ΑΠΟΦΑΣH
Johansen κατά Δανίας της 03.03.2022 (αρ. προσφ. 27801/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αποστέρηση δανέζικης ιθαγένειας και μόνιμη απέλαση από τη χώρα. Σεβασμός ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Ο προσφεύγων, ο οποίος έχει τόσο δανέζικη όσο και τυνησιακή υπηκοότητα, συνελήφθη τον Απρίλιο του 2016 και στη συνέχεια καταδικάστηκε με την κατηγορία της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση. Το Ανώτατο Δικαστήριο, αντίθετα από τα κατώτερα δικαστήρια, αποφάνθηκε ότι, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων του, θα πρέπει να του στερηθεί η δανέζικη ιθαγένεια και να εκδιωχθεί από τη Δανία με μόνιμη απαγόρευση επιστροφής. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τέτοιες κυρώσεις δεν ήταν δυσανάλογες, έχοντας κατά νου ότι είχε δεσμούς όχι μόνο με τη Δανία αλλά και με την Τυνησία.
Επικαλούμενος το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, κατήγγειλε ότι η αφαίρεση της δανέζικης υπηκοότητας και η εντολή απέλασής του, με μόνιμη απαγόρευση επιστροφής του, είχε παραβιάσει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ειδικότερα ότι οι αποφάσεις που αφορούν τον προσφεύγοντα, ο οποίος έχει διπλή υπηκοότητα (δανέζικη και τυνησιακή), είχαν εκδοθεί μετά από ενδελεχή, επιμελή και ταχεία αξιολόγηση της υπόθεσής του, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων του, τα επιχειρήματά του και τις συνθήκες της προσωπικής του ζωής, τη νομολογία του Δικαστηρίου και τις διεθνείς υποχρεώσεις της Δανίας. Τόνισε ακόμη, ότι ήταν θεμιτό τα συμβαλλόμενα κράτη να λαμβάνουν σταθερή στάση κατά της τρομοκρατίας, η οποία από μόνη της συνιστούσε σοβαρή απειλή για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι εθνικές αρχές είχαν παρουσιάσει «πολύ σοβαρούς λόγους» για να δικαιολογήσουν την απέλαση του προσφεύγοντος και η σχετική διαταγή δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν δυσανάλογη προς τον νόμιμο επιδιωκόμενο στόχο δηλαδή την προστασία του κοινού από την απειλή της τρομοκρατίας.
Το ΕΔΔΑ απέρριψε την προσφυγή του προσφεύγοντος για την αφαίρεση της δανέζικης ιθαγένειάς του και για την απέλασή του ως προδήλως αβάσιμη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Adam Johansen, γεννήθηκε στη Δανία το 1990 από Δανή μητέρα και Τυνήσιο πατέρα και έχει διπλή υπηκοότητα.
Ο προσφεύγων συνελήφθη τον Απρίλιο του 2016, λίγο αφότου οι δανικές υπηρεσίες πληροφοριών έλαβαν από την Ιντερπόλ κατάλογο ατόμων, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος, που πιστεύεται ότι είχαν στρατολογηθεί από την τρομοκρατική οργάνωση «Ισλαμικό Κράτος».
Στη συνέχεια καταδικάστηκε επειδή μετέβη στη Συρία τον Σεπτέμβριο του 2013 – επέστρεψε στη Δανία τον Φεβρουάριο 2014 – όπου και στρατολογήθηκε και εκπαιδεύτηκε από το «Ισλαμικό Κράτος» προκειμένου να διαπράξει τρομοκρατικές ενέργειες. Το περιφερειακό δικαστήριο τον καταδίκασε σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση, αλλά δεν βρήκε κανένα λόγο να του στερήσει τη δανέζικη ιθαγένεια ή να διατάξει την απέλασή του. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο τον Απρίλιο του 2018.
Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε τις αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων τον Νοέμβριο του 2018. Αποφάνθηκε ότι, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων του, θα πρέπει να του στερηθεί η δανέζικη ιθαγένεια και να εκδιωχθεί από τη Δανία με μόνιμη απαγόρευση επιστροφής. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τέτοιες κυρώσεις δεν ήταν δυσανάλογες, έχοντας κατά νου ότι είχε δεσμούς όχι μόνο με τη Δανία αλλά και με την Τυνησία.
Αν και είχε γεννηθεί, μεγαλώσει και σπουδάσει στη Δανία, η μητέρα του και τα αδέρφια του ζούσαν εκεί, ήταν παντρεμένος με μια Δανή και είχαν μαζί έναν γιο, ήταν επίσης εξοικειωμένος με τον Τυνησιακό πολιτισμό και μιλούσε και διάβαζε αραβικά. Τόνισε ότι η σύντροφός του, που είχε ασπαστεί το Ισλάμ, σε ηλικία 18 ετών και ο γιος τους, ο οποίος είχε παρακολουθήσει ισλαμικό σχολείο στη Δανία, δεν ήταν εντελώς απροετοίμαστοι να τον συνοδεύσουν στην Τυνησία, και ότι σε κάθε περίπτωση θα μπορούσαν να τον επισκεφτούν και να επικοινωνήσουν μαζί του μέσω τηλεφώνου ή Διαδικτύου.
Ο προσφεύγων είχε εκτίσει την ποινή του και βρίσκεται σε κέντρο αναχώρησης, εν αναμονή της απέλασης.
Επικαλούμενος το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, κατήγγειλε ότι η αφαίρεση της δανέζικης υπηκοότητας και η εντολή απέλασής του, με μόνιμη απαγόρευση επιστροφής του, είχε παραβιάσει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Πρώτον, το Δικαστήριο βεβαιώθηκε ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να αφαιρέσει την δανέζικη υπηκοότητα του προσφεύγοντος δεν ήταν αυθαίρετη και είχε λάβει προσεκτικά υπόψη τις συνέπειες που θα υποστούν οι οικογενειακοί και όχι μόνο δεσμοί του τόσο με τη Δανία όσο και με την Τυνησία.
Οι αρχές είχαν επίσης ενεργήσει με επιμέλεια και ταχύτητα, μεταξύ της σύλληψης του προσφεύγοντος το 2016 και της καταδίκης του το 2018, δίνοντάς του την ευκαιρία να αμφισβητήσει το αίτημα να του αφαιρεθεί η ιθαγένεια σε τρία επίπεδα δικαιοδοσίας. Ούτε υπήρχαν ελλείψεις στην αξιολόγηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιολόγηση των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος.
Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι οι αρχές της Τυνησίας δεν επιβεβαίωσαν ποτέ ότι είχε διατηρήσει την υπηκοότητα της Τυνησίας και ότι θα ήταν ανιθαγενής αν του αφαιρούσαν τη δανέζικη υπηκοότητα. Το ΕΔΔΑ επισήμανε, ωστόσο, ότι το καθεστώς ιθαγένειας του προσφεύγοντος είχε εξεταστεί προσεκτικά από τις αρχές κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του και από τα δικαστήρια σε τρεις περιπτώσεις, οι οποίες διαπίστωσαν ότι είχε διπλή υπηκοότητα. Επιπλέον, στο σπίτι του προσφεύγοντος είχε βρεθεί ένα τυνησιακό διαβατήριο.
Ως προς τον ισχυρισμό του ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έπρεπε να δώσει αποκλειστική βαρύτητα στο γεγονός ότι είχε αποκτήσει τη δανέζικη ιθαγένεια κατά τη γέννησή του, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι αυτό δεν άλλαζε ούτε επηρέαζε σημαντικά τις συνέπειες για τον προσφεύγοντα.
Πράγματι, οι συνέπειες για τον προσφεύγοντα οφείλονταν αποκλειστικά στις δικές του επιλογές και ενέργειες, που αφορούσαν την καταδίκη του για σοβαρά τρομοκρατικά αδικήματα. Το Δικαστήριο τόνισε ότι ήταν θεμιτό για τα συμβαλλόμενα κράτη να κρατούν σταθερή στάση κατά της τρομοκρατίας, η οποία από μόνη της αποτελούσε σοβαρή απειλή για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ομοίως, το Δικαστήριο του Στρασβούργου βεβαιώθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε προβεί σε ενδελεχή αξιολόγηση κατά την εξέταση της διαταγής απέλασης. Είχε εξετάσει τις προσωπικές συνθήκες του προσφεύγοντος, εξισορροπώντας προσεκτικά τα συγκρουόμενα συμφέροντα, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τα κριτήρια που ορίζονται στην νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και το κατά πόσον η εντολή απέλασης ήταν αντίθετη προς τις διεθνείς υποχρεώσεις της Δανίας.
Ως εκ τούτου, οι εθνικές αρχές είχαν παρουσιάσει «πολύ σοβαρούς λόγους» για να δικαιολογήσουν την απέλαση του προσφεύγοντος και η σχετική διαταγή δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν δυσανάλογη προς τον νόμιμο επιδιωκόμενο στόχο δηλαδή την προστασία του κοινού από την απειλή της τρομοκρατίας.
Το ΕΔΔΑ απέρριψε τόσο την καταγγελία του προσφεύγοντος για την αφαίρεση της δανέζικης ιθαγένειας του προσφεύγοντος όσο και για την απέλασή του ως προδήλως αβάσιμες. (επιμέλεια: echrcaselaw.com).