Μετά τη αμετάκλητη λύση του γάμου εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του εμπραγμάτου δικαίου και δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 1393- 1394 ΑΚ. Έννοια «ισχυρισμού» κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ. Απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα με την προσθήκη εφόσον δε συνιστούν “ισχυρισμούς”. Αοριστία αγωγής ως προς μέρος των επίδικων πραγμάτων λόγω ασάφειας του αιτήματος και ελλείψει εννόμου συμφέροντος καθώς δεν υπάρχει το στοιχείο της αμφισβήτησης και σε κάθε περίπτωση νόμω αβασιμότητα καθώς ο ενάγων ως προς αυτά δεν επικαλείται παράνομη κατάληψη και κατακράτηση αυτών από τους εναγομένους. Δεκτή η ένσταση ιδίας κυριότητας λόγω δωρεάς ως προς τα αμφισβητούμενα κινητά πράγματα μιας εικόνας, ενός δαχτυλιδιού και χρυσών λιρών βάσει των διδαγμάτων κοινής πείρας, της δομής και των εθίμων της ελληνικής κοινωνίας και των εν γένει ειωθότων, που καθιστούν μη πειστικούς τους ισχυρισμούς του ενάγοντος. Μη πειστικός και ο ισχυρισμός περί ύπαρξης ποσού 85.000 ευρώ στην τέως οικογενειακή στέγη με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας. Δεκτή η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ως προς τα κινητά αντικείμενα της εξοχικής κατοικίας λαμβανομένων υπόψη: της χρόνιας αδράνειας του ενάγοντος και απουσίας του ενάγοντος, της μη συμμετοχής του στις δαπάνες συντήρησης του εξοχικού, της στοχευμένης απόλυσης των εναγομένων από την εταιρία του και της εν γένει εκδικητικής και κακόβουλης συμπεριφοράς του λόγω αντιπερισπασμού προς τους εναγόμενους αλλά και της μη πρακτικής χρησιμότητας απόδοσης των πραγμάτων σε αυτόν καθώς διαθέτει στέγη πλήρως εξοπλισμένη. Απορρίπτει αγωγή εν συνόλω.
AΡΙΘΜΟΣ 7763/2019
Αριθμός κατάθεσης αγωγής ./2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή …, Πρωτοδίκη, την οποία
όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 6,12.2018 για να δικάσει τη με αριθμό κατάθεσης ./2018 αγωγή:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … ΑΦΜ … κατοίκου Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε με την κατάθεση προτάσεων που κατέθεσε εμπρόθεσμα ο πληρεξούσιος δικηγόρος (ΑΜΔΣΘ …), ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1)… και 2) … ΑΦΜ …, κατοίκων αμφοτέρων Θεσσαλονίκης, οι οποίοι παραστάθηκαν με την κατάθεση προτάσεων που κατέθεσε εμπρόθεσμα ο πληρεξούσιος δικηγόρος Γεώργιος Κωνσταντινίδης (ΑΜΔΣΘ 10671), ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν παραστάθηκαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι δε ισχυρισμοί τους προβλήθηκαν διό των εμπροθέσμως κατατεθεισών προτάσεων τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατ’ άρθρο 1094 ΑΚ ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητας του και την απόδοση του πράγματος, ενώ κατ’ άρθρο 1097 ΑΚ ο νομέας από την επίδοση της αγωγής ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου, αν από υπαιτιότητα του το πράγμα χειροτέρεψε ή καταστράφηκε ή δεν μπορεί να αποδοθεί για κάποιο άλλο λόγο. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητας αυτού και την απόδοση του πράγματος, επικουρικά δε αποζημίωση ίση προς την αξία του πράγματος σε περίπτωση που επικαλεστεί και αποδείξει τη χειροτέρευση ή καταστροφή ή άλλη αδυναμία προς απόδοση του. Επιπλέον, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 89 § 1 στοιχ. γ’ ΚΠολΔ, ο κύριος κινητού πράγματος δικαιούται να εγείρει διεκδικητική αγωγή με σώρευση επικουρικού αιτήματος περί καταβολής αποζημίωσης κατά τη διάταξη του άρθρου 1097 ΑΚ για την περίπτωση αδυναμίας απόδοσης του πράγματος στο στάδιο της εκτέλεσης, δηλαδή αδυναμίας άμεσης εκτέλεσης με την αφαίρεση του πράγματος και συνεπώς ματαίωσης της απόδοσης που μπορεί να οφείλεται σε οποιοδήποτε λόγο π.χ. ανυπαρξία, καταστροφή, χειροτέρευση του πράγματος, κατ’ απόκλιση του κανόνα της απαγόρευσης της επικουρικής σώρευσης πρόωρων αιτημάτων. Δηλαδή, εφόσον με τη διεκδικητική αγωγή υποβάλλεται και αίτημα καταδίκης του εναγομένου σε ορισμένο ποσό αποζημίωσης, αν δεν ανευρεθεί το πράγμα κατά την εκτέλεση, το Δικαστήριο, εφόσον δεχτεί την αγωγή, υποχρεούται να καταδικάσει τον εναγόμενο όχι μόνο στην παράδοση του επιδίκου πράγματος στον ενάγοντα, αλλά και σε αποζημίωση του ενάγοντος για την περίπτωση που αυτό δεν βρεθεί κατά την εκτέλεση (ΑΠ 427/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1647/2006 ΝοΒ 2007, 651, ΕφΠειρ 516/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 654/2008 Δνη 2009, 616). Αίτημα της αγωγής αυτής είναι η αναγνώριση της κυριότητας επί του πράγματος και η απόδοση αυτού, όχι η παύση και η παράλειψη στο μέλλον της διαταράξεως, όπως στις περιπτώσεις των άρθρων 1108 και 989 ΑΚ περί αρνητικής αγωγής και αγωγής προστασίας της νομής, με τις οποίες η διεκδικητική αγωγή δεν μπορεί να σωρευθεί λόγω της αντίφασης μεταξύ τους, υπό την έννοια ότι στην διεκδικητική αγωγή υπάρχει ολική αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος., ενώ στην αρνητική και στην αγωγή προστασίας της νομής μερική προσβολή της κυριότητας (Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου σελ. 306). Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής και η διάταξη του άρθρου 947§1 ΚΠολΔ, με την οποία προβλέπεται απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως, όταν ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη, διότι η τελευταία διάταξη προϋποθέτει αίτηση περί παραλείψεως η ανοχής πράξεως στηριζόμενη στο ουσιαστικό δίκαιο (Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου σελ. 242 επ).
ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 1094 ΑΚ, ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητας του και την απόδοση του πράγματος. Προϋποθέσεις άσκησης της κατά το άρθρο αυτό διεκδικητικής αγωγής είναι α) σαφής έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν κυριότητα του ενάγοντος στο πράγμα, β) ακριβής, περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, έτσι ώστε να μη γεννιέται καμία αμφιβολία για την ταυτότητα του γ) κατάληψη του ακινήτου από τον εναγόμενο και νομή ή κατοχή από αυτόν, δ) η αξία του πράγματος και ε) ορισμένο αίτημα για αναγνώριση της κυριότητας και απόδοση του πράγματος (ΑΠ 66/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1279/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΙωαν 19/2005 Αρμ 2005,1736, ΕφΑθ 6600/2004 Δνη 2005,498, Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τ. Α’ σελ. 237επ., Γεωργιάδης – Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ, άρ. 1094, αρ. 45). Εξάλλου, προϋπόθεση της διεκδικητικής αγωγής είναι η καθολική προσβολή της κυριότητας με την παράνομη και εναντίον της θέλησης του κυρίου αφαίρεση και κατακράτηση του πράγματος από άλλο τρίτο ή συγκύριο του πράγματος, δηλαδή της νομής αυτού, με την οποία ο κύριος στερείται τη σωματική στο πράγμα εξουσίαση και γεννιέται η σχετική αξίωση του. Αν η προσβολή συνίσταται σε αμφισβήτηση, προφορική ή και με άλλο δηλωτικό αυτής αλλά ρηματικό τρόπο, της κυριότητας, τότε ο κύριος μπορεί να ασκήσει μόνο αναγνωριστική της κυριότητας του, ή της ανυπαρξίας τέτοιας του εναγομένου, αγωγή. Δεν απαιτείται να αναφέρεται στην αγωγή ο ακριβής χρόνος της κατάληψης αλλά μόνο ότι ο εναγόμενος κατά το χρόνο της εγέρσεως της αγωγής νέμεται και κατέχει το πράγμα, αντίθετα, το χρόνο της κατάληψης οφείλει να προσδιορίσει ο εναγόμενος αν προτείνει ένσταση παραγραφής (ΑΠ 966/2004 Δνη 2005,422, ΑΠ 23/2003 ΝοΒ 2003,1616, ΑΠ 895/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 52/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4662/1999 Δνη 2001,167, Βαθρακοκοίλης, ΕρμΑΚ, άρ. 1094, αρ. 1σ). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 70, 118 εδάφ. 4, 216 ΚΠολΔ και 1094 ΑΚ για το ορισμένο της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας, απαιτείται, μεταξύ των άλλων, να αναφέρεται το έννομο συμφέρον του ενάγοντος. Περαιτέρω, το έννομο συμφέρον στην εν λόγω αγωγή συνίσταται στην προσβολή από τον εναγόμενο του δικαιώματος του ενάγοντος είτε με την αποβολή του και κατάληψη του ακινήτου, είτε με άλλη ενέργεια ή παράλειψη ενέργειας που έπρεπε να γίνει, είτε με απλή αμφισβήτηση, εφόσον με αυτήν δημιουργείται για το δικαίωμα σύγχυση και αμφιβολία (ΑΠ 684/2009 και ΑΠ 985/2007 ΝΟΜΟΣ). Το έννομο συμφέρον αποτελεί ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής, που πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, (αλλά και σε κάθε στάση της δίκης), και να είναι άμεσο, υπό την έννοια ότι η έννομη προστασία, που ζητείται με τη μορφή έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης, να αποτελεί πρόσφορο και μοναδικό (όχι όμως απαραιτήτως καί το μείζον) ένδικο μέσο για την εξάλειψη της αβεβαιότητας που δυσχεραίνει την άσκηση των δικαιωμάτων του ενάγοντος ή προκαλεί άλλο κίνδυνο στα έννομα συμφέροντα του (ΑΠ 2046/2007, ΑΠ 335/2006, ΑΠ 78/2006, ΑΠ 640/2003, ΕφΔωδ 266/2006, όλες σε ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Μετά την αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου του ΑΚ με το ν. 1329/1983 εισήχθη ως νόμιμο μεν περιουσιακό σύστημα των συζύγων η περιουσιακή αυτοτέλεια με αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα (1397,1400-1402 ΑΚ), ως συμβατικό δε περιουσιακό σύστημα (1403-1405 ΑΚ) η κοινοκτημοσύνη των αποκτημάτων. Ανεξάρτητα από το σύστημα που διέπει τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, ο ν. 1329/1983 τροποποίησε και διεύρυνε τη ρύθμιση των κινητών πραγμάτων που εισφέρονται ή αποκτώνται στη διάρκεια του γάμου (1394, 1395, 1398, 1520 ΑΚ), Η νέα ρύθμιση χαρακτηρίζεται από την ίση μεταχείριση των συζύγων. Για την επίλυση των αμφισβητήσεων που είναι ενδεχόμενο να προκύψουν σχετικά με το ποιος σύζυγος είναι νομέας και κάτοχος των επιμέρους κινητών του συζυγικού οίκου, είτε όταν εγείρονται αξιώσεις τρίτων, είτε στις σχέσεις μεταξύ των ιδίων των συζύγων, ο νομοθέτης έχει προνοήσει με την καθιέρωση διαφόρων τεκμηρίων (1398 ΑΚ). Σχετικά, εξάλλου, με την προβληματική της έννοιας των κινητών του συζυγικού οίκου ο νόμος διακρίνει μεταξύ α) «οικιακών αντικειμένων» (1394 εδ. 2 ΑΚ) και β) «κινητών που τα χρησιμοποιούν και οι δύο ή μόνο ο ένας από τους συζύγους» (1394 εδ. 1, 1395 εδ. 1, 1398 ΑΚ). Ποιά αντικείμενα θεωρούνται οικιακά δεν αναφέρει ο νόμος. Μόνο στο άρθρο 1820 εδ. β’ ενδεικτικά γίνεται λόγος για έπιπλα, σκεύη, ενδύματα, και θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην έννοια, των οικιακών αντικειμένων περιλαμβάνονται τα κινητά, τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα στον ένα ή και στους δυο συζύγους ή για τα οποία υπάρχει προσδοκία απόκτησης της κυριότητας ενός ή και των δύο συζύγων και τα οποία προορίζονται να εξυπηρετούν τον κοινό ιδιωτικό βίο των συζύγων (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Τα κινητά οίκου, συμβολή στην ερμηνεία των ΑΚ 1394-1395, Δνη 1989, 1-2, Ε. Βλασσόπουλου, Η ρύθμιση των κινητών των συζύγων στο νέο οικογενειακό δίκαιο, ΝοΒ 1984,1138-1139). Τη ρύθμιση της τύχης των κινητών σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης κατοχυρώνουν σήμερα οι ΑΚ 1394-1395, όπως ισχύουν. Κατ’ άρθρο 1394 ΑΚ, σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, ο καθένας από τους συζύγους δικαιούται να παραλάβει τα κινητά που του ανήκουν, ακόμη και αν τα χρησιμοποιούσαν και οι δύο ή και μόνος ο άλλος σύζυγος, υποχρεούται όμως να παραχωρήσει στον άλλο σύζυγο τη χρήση των οικιακών αντικειμένων που του είναι απολύτως απαραίτητα για τη χωριστή του εγκατάσταση, αν το επιβάλλουν οι περιστάσεις για λόγους επιείκειας. Εξάλλου, κατ’ άρθρο 1395 ΑΚ, σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, οι σύζυγοι κατανέμουν τη χρήση των κινητών που ανήκουν και στους δύο σύμφωνα με τις προσωπικές τους ανάγκες και, εάν διαφωνούν, η κατανομή γίνεται από το δικαστήριο, το οποίο μπορεί να επιδικάσει και εύλογη αποζημίωση για τη χρήση που παραχωρεί. Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις, ο κάθε σύζυγος δικαιούται σε περίπτωση διακοπής της συμβιώσεως να παραλάβει τα κινητά που του ανήκουν, ανεξάρτητα από το λόγο διακοπής της συμβιώσεως, ήτοι και ο σύζυγος που εγκατέλειψε το συζυγικό οίκο χωρίς εύλογη αιτία έχει δικαίωμα κατ1 αρχήν να παραλάβει από την οικογενειακή στέγη τα κινητά που του ανήκουν, δηλαδή αυτά στα οποία έχει κυριότητα, επικαρπία ή απλώς κατοχή, εκτός αν πρόκειται για οικιακά αντικείμενα που είναι απολύτως απαραίτητα για τη συνέχιση της διαβίωσης του άλλου συζύγου ή για τη χωριστή του εγκατάσταση και συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου β’ του άρθρου 1394 ΑΚ, δηλαδή εάν το επιβάλλουν οι περιστάσεις για λόγους επιείκειας. Το δικαστήριο όμως έχει τη δυνατότητα να λάβει υπ’ όψιν του και στοιχεία υπαιτιότητας όταν πρόκειται να αποφασίσει κατ’ άρθρο 1394 εδ. β’ ΑΚ, αν την παραχώρηση της χρήσης των οικιακών αντικειμένων στον άλλο σύζυγο επιβάλλουν οι περιστάσεις για λόγους επιείκειας. Σύμφωνα με τη ρύθμιση των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 1394, 1395 και 1398 ΑΚ ο κάθε σύζυγος δικαιούται επί διακοπής της συμβίωσης να παραλάβει τα κινητά που του ανήκουν (δηλαδή αυτά στα οποία έχει κυριότητα, επικαρπία ή απλώς κατοχή) ακόμη και αν μέχρι την αποχώρηση του και τη διακοπή της συμβίωσης τα κινητά αυτά πράγματα τα χρησιμοποιούσαν και οι δύο ή μόνος ο άλλος σύζυγος, σε περίπτωση δε του ο άλλος σύζυγος τον εμποδίσει κατά την παραλαβή, π.χ. με απόκρυψη ή φυγάδευση του πράγματος, έχει εναντίον του τις οικείες εμπράγματες αγωγές (1094, 1108 ΑΚ) ή αγωγές της νομής (987, 989 ΑΚ). Ο εναγόμενος σύζυγος, εφόσον δεν συντρέχει η εξαίρεση της διάταξης του άρθρου 1394 εδ- β’ ΑΚ, δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ ένσταση ότι δικαιούται έναντι του ενάγοντος σε συγκατοχή, διότι με τη διακοπή της συμβιώσεως έπαυσε η υποχρέωση του ενάγοντος συζύγου να παραχωρήσει στον άλλο τη χρήση των κινητών που του ανήκουν. Εξάλλου, το τεκμήριο του άρθρου 1398 παρ. 1 ΑΚ δεν ισχύει σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε ισχύουν και πάλι οι ΑΚ 1110-1111 (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Εμπράγματο Δίκαιο 1, 1991 παρ. 58 HI αριθ. 69 και σελ. 576, υποσημ. 118). Στην περίπτωση λύσης του γάμου με διαζύγιο ο ν. 1329/1983 δεν προέβλεψε καμία ειδική ρύθμιση σχετικά με την τύχη των πραγμάτων του συζυγικού οίκου. Επομένως θα εφαρμοστούν οι γενικές διατάξεις για προστασία της κυριότητας, νομής κ.λπ, επικουρούμενες από τα τεκμήρια των άρθρων 1398 παρ. 2 και 3 (ΜΕφΘεσ 1098/2018 αδημ. προσκομιζόμενη, ΕφΘεσ 1464/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2065/2012 Αρμ 2013,1084, ΕφΑθ 4806/1996 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή του και κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτής όπως διορθώθηκε με τις προτάσεις του που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα στις 30.8.2018, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έχει λυθεί αμετάκλητα ο γάμος του με την πρώτη εναγομένη, από τον οποίο αυτοί απέκτησαν τέκνο το δεύτερο εναγόμενο, καθώς και ότι είναι κύριος των αναλυτικά περιγραφόμενων στην αγωγή κινητών πραγμάτων, πιο συγκεκριμένα α) λόγω δωρεάς από τους γονείς του και τη θεία του, μίας εικόνας της Παναγίας αξίας τουλάχιστον 2.000 ευρώ, είκοσι πέντε (25) χρυσών λιρών Αγγλίας αξίας συνολικά 7.232,75 ευρώ και ενός χρυσού δαχτυλιδιού με τα αρχικά της θείας του τουλάχιστον 1.000 ευρώ,· β) λόγω πώλησης σε αυτόν και αγοράς από τον ίδιο με δικά του χρήματά των αναλυτικά αναφερόμενων στην αγωγή κατ’ είδος και αξία επίπλων και ηλεκτρικών συσκευών της άλλοτε συζυγικής στέγης, συνολικής αξίας 15.150 ευρώ, γ) χρηματικού ποσού 85.000 ευρώ, το οποίο φύλασσε εντός της άλλοτε συζυγικής στέγης και δ) λόγω πώλησης σε αυτόν και αγοράς από τον ίδιο με δικά του χρήματα, των αναλυτικά αναφερόμενων στην αγωγή κατ’ είδος και αξία επίπλων και ηλεκτρικών συσκευών της εξοχικής κατοικίας στο Πευκοχώρι Χαλκιδικής, συνολικής αξίας 10.650 ευρώ. Ότι οι εναγόμενοι αρνούνται να του αποδώσουν τα υπό στοιχεία α’, γ’ και δ’ πράγματα και ότι των υπό στοιχείο β’ πραγμάτων αποδόθηκε στην πρώτη εναγομένη αρχικά προσωρινά η χρήση με την υπ’ αρ. ./2017 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων αυτού του Δικαστηρίου και ήδη αυτή έχει ασκήσει την υπ’ αρ. κατάθεσης ./2017 αγωγή της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, που συζητήθηκε στις 26.2.2018, με αίτημα, μεταξύ άλλων, να της αποδοθεί οριστικά η χρήση των ως άνω υπό στοιχείο β’ πραγμάτων, την αξίωση του για απόδοση των οποίων αυτός είχε γνωστοποιήσει στους εναγόμενους με σχετική εξώδικη όχληση στις 6.6.2014, μετά τη λύση της έγγαμης συμβίωσης, «…χωρίς όμως να υπάρξει οποιαδήποτε ανταπόκριση…». Με βάση το παραπάνω ιστορικό, κατόπιν παραδεκτού εν μέρει περιορισμού, με τις προτάσεις του, του αιτήματος της αγωγής του με τη μετατροπή του σε αναγνωριστικό κατά το ποσό των 85.000 ευρώ (223, 294, 295 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ), ζητεί να αναγνωρισθεί κύριος όλων των επιδίκων κινητών πραγμάτων και χρημάτων και κατόπιν, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν αμφότεροι οι εναγόμενοι να του αποδώσουν τα υπό στοιχεία α’ και δ’ πράγματα, η δε πρώτη εναγομένη επιπλέον και τα υπό στοιχείο β’ πράγματα, ιδίως δε τα τελευταία, υπό στοιχείο β’ πράγματα, όπως αυτολεξεί αναφέρει στην αγωγή του, «…επιφυλασσόμενος ρητά του δικαιώματος μου, όπως τα παραλάβω στο μέλλον, κι ανάλογα με την κρίση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, τ’ οποίο επιλήφθηκε της τακτικής αγωγής της αντιδίκου υπό Γ.Α.Κ. ./2017 και Ε.Α.Κ, ./2017…υπό την επιφύλαξη…σχετικά με τη δικαστική κρίση που εκφέρθηκε με την υπ’ αριθ. 17348/2017 απόφαση…κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων… και σε συνάρτηση με την αναμενόμενη δικαστική κρίση επί της με Ε.Α.Κ. ./2017 αγωγής της αντιδίκου…», άλλως επικουρικώς, εάν τα πράγματα δεν μπορούν να αποδοθούν αυτούσια για οποιοδήποτε λόγο, να του αποδοθεί η ως άνω αξία τους, συνολικά ανερχόμενη, μετ’ αφαίρεση του ποσού των 85.000 ευρώ, κατά το οποίο το αίτημα του μετατράπηκε σε αναγνωριστικό, σε ποσό (2.000+7.232,75+1.000+15.150+85.000+10.650 » 121.032,75 – 85.000 = ) 36.032,75 ευρώ, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Προσκομίζονται εμπρόθεσμα οι υπ’ αρ. . και ./25.4.2018 εκθέσεις επίδοσης της αγωγής στους εναγόμενους του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ‘ από τις οποίες αποδεικνύεται ότι η αγωγή ασκήθηκε νόμιμα καθώς επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός 30 ημερών από την κατάθεση της στις 24.4.2018 (215 παρ. 2 ΚΠολΔ), το από 26.7.2018 ιδιωτικό έγγραφο κατ’ άρθρα 96 παρ. 1 και 237 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, με το οποίο ο ενάγων εξουσιοδότησε τον παριστάμενο για λογαριασμό του δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει στην παρούσα δίκη, με βεβαίωση επ’ αυτού του γνησίου της υπογραφής του από τη δικηγόρο και τα από 3.7.2018 ιδιωτικά έγγραφα κατ’ άρθρα 96 παρ. 1 και 237 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, με τα οποία οι εναγόμενοι εξουσιοδότησαν τον παριστάμενο για λογαριασμό τους δικηγόρο να τους εκπροσωπήσει στην παρούσα δίκη, με βεβαίωση επ’ αυτού του γνησίου της υπογραφής τους από τον ίδιο δικηγόρο. Με το πιο πάνω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία {9, 11 περ. 1, 14 παρ. 2 και 22 ΚΠολΔ) και είναι ως προς τα υπό στοιχείο α’, γ’ και δ’ αναφερόμενα στην αγωγή πράγματα, ορισμένη, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων των εναγομένων περί αοριστίας της, με περιεχόμενο ότι ο ενάγων δήθεν δεν περιγράφει επαρκώς τα διεκδικούμενα πράγματα ώστε να είναι δυνατή η εξατομίκευση τους, ούτε προσδιορίζει ποια πράγματα αποκτήθηκαν από τον ίδιο πριν από το γάμο και ποια στη διάρκεια του γάμου, διότι, αφ’ ενός μεν τα διεκδικούμενα πράγματα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, περιγράφονται στην αγωγή με τρόπο που να μην προκύπτει αμφιβολία για την ταυτότητα τους και να είναι δυνατή η εκτέλεση με αντικείμενο την απόδοση τους, εάν και εφόσον γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η αγωγή του ετέρου, ως προς την πρώτη εναγομένη, άλλοτε σύζυγο του ενάγοντος, η αγωγή είναι απλή διεκδικητική και όχι αγωγή αποκτημάτων του άρθρου 1400 ΑΚ, με αποτέλεσμα να μην είναι νομικά κρίσιμη η διάκριση των πραγμάτων σε αυτά που αποκτήθηκαν πριν και σε αυτά που αποκτήθηκαν διαρκούντος του γάμου, και επιπλέον καμία αξία δεν έχει η διάκριση που επικαλούνται οι εναγόμενοι κατά το μέρος που η κρινόμενη απλή διεκδικητική αγωγή στρέφεται κατά ταυ δεύτερου εξ αυτών, τέκνου του ενάγοντος. Περαιτέρω, η αγωγή, ως προς τα ίδια υπό στοιχεία α’, γ’ και δ’ πράγματα είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 496 επ., 513 επ„ 1034, 1094 επ. και ιδίως 1097 ΑΚ, 69 § 1 στοιχ. γ’, 70, 176 επ. 907, 908 ΚΠολΔ. Αντίθετα, ως προς τα υπό στοιχείο β’ πράγματα, το Δικαστήριο κατ’ αρχάς δεν μπορεί να εκτιμήσει εάν με την αγωγή, η οποία αντιμετωπίζεται ως ένα σύνολο για την εκτίμηση του αιτήματος της, το οποίο μπορεί να διατυπώνεται οπουδήποτε σε αυτήν (Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, άρ. 216, αρ. 7), ζητείται η απόδοση των πραγμάτων αυτών ή μόνο η αναγνώριση της επ’ αυτών κυριότητας, διότι αλλού ο ενάγων ζητεί να του παραδοθούν τα πράγματα αυτά, αλλού όμως εκθέτει ότι «…θα πρέπει δε ν’ αναγνωρισθώ ως αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος τους, εξαιρουμένου του δικαιώματος χρήσης τους, τ’ οποίο αναγνωρίσθηκε υπέρ της πρώτης των αντιδίκων… επιφυλασσόμενος ρητά του δικαιώματος μου, όπως τα παραλάβω στο μέλλον, κι ανάλογα με την κρίση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, τ’ οποίο επιλήφθηκε της τακτικής αγωγής της αντιδίκου υπό Γ.Α.Κ. ./2017 και Ε.Α.Κ. ./2017…». Διατυπώνοντας ο ενάγων την ως άνω επιφύλαξη για την παραλαβή των παραπάνω πραγμάτων, των οποίων σε άλλο σημείο ζητεί την απόδοση, δημιουργεί σοβαρή αμφιβολία για το εάν η αγωγή του είναι ως προς τα πράγματα αυτά διεκδικητική ή αναγνωριστική κυριότητας και εμποδίζει το Δικαστήριο, αφ’ ενός να εκτιμήσει σε τι ακριβώς συνίσταται το σχετικό με τα πράγματα αυτά αίτημα, αφ’ ετέρου να διατυπώσει στο διατακτικό τυχόν διάταξη περί απόδοσης δεκτική εκτέλεσης, στο μέτρο που, σύμφωνα με το άρθρο 943 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν υπάρχει υποχρέωση απόδοσης κινητού πράγματος, ο δικαστικός επιμελητής αφαιρεί το πράγμα από τον καθ’ ου η εκτέλεση και το παραδίδει στον υπέρ ου η εκτέλεση, στην προκειμένη περίπτωση όμως, η επιφύλαξη για την παραλαβή αντιφάσκει με το αίτημα απόδοσης και εμποδίζει τη διατύπωση και εκτέλεση τυχόν διάταξης περί απόδοσης, καθιστώντας την αγωγή ως προς τα υπό στοιχείο β’ πράγματα αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Επιπλέον, η ως άνω περικοπή της αγωγής, καθώς και η άσκηση της ως προς τα υπό στοιχείο β’ πράγματα «…υπό την επιφύλαξη…σχετικά με τη δικαστική κρίση που εκφέρθηκε με την υπ’ αριθ. ./2017 απόφαση…κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων…και σε συνάρτηση με την αναμενόμενη δικαστική κρίση επί της με Ε.Α.Κ. ./2017 αγωγής της αντιδίκου…», δηλαδή υπό την αίρεση ευδοκίμησης αντίθετης αγωγής της πρώτης εναγομένης, καθιστούν την αγωγή ως προς τα υπό στοιχείο β’ πράγματα και νόμω αβάσιμη διότι, σύμφωνα με το άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠολΔ, η άσκηση αγωγής υπό αίρεση δεν επιτρέπεται όπως πράττει στην κρινόμενη περίπτωση ο ενάγων, εξαρτώντας την άσκηση της αγωγής του από το αποτέλεσμα άλλης δικαστικής κρίσης. Άλλο είναι το θέμα ότι το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 222, 249 και 250 ΚΠολΔ, να αναστείλει μόνο του την πρόοδο της ενώπιον του δίκης ή να αναβάλει την έκδοση απόφασης μέχρι να περατωθεί άλλη εκκρεμής δίκη, διότι τούτο προϋποθέτει πάντα ότι υποβλήθηκε σαφές και ορισμένο αίτημα χωρίς αίρεση και δημιουργήθηκε εκκρεμοδικία, καθώς εκκρεμοδικία υπό αίρεση δεν επιτρέπεται (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, άρ. 219, αρ. 1). Πλέον αυτών, ακόμη και εάν η αγωγή ήθελε εκτιμηθεί ως διεκδικητική ως προς τα υπό στοιχεία β’ πράγματα, αυτή είναι νόμω αβάσιμη για τον πρόσθετο λόγο ότι ο ενάγων, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα διεκδικούμενα πράγματα, δεν αναφέρει καθόλου ως προς αυτά, ως στοιχείο για τη θεμελίωση της διεκδικητικής αγωγής του, ότι τούτα κατελήφθησαν παράνομα και εναντίον της θέλησης του και ότι κατακρατούνται ομοίως παράνομα από την πρώτη εναγομένη, από την οποία και μόνο ζητεί την απόδοση τους, και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός της αμετάκλητης λύσης του γάμου και της τυχόν παύσης της ισχύος της υπ’ αρ. ./2017 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων που παραχώρησε προσωρινά τη χρήση των πραγμάτων στην πρώτη εναγομένη. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα πράγματα, για τα οποία ο ενάγων αναφέρει ότι οι εναγόμενοι αρνούνται να του τα αποδώσουν, δηλαδή τα κατακρατούν παράνομα, για τα υπό στοιχείο β’ πράγματα αναφέρει μόνο ότι αυτά «μετά τη διάσπαση του γάμου μας παρέμειναν στην αντίδικο» και ότι δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση στην από 5.6.2014 εξώδικη όχληση του για την απόδοση τους, και έτσι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις άσκησης όχι μόνο της διεκδικητικής αγωγής για τα πράγματα αυτά, αφού δεν αναφέρεται ούτε συνάγεται σαφώς η παράνομη και άνευ δικαιώματος κατακράτηση τους μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου, αλλά, ούτε και της απλής αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής, αφού δεν συνάγεται από τα ιστορούμενα στην αγωγή ούτε απλή αμφισβήτηση του επικαλούμενου δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος, ώστε να δικαιολογείται έννομο συμφέρον προς άσκηση έστω απλής αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής, στο μέτρο που, σύμφωνα με το ιστορικό της αγωγής, η πρώτη εναγομένη δεν έδωσε καμία απάντηση στην εξώδικη όχληση, είτε συνομολογώντας το περιεχόμενο της είτε, πολύ περισσότερο, αρνούμενη αυτό, αμφισβητώντας έτσι την κυριότητα του, ο δε ενάγων δεν επικαλείται και δεν εκθέτει κανένα περιστατικό αμφισβήτησης της κυριότητας του από την πρώτη εναγομένη, ώστε να του παρέχεται η αναγνωριστική αγωγή (ΕφΔωδ 266/2006 ΝΟΜΟΣ, Βαθρακοκοίλης, ΕρμΑΚ, άρ. 1094, αρ, 2δα). Με τις παραπάνω σκέψεις, η αγωγή ως προς τα υπό στοιχείο β’ πράγματα, και δη τα έπιπλα και την οικοσκευή της άλλοτε συζυγικής στέγης των διαδίκων πρώην συζύγων πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη. Κατά τα λοιπά, εφόσον για το αντικείμενο της καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα επ’ αυτού ποσοστά υπέρ του Ταμείου Νομικών και του ΤΑΧΔΙΚ (βλ. το υπ’ αρ. . ηλεκτρονικό παράβολο και το ..2018 αποδεικτικό εξόφλησης αυτού μέσω του συστήματος internet banking της Εθνικής Τράπεζας), αυτή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.
Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για να κριθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική θα πρέπει να υπάρχει προφανής υπέρβαση των ως άνω ορίων που υφίσταται όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε σε συνάρτηση με αυτή του υπόχρεου (εφόσον όμως του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με τη συμπεριφορά του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτή) ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά τον μεσολαβήσαντα χρόνο ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς να εμποδίζουν κατά νόμο τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού η συμπεριφορά αυτή τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο, οι οποίες κρίνονται σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση άσκησης του δικαιώματος του (ΟλΑΠ 33/2005 Δνη 2005,1033, ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 446/2007 ΝΟΜΟΙ, ΑΠ 971/2004 Δνη 2005,421 F ΑΠ 66/2004 Δνη 2004,136, ΑΠ 938/2003 Δνη 2003,1595).
Οι εναγόμενοι με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους, αρνούνται εν γένει την αγωγή και περαιτέρω, ως προς τα υπό στοιχείο α’ πράγματα ισχυρίζονται ότι αυτά ανήκουν κατά κυριότητα, η μεν εικόνα και το δαχτυλίδι στην πρώτη εξ αυτών λόγω δωρεάς το 1989 από την πεθερά της, μητέρα του ενάγοντος, ένεκα της τέλεσης του γάμου τους, οι δε χρυσές λίρες στο δεύτερο εξ αυτών λόγω δωρεάς από τους διαδίκους γονείς του και από τους παππούδες του, γονείς του ενάγοντος, σε επίσημες περιστάσεις (γιορτές κ.λπ.). Ο ισχυρισμός αυτός περί ιδίας κυριότητας των εναγομένων επί των ως άνω κινητών πραγμάτων, εφόσον ανάγεται σε περιστατικά μεταγενέστερα από αυτά που εκτίθενται στην αγωγή, συνιστά ένσταση (Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου σελ. 264), η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 496 και 1034 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Ακολούθως, και ως προς τα υπό στοιχείο δ’ πράγματα, επικουρικά σε σχέση με την άρνηση της αγωγής και για την περίπτωση που γίνει δεκτό ότι ο ενάγων είναι κύριος αυτών, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι έχουν δικαίωμα νομής και κατοχής αυτών δυνάμει έγκυρης σύμβασης χρησιδανείου που έχει καταρτιστεί με τον ενάγοντα διά παραχωρήσεως από αυτόν ατύπως και άνευ ανταλλάγματος της χρήσης των πιο πάνω πραγμάτων. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση ιδίου δικαιώματος νομής και κατοχής, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 810 επ. και 1095 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν (σημειωτέον ότι η ίδια ένσταση προβάλλεται και σε σχέση με τα υπό στοιχείο β’ πράγματα, ωστόσο ως προς αυτά παρέλκει η εξέταση της, δεδομένου ότι ήδη η αγωγή απορρίφθηκε ως προς τα πράγματα αυτά ως νόμω αβάσιμη).
Τέλος, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το δικαίωμα του ενάγοντος ασκείται καταχρηστικά και η αγωγή του πρέπει να απορριφθεί, διότι η άσκηση της 4 έτη μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης με την οικειοθελή αποχώρηση του ενάγοντος, ο οποίος εγκατέλειψε την οικογενειακή στέγη, χωρίς να διεκδικήσει έκτοτε τίποτε από τα επίδικα, όπως έκανε με τα προσωπικά του είδη, δημιούργησε στους εναγόμενους την πεποίθηση, ότι η αγωγή δεν θα ασκηθεί, ασκείται δε τώρα από μένος και για λόγους εκδίκησης και επί σκοπώ εξαθλίωσης των εναγομένων, επειδή, εκτός από την αγωγή του ενάγοντος για τη λύση του γάμου λόγω διετούς διάστασης, έγινε αμετάκλητα δεκτή και η αγωγή της πρώτης εναγομένης λόγω ισχυρού κλονισμού του γάμου από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του ενάγοντος και υποχρεώθηκε μάλιστα αυτός να της καταβάλει και χρηματική ικανοποίηση ύψους 8.000 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης που της προκάλεσε βιαιοπραγώντας σε βάρος της και μεταδίδοντας της σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, η δε κακοβουλία του καταδεικνύεται και α) από την άνευ λόγου απόλυση των εναγομένων από την εργασία τους στην επιχείρηση του ενάγοντος στις 29.5.2017, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. ./22.3.2017 οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου περί λύσης του γάμου, προκειμένου να περιέλθουν σε κατάσταση απόλυτης ένδειας, β) από την άσκηση αγωγής αποβολής από τη νομή του εξοχικού στο Πευκοχώρι Χαλκιδικής αμέσως μετά την επίδοση στον ίδιο της υπ’ αρ. ./28.8.2017 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου περί ασφαλιστικών μέτρων διατροφής και προσωρινής ρύθμισης χρήσης της οικογενειακής στέγης και των εντός αυτής κινητών, γ) από την απόρριψη, με την υπ’ αρ. ./30.8.2017 διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, της από Ιουλίου 2016 εγκλήσεώς του κατά της πρώτης εναγομένης για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα ως παντελώς ψευδούς και υποβληθείσας από εκδικητικότητα και εν τέλει δ) από την άσκηση της κρινόμενης αγωγής τον Απρίλιο του 2018, μετά τη συζήτηση στις 30.3.2018 της υπ’ αρ. ./2018 αίτησης της πρώτης εναγομένης περί ασφαλιστικών μέτρων διατροφής λόγω διαζυγίου, η οποία κατόπιν έγινε δεκτή με την υπ’ αρ. ./1.8.2018 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, ισχυρίζονται περαιτέρω οι εναγόμενοι ότι οι συνέπειες που θα προκληθούν στους ίδιους από την παραδοχή της αγωγής και ιδίως από την απόδοση στον ενάγοντα των πραγμάτων που βρίσκονται στο εξοχικό σπίτι στο Πευκοχώρι Χαλκιδικής (δεδομένου ότι παρέλκει η εξέταση του ισχυρισμού ως προς τα πράγματα που βρίσκονται στην άλλοτε συζυγική στέγη, ως προς τα οποία, όπως προειπώθηκε, η αγωγή έχει απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη) θα είναι δυσμενέστερες από αυτές που θα προκληθούν στον ενάγοντα από την απόρριψη της, δεδομένου ότι οι ίδιοι από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης επωμίζονται μόνοι τους τις δαπάνες συντήρησης του εξοχικού σπιτιού και της οικοσκευής του χωρίς καμία οικονομική συμβολή του ενάγοντος, ο οποίος ουδέποτε μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, και για τρία έτη μέχρι την άσκηση το πρώτον το 2017 της αγωγής αποβολής από τη νομή του εξοχικού σπιτιού, δεν προσήλθε να παραθερίσει στο σπίτι αυτό, σε αντίθεση με τους ίδιους, οι οποίοι παραθερίζοντας και συντηρώντας το σπίτι αυτό χρειάζονται τα πράγματα για την εξυπηρέτηση τους, χωρίς τα οποία η διαμονή στο σπίτι αυτό θα είναι αδύνατη, ενώ δεν διαθέτουν κανέναν οικονομικό πόρο για να αγοράσουν νέο εξοπλισμό για το σπίτι αυτό, ο δε ενάγων, εξάλλου, που εσοδεύει χρήματα από δική του επιχείρηση, δεν χρειάζεται καθόλου τα επίδικα πράγματα αφού ήδη μισθώνει κατοικία επί της οδού στη Θεσσαλονίκη, στην οποία διαμένει και η οποία είναι πλήρως εξοπλισμένη, ζητεί δε την απόδοση τους μόνο για να καταστήσει ανέφικτη τη χρήση του εξοχικού σπιτιού από τους εναγόμενους, ενόψει και της ασκηθείσας αγωγής του περί αποβολής από τη νομή αυτού. Η με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος που προβάλλουν οι εναγόμενοι είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στο άρθρο 281 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της. Τέλος; το αίτημα των εναγομένων να ανασταλεί η πρόοδος της δίκης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι να παρέλθει η προθεσμία ασκήσεως αγωγής εκ του άρθρου 1400 ΑΚ, άλλως μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί τοιαύτης αγωγής που θα ασκήσει προσεχώς η πρώτη εναγομένη, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο, διότι προϋπόθεση της εφαρμογής του άρθρου 249 ΚΠολΔ είναι να υπάρχει άλλη πολιτική δίκη ήδη εκκρεμής ενώπιον του ίδιου ή άλλου Δικαστηρίου, και είναι σαφές ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει τέτοια εκκρεμής δίκη, παρά οι εναγόμενο! δηλώνουν μόνο ότι προτίθενται να ανοίξουν τέτοια δίκη στο μέλλον.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους από το ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται εν προκειμένω), προκύπτει ότι οι διάδικοι προσκομίζουν τα αποδεικτικά τους μέσα με τις προτάσεις τους, επικαλούμενοι αυτά, και μόνο εάν προβάλουν ισχυρισμό σε αντίκρουση ισχυρισμού του αντιδίκου προβληθέντος με τις προτάσεις, μπορούν, προς απόδειξη του ισχυρισμού τους και προς αντίκρουση του προηγουμένως προβληθέντος ισχυρισμού του αντιδίκου προσκομίσουν μετ’ επικλήσεως νέα αποδεικτικά μέσα. Με τον όρο «ισχυρισμός» νοείται αυτό που προβάλλεται με αγωγή, ανταγωγή, ένσταση, αντένσταση κ.λπ. και θεμελιώνει, καταλύει ή παρακωλύει δικαίωμα του αντιδίκου ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, το οποίο ασκήθηκε ως επιθετικό ή αμυντικό μέσο και προβλήθηκε με τον ίδιο ως άνω τρόπο (αγωγή κ.λπ.), ή τείνει στον περιορισμό των συνεπειών του δικαιώματος του αντιδίκου, είτε ως ένσταση ή αντένσταση είτε ως αίτημα που δεν έχει αυτοτελή υπόσταση με τη έννοια ότι δε θεμελιώνεται σε ιδιαίτερη ανταξίωση αυτού που το προβάλλει κατά της αγωγής (ΑΠ 1588/2008 και 1602/2008, και οι δυο σε ΝΟΜΟΣ), ενώ δεν εμπίπτουν στην έννοια του ισχυρισμού τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται προς ανατροπή των όσων εκθέτει ο αντίδικος ή τα συμπεράσματα που συνάγονται από την αξιολόγηση των αποδείξεων ή την επεξεργασία των όσων υποστηρίζει ο αντίδικος (ΑΠ 1332/2010, 1043/2010, 999/2010, 842/2010, 677/2010, 570/2010, όλες σε ΝΟΜΟΣ). Με βάση τα ανωτέρω και με δεδομένο ότι οι διάδικοι προέβαλαν τους ισχυρισμούς τους με την ανωτέρω έννοια, ο μεν ενάγων με την αγωγή του, οι δε εναγόμενοι με τις προτάσεις τους, επίσης αμφότερα τα διάδικα μέρη με την κατ’ άρθρο 237 παρ. 2 ΚΠολΔ προσθήκη των προτάσεων τους περιορίστηκαν στην έκθεση επιχειρημάτων ή συναγωγή συμπερασμάτων, χωρίς να προβάλλεται κανένας ισχυρισμός με την ανωτέρω έννοια, απαραδέκτως προσκομίζονται και δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν το πρώτον με την ως άνω προσθήκη τους, συμπεριλαμβανομένων της υπ’ αρ. ./10.9.2018 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης και των επ’ ευκαιρία αυτής και ./4.9.2018 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η με τη συνημμένη από 4.9.2018 γνωστοποίηση απευθυνόμενη προς τους εναγόμενους, καθώς και της υπ’ αρ. ./18.9,2018 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης και της επ’ ευκαιρία αυτής ./13.9.2018 εκθέσεως επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης α με τη συνημμένη από 13.9.2018 γνωστοποίηση απευθυνόμενη προς τον ενάγοντα.
Σύμφωνα με το άρθρο 261 ΚΠολΔ, κάθε διάδικος οφείλει να απαντά με σαφήνεια γενική ή ειδικά για την αλήθεια ή όχι των πραγματικών ισχυρισμών του αντιδίκου του. Εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστή να κρίνει σε συνδυασμό με την τυχόν γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση. Όταν ο εναγόμενος αρνείται γενικά την αγωγή., το δικαστήριο οφείλει μεν να θεωρήσει αμφισβητούμενα τα πραγματικά περιστατικά της αγωγής, πλην όμως από τη γενική άρνηση και τη μη ειδική αμφισβήτηση μπορεί να συναχθεί έμμεση ομολογία ορισμένων ισχυρισμών του αντιδίκου, όταν η συνολική δικονομική συμπεριφορά ταυ εναγομένου οδηγεί σε αυτήν την κατεύθυνση- Το δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να θεωρήσει ότι η ομολογία κατισχύει της γενικής άρνησης και αποτελεί πλήρη απόδειξη. Έτσι, η έμμεση ομολογία ταυτίζεται από άποψη συνεπειών με την ομολογία του άρθρου 352 ΚΠολΔ (Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρ. 261, αρ. 9, 11 με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία).
Από όλα τα έγγραφα που νομίμως και εμπροθέσμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα παρακάτω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κανένα κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης, από την υπ’ αρ. ./19.7.2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον, της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης … που νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζει ο ενάγων, η οποία ελήφθη για την παρούσα δίκη τηρηθεισών των νομίμων διατυπώσεων των άρθρων 421 και 422 ΚΠολΔ (βλ. τις υπ’ αρ. . και ./9.7.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης … με τη συνημμένη γνωστοποίηση μαρτύρων), από την υπ’ αρ. ./24.8.2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης που νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι εναγόμενοι, η οποία ελήφθη για την παρούσα δίκη τηρηθεισών των νομίμων διατυπώσεων των άρθρων 421 και 422 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αρ. ./8.8.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης … με τη συνημμένη γνωστοποίηση μαρτύρων) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων και η πρώτη εναγομένη παντρεύτηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1989 και από το γάμο τους απέκτησαν ένα τέκνο, το δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος γεννήθηκε το 1994. Στις 10.5.2014 διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωση με την αποχώρηση του ενάγοντος από την οικογενειακή στέγη και ο γάμος λύθηκε αμετάκλητα με την υπ’ αρ. ./22.3.2017 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου (βλ. και την υπ’ αρ. ./13.12.2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης που εκδόθηκε επί ασκηθεισών εκ μέρους των πρώην συζύγων εφέσεων κατά της πρωτόδικης απόφασης, σε συνδυασμό με την από 21.2.2018 έκθεση παραίτησης από τα ένδικα μέσα ενώπιον του γραμματέως του Εφετείου Θεσσαλονίκης). Ο ενάγων υποστηρίζει ότι οι εναγόμενοι κατακρατούν και αρνούνται να του αποδώσουν μία εικόνα της Παναγίας αξίας τουλάχιστον 2,000 ευρώ, είκοσι πέντε (25) χρυσές λίρες Αγγλίας αξίας συνολικά 7,232,75 ευρώ και ένα χρυσό δαχτυλίδι με τα αρχικά της θείας του αξίας τουλάχιστον 1.000 ευρώ, πράγματα που περιήλθαν στην κυριότητα του λόγω δωρεάς από τους γονείς και τη θεία του πριν το γάμο του και παρέμειναν όλα στην άλλοτε συζυγική στέγη μετά την αποχώρηση του από εκεί στις 10.5.2014, καθώς και το χρηματικό ποσό των 85,000 ευρώ που φύλασσε ο ίδιος στην άλλοτε συζυγική στέγη και ομοίως παρέμεινε εκεί μετά την αποχώρηση του. Αποδεικνύεται ωστόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι τόσο η εικόνα της Παναγίας όσο και το χρυσό δαχτυλίδι με τα αρχικά Σ.Α. απετέλεσαν δώρα της οικογένειας του ενάγοντος προς την πρώτη εναγομένη ενόψει της τέλεσης του γάμου της με τον ενάγοντα το 1989, οι δε λίρες απετέλεσαν δώρα των γονέων του ενάγοντος προς το δεύτερο εναγόμενο εγγονό τους, ο οποίος έφερε και το όνομα του εκ πατρός πάππου του, καθώς και των ίδιων των διαδίκων γονέων του προς αυτόν, όλα δε τα παραπάνω έλαβαν χώρα σε απόλυτη αρμονία με τα ειωθότα στην ελληνική κοινωνία και οικογένεια, ιδίως δε ως προς το δαχτυλίδι δεν αντέχει καν στη λογική ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η θεία του του δώρησε ένα γυναικείο δαχτυλίδι, ακόμη δε και εάν γίνει δεκτό ότι η προαναφερόμενη εικόνα αποτελούσε οικογενειακό κειμήλιο της πατρικής οικογένειας του ενάγοντος, συμβαδίζει απόλυτα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και με τα ελληνικά έθιμα ενόψει της τελέσεως γάμου, να δωρίζει η οικογένεια του ενός μελλόνυμφου πολύτιμα αντικείμενα, με υλική ή συναισθηματική αξία, ιδίως δε οικογενειακά κειμήλια ή κοσμήματα, στον άλλο μελλόνυμφο, ενώ το ίδιο ισχύει και για τη δωρεά των λιρών στο δεύτερο εναγόμενο από τους γονείς και τους παππούδες του, ιδίως αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι ο δεύτερος εναγόμενος έφερε μεγάλη χαρά στην οικογένεια, καθώς γεννήθηκε μετά από πολλές απόπειρες εξωσωματικής γονιμοποίησης. Τα όσα αντίθετα κατέθεσαν οι επιμέλεια του ενάγοντος εξετασθέντες ενόρκως ενώπιον συμβολαιογράφου μάρτυρες, ότι τα παραπάνω πράγματα ανήκουν στην κυριότητα του ενάγοντος από δωρεές των γονέων και της θείας του δεν κρίνονται καθόλου πειστικά, στο μέτρο μάλιστα που αποδυναμώνονται από το περιεχόμενο εγγράφων που και ο ίδιος ο ενάγων προσκομίζει. Συγκεκριμένα, ενώ οι μάρτυρες αυτοί καταθέτουν ότι ο ενάγων μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης ζήτησε από τους εναγόμενους να του παραδώσουν τα πράγματα αυτά, εν τούτοις αποδεικνύεται ότι, με την από 5,6.2014 εξώδικη όχληση του προς την πρώτη εναγομένη, που της επιδόθηκε στις 6.6.2014, λίγο μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης και την οποία και ο ίδιος προσκομίζει μετ’ επικλήσεως, ο ενάγων ζήτησε την παράδοση μόνο προσωπικών του αντικειμένων καθημερινής χρήσης, ήτοι ενδυμάτων, υποδημάτων, λοιπών προσωπικών ειδών, βιβλίων κ.λπ., δηλαδή πραγμάτων χρειωδών για την καθημερινότητα του, ενώ ουδόλως αναφέρθηκε στα παραπάνω πράγματα, ούτε και επανήλθε ποτέ διεκδικώντας τα επί τέσσερα έτη, από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, όπως θα ήταν εύλογο και αναμενόμενο να πράξει, ιδίως αν ληφθεί υπ’ όψιν η ιδιότητα του ως έμπειρου στις συναλλαγές επιχειρηματία και η επικαλούμενη από τον ίδιο φερόμενη ως υψηλή συναισθηματική και οικονομική αξία τους, καθώς και η ομοίως επικαλούμενη από τον ίδιο οικονομική ένδεια των εναγομένων, η οποία εύλογα θα εγκυμονούσε κίνδυνο άμεσης εκποίησης των ως άνω πολύτιμων αντικειμένων, είτε από οικονομική ανάγκη μετά τη στέρηση της συνεισφοράς του ενάγοντος στο συζυγικό οίκο, αφού μάλιστα η πρώτη εναγομένη εργαζόταν τυπικά μόνο στην επιχείρηση του ενάγοντος και όχι ουσιαστικά και δεν είχε δικά της εισοδήματα, είτε και από εκδικητικότητα, καθώς μάλιστα αποδεικνύεται ευχερώς ότι οι σχέσεις του ενάγοντος, όχι μόνο με την πρώτη εναγομένη άλλοτε σύζυγο του αλλά και με το δεύτερο εναγόμενο γιο του, είναι κάκιστες. Εξάλλου, ούτε και στη μεταγενέστερη από 14.6.2017 εξώδικη δήλωση του προς τους εναγόμενους, την οποία ο ίδιος προσκομίζει μετ’ επικλήσεως-και, επιδόθηκε αυτή στις 16.6,2017, δεν κάνει ο ενάγων καμία αναφορά -στα παραπάνω πράγματα, ούτε ζητεί την απόδοση τους ως ανηκόντων στον ίδ^ό. Εάν, άλλωστε, τα πράγματα αυτά ανήκαν κατά κυριότητα στον ίδιο, θα ήταν αντίθετο με την κοινή λογική και τα συνηθιζόμενα στις συναλλαγές ο ενάγων-να παραλείψει να πάρει τα ανωτέρω αντικείμενα, η μεταφορά των οποίων ήταν ευχερής λόγω του μικρού τους μεγέθους, επιπλέον δε η αξία τους ήταν κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς μεγάλη (βλ. παραπάνω – πρβλ. ΜΠρΘεσ 23670/2010 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, προσκομιζόμενη), Αποδεικνύεται επομένως ότι οι εναγόμενοι είναι κύριοι λόγω δωρεάς, η μεν πρώτη της ως άνω εικόνας και του δαχτυλιδιού, ο δε δεύτερος των αναφερόμενων στην αγωγή είκοσι πέντε (25) χρυσών λιρών Αγγλίας, πάντα δε τα αντίθετα υποστηριζόμενα εκ μέρους του ενάγοντος τυγχάνουν ουσία αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, συμπεριλαμβανομένων και των πιο πάνω ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, δεν αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος διατηρούσε στην άλλοτε συζυγική στέγη και άφησε εκεί κατά την αποχώρηση του το χρηματικό ποσό των 85.000 ευρώ. Το Δικαστήριο ουδόλως πείθεται ότι ο ενάγων αποχώρησε από τη συζυγική οικία το 2014 χωρίς να πάρει μαζί του αυτά τα χρήματα και ότι λίγο αργότερα όχλησε την πρώτη εναγομένη να του παραδώσει προσωπικά αντικείμενα ευχερώς αντικαταστατά, έστω κατά ένα μέρος, με δαπάνη υπολειπόμενη κατά πολύ σε αξία του ως άνω διόλου ευκαταφρόνητου ποσού, χωρίς να κάνει καμία αναφορά στο ποσό αυτό, την αξίωση απόδοσης του οποίου προβάλει το πρώτον με την κρινόμενη αγωγή του τέσσερα έτη μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, χωρίς να έχει διαλάβει καμία αναφορά για το ποσό αυτό ούτε στην από 14.6.2017 εξώδικη δήλωση του. Εάν ο ενάγων φύλασσε τα χρήματα αυτά στο σπίτι, είναι βέβαιο ότι αυτά θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα έπαιρνε μαζί του, όπως άλλωστε έτσι θα έπραττε ο μέσος συνετός άνθρωπος, και τέτοιος ήταν οπωσδήποτε ο ενάγων, από ετών έμπειρος επιχειρηματίας. Η δε κατάθεση του μάρτυρα ότι ο ενάγων, πριν από τη μεταφορά των χρημάτων αυτών στο σπίτι του, τον συμβουλεύτηκε για το που θα μπορούσε να κρύψει τα χρήματα αυτά, ως εκ της ιδιότητας του ως αστυνομικού, δεν κρίνεται καθόλου πειστική, ενόψει της ιδιότητας του ενάγοντος ως έμπειρου στις συναλλαγές επιχειρηματία, λαμβανομένου επιπλέον υπ’ όψιν ότι, σύμφωνα με την αγωγή, η φύλαξη των χρημάτων οίκοι συναρτάται χρονικά με την επισφαλή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και των ελληνικών τραπεζών, η οποία όμως τοποθετείται χρονικά, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, στο χρονικό διάστημα μετά το 2010,.δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο είχε αποκαλυφθεί ήδη η εξωσυζυγική σχέση του ενάγοντος, είχε διαγνωστεί η μετάδοση από τον ίδιο στην πρώτη εναγομένη σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος και είχαν λάβει χώρα περιστατικά βιαιοπραγίας από τον ίδιο σε βάρος της, τα οποία οδήγησαν άπαντα, μεταξύ άλλων, στον κλονισμό του γάμου του με την πρώτη εναγομένη (βλ. την υπ’ αρ. ./22.3.2017 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου και την υπ’ αρ. ./13.12.2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης) και στη διατάραξη των σχέσεων του με το γιο του δεύτερο εναγόμενο, επομένως από και κατά το χρόνο εκείνο ο ενάγων δεν είχε κανένα λόγο να ξεκινήσει να φυλάσσει στο σπίτι του ένα τόσο μεγάλο χρηματικό ποσό με κίνδυνο να το υφαρπάξουν οι ήδη δυσμενώς διακείμενοι απέναντι του εναγόμενοι, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του τυγχάνουν απορριπτέοι καθ’ ολοκληρίαν ως ουσία αβάσιμοι. Περαιτέρω, ως προς τα έπιπλα και την οικοσκευή του εξοχικού σπιτιού στο Πευκοχώρι Χαλκιδικής, από την ανάγνωση και εκτίμηση των προτάσεων των εναγομένων ευχερώς συνάγεται ότι αυτοί δεν αμφισβητούν ειδικά, προβάλλοντας νομίμως θεμελιωμένο ισχυρισμό ίδιας κυριότητας, την κυριότητα του ενάγοντος επί των πραγμάτων αυτών, όπως αντίθετα πράττουν με τα προμνημονευόμενα κειμήλια και τιμαλφή, αντίθετα προβάλλουν ως προς τα πράγματα αυτά γενική άρνηση της αγωγής και ακολούθως περιορίζονται να αναφέρουν ότι η πρώτη εξ αυτών επιμελήθηκε προσωπικά της επιλογής, αγοράς και τοποθέτησης των παραπάνω πραγμάτων «σε γνώση του αντιδίκου και σε συνεννόηση μαζί του», χωρίς όμως να ισχυρίζονται ότι η πρώτη εξ αυτών διέθεσε ίδια κεφάλαια για την αγορά και εγκατάσταση των ειδών αυτών, και ακολούθως ισχυρίζονται επικουρικά ότι η αγωγή ως προς τα πράγματα αυτά ασκείται καταχρηστικά και ότι η χρήση αυτών έχει παραχωρηθεί στους εναγόμενους με άτυπη σύμβαση χρησιδανείου.
Με βάση τους ισχυρισμούς των εναγομένων και από τη συνολική εκτίμηση των προτάσεων τους, ως εκ της μη ειδικής αμφισβητήσεως της κυριότητας του ενάγοντος, συνάγεται, κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ, έμμεση ομολογία των εναγομένων περί της κυριότητας του ενάγοντος επί των επίπλων και της οικοσκευής της εξοχικής κατοικίας -στο Πευκοχώρι Χαλκιδικής, η οποία ταυτίζεται από άποψη συνεπειών με την ομολογία του άρθρου 352 ΚΠολΔ (Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, ΕρμΚΠολΔ αρ. 261, αρ. 9, 11 με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Εξάλλου δεν προσκομίζουν οι εναγόμενοι καμία απόδειξη αγοράς από τους ίδιους μέρους ή όλων των ως άνω πραγμάτων, οι δε εξετασθέντες ενόρκως με επιμέλεια ως καταθέσουν ό,τι αναφέρουν και οι εναγόμενοι στις προτάσεις τους, δηλαδή ότι ο εξοπλισμός του εξοχικού σπιτιού επιλέχθηκε και τοποθετήθηκε κατ’ επιλογή, με την επιμέλεια και υπό την επίβλεψη της πρώτης εναγομένης. Οι ίδιοι άλλωστε οι εναγόμενοι, στην υπ’ αρ. ./15250/2017 αγωγή τους περί διατροφής, ισχυρίζονται ότι ο ενάγων συνεισέφερε αποκλειστικά ο ίδιος οικονομικά στο συζυγικό οίκο. Ο εξοπλισμός λοιπόν του εξοχικού σπιτιού ανήκει στην κυριότητα του ενάγοντος και δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο η σύναψη σύμβασης χρησιδανείου με τους εναγομένους για τα πράγματα αυτά, ως εκ τούτου η ένσταση ιδίου δικαιώματος νομής και κατοχής των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι από τις 10.5.2014 που ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς από την οικογενειακή στέγη, δεν προσήλθε ποτέ, τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι του 2017, να παραθερίσει στο εξοχικό σπίτι στο Πευκοχώρι Χαλκιδικής, ούτε προέβαλε οποιαδήποτε δικαιώματα επ’ αυτού ή επί του εξοπλισμού του. Δικαιώματα στο σπίτι αυτό και στον εξοπλισμό του προέβαλε ο ενάγων το πρώτον με την από 14.6.2017 εξώδικη δήλωση του προς τους εναγόμενους, που επιδόθηκε στις 16.6.2017, μολονότι δε επισημαίνει στη δήλωση αυτή ότι και κατά το παρελθόν διατύπωσε προς τους εναγόμενους αίτημα να παύσουν να τον εμποδίζουν στην άσκηση της νομής του στο εξοχικό σπίτι, ώστε να έχει τη δυνατότητα ακώλυτης και αποκλειστικής χρήσης του, εν τούτοις δεν προσκομίζει καμία σχετική προγενέστερη εξώδικη δήλωση ή όχληση, ούτε αποδεικνύεται κάτι διαφορετικό από κανένα άλλο πρόσφορο προς τούτο αποδεικτικό στοιχείο, ως τέτοιων μη νοουμένων των ενόρκων βεβαιώσεων των εξετασθέντων επιμέλεια του ενάγοντος μαρτύρων, αφού αυτοί τίποτε σχετικό δεν καταθέτουν. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα οι εναγόμενοι και κυρίως η πρώτη εξ αυτών ήταν αυτοί που είχαν επωμιστεί τη φροντίδα και συντήρηση του εξοχικού σπιτιού, καταβάλλοντος, μεταξύ άλλων, τις δαπάνες σύνδεσης του με τα δίκτυα κοινής ωφέλειας, χωρίς μάλιστα να διαθέτουν κανένα άλλο έσοδο, εκτός από την προσωρινή διατροφή ποσού 1.000 ευρώ συνολικά δι’ αμφότερους, που τους επιδικάστηκε το πρώτον τρία έτη μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης δυνάμει της υπ’ αρ. ./2017 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων αυτού του Δικαστηρίου. Συνεχίζουν δε μέχρι σήμερα να συντηρούν το σπίτι αυτό με δαπάνες τους, εξακολουθώντας να μην διαθέτουν άλλο έσοδο, εκτός από την προσωρινή διατροφή ποσού 700 ευρώ που επιδικάστηκε στην πρώτη εξ αυτών λόγω διαζυγίου δυνάμει της υπ’ αρ. ./2018 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων αυτού του Δικαστηρίου, Μάλιστα, ο ενάγων, το Μάϊο του 2017, μετρ τη λύση του γάμου και πριν την επίδοση της· προμνημονευόμενης εξώδικης δήλωσης, είχε απολύσει τους εναγόμενους από τις θέσεις που κατείχαν στην επιχείρηση του, στην οποία φαίνονταν αυτοί να απασχολούνται έως τότε λαμβάνοντας μισθό περί τα 350 ευρώ, αφήνοντας τους έτσι χωρίς κανένα έσοδο, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι η απόλυση τους ήταν αποτέλεσμα της βούλησης οποιουδήποτε άλλου από τους συνεταίρους του ενάγοντος εκτός από τον ίδιο. Στη συνέχεια, μετά και την πιο πάνω εξώδικη δήλωση, ο ενάγων άσκησε την υπ’ αρ. ./211/8.9.2017 αγωγή αποβολής από τη νομή του εξοχικού σπιτιού και ακολούθως, παραιτούμενος από αυτήν, άσκησε την όμοια υπ’ αρ. ./23.11.2017 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, επί των οποίων δεν αποδεικνύεται ότι έχει εκδοθεί απόφαση μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής. Η πρώτη μάλιστα από τις δύο αυτές αγωγές ασκήθηκε μετ’ ολίγου χρόνου μετά την επίδοση στον ενάγοντα την 1.9.2017 της υπ’ αρ. ./2017 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής διατροφής, αφορά δε αυτή μόνο την κατοικία και όχι και τον εξοπλισμό της, για τη διεκδίκηση του οποίου ουδέποτε επανήλθε ο ενάγων μετά την προμνημονευόμενη εξώδικη δήλωση του. Εξάλλου, με την παλαιότερη από 5.6.2014 εξώδικη όχληση του προς την πρώτη εναγομένη, που της επιδόθηκε στις 6.6.2014, λίγο μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, ο ενάγων ζητεί την απόδοση στον ίδιο μόνο των προσωπικών του αντικειμένων από την άλλοτε οικογενειακή στέγη, ενώ παραλείπει οποιαδήποτε μνεία σε αντικείμενα του εξοχικού σπιτιού και μάλιστα ζητεί να παραλάβει τα προσωπικά του αντικείμενα «ώστε να εκλείψει και αυτή η εκκρεμότητα». Από τη φράση αυτή, ευχερώς συνάγεται ότι ο ενάγων, ήδη από το 2014 που διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωση, θεωρούσε ότι η παραλαβή των προσωπικών του αντικειμένων ήταν το τελευταίο ζήτημα που έπρεπε να τακτοποιηθεί με την πρώτη εναγομένη σύζυγο του πριν από την οριστική διακοπή της επικοινωνίας τους και την τυπική λύση του γάμου τους με διαζύγια. Στην εξώδικη αυτή δήλωση, άλλωστε, είναι διάχυτη και ευχερώς αντιληπτή η επιθυμία του ενάγοντος να μην έχει από το χρόνο εκείνο καμία σχέση ή επικοινωνία με την πρώτη εναγομένη, για το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά της οποίας διατυπώνει, από τη δική του πάντα οπτική γωνία, έντονη αποδοκιμασία και αγανάκτηση, ενώ δεν διατυπώνει και καμία επιφύλαξη περί ασκήσεως τυχόν δικαιωμάτων του επί του επίδικου εξοπλισμού, όχι μόνο της εξοχικής αλλά ούτε και της κύριας κατοικίας της οικογένειας (πρβλ. ΜΠρΘεσ 12403/2013 ΝΟΜΟΣ, προσκομιζόμενη). Από δε τη χρονική ακολουθία των διαδικαστικών πράξεων και εξώδικων δηλώσεων στις οποίες προέβησαν τα διάδικα μέρη, το ένα εναντίον του άλλου, αποδεικνύεται ότι οι όποιες αξιώσεις του ενάγοντος προβάλλονταν κατά καιρούς μόνο μετά την προβολή αξιώσεων εκ μέρους των εναγομένων, γεγονός που οδηγεί το Δικαστήριο να σχηματίσει την κρίση ότι τούτο συνέβαινε μόνο για λόγους αντιπερισπασμού και αποδυνάμωσης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονταν δικαστικώς υπέρ των εναγομένων και των απαιτήσεων τους που επιδικάζονταν σε αυτούς, με μοναδική εξαίρεση την από 5.6.2014 εξώδικη δήλωση του ενάγοντος, λίγο μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, για την απόδοση στον ίδιο των προσωπικών του αντικειμένων και δη μόνο από τη συζυγική και όχι από την εξοχική κατοικία, επί σκοπώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, να μην υπάρχει μετά από αυτό καμία εκκρεμότητα μεταξύ των διαδίκων άλλοτε συζύγων. Ειδικότερα, η πρώτη εναγομένη ήταν αυτή που πρώτη κατέθεσε αγωγή διαζυγίου κατά του ενάγοντος στις 18.6.2015, και σε λιγότερο από ένα μήνα μετά κατέθεσε και ο ενάγων στις 10.7.2015 δική του αγωγή διαζυγίου. Το πρώτον με την από 14.6.2017 εξώδικη δήλωση του προβάλλει ο ενάγων δικαιώματα στο εξοχικό σπίτι και στον εξοπλισμό του, μετά τη δημοσίευση στις 22.3.2017 της υπ’ αρ. ./2017 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου που απήγγειλε τη λύση του γάμου και μάλιστα επιδίκασε και χρηματική ικανοποίηση ποσού 3.000 ευρώ στην πρώτη εναγομένη λόγω ηθικής βλάβης που της προκλήθηκε από τη μετάδοση σε αυτήν από τον ενάγοντα σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος και από την πρόκληση σε αυτήν σωματικών βλαβών μετά από ξυλοδαρμό της από τον ενάγοντα. Η πρώτη εναγομένη ήταν ήδη δικαιωμένη στην αντιδικία της με τον ενάγοντα, με βάση την πιο πάνω απόφαση διαζυγίου, που αναγνώρισε κλονιστικά του γάμου γεγονότα υπέρ της και σε βάρος του ενάγοντος, όταν άσκησε τον Ιούλιο του 2017 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, μαζί με το δεύτερο εναγόμενο, για την επιδίκαση προσωρινής διατροφής, μετά δε την παραδοχή αυτής με την υπ’ αρ. ./28.8,2017 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων αυτού του Δικαστηρίου, που επιδίκασε προσωρινή διατροφή ποσού 1.000 ευρώ συνολικά δι’ αμφότερους, ο ενάγων άσκησε το Σεπτέμβριο και το Νοέμβριο του 2017 τις πιο πάνω αγωγές νομής για την εξοχική κατοικία. Μετά δε την άσκηση εκατέρωθεν εφέσεων κατά της υπ’ αρ. ./2017 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου που απήγγειλε τη λύση του γάμου και επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση υπέρ της πρώτης εναγομένης, εκδόθηκε η υπ’ ./13.12.2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης πού έλυσε τελεσίδικα και κατόπιν, λόγω παραιτήσεως από τα ένδικα μέσα, αμετάκλητα το γάμο και επιπλέον αύξησε την επιδικασθείσα εις βάρος του ενάγοντος υπέρ της πρώτης εναγομένης χρηματική ικανοποίηση στο ποσό των 8.000 ευρώ. Όντας η πρώτη εναγομένη και πάλι δικαιωμένη στην αντιδικία της με τον ενάγοντα κατέθεσε το Μάρτιο του 2018 νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περί επιδίκασης προσωρινής διατροφής λόγω διαζυγίου, που συζητήθηκε στις 30.3.2018. Σε λιγότερο από ένα μήνα από τη συζήτηση, όντας ήδη τελεσιδίκως υπόχρεος σε καταβολή ποσού 8-000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, στις 24.4.2018, ο ενάγων κατέθεσε την κρινόμενη αγωγή του, ζητώντας για πρώτη φορά δικαστικώς την απόδοση, πλην άλλων, του οικιακού εξοπλισμού του εξοχικού σπιτιού στο Πευκοχώρι Χαλκιδικής. Περαιτέρω, με την υπ’ αρ. ./2017 διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης απορρίφθηκε η από 18.7.2016 έγκληση του ενάγοντος κατά της πρώτης εναγομένης για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία και κατά της για ψευδορκία στη δίκη διαζυγίου, καθώς κρίθηκε ότι η έγκληση αυτή ήταν εντελώς ψευδής και υποβλήθηκε από τον ενάγοντα για λόγος εκδίκησης. Ο δε ενάγων ήδη από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης κατοικεί σε μισθωμένη οικία επί της οδού στη Θεσσαλονίκη, η οποία είναι πλήρως εξοπλισμένη και επομένως ο ζητούμενος εξοπλισμός του εξοχικού σπιτιού δεν του είναι ούτε χρήσιμος ούτε απαραίτητος, γι’ αυτό και η τυχόν ικανοποίηση του κατ’ άρθρο 1094 ΑΚ αιτήματος απόδοσης δεν θα εξυπηρετήσει το σκοπό της κυριότητας που είναι κατά βάσιν η απόλαυση της χρήσης του πράγματος Υπό τα ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και δη α) της παράλειψης και αδράνειας του ενάγοντος να διατυπώσει οποιαδήποτε αξίωση για τον επίδικο εξοπλισμό του εξοχικού σπιτιού τουλάχιστον επί τριετία από την αποχώρηση του από την οικογενειακή στέγη και ενώ ήδη αυτός έγκειτο αρνητικά προς το πρόσωπο των εναγομένων και ιδίως της πρώτης εξ αυτών και δεν είχε επομένως κανένα λόγο να ανέχεται έστω από επιείκεια τη χρήση των υπό στοιχείο δ’ ως άνω πραγμάτων από τους ίδιους, β) της μη συνεισφοράς του για χρόνο πλέον της τριετίας στα έξοδα συντήρησης του εξοπλισμού του εξοχικού σπιτιού και της μη καταβολής κανενός ποσού προς τούτο, επιπλέον του ποσού που υποχρεώθηκε να καταβάλει ως διατροφή τους εναγόμενους, δημιουργώντας έτσι σε αυτούς την πεποίθηση ότι δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τα πράγματα αυτά, γ) της στοχευμένης απόλυσης των εναγομένων από την εργασία τους στην επιχείρηση του ενάγοντος ώστε να στερηθούν αυτοί κάθε οικονομικό πόρο, γεγονός που συνέβη μετά τη δημοσίευση στις 22.3.2017 της υπ’ αρ. ./2017 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου που απήγγειλε τη λύση του γάμου και μάλιστα επιδίκασε σε βάρος του ενάγοντα και χρηματική ικανοποίηση ποσού 3.000 ευρώ υπέρ της πρώτης εναγομένης λόγω ηθικής βλάβης, δ) της άσκησης της κρινόμενης αγωγής μετά από τέσσερα χρόνια από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης και ενώ έχει γίνει αμετακλήτως δεκτό ότι ο ενάγων προκάλεσε υπαίτια βλάβη της υγείας της πρώτης εναγομένης μεταδίδοντας της σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα εξαιτίας εξωσυζυγικής σχέσης που διατηρούσε και επιπλέον κατέστη και υπαίτιος περιστατικού ξυλοδαρμού της, λόγοι για τους οποίους της επιδικάστηκε τελεσιδίκως χρηματική ικανοποίηση ποσού 3.000 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης, ε) της διατύπωσης της από 5.6.2014 εξώδικης δήλωσης του ενάγοντος, έτσι που να εννοείται σαφώς ότι αυτός δεν θα προβάλει καμία απαίτηση περαιτέρω στο μέλλον κατά των εναγομένων εκτός από την απόδοση των προσωπικών του αντικειμένων, δημιουργώντας έτσι στους εναγόμενους την πεποίθηση ότι δεν ενδιαφέρεται για τα πράγματα του εξοχικού σπιτιού, στ) της προβολής κατά καιρούς αξιώσεων εκ μέρους του ενάγοντος κατά των εναγομένων και της ασκήσεως διαφόρων ενδίκων βοηθημάτων εναντίον τους μόνο για λόγους αντιπερισπασμού, και, όπως έγινε δεκτό από την εισαγγελική αρχή, και για λόγους εκδίκησης και ζ) του γεγονότος ότι ο ζητούμενος εξοπλισμός δεν παρέχει καμία πρακτική χρησιμότητα στον ενάγοντα, αφού διαθέτει πλήρως εξοπλισμένη κατοικία ενώ δεν αποδεικνύεται ότι του έχει αποδοθεί η νομή του εξοχικού σπιτιού ώστε να χρειάζεται για τη λειτουργία αυτού και τον επίδικο εξοπλισμό, αποδεικνύεται συμπερασματικά ότι η άσκηση του δικαιώματος διεκδίκησης των υπό στοιχείο δ’ ως άνω πραγμάτων που βρίσκονται στο εξοχικό σπίτι στο Πευκοχώρι Χαλκιδικής είναι καταχρηστική και υπερβαίνει, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Το γεγονός ότι η επίδικη αξίωση στηρίζεται στις διατάξεις του. εμπραγμάτου δικαίου και μπορούσε να ασκηθεί με αυτή τη βάση μόνο μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου, η οποία έλαβε χώρα στις 21.2.2018, ασκήθηκε δε η κρινόμενη αγωγή δύο μόλις μήνες μετά το χρόνο αυτό, δεν αναιρεί την πεποίθηση του Δικαστηρίου περί μακροχρόνιας κατά τα ανωτέρω αδρανείας του ενάγοντος και συνδρομής όλων των πιο πάνω περιστατικών που καθιστούν, καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος, αφού ήδη από το χρόνο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης και πριν το διαζύγιο, κάθε σύζυγος έχει το δικαίωμα να παραλάβει τα κινητά «που του ανήκουν», δηλαδή να ισχυριστεί ότι του ανήκουν κατά τις διατάξεις του εμπραγμάτου δικαίου και να τα ζητήσει, και είναι άλλο το θέμα ότι μπορεί στην περίπτωση αυτή, μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου, να τεθεί ζήτημα εφαρμογής του β’ εδαφίου του άρθρου 1394 ΑΚ και να παραχωρηθεί η χρήση αυτών στον άλλο σύζυγο, επομένως ο ενάγων είχε ήδη από το Μάϊο του 2014 δικαίωμα να ζητήσει τα εδώ διεκδικούμενα κινητά πράγματα, πλην όμως αδράνησε αδικαιολόγητα και δεν το έπραξε. Kατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη ως προς το αίτημα της να αποδοθούν στον ενάγοντα τα κινητά πράγματα που βρίσκονται στο εξοχικό σπίτι στο Πευκοχώρι Χαλκιδικής (βλ. ανωτέρω υπό στοιχείο δ’ πράγματα), δεκτής γενομένης ως ουσία βάσιμης ως προς αυτά της ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος που προέβαλαν οι εναγόμενοι. Μετά ταύτα, απορριπτόμενης εν συνόλω της αγωγής, θα πρέπει ο ενάγων που νικήθηκε να καταδικαστεί να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων (άρθρα 176 παρ.1, 191 του ΚΠολΔ), κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος τους, όπως το ποσό των εξόδων ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, τα οποία ορίζει για έκαστο στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στη Θεσσαλονίκη την 1η Ιουλίου 2019. Και θεωρήθηκε 3/7/2019.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/MPrThes%207763.2019.htm