλων της ως άνω εταιρείας ενημέρωσης οφειλετών, χωρίς να το γνωρίζει ο ίδιος διότι δεν είχε λάβει σχετική ενημέρωση πριν από την διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 11 Ν. 2472/1997. Η ίδια όχληση του ενάγοντος από υπαλλήλους της εν λόγω εταιρείας ενημέρωσης οφειλετών επαναλήφθηκε κατά τις ημερομηνίες 6-2-2015, 9-3-2015 και 3-4-2015, οι οποίοι τον κάλεσαν αναφορικά με τις οφειλές του από το ανωτέρω προσωπικό-καταναλωτικό δάνειο, προκαλώντας του τα προαναφερόμενα συναισθήματα, χωρίς και πάλι, να έχει προηγηθεί ενημέρωση του από την εναγόμενη Τράπεζα. Οι ανωτέρω ημερομηνίες, κατά τις οποίες οχλήθηκε ο ενάγων από την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών (STATUS Α.Ε.), γνωστοποιήθηκαν στον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος από τον αρμόδιο υπάλληλο της ως άνω εταιρείας … (βλ. την εκτύπωση προσκομιζόμενων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η εν λόγω εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών προέβη στην επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος με την καταχώρηση αυτών στο αρχείο τους (Η/Υ) για τις ανάγκες εκτέλεσης των αντιστοίχων συμβάσεων και στη χρήση αυτών, με τηλεφωνικές οχλήσεις του ενάγοντος δια των προστηθέντων υπαλλήλων της κατά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες, χωρίς να έχει ενημερωθεί ο τελευταίος από την εναγόμενη ούτε κατά το αρχικό στάδιο σύναψης της δανειακής σύμβασης και συλλογής των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα αλλά ούτε και αργότερα και προ της διαβίβασης των δεδομένων αυτών προς την ανωτέρω εταιρεία για τα στοιχεία της εν λόγω εταιρείας (επωνυμία της, διεύθυνση της, την ταυτότητα των τυχόν εκπροσώπων της, το όνομα του υπευθύνου επεξεργασίας) και για το σκοπό επεξεργασίας των δεδομένων του από την εταιρεία αυτή. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η διαβίβαση των προσωπικών στοιχείων του ενάγοντος και των οικονομικών πληροφοριών, που τον αφορούσαν, από την εναγομένη Τράπεζα προς την ανωτέρω εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών («STATUS S.A.») έγινε χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του ενάγοντος και ότι η εν λόγω εταιρεία επεξεργάστηκε τα προαναφερόμενα στοιχεία χρησιμοποιώντας αυτά δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, οι οποίοι όχλησαν τηλεφωνικώς τον ενάγοντα, κατά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες, για ληξιπρόθεσμες οφειλές προερχόμενες από την προαναφερόμενη δανειακή σύμβαση. Για την ορθή και νόμιμη εφαρμογή των διατάξεων, που αφορούν στην ενημέρωση του ενάγοντος από την εναγόμενη τράπεζα για την επεξεργασία και διαβίβαση των προσωπικών του στοιχείων, η εναγόμενη τράπεζα ήταν υποχρεωμένη, πέραν των όσων αναγράφονται στην εν λόγω δανειακή σύμβαση (ρρος υπ’ αριθμ. 10), στην οποία γίνεται αορίστως λόγος για διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος σε συνεργαζόμενες με την τράπεζα εταιρείες, να τον ενημερώσει ειδικά για την εταιρία ενημέρωσης οφειλετών, με την οποία συνεργάζεται (επωνυμία, έδρα κλπ) και στην οποία είχαν διαβιβαστεί τα προσωπικά στοιχεία του ενάγοντος και η οποία θα τον καλούσε προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του (βλ. και την απόφαση 98/2017 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα-Αριθ. Πρωτ. Γ/ΕΞ/6321/31-8-2017 καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 1 και 5 της Κανονιστικής Πράξης με αριθμό 1/1999 της ίδιας Αρχής-ΦΕΚ Β’ 555/6-5-1999), γεγονός που δεν αποδεικνύεται ότι έλαβε χώρα στην ένδικη υπόθεση με συνέπεια να υφίσταται παραβίαση της διάταξης του άρθρου 11 παρ. 3 Ν. 2472/1997. Ως «συγκατάθεση» όμως υπό την έννοια του Ν. 2472/1997 ορίζεται η ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βούλησης, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που το αφορούν, οι δε τυποποιημένοι σχετικά όροι που απαντώνται σε κάθε σύμβαση και δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης αλλά προσχώρησης του καταναλωτή, ώστε το εκάστοτε αίτημα του για λήψη πίστωσης να τύχει έγκρισης από την τράπεζα, δεν αρκεί προς θεμελίωση της συγκατάθεσης υπό την ανωτέρω έννοια. Επομένως κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ο περιεχόμενος στη σύμβαση όρος 10 δεν αποτελεί ρητή και ειδική δήλωση βούλησης εκ μέρους του υποκειμένου των δεδομένων, σύμφωνα με τους όρους του νόμου και σαφώς η απαιτούμενη αυτή ειδική ενημέρωση δεν έρχεται σε αντίθεση με το δίκαιο της ευρωπαϊκής ένωσης. Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης (δια των προστηθέντων οργάνων της) προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και προκάλεσαν σ’ αυτόν ηθική βλάβη λόγω της ψυχικής πίεσης και του εκνευρισμού, που βίωσε ενώ τα όργανα της εναγόμενης κατά την επεξεργασία (διαβίβαση) των προσωπικών δεδομένων του, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση του. Μάλιστα η εναγομένη όφειλε να γνωρίζει ως τράπεζα με οργανωμένο νομικό τμήμα την πιθανότητα να επέλθει βλάβη στον ενάγοντα και δη ότι η αιφνίδια όχληση του από την εταιρεία αυτή χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του θα του προκαλούσε αιφνιδιασμό, ψυχική αναστάτωση, θυμό και αγανάκτηση, όπως και πράγματι έγινε, εν προκειμένω (άρθρο 23 παρ. 1 ν. 2479/1997), ειδικά μάλιστα όταν η οφειλή του ανερχόταν σε ιδιαίτερα χαμηλό ύψος (η μηνιαία δόση του δανείου ήταν περίπου 10 ευρώ). Εξάλλου, η διατάραξη της ψυχικής ηρεμίας του ενάγοντος επήλθε από την παράνομη ως άνω επεξεργασία, χρήση και ανακοίνωση των ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αυτού και δεν θα επερχόταν αν η εναγομένη δεν προέβαινε στην ενέργεια της αυτή. Επομένως, ο ενάγων από την ανωτέρω, παράνομη και υπαίτια προσβολή των προσωπικών του δεδομένων δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, ενόψει του ότι συντρέχει εν προκειμένω και το στοιχείο του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας ενέργειας και της επελθούσας ηθικής βλάβης. ʼλλωστε, για την επιδίκαση της ηθικής βλάβης κατά τη διάταξη του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997, δεν απαιτείται πέραν από την απόδειξη της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς που αντιβαίνει στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου να γίνει επίκληση και να αποδειχθεί και περαιτέρω επίπτωση της παράνομης επεξεργασίας των δεδομένων και σε άλλα επί μέρους στοιχεία είτε στην περιουσία του ενάγοντος είτε και σε άλλες προστατευόμενες εκδηλώσεις της προσωπικότητας, όπως η τιμή και η υπόληψη, κλπ, ενόψει του ότι με την απόδειξη της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς ουσιαστικά αποδεικνύεται και η ηθική βλάβη, καθώς η παράνομη συμπεριφορά που αντιβαίνει στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου συνιστά προσβολή της προσωπικότητας, αφού προσβάλλεται το υποκείμενο ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής του. Ενόψει, δε, του είδους του θιγομένου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων της εναγομένης και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων μερών η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να οριστεί στο ποσό των 5.869,40 ευρώ (που είναι το ελάχιστο ποσό κατά τον ως άνω νόμο, ήτοι το ισόποσο των 2.000.000 δραχμών). Σημειώνεται δε ότι το ως άνω ποσό δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι υπό τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά και με βάση τα κριτήρια καθορισμού εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, το εν λόγω ποσό, κατά τη κοινή πείρα, την δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου αντίληψη δεν υπολείπεται και μάλιστα καταφανώς του συνήθους επιδικαζομένου ποσού σε παρόμοιες περιπτώσεις και κρίνεται ανάλογο με την προσβολή, λαμβανομένων υπόψη και των ανωτέρω αναφερόμενων στοιχείων για τον προσδιορισμό της. Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι ενώ η υπαιτιότητα της εναγομένης τράπεζας τεκμαίρεται η τελευταία δεν απέδειξε ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος της πραγματικά γεγονότα, όπως έπρεπε, για να απαλλαγεί από την ευθύνη της κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη.
Ακολούθως η εκκαλούσα επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της, διότι η συλλογή των αναφερομένων στην αγωγή προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος πραγματοποιήθηκε από τον προμηθευτή και συγκεκριμένα την εταιρία «DIXONS SOUTH EAST EUROPE Α.Ε.Β.Ε.» και όχι από την ίδια κι επομένως η τελευταία νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Από τα ανωτέρω όμως εκτιθέμενα αποδείχθηκε ότι υπεύθυνη επεξεργασίας στην προκείμενη περίπτωση ήταν μόνο η εναγομένη (και όχι η εταιρία Κ), η οποία ευθύνεται και έναντι του ενάγοντος καθόσον συνέλεξε τα προσωπικά του δεδομένα και όφειλε να τον ενημερώσει για τους αποδέκτες αυτών, ενέργεια στην οποία, κατά τα προεκτιθέμενα ουδέποτε προέβη. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η χρήση από την εταιρία STATUS ΑΕ των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος που της διαβίβασε η εναγόμενη Τράπεζα, εφόσον έγινε σε εκτέλεση της έγγραφης συμβάσεως αναθέσεως που υπογράφηκε μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγόμενης Τράπεζας, δεν συνιστά συλλογή δεδομένων για δικές της συναλλαγές ή συναλλαγές τρίτου με την ενάγουσα (υποκείμενο) και “περαιτέρω επεξεργασία” αυτών από την ανωτέρω εταιρία που είναι αποδέκτρια και όχι τρίτη (άρθρο 2, στοιχ. θ’ και Γ), αλλά εκτέλεση επεξεργασίας αποκλειστικά για λογαριασμό της υπεύθυνης επεξεργασίας εναγόμενης Τράπεζας (άρθρο 2 στοιχ. η’ και 10 παρ. 4 ν. 2472/1997), η οποία επεξεργασία, εφόσον, κατά τα προαναφερόμενα αποδείχθηκε ότι δεν παρεξέκλινε από το σκοπό της συμβάσεως και δεν παραβιάσθηκε το απόρρητο και η ασφάλεια των δεδομένων από το χρήστη, δεν προσέδωσε στην εταιρία αυτή (STATUS ΑΕ) την ιδιότητα του “υπεύθυνου επεξεργασίας”, ώστε να υπέχει αυτή αυτοτελή υποχρέωση να ενημερώσει τον ενάγοντα, ως υποκείμενο των δεδομένων για την πρόθεση της να επεξεργασθεί τα προσωπικά της δεδομένα, αφού ενέργησε αποκλειστικά για λογαριασμό της εναγόμενης Τράπεζας, που ήταν υπεύθυνη επεξεργασίας. Ως εκ τούτου η ανωτέρω εταιρία με την επωνυμία «DIXONS SOUTH EAST EUROPE Α.Ε.Β.Ε.» και το διακριτικό τίτλο Κ δεν ευθύνεται έναντι του ενάγοντος καθόσον δεν ήταν αυτή η υπεύθυνη επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα και ο πέμπτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκανε δεκτή την αγωγή και επιδίκασε στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όλα δε τα αντίθετα που ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τους λόγους της έφεσης της πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσία αβάσιμα, όπως και η κρινόμενη έφεση στο σύνολο της και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου οι οποίοι εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσία.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 18 Σεπτεμβρίου 2019 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/MPrAth%2011358.19.htm