ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 79/2022
(αριθμός έκθεσης κατάθεσης ανακοπής Μει./06.02.2020)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τον Γραμματέα Νικόλαο Λύκουρα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 13 Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του ανακόπτοντος : ., Δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Δ.Σ.Α. Α.Μ. 15573), κατοίκου Αθηνών, επί της οδού ., κατόχου αριθμού φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) ., Δ Δ.Ο.Υ. Αθηνών, υπό την ιδιότητά του ως εκκαθαριστή της κληρονομίας του ., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Κωνσταντίνου Μαλαφάντη (Δικηγορικός Σύλλογος Καλαμάτας, Α.Μ. 000357, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Καλ. με αριθμό Κ./12.10.2021) και κατέθεσε προτάσεις.
Των καθών η ανακοπή : 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Αιόλου αριθμ.86, και εκπροσωπείται νόμιμα, κατόχου αριθμού φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) ., Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου της Βέρας Ζωσιμιάδου (Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών, Α.Μ. 001514, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Πατρών με αριθμό Α./13.10.2021) και κατέθεσε προτάσεις. 2) ., κατόχου αριθμού φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) ., και 3) ., κατόχου αριθμού φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) ., αμφοτέρων κατοίκων Πύργου Ηλείας, επί της οδού ., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους Αυγερινού – Στέφανου Λιατσή (Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, Α.Μ. 000136, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Ηλείας με αριθμό ./13.10.2021) και κατέθεσε προτάσεις. 4) ., κατοίκου Τοπικής Κοινότητας Σκουροχωρίου του Δήμου Πύργου Νομού Ηλείας, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Μιλτιάδη Δημητρόπουλου (Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, Α.Μ. 000169, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Ηλείας με αριθμό Η0./18.10.2021) και κατέθεσε προτάσεις.
Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 20 Ιανουαρίου 2020 ανακοπή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου Μει ./06.02.2020 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 23.9.2020, ότε αναβλήθηκε στη δικάσιμο της 13.01.2021. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η υπόθεση οίκοθεν αποσύρθηκε και δεν εκφωνήθηκε, καθώς με την Κ.Υ.Α. Δ1α/ΓΠ.οικ: 1293/2021 (ΦΕΚ 30/Β/08.01.2021) ανεστάλη προσωρινά η λειτουργία των δικαστηρίων κατά το χρονικό διάστημα από 11.01.2021 έως 18.01.2021, προς αντιμετώπιση της πανδημίας του ιού covid 19. Με την υπ’’ αριθμ. 63/09.3.2021 Πράξη του Προϊσταμένου του παρόντος Πρωτοδικείου, Προέδρου Πρωτοδικών, εκδοθείσα κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 158 Ν.4764/2020 (ΦΕΚ Α 256/23.12.2020), η υπόθεση ορίστηκε οίκοθεν να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (13.10.2021) και ενεγράφη στο οικείο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[Ι] Δικαστική εκκαθάριση της κληρονομίας είναι ο θεσμός που σκοπεί στην ικανοποίηση από το ενεργητικό της κληρονομίας των κληρονομικών δανειστών έναντι των ατομικών δανειστών του κληρονόμου. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού ο εκκαθαριστής της κληρονομίας, που διορίζεται από το Δικαστήριο, εισπράττει τις απαιτήσεις της κληρονομίας και ρευστοποιεί το ενεργητικό της προκειμένου να ικανοποιηθούν οι δανειστές της κληρονομίας, οι οποίοι ικανοποιούνται συμμέτρως, όταν το ενεργητικό της κληρονομίας δεν επαρκεί για την πλήρη ικανοποίησή τους. Εάν, μετά την εξόφληση των κληρονομικών δανειστών, απομείνει υπόλοιπο, αποδίδεται από τον εκκαθαριστή στον κληρονόμο. Με την εκκαθάριση επέρχεται χωρισμός της κληρονομιαίας περιουσίας από την ατομική περιουσία του κληρονόμου και από την πρώτη έχουν δικαίωμα να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους, κατά προτίμηση, οι κληρονομικοί δανειστές έναντι των ατομικών δανειστών του κληρονόμου. Από τον δικαστικό διορισμό του εκκαθαριστή ο κληρονόμος παύει να διοικεί την κληρονομία και η διοίκηση αυτής περιέχεται στον εκκαθαριστή [Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο II, έκδοση 2004, § 21. Δικαστική εκκαθάριση κληρονομίας, σελ.379-380]. Από τη δημοσίευση της απόφασης που διατάζει την εκκαθάριση της κληρονομίας δεν επέρχεται μεν μεταβολή στο πρόσωπο του φορέα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά παραμένει τέτοιος ο κληρονόμος, που σημαίνει ότι αυτός εξακολουθεί να είναι κύριος και νομέας των κληρονομιαίων αντικειμένων, απλώς παραχωρεί την κατοχή τους στον εκκαθαριστή, όμως τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της κληρονομίας αποχωρίζονται αυτοδικαίως από την περιουσία του κληρονόμου και αποτελούν χωριστή ομάδα που διοικείται από τον εκκαθαριστή (άρθρο 1914 ΑΚ), ο οποίος, κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, εκπροσωπεί τον κληρονόμο. Από τα ανωτέρω συμπεραίνεται ότι από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης για την εκκαθάριση της κληρονομίας, κάθε διαχειριστική πράξη του κληρονόμου πάνω στην κληρονομία είναι έκτοτε άκυρη και κάθε δίκη της κληρονομίας, δηλαδή κάθε δίκη που έχει αντικείμενο απαιτήσεις ή υποχρεώσεις της κληρονομίας διεξάγεται πλέον από τον εκκαθαριστή, ο οποίος και μόνο νομιμοποιείται ως διάδικος με την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου και όχι με την ιδιότητα του εκπροσώπου οιουδήποτε. Η νομιμοποίηση του εκκαθαριστή είναι αποκλειστική [ΕφΠατρ 803/2010, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΑθ 254/1986, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑθ 6416/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Ψούνη, ο.π. § 21, σελ.387-388, 394]. Ο κληρονόμος παύει να έχει εξουσία διάθεσης και γενικότερα διαχείρισης των κληρονομιαίων, όπως και δικονομική εξουσία για διεξαγωγή δικών αναφορικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις της κληρονομίας [Ψούνη, ο.π. § 21, σελ. 392]. Ο κληρονόμος νομιμοποιείται κατ’ εξαίρεση παθητικά, όταν ο κληρονομικός δανειστής επιδιώκει την ικανοποίησή του από την ατομική περιουσία του κληρονόμου, οπότε και πρέπει να αποδείξει ότι ο κληρονόμος δεν έχει αποδεχθεί με το ευεργέτημα της απογραφής, και βέβαια η απόφαση που θα εκδοθεί θα εκτελεστεί μόνο επί της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου [Ψούνη, ο.π. § 21, σελ. 394].
[ΙΙ] Από τα άρθρα 1914, 1916, 1917 και 1921 ΑΚ προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως της κληρονομίας δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση στα κληρονομιαία αντικείμενα από τους δανειστές της κληρονομίας. Αν πριν από τον διορισμό του εκκαθαριστή άρχισε η αναγκαστική εκτέλεση, δεν είναι επιτρεπτή η συνέχισή της, έστω και αν αυτή είχε αρχίσει εναντίον του κληρονομουμένου. Επομένως, κάθε πράξη της εκτέλεσης ή συνέχισης αυτής, που επιχειρείται από τους δανειστές της κληρονομίας κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, μπορεί να αποκρουσθεί από τον εκκαθαριστή και εκείνον που έχει έννομο συμφέρον με την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Κατ` εξαίρεση, επειδή με τη δικαστική εκκαθάριση δεν θίγονται τα προνόμια που αποκτήθηκαν κατά το νόμο ή οι υποθήκες που έχουν εγγραφεί και τα ενέχυρα που έχουν συσταθεί πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου, οι ενυπόθηκοι δανειστές της κληρονομίας, των οποίων η υποθήκη είχε συσταθεί πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου, μπορούν να αρχίσουν ή να συνεχίσουν εγκύρως αναγκαστική εκτέλεση στα κληρονομιαία αντικείμενα, που ασφαλίζονται με υποθήκη και κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης. Από τον αναφερθέντα ανωτέρω σκοπό της δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας και τις ανωτέρω περί αυτής διατάξεις και ιδίως από τη διάταξη του άρθρου 1920 ΑΚ, κατά την οποία ουδεμία πληρωμή κληρονομικού δανειστή είναι δυνατή πριν εξακριβωθεί η ικανότητα της κληρονομίας ή πριν το δικαστήριο κανονίσει σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών, χωρίς να θίγονται τα προνόμια που αποκτήθηκαν κατά το νόμο ή οι υποθήκες που έχουν εγγραφεί και τα ενέχυρα που έχουν συσταθεί πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου, προκύπτει ότι η εκκαθάριση της κληρονομίας είναι θεσμός συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, που σκοπό έχει τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών της κληρονομίας και από την άποψη αυτή ομοιάζει με την πτώχευση, που είναι και αυτή θεσμός συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, που σκοπό έχει την σύμμετρη ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών, οι οποίοι και στερούνται από τη δημοσίευση της απόφασης περί πτωχεύσεως των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων. Συνεπώς, τα εις την πτώχευση ισχύοντα μπορούν να μεταφερθούν στην εκκαθάριση κληρονομίας προς ερμηνεία των σχετικών διατάξεων και για να δοθούν λύσεις στα προβλήματα, που αντιμετωπίζονται εδώ. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω η ειδική διαδικασία της δικαστικής εκκαθάρισης αποκλείει και τα ατομικά μέσα εκτέλεσης επί των στοιχείων της κληρονομίας εκ μέρους των ατομικών δανειστών του κληρονόμου κατά της κληρονομίας ή εκ μέρους των δανειστών της κληρονομιαίας περιουσίας. Από τις παραπάνω όμως διατάξεις των άρθρων 1914 παρ. 2 και 1920 ΑΚ προκύπτει ότι από την προαναφερθείσα ειδική διαδικασία της σύμμετρης ικανοποίησης των κληρονομικών δανειστών εξαιρούνται οι ενυπόθηκοι δανειστές της κληρονομίας που έχουν εγγράψει υποθήκη επί των κληρονομιαίων ακινήτων πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου, οι οποίοι μπορούν και μετά από τη δημοσίευση της απόφασης περί εκκαθαρίσεως να ασκήσουν την εμπράγματη υποθηκική αγωγή, νοούμενης ως δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης επί κληρονομιαίου ακινήτου λόγω της υποθετικής υπεγγυότητάς του, για την επίτευξη εξοφλήσεως του χρέους, ή να συνεχίσουν τέτοια αγωγή. Έτσι, οι ως άνω ενυπόθηκοι κληρονομικοί δανειστές (που έχουν εγγράψει υποθήκη πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου) μπορούν να αρχίσουν ή να συνεχίσουν την αρξάμενη αναγκαστική εκτέλεση και κατά το στάδιο της δικαστικής εκκαθάρισης της κληρονομίας. Σε αυτή όμως την περίπτωση, η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να στρέφεται, κατά τα εκτεθέντα ως προς την ιδιότητα του εκκαθαριστή ως μη δικαιούχου διαδίκου, εναντίον του εκκαθαριστή της κληρονομίας, ο οποίος, μετά τη δημοσίευση της περί εκκαθαρίσεως αποφάσεως, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρ. 919, 327 παρ. 1 και 921 ΚΠολΔ, νομιμοποιείται παθητικώς ως μη υπόχρεος διάδικος. Εφόσον δε μόνο ο εκκαθαριστής νομιμοποιείται παθητικώς, ως μη υπόχρεος διάδικος, για κάθε εκτέλεση που αφορά κληρονομιαία ακίνητα μετά τη δημοσίευση της απόφασης περί εκκαθαρίσεως, αυτός δικαιούται και νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει την από το άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπή για ακύρωση πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, που προβλέπεται από το δικονομικό ή το ουσιαστικό δίκαιο [ΕφΘες 2425/1993, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Η ανωτέρω εξαίρεση, ότι οι ενυπόθηκοι κληρονομικοί δανειστές, που έχουν εγγράψει υποθήκη πριν από το θάνατο του κληρονομούμενου, μπορούν να αρχίσουν ή να συνεχίσουν αναγκαστική εκτέλεση και κατά το στάδιο της δικαστικής εκκαθάρισης, δεν ισχύει για τον δανειστή της κληρονομίας που έχει εγγράψει πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου προσημείωση υποθήκης επί των κληρονομιαίων ακινήτων [η οποία του χορηγεί απλώς το δικαίωμα προτιμήσεως για την απόκτηση υποθήκης και ταυτόχρονα δικαίωμα τυχαίας μεν, αλλά προνομιακής κατάταξης], ο οποίος δεν υπάγεται στην κατηγορία των μη δεσμευόμενων από την αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων ενυπόθηκων κληρονομικών δανειστών (που έχουν εγγράψει υποθήκη πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου) αλλά ισχύει και γι’ αυτόν ο ανωτέρω κανόνας της αναστολής των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων επί των αντικειμένων της κληρονομίας από τη δημοσίευση της απόφασης που διατάζει την εκκαθάριση της. Επομένως, η αναγκαστική εκτέλεση που άρχισε πριν από το διορισμό εκκαθαριστή της κληρονομίας δεν μπορεί να συνεχιστεί κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης προς ικανοποίηση απαιτήσεως ασφαλιζόμενης με προσημείωση υποθήκης [ ΑΠ 1392/1999, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΚερκ 442/2003 (ασφ), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Ψούνη, ο.π. § 21, σελ. 395-397].
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση ανακοπή, ο ανακόπτων εκθέτει ότι έχει διοριστεί εκκαθαριστής της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος στις 04.02.2002 ., κατοίκου εν ζωή Πύργου Ηλείας, η οποία ετέθη υπό δικαστική εκκαθάριση με την υπ’αριθμ.252/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας. Ότι κληρονόμοι του … τυγχάνουν τα τέκνα του, δεύτερος και τρίτη των καθών. Ότι η πρώτη των καθών, δυνάμει της υπ’αριθμ../2009 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του δεύτερου και της τρίτης των καθών για ατομικές τους οφειλές προς αυτήν και με την υπ’’αριθμ../2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πατρών . κατέσχεσε ένα ακίνητο, το οποίο ανήκει στην κληρονομιαία περιουσία του .. και βρίσκεται στην πόλη του Πύργου, όπως περιγράφεται στο δικόγραφο της ανακοπής και πιο αναλυτικά στην ανωτέρω έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης. Ότι ματαιωθέντος του ηλεκτρονικού αναγκαστικού πλειστηριασμού κατά την αρχική ημεροχρονολογία (04 Σεπτεμβρίου 2019) διενέργειας του, αυτός συνεχίσθηκε, κατόπιν της από 25 Νοεμβρίου 2019 δήλωσης συνέχισης της επισπεύδουσας πρώτης των καθών, με την υπ’αριθμ../25.11.2019 πράξη δήλωσης επισπεύσεως πλειστηριασμού της ανωτέρω Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας ., και ορίστηκε ως ημεροχρονολογία για την διενέργεια του νέου πλειστηριασμού η 8η Ιανουαρίου 2020, κατά τον οποίο υπερθεμάτισε ο πέμπτος των καθών, ο οποίος δεν τυγχάνει δανειστής ούτε του . ούτε του δεύτερου και της τρίτης των καθών. Με βάση το ιστορικό αυτό, για τους αναφερόμενους στην ανακοπή λόγους, ο ανακόπτων ζητά να ακυρωθεί ο διενεργηθείς στις 08.01.2022 ηλεκτρονικός πλειστηριασμός και κάθε επακολουθησόμενη συναφής με αυτόν και εν συνεχεία αυτού πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης. Τέλος ζητεί να καταδικαστούν οι καθών η ανακοπή στη δικαστική του δαπάνη, υπέρ της κληρονομιαίας περιουσίας.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως καθ’ύλην και κατά τόπο εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου [ άρθρα 933 §§ 1 εδ.α, 3 εδ.β ΚΠολΔ]κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται εν προκειμένω κατά τη διάταξη του άρθρου 937 παρ.3 ΚΠολΔ, καθώς η εκτελεστική διαδικασία άρχισε μετά την 01η Ιανουαρίου 2016 και συγκεκριμένα στις 20 Νοεμβρίου 2018, με την επίδοση στους δεύτερο και τρίτη των καθών της δεύτερης κατά χρονική σειρά επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας αντιγράφου εκ του υπ’’ αριθμ../15.7.2009 πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’αριθμ../2009 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, όπως προκύπτει από τις υπ’αριθμ. . και ./20.11.2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, .. Ωστόσο, όσον αφορά τον δεύτερο και την τρίτη των καθών, τυγχάνει απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησής τους και πρέπει ως τέτοια να απορριφθεί, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, από τη δημοσίευση της απόφασης, που θέτει την κληρονομία υπό δικαστική εκκαθάριση, αποκλειστικά ενεργητικώς και παθητικώς νομιμοποιούμενος διάδικος στις δίκες, που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της κληρονομίας, μεταξύ των οποίων και οι δίκες περί την εκτέλεση, είναι ο εκκαθαριστής αυτής και όχι ο κληρονόμος. Όσον αφορά δε την πρώτη των καθών-επισπεύδουσα δανείστρια και τον πέμπτο των καθών-υπερθεματιστή συνδέονται μεταξύ τους με το δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας [ΚΠολΔ 76 παρ.1], η οποία καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 933 παρ.1 ΚΠολΔ, από την οποία προκύπτει ότι η ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, που ασκείται μετά την κατακύρωση, πρέπει να απευθύνεται κατά του υπερθεματιστή και του επισπεύδοντος δανειστή, αφού η διαφορά επιδέχεται ως προς αυτούς ενιαία μόνο ρύθμιση και δεν νοείται έγκυρος πλειστηριασμός για τον ένα και άκυρος για τον άλλο [ΑΠ 37/2009, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»]. Περίληψη της κρινόμενης ανακοπής, ως προϋπόθεση του παραδεκτού αυτής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1010, 220 ΚΠολΔ, 12 §1 περ. ιβ Ν.2696/1998, καταχωρήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2020, ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, που έλαβε χώρα στις 06 Φεβρουαρίου 2020, όπως προκύπτει από τη νομίμως προσκομιζόμενη με επίκληση από την ανακόπτουσα υπ’ αριθμ. πρωτ../11.02.2020 απόδειξη παραλαβής της αίτησης καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του κτηματολογικού φύλλου του Κτηματολογικού Γραφείου Πύργου Ηλείας. Το παρεπόμενο αίτημα να καταδικαστούν οι καθών η ανακοπή στη δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος εκκαθαριστή, κατά το μέρος που αφορά στην επιδίκαση των εξόδων υπέρ της κληρονομιαίας περιουσίας, είναι μη νόμιμο και πρέπει να απορριφθεί, καθώς ο εκκαθαριστής κληρονομίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 1919 ΑΚ, έχει μεν δικαίωμα να αναζητήσει τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για τη διεξαγωγή της προκείμενης δίκης, πλην όμως μετά το πέρας της εκκαθάρισης και κατόπιν έγερσης της σχετικής αγωγής απευθυνόμενης κατά των κληρονόμων στο καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο, που δικάζει κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα τις διαφορές από αμοιβές [16 παρ.1 περ.8, 614 παρ.5 περ. β, 622Α παρ.4 ΚΠολΔ],με βάση το σύνολο των πράξεων που έχει ενεργήσει [ο εκκαθαριστής], την έκταση και το είδος των παρασχεθεισών υπ` αυτού υπηρεσιών, τον χρόνο της απασχόλησης, τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης καθώς και το μέγεθος της κληρονομίας, χωρίς να υποχρεούται να αποτιμήσει και ιδιαιτέρως κάθε μία από τις εργασίες αυτές. Τούτο ισχύει και όταν ο εκκαθαριστής είναι δικηγόρος και έχει παράσχει τις υπηρεσίες του με την ιδιότητα αυτή σε υποθέσεις της υπό εκκαθάρισης κληρονομίας χωρίς να δικαιούται για αυτές ιδιαίτερη αμοιβή κατά τον Κώδικα περί Δικηγόρων, αφού το μεν άρθρο 174 του κώδικα αυτού προϋποθέτει την από δικηγόρο υπεράσπιση των δικών του υποθέσεων έναντι αντιδίκου, οι δε διατάξεις που καθορίζουν τις αμοιβές των δικηγόρων απαιτούν εντολή από πελάτη, σε συμφωνία με τον οποίο μπορεί να καθορισθεί το ποσό της αμοιβής, ενώ ο εκκαθαριστής, που έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, ακόμη και όταν διεξάγει αυτοπροσώπως πράξεις που μόνο από δικηγόρους μπορούν να ενεργηθούν, δεν υπερασπίζεται δικές του υποθέσεις, αλλά θεωρείται ότι έχει την πληρεξουσιότητα να αντιπροσωπεύει (εκπροσωπεί) τον (ή τους) κληρονόμο έναντι τρίτων [ΕφΛαρ 290/2014, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΑθ 7496/2003, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2652/1991, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας Δ.Σ.Α. «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»]. Εξάλλου η υπό κρίση ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 934 παρ.1 περ.β και 2 ΚΠολΔ, ήτοι εντός της προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, η οποία έλαβε χώρα στις 06 Φεβρουαρίου 2020 [βλ. προσκομιζόμενο ακριβές αντίγραφο της υπ’αριθμ../2020 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου της Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας, εξαχθέν από το αρχείο κτηματογράφησης με αριθμό καταχώρισης 80/06.02.2020]. Επομένως, πρέπει σε βάρος του ανακόπτοντος να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου και της τρίτης των καθών η ανακοπή, λόγω της ήττας του, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός τους [άρθρα 591 παρ.1 εδ.α, 176 εδ.α, 191 παρ.2 ΚΠολΔ], και να εξεταστεί περαιτέρω η ανακοπή κατά το παραδεκτό, νόμω και ουσία βάσιμο των λόγων της όσον αφορά τους λοιπούς διαδίκους.
Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι ο διενεργηθείς πλειστηριασμός, όπως και κάθε επακόλουθη αυτού πράξη, τυγχάνει ακυρωτέος, καθότι το εκπλειστηριασθέν ακίνητο ανήκει στην κληρονομιαία περιουσία του ., η οποία έχει τεθεί σε δικαστική εκκαθάριση με την υπ’αριθμ.252/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, η δε πρώτη των καθών, επισπεύδουσα δανείστρια, δεν έχει οποιαδήποτε απαίτηση κατά του ανωτέρω κληρονομούμενου, ο οποίος απεβίωσε στις 04 Φεβρουαρίου 2002, ούτε έχει εγγράψει υποθήκη υπέρ αυτής στο εκπλειστηριασθέν ακίνητο για ατομικά χρέη του ανωτέρω κληρονομούμενου πριν από τον θάνατο του, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η έναρξη ή η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης σε αντικείμενο που ανήκει στην υπό δικαστική εκκαθάριση κληρονομία, όπως είναι το εκπλειστηριασθέν ακίνητο. Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι παραδεκτός και νόμιμος, σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στις νομικές σκέψεις της παρούσας, και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
[ΙΙΙ] Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά το νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμα, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του [ΑΠ 41/2021, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»].
Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη των καθών η ανακοπή παραδεκτά με τις προτάσεις της και με σχετική δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, πρόβαλε τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από τον ανακόπτοντα, η οποία συνιστά γνήσια αναβλητική ένσταση του ασκούμενου από τον ανακόπτοντα δικαιώματός του να ασκήσει την κρινόμενη ανακοπή, η ουσιαστική παραδοχή της οποίας επιφέρει την παράλυση της ασκήσεώς του. Ειδικότερα η πρώτη καθής η ανακοπή ισχυρίζεται ότι προς εξασφάλιση απαιτήσεώς της, που διατηρεί κατά των κληρονόμων του ανωτέρω αποβιώσαντος, . και ., από σύμβαση στεγαστικού δανείου, ύψους 625.000,00 ευρώ, που συνήψε το 2006, ενέγραψε το ίδιο έτος [2006] στο μετέπειτα εκπλειστηριασθέν ακίνητο συναινετική προσημείωση υποθήκης. Ότι δεκαέξι έτη μετά τον θάνατο του . η κληρονομία του ετέθη υπό δικαστική εκκαθάριση, γεγονός του οποίου η ίδια έλαβε γνώση μόνο μετά την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης, δεδομένου και του ότι ο εκκαθαριστής προέβη στη δημοσίευση της υπ’αριθμ.252/2018 απόφασης, που τον διόρισε εκκαθαριστή, μόλις στις 26 Αυγούστου 2019. Ότι το εκπληστειριασθέν ακίνητο δεν ανήκει στην υπό δικαστική εκκαθάριση κληρονομία. Ότι οι οφειλέτες της, . και ., με πρόσχημα τη θέση σε εκκαθάριση της κληρονομίας, την οποία έχουν αποδεχθεί και μεταγράψει τη δήλωση αποδοχής, έτσι ώστε να αποκτήσουν την κυριότητά της, προσπαθούν να ματαιώσουν τη δυνατότητα της ανακόπτουσας να ικανοποιήσει την σε βάρος τους απαίτησή της. Ο ισχυρισμός αυτός [ένσταση] ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά του. Σημειωτέον ότι η δυνατότητα εφαρμογής της ΑΚ 281 στα δικονομικά δικαιώματα και στις ενστάσεις, όπως ένσταση παραγραφής, ένσταση συμψηφισμού, αλλά και στην άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και ενδίκων μέσων, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη αποκρούεται, με μοναδική εξαίρεση την αναγκαστική εκτέλεση κατά το μέτρο που θεωρείται πως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ουσιαστικού δικαίου, ως επιδιώκουσα την ουσιαστική ικανοποίηση της απαίτησης [ΟλΑΠ 12/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 45/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1248/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 980/1997, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 431/1981, ΝοΒ 30. σελ. 413-415, ΕφΑθ 659/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
[ΙV] Σύμφωνα με το άρθρο 249 του ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς, σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο, ή από ζήτημα, που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί. Αν η διοικητική αρχή δεν έχει ακόμη ασχοληθεί με την υπόθεση, το δικαστήριο ορίζει προθεσμία, μέσα στην οποία ο διάδικος οφείλει να προκαλέσει με αίτηση την ενέργεια της αρχής. Παρά τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, η οποία αναφέρεται σε αναβολή της συζήτησης, πρόκειται περί αναστολής της δίκης (ΑΠ 215/1999, ΕλλΔνη 40. 635, ΕφΑθ 1147/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Από τη διατύπωση και την έννοια της διατάξεως αυτής, που έχει θεσπισθεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και για την εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης σχετικά με το ίδιο ζήτημα, ώστε να επιτευχθεί η ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΑΠ 400/2014 τ.ν.π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2066/1984 ΝοΒ 33.1161, ΕφΑΘ 370/1993 ΕλλΔνη 1994. 492) και η κατά ταυτόσημο τρόπο επίλυση αυτής (ΕφΑΘ 6470/1991 ΕλλΔνη 1993. 910), αλλά και για την οικονομία της δίκης, εκεί όπου δεν βοηθάει η ένσταση της εκκρεμοδικίας, προκύπτει ότι εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των αυτών ή διάφορων προσώπων (ΑΠ 2066/1984, ΝοΒ 33. 1161, ΕφΑΘ 370/1993, ΕλλΔνη 1994. 492). ʼλλωστε, η ευχέρεια του δικαστηρίου υπάρχει και όταν η διάγνωση της διαφοράς, που εκκρεμεί ενώπιον του, εξαρτάται ολικά ή μερικά από την επίλυση κάποιου ζητήματος, το οποίο αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του αυτού ή άλλου δικαστηρίου ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφορετικών προσώπων, και εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημα αυτής, δηλαδή συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία συνιστά προϋπόθεση για την γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος και προβλέπεται ακόμα ότι αυτή η αυτοτελής, στη δεύτερη δίκη, διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στη διευκόλυνση ή επιτάχυνση της πορείας της δίκης που θα πρέπει να αναβληθεί (ΕφΑΘ 5097/1993, ΕλλΔνη 35. 1131, ΕφΑΘ 1436/1979, ΝοΒ 28. 522). Πρέπει πάντως η άλλη δίκη να είναι εκκρεμής, δηλαδή να έχει τουλάχιστον κατατεθεί το δικόγραφο της αγωγής ή να έχει ασκηθεί το ένδικο μέσο (Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 249, αριθμ.2, σελ. 249).
Η πρώτη των καθών η ανακοπή, με τις προτάσεις της, αιτήθηκε να ανασταλεί η έκδοση οριστικής απόφασης επί της κρινόμενης ανακοπής έως ότου περατωθεί αμετάκλητα η δίκη επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./16.12.2019 ανακοπής, που άσκησε ο νυν ανακόπτων, υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή της κληρονομίας του ., κατά τις διατάξεις του άρθρου 933 ΚΠολΔ, με την οποία, με το ίδιο ιστορικό και για τους ίδιους λόγους με την κρινόμενη ανακοπή, προσέβαλε την προδικασία του επίμαχου πλειστηριασμού και επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 125/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, η οποία ακύρωσε την με αριθμό ./11.01.2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ., προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, διότι προτίθεται να ασκήσει έφεση κατά της ανωτέρω υπ’αριθμ.121/2021 απόφασης.
Από τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων [άρθρα 591 παρ.1 εδ.α, 614 επ. 937 παρ.3, 336 παρ.3, 339, 395 ΚΠολΔ], ορισμένα εκ των οποίων μνημονεύονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε εκτέλεση του πρώτου [α] απογράφου εκτελεστού, με αριθμό 146/2009, της με αριθμό ./15.7.2009 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, ακριβές αντίγραφο της οποίας, με την από 13.11.2018 επιταγή προς πληρωμή, στις 20.11.2018 επιδόθηκε στους οφειλέτες . και ., η πρώτη καθής, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος ενός ακινήτου, συνιδιοκτησίας των ανωτέρω οφειλετών, για το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000,00 €) πλέον τόκων και εξόδων, ήτοι επί μιας παλαιάς ισόγειας οικοδομής με σκεπή από μπετόν αρμέ, αποτελούμενη από ένα κατάστημα εμβαδού διακοσίων δεκαοκτώ τετραγωνικών μέτρων και ο,44 εκατοστών [218,44 τ.μ.], κτισμένη σε οικόπεδο κείμενο εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως του Πύργου Ηλείας, του ομώνυμου Δήμου, επί της οδού ., ίσου εμβαδού σύμφωνα με τον τίτλο κτήσης και σύμφωνα με το κτηματολόγιο διακοσίων δεκαέξι τετραγωνικών μέτρων [216 τ.μ.], προς το δυτικό μέρος του οποίου υφίσταται ιδιωτική δίοδος εμβαδού είκοσι έξι τετραγωνικών μέτρων και 0,88 εκατοστών [26,88 τ.μ.], που εξυπηρετεί και ανήκει στο εν λόγω ακίνητο κατά το ήμισυ [½] εξ αδιαιρέτου, συνταχθέντων της υπ’’αριθμ../11.01.2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ., και του υπ’αριθμ. ./15.01.2019 αποσπάσματος της προαναφερθείσας έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, ορίστηκε δε να διενεργηθεί αναγκαστικός πλειστηριασμός του ανωτέρω ακινήτου με ηλεκτρονικά μέσα, μέσω της πλατφόρμας ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμών, ενώπιον της πιστοποιημένης Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας ., στις 04 Σεπτεμβρίου 2019, από τις 10.00 έως τις 14.00, με τιμή πρώτης προσφοράς ανερχόμενη στην εμπορική αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο της κατάσχεσης, ήτοι το ποσό των εκατόν πενήντα έξι χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ [156.400,00 €]. Ωστόσο, δυνάμει της υπ’αριθμ.2.855/04.9.2019 πράξης ματαίωσης ηλεκτρονικού πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας, ο πλειστηριασμός αυτός ματαιώθηκε λόγω μη συμμετοχής πλειοδοτών. Ακολούθως, με την υπ’αριθμ../25.11.2019 δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού, κατά το άρθρο 966 ΚΠολΔ, της πρώτης καθής ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας ., ορίστηκε ως ημερομηνία για την διεξαγωγή του νέου ηλεκτρονικού πλειστηριασμού η 8 Ιανουαρίου 2020, από τις 10.00 έως τις 14.00, με την ίδια ως άνω τιμή πρώτης προσφοράς. Την ανωτέρω ημερομηνία [08.01.2020] το ακίνητο εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικώς ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας . και κατακυρώθηκε στο όνομα του πέμπτου των καθών, αντί του ποσού των εκατόν πενήντα έξι χιλιάδων ευρώ και πέντε λεπτών [156.005,00 €] συνταχθείσας της υπ’αριθμ../08.01.2020 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας .. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω ακίνητο είχε περιέλθει στον . και στην ., κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου σε έκαστο εξ αυτών, δυνάμει εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής του πατρός τους, ., κατοίκου εν ζωή Πύργου Ηλείας, ο οποίος απεβίωσε στις 04 Φεβρουαρίου 2022. Την κληρονομία του ., η οποία περιελάμβανε το ανωτέρω εκπλειστηριασθέν ακίνητο, οι ανωτέρω κληρονόμοι, . και .ύ, αποδέχθηκαν κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου έκαστος εξ αυτών, με την από 19 Ιανουαρίου 2004 δήλωσή τους ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πύργου ., συνταχθείσας της υπ’αριθμ. ./19.01.2004 πράξης αποδοχής κληρονομίας της ανωτέρω Συμβολαιογράφου Πύργου, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πύργου, στον τόμο . και με αριθμό .. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το 2006 ο . και η . συνήψαν με την πρώτη καθής ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» την υπ’αριθμ../06.6.2006 ιδιωτική σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε σε αυτούς το ποσό των εξακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ [625.000,00] για την κάλυψη των στεγαστικών τους αναγκών. Δυνάμει δε της υπ’αριθμ.37370/2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η πρώτη καθής ανώνυμη τραπεζική εταιρεία στις 07 Ιουνίου 2006, με τη συναίνεση των ανωτέρω δανειοληπτών, ενέγραψε στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Πύργου Ηλείας, στον τόμο . και με αριθμό ., προσημείωση υποθήκης στο ανωτέρω ακίνητο της συνιδιοκτησίας τους, για το ποσό των οκτακοσίων δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ [812.500,00 €], προς εξασφάλιση απαίτησής της εκ του χορηγηθέντος δανείου. Στις 14 Οκτωβρίου 2008 ο τηρούμενος στα πλαίσια της ανωτέρω σύμβασης λογαριασμός παρουσίασε χρεωστικό οφειλόμενο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό υπόλοιπο σε βάρος των ανωτέρω δανειοληπτών, ύψους εξακοσίων ενενήντα έξι χιλιάδων τριακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και δεκαέξι λεπτών [696.349,16€], με αποτέλεσμα κατόπιν αιτήσεως της πρώτης των καθών να εκδοθεί η υπ’αριθμ../15.7.2009 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, η δε εγγραφείσα προσημείωση υπέρ της πρώτης των καθών ετράπη σε υποθήκη, όπως τούτο προκύπτει από το υπ’αριθμ.πρωτ../11.01.2019 πιστοποιητικό κτηματολογικών εγγραφών του Κτηματολογικού Γραφείου Πύργου, το οποίο κατά ουσιώδες περιεχόμενο [436 ΚΠολΔ] αναφέρεται στην προσκομιζόμενη με επίκληση από την πρώτη καθής υπ’αριθμ../11.01.2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, .. Με την υπ’αριθμ.252/18.9.2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας η κληρονομία του . τέθηκε υπό δικαστική εκκαθάριση και ορίστηκε εκκαθαριστής αυτής ο ανακόπτων, ., Δικηγόρος Αθηνών. Ο τελευταίος δημοσίευσε περίληψη της ανωτέρω απόφασης τόσο στον ημερήσιο τύπο [βλ. προσκομιζόμενα με επίκληση από τον ανακόπτοντα φωτοτυπικά αντίγραφα του από 28.8.2019 φύλλου της ημερήσιας εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ», του από 28.8.2019 φύλλου της ημερήσιας πολιτικής και οικονομικής εφημερίδας «Ο ΛΟΓΟΣ», που εκδίδονται στην Αθήνα Αττικής, και του από 29.8.2019 φύλλου της ημερήσιας εφημερίδας «Πρωινή», που εκδίδεται στον Πύργο Ηλείας], όσο και στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης [ αριθμός φύλλου του ανωτέρω Δελτίου 10.166, με ημερομηνία κυκλοφορίας την 30η Αυγούστου 2019], με πρόσκληση προς τους δανειστές της κληρονομίας να καταθέσει έκαστος εξ αυτών, εντός προθεσμίας τεσσάρων [4] μηνών από την ως άνω δημοσίευση, στη Συμβολαιογράφο Αθηνών . αναγγελία της απαίτησής του καθώς και τα δικαιολογητικά στοιχεία που αναφέρονται στην αναγγελία αυτή. Κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα μετά τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης στις 18 Σεπτεμβρίου 2018, με την οποία διατάχθηκε η θέση της κληρονομίας σε δικαστική εκκαθάριση, η πρώτη καθής επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεσε σε βάρος του κληρονομιαίου ακινήτου, το οποίο εκπλειστηριάστηκε στις 08 Ιανουαρίου 2020. Ωστόσο δεν ήταν επιτρεπτή η επίσπευση από την πρώτη των καθών αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ανωτέρω κληρονομιαίου ακινήτου ούτε η διενέργεια πλειστηριασμού. Και τούτο διότι η πρώτη των καθών σε βάρος του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου δεν είχε εγγράψει υποθήκη πριν από τον θάνατο του κληρονομούμενου ., ούτε προσημείωση υποθήκης που να ετράπη σε υποθήκη πριν από το θάνατο του τελευταίου, ενώ δεν διατηρούσε έναντι αυτού (.) απαίτηση αλλά κατά των κληρονόμων αυτού, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται στις ανωτέρω νομικές σκέψεις της παρούσας, να μην υπάγεται στην κατηγορία των δανειστών εκείνων που δεν καταλαμβάνονται από την αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων μετά τη δημοσίευση της απόφασης περί δικαστικής εκκαθάρισης. Ο ισχυρισμός της πρώτης καθής περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος [ΑΚ 281] τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμος. Και τούτο διότι η δημοσίευση από τον ανακόπτοντα περίληψης της υπ’αριθμ.252/18 Σεπτεμβρίου 2018 απόφασης πέραν του μηνός από την επίδοσή της στον ανακόπτοντα εκκαθαριστή και συγκεκριμένα στις 28 και 29 Αυγούστου 2019 ουδεμία επιρροή ασκεί, καθώς, πέραν του ότι η πρώτη καθής δεν επικαλείται και δεν αποδεικνύεται πότε έγινε η επίδοση αυτή, η τιθέμενη στη διάταξη του άρθρου 1916 ΑΚ προθεσμία είναι ενδεικτική και όχι αποκλειστική, και συνεπώς έγκυρα χωρεί δημοσίευση και μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής. Η δημοσίευση της απόφασης περί δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας συνιστά τον χρόνο έναρξης αυτής, ενώ η πάροδος της προθεσμίας δημοσίευσης στον τύπο της περίληψης αυτής [απόφασης] με πρόσκληση, σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται την άρση της απαγόρευσης επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι η νομότυπη δημοσίευση της εν λόγω απόφασης είναι κρίσιμη για την κίνηση της προθεσμίας της αναγγελίας από μέρους εκάστου δανειστή της κληρονομίας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η περάτωση της απογραφής της κληρονομίας κατά τη διάταξη του άρθρου 1917 ΑΚ [ Ψούνη ό.π. §21, σελ.388, Χρ. Μιχαηλίδου σε Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, τομ.ΙΙ, 2013, άρθρο 1915, αρ.27, σελ.1501-1502]. Επιπλέον ουδεμία επιρροή έχει το γεγονός της μη επίδοσης της ανωτέρω υπ’αριθμ.252/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου στην καθής η ανακοπή πιστώτρια τράπεζα, προκειμένου η τελευταία να λάβει γνώση αυτής, και τούτο διότι ο νόμος δεν απαιτεί επίδοση από τον εκκαθαριστή της απόφασης που τον διορίζει στους δανειστές της κληρονομίας ή στους ατομικούς δανειστές του κληρονόμου, τα αποτελέσματα της οποίας επέρχονται από τη δημοσίευσή της. ʼλλωστε και το γεγονός της θέσεως της κληρονομίας σε δικαστική εκκαθάριση δεκαέξι έτη μετά τον θάνατο του κληρονομούμενου, ., το 2004, κατόπιν αιτήσεως δανειστή της κληρονομίας, ουδεμία επιρροή ασκεί, καθόσον ο νόμος δεν θέτει χρονικό διάστημα εντός του οποίου και μόνο από τον θάνατο του κληρονομούμενου η κληρονομία μπορεί να τεθεί σε δικαστική εκκαθάριση, δεδομένου και του ότι η [διαπλαστική] απόφαση που διέταξε αυτή δεν ανακλήθηκε ούτε μεταρρυθμίστηκε κατόπιν αιτήσεως του αρχικού διαδίκου ή ασκήσεως τριτανακοπής προσώπου που δεν μετείχε στη δίκη. Επομένως πρέπει η κρινόμενη ανακοπή κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αυτής να γίνει δεκτή όσον αφορά τους πρώτη και τέταρτο των καθών, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων ανακοπής. Σημειωτέον ότι επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./16.12.2019 ανακοπής, που άσκησε ο νυν ανακόπτων, υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή της κληρονομίας του ., κατά τις διατάξεις του άρθρου 933 ΚΠολΔ, εκδόθηκε η με αριθμό 125/19.3.2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, η οποία ακύρωσε την με αριθμό ./11.01.2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, .. Κατά της αποφάσεως αυτής η πρώτη καθής με τις προτάσεις της ισχυρίστηκε ότι προτίθεται να ασκήσει έφεση. Ωστόσο από τις προτάσεις των διαδίκων και τα λοιπά στοιχεία των φακέλων της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έχει ασκηθεί έφεση κατά της ανωτέρω με αριθμό 125/2021 απόφασης, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει να αναβληθεί κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ η έκδοση οριστικής απόφασης επί της κρινόμενης ανακοπής έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./16.12.2019 ανακοπής, προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων.
Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, όσον αφορά τους δεύτερο και τρίτη των καθών, και να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, όσον αφορά τους πρώτη και τέταρτο των καθών και να ακυρωθούν ο διενεργηθείς, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ./11.01.2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ., στις 08 Ιανουαρίου 2020 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας . ηλεκτρονικός πλειστηριασμός, η υπ’αριθμ. ./08.01.2020 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης της Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας .και η υπ’αριθμ../03.02. 2020 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας .. Τέλος, πρέπει αφενός ο ανακόπτων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του δεύτερου και της τρίτης των καθών η ανακοπή, λόγω της ήττας του, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός τους [άρθρα 591 παρ.1 εδ.α, 176 εδ.α, 191 παρ.2 ΚΠολΔ], και αφετέρου η πρώτη και ο τέταρτος των καθών η ανακοπή να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντα, λόγω της ήττας τους και κατόπιν σχετικού αιτήματος του τελευταίου [άρθρα 591 παρ.1 εδ.α, 176 εδ.α, 191 παρ.2 ΚΠολΔ], σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τυπικά την ανακοπή ως προς τον δεύτερο και την τρίτη των καθών.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την ανακοπή ως προς την πρώτη και τον τέταρτο των καθών.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ τον διενεργηθέντα στις 08 Ιανουαρίου 2020 [08.01.2020] ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας . ηλεκτρονικό πλειστηριασμό, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ./11.01.2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, Αρχοντ., την υπ’αριθμ../08.01.2020 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης της Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας . και την υπ’αριθμ../03.02.2020 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας …
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα του δεύτερου και της τρίτης των καθών η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν είκοσι ευρώ [3.120,00 €].
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη και τον τέταρτο των καθών η ανακοπή στα δικαστικά εξόδα του ανακόπτοντα, τα οποίο ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν είκοσι ευρώ [3.120,00 €].
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πύργο Ηλείας, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 09 Μαρτίου 2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/MPrHleias%2079.2022.htm