Από το βιβλίο της Μαριάννας Κορομηλά «Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα…» Πολ. Ετ. Πανόραμα, 1992, ανανεωμένη έκδοση 2002).
Κείμενο: Μαριάννα Κορομηλά
Οι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι, που άρχισαν τον καιρό του Μεγάλου Πέτρου (1689-1725) και συνεχίστηκαν από τους διαδόχους του μέχρι το 1917-1918, άλλαξαν σταδιακά το πολιτικό πρόσωπο της οθωμανικής «λίμνης» (δηλαδή της Μαύρης Θάλασσας).
Η μεγάλη Ορθόδοξη Δύναμη άνοιγε δρόμο και κατέβαινε προς τον Νότο., την περιοχή που μετά τις κατακτήσεις ονομάστηκε «Νοβαρούσια» (Νέα Ρωσία). Από τον καιρό της αποτυχημένης εκστρατείας του Μεγάλου Πέτρου στον Προύθο, το 1711 (όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Αζόφ, που είχε κατακτήσει το 1696), μέχρι τη σύλληψη του «Ελληνικού Σχεδίου» από την Αικατερίνη τη Μεγάλη (1762-1796) είχε περάσει μισός αιώνας. Η Ρωσία είχε ενσωματώσει την Αζοφική, την Κριμαία, την Ουκρανία και η κατάκτηση της βορειοανατολικής Μολδαβίας δεν θα αργούσε.
Η Τσαρίνα ονειρευόταν τώρα να διώξει τους Τούρκους από την Ευρώπη, να επεκτείνει την κυριαρχία της στη Γεωργία και στον Πόντο και να ανασυστήσει μια ιδεατή «Ελληνική Αυτοκρατορία» υπό τσαρικό έλεγχο –είχε άλλωστε βαφτίσει Κωνσταντίνο τον εγγονό της, φιλοδοξώντας να τον δει στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
Ο πρίγκιπας Γκριγκόριι Ποτέμκιν ανέλαβε την πραγματοποίηση της πρώτης φάσης του σχεδίου. Ναυπήγησε τον στόλο της Μαύρης Θάλασσας και ίδρυσε τις πρώτες παραθαλάσσιες ρωσικές πόλεις του Νότου / Νοβαρούσιας. Σε αυτά τα «μεσογειακά» λιμάνια δόθηκαν ονόματα αρχαίων ελληνικών πόλεων (Οντέσσα, Ευπατορία), κυρίως όμως βυζαντινά (Χερσών, Σεβαστοπόλ, Θεοδοσία), καθώς και ελληνικών λέξεων χωρίς ιστορική σύνδεση όπως Σιμφεροπόλ). Κι εφόσον το περίφημο σχέδιο συνδεόταν άμεσα με τη μακρύτατη παράδοση των Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο, με τη ναυτική τέχνη, τις εμπορικές τους ικανότητες, την αστική τους παράδοση και την εμπειρία της οργάνωσης και της διοίκησης, η Ρωσία χρειαζόταν Έλληνες εποικιστές· τόσο για τα νέα λιμάνια όσο και για τα νέα εδάφη. Κάθε Έλληνας, αγρότης ή μεγαλέμπορος, ναυπηγός, ναυτικός ή χτίστης, ήταν ευπρόσδεκτος.
Με το διάταγμα της 28ης Μαρτίου του 1775, η ρωσική κυβέρνηση παραχώρησε το δικαίωμα εγκατάστασης σε όλους τους Έλληνες μετανάστες (δηλαδή στους νεοαφιχθέντες, όχι σε εκείνους που ζούσαν από τα αρχαία χρόνια στα κατακτημένα από τη Ρωσία εδάφη). Στους μετανάστες διέθεσε 14.000 ρωσικά στρέμματα στην περιοχή Ταγγανρόκ στην Αζοφική (σήμερα στη Ρωσική Ομοσπονδία). Τους επέτρεψε να έχουν ίσα δικαιώματα με τους Ρώσους, αλλά να διατηρήσουν το δικό τους σύστημα αυτοδιοίκησης, τους απάλλαξε από οποιαδήποτε φορολογική υποχρέωση για τριάντα χρόνια και απαγόρευσε τη στάθμευση τσαρικών στρατευμάτων στην περιοχή.
Εκείνον τον καιρό δεκάδες ελληνικά πλεούμενα είχαν σηκώσει τη ρωσική σημαία –δικαίωμα το οποίο παραχωρούσε η Ρωσία σε όλα τα αιγαιοπελαγίτικα καΐκια, ανοίγοντάς τους έτσι τις μεγάλες αγορές του σταριού: τον Δούναβη και το Αζόφ. Τόσο υψηλές ήταν οι επιδιώξεις της Αικατερίνης, ώστε ακόμα κι ο μεγάλος φίλος της Βολταίρος να πιστεύει πως σύντομα η Κωνσταντινούπολη μπορούσε να γίνει πρωτεύουσα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας!
Κι ενώ οι Ρώσοι προπαγανδιστές έτρεχαν στο Αιγαίο να ξεσηκώσουν τους υπόδουλους, διαβεβαιώνοντας τους καραβοκύρηδες και τους αρματολούς των ορεινών περιοχών ότι η μεγάλη Ορθόδοξη Δύναμη θα στείλει στόλο για να στηρίξει τον αγώνα τους, οι πρώτες ομάδες των μεταναστών περνούσαν από τα οθωμανικά εδάφη της Μαύρης Θάλασσας στην Κριμαία, στα μέρη γύρω από την Αζοφική, αλλά και πολύ βορειότερα, προς το Νίζνι Νόβγκοροντ και τη Μόσχα. Σε λίγο, μετά την πρώτη και τη δεύτερη αποτυχημένη επαναστατική προσπάθεια στο Αιγαίο, εκατοντάδες νησιώτες αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Νέα Ρωσία. Σε αυτούς η Τσαρίνα παραχώρησε την κριμαϊκή Μπαλακλάβα, ώστε να απομονώσει τους Ταταρομογγόλους της χερσονήσου από τα νέα αστικά κέντρα της κριμαϊκής παραλίας.
Στις 27 Μαΐου του 1794 στο παλιό τουρκικό οχυρό Χατζήμπεη, ανάμεσα στον κόλπο του Δνείστερου και στον κόλπο των ποταμών Μπάγκ και Δνείπερου, θεμελιώθηκε η νέα ρωσική πόλη που το 1795 πήρε το όνομα του Οδυσσέα: Οντέσσα –ενώ η αρχαιοελληνική και πρωτοβυζαντινή Οδυσσός ταυτίζεται με τη Βάρνα της Βουλγαρίας, αλλά τέτοιες ονομαστικές αυθαιρεσίες έκανε πολλές η ρωσική πλευρά, για να τονώσει το «Ελληνικό Σχέδιο».
Στους πρώτους κατοίκους της Οντέσσας δόθηκαν σπίτια και 1.500 ρωσικά στρέμματα γης, μαζί με διάφορα άλλα προνόμια. Ο πυρήνας του 1794 αποτελείτο από μια ομάδα 200 Ελλήνων. Ο πρώτος υπεύθυνος του Δημαρχείου ήταν ο Θεόδωρος Φλογαΐτης. Εμφανίστηκαν, βεβαίως, και Μολδαβοί και Αλβανοί και Αρμένιοι κι άλλοι φυγάδες από τα τουρκοκρατούμενα εδάφη, καθώς και μερικοί Δυτικοευρωπαίοι Γάλλοι, Γερμανοί και λοιποί.
Τρία χρόνια αργότερα, ο απεσταλμένος των Ελλήνων εμπόρων στον διάδοχο της Αικατερίνης προσπάθησε να πείσει τον τσάρο Παύλο Α΄ να κηρύξει την πόλη ελεύθερο λιμάνι (port franc) –αλλά η πραγματοποίηση αυτού του πολύ προσοδοφόρου προγράμματος έγινε μόλις το 1819 και οφείλεται στον Κυβερνήτη της Οδησσού, τον δούκα του Ρισελιέ. Φυγάς ήταν και ο Ρισελιέ (Richelieu). Είχε φύγει από τη Γαλλία στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, είχε καταφύγει στην τσαρική αυλή και το 1803, ο μεταρρυθμιστής τσάρος Αλέξανδρος Α΄ του ανέθεσε τη διακυβέρνηση της νεοσύστατης πολιτείας. Στην πραγματικότητα, σε αυτόν οφείλεται η δημιουργία της Οδησσού. Το λιμάνι της ήταν καλό, αλλά μικρό. Η θέση του ευνοούσε την οικοδόμηση λιμενοβραχιόνων κι άλλων λιμενικών έργων. Ένα άλλο μικρότερο λιμάνι οργανώθηκε για την απαραίτητη καραντίνα. Έγιναν πολλά έργα υποδομής. Δύσκολα έργα διότι πάνω από το λιμάνι ορθώνεται ένα απόκρημνο ύψωμα . Η περιοχή αναπτύσσεται σε ταράτσες και τα εδάφη (εκεί που βλέπουμε σήμερα το ιστορικό κέντρο) είναι ολισθηρά. Το μεγαλειώδες Κλιμακοστάσιο «Ποτέμκιν», που συνέδεσε το λιμάνι με την πόλη με 200 σκαλιά, κατασκευάστηκε αργότερα. Πάντως έγιναν πάρα πολλά εκείνες τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Στους χιλιάδες καινούριους οικιστές που κατέφθαναν στο ελεύθερο λιμάνι (Ρώσοι, Εβραίοι –χιλιάδες Εβραίοι–, Ουκρανοί, Πολωνοί, Γερμανοί, λίγοι Τάταροι, Αρμένιοι, Γάλλοι και Λευκορώσοι) οι Έλληνες δεν αντιπροσώπευαν παρά ένα μικρό ποσοστό· η κοινότητα δεν ξεπέρασε ποτέ τους 10.000. Αλλά αυτοί ήταν –κι ανάμεσά τους οι 145-160 μεγαλοεπιχειρηματίες– που κρατούσαν το εξωτερικό εμπόριο και τη ναυτιλία στα χέρια τους μέχρι τα τέλη σχεδόν του 19ου αιώνα. Αυτοί, μαζί με τους 8.000 Έλληνες του Ροστόβ, ήταν «οι βασιλιάδες του σταριού»· έτσι τους αποκαλούσαν οι Ρώσοι και οι μεγάλοι τους ανταγωνιστές, οι Βρετανοί. Κι ώσπου να περάσει η πρώτη βρετανική σημαία τα στενά του Βοσπόρου, όλες οι μεταφορές στηρίζονταν στα αιγαιοπελαγίτικα σιτοκάραβα. Το ξανθό σιτάρι γινόταν χρυσός.
Το 1808, η «Γραικορωσική Συντροφία των Ασφαλειών» αποφάσισε να διαθέσει το 10% των κερδών της για τα νοσοκομεία της Οδησσού και το σχολείο της ελληνικής κοινότητας. Δυο χρόνια αργότερα, εγκαινιάστηκε η μεγαλοπρεπής Όπερα της Οντέσσα!
Το 1812, οι Έλληνες έμποροι προσέφεραν στον αγώνα της Ρωσίας, που αντιμετώπιζε τη στρατιά του Μεγάλου Ναπολέοντα, 100.000 αργυρά ρούβλια (ενώ οι Ρώσοι της Οδησσού συνεισέφεραν με 14.000 ρούβλια).
Το 1813, ο Γάλλος περιηγητής Pouqueville γράφει ότι τα νησιά του Αιγαίου διέθεταν έναν εμπορικό στόλο 615 καραβιών, χωρητικότητας 153.580 τόνων, με πληρώματα 17.526 άντρες και 5.878 κανόνια (για τις θαλασσομαχίες με τα πειρατικά). Αυτά «τα σιτοκάραβα πολέμησαν τον Βασιλέα (δηλαδή τον Σουλτάνο)», όπως είπε στον λόγο που εκφώνησε στην Πνύκα ο Κολοκοτρώνης το 1836. Και πράγματι. Τα σιτοκάραβα πολέμησαν στη θάλασσα και οι σιτηρέμποροι χρηματοδότησαν τον αγώνα που οι ίδιοι είχαν σχεδιάσει από καιρό, όταν ίδρυσαν το 1814 στην Οδησσό τη μυστική επαναστατική «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΚΩΝ». Κι αυτά τα σιτοκάραβα ήταν που έφεραν τους εκατοντάδες Πρόσφυγες από τη Χίο, τα Ψαρά και την Κάσο, μετά την καταστροφή των νησιών, στα νέα ρωσικά εδάφη.
Σκόρπισαν τότε οι μεγάλες νησιωτικές οικογένειες, κι ένας κλάδος βρέθηκε στο Κισνόβιον (σύγχρονο Chişinău) του Δνείστερου, άλλος στο Κέρτς της Αζοφικής, άλλος στο Λονδίνο, στο Ροστόβ, στο Κίεβο, στη Μόσχα, ή στο Βουκουρέστι.
Ο επόμενος Ρωσοτουρκικός πόλεμος δεν κράτησε πολύ. Με τη Συνθήκη της Αδριανουπόλεως η Ρωσική Αυτοκρατορία κέρδισε τον έλεγχο του δέλτα του Δούναβη και έγινε προστάτιδα της αυτόνομης Ελλάδας. Ήταν το έτος 1829.
Οι Ρώσοι, για να αποτρέψουν τα αυστριακά και βρετανικά πλοία να μπούνε στον Δούναβη και για να κρατήσουν έτσι μακριά από τις Ηγεμονίες τις αντίπαλες δυνάμεις, άφησαν τη λάσπη να κλείσει τις εισόδους του Δέλτα. Οι παλιοί Έλληνες ναυτικοί και οι Αιγαιοπελαγίτες πρόσφυγες ήταν οι μόνοι που τόλμησαν να πλεύσουν με τα μικρά κι ευκίνητα σκαριά τους μέσα στη λασπουριά. Έτσι οι μεταφορές δεν διακόπηκαν και τα ξένα πλοία έμειναν απέξω.
Η Μεγάλη Βρετανία απάντησε με την ανακήρυξη της Ελλάδας σε ανεξάρτητο Κράτος υπό κληρονομική μοναρχία (Συνέδριο του Λονδίνου, 1830). Ο θρίαμβος της ρωσικής διπλωματίας μειώθηκε, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε στο ελληνικό ζήτημα. Και η ρωσική εξωτερική πολιτική έχασε ακόμα ένα ισχυρό έρεισμα όταν, το 1831, δολοφονήθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας.
ΠΗΓΗ eranistis.net