Δημοσιεύθηκε η αναμενόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (2/2022) αναφορικά με τον πρότερο σύννομο βίο (υπόθεση Κορκονέα).
Με την απόφαση αναιρέθηκε η α πόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, μόνον κατά το μέρος της με το οποίο αναγνωρίστηκε στον κηρυχθέντα ένοχο για ανθρωποκτονία με πρόθεση η από το άρθρο 84 παρ.2α του ισχύοντα ΠΚ (ν.4619/2019) ελαφρυντική περίσταση του ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα και συνακόλουθα αυτό περί ποινής.
Όπως σημειώνεται στην απόφαση, “για την θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας”.
Μεταξύ άλλων, στην απόφαση αναφέρεται:
“Έτσι η περί ποινής κρίση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας αλλά επιβάλλεται να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ αξιόποινης πράξης και ποινής για σωφρονισμό του δράστη (ειδική πρόληψη) και να συμβάλλει στη σταθερότητα και ειρήνευση τής κοινωνικής ζωής με την παροχή τους πολίτες της επιβεβαίωσης ότι καλώς πράττουν όταν συμπεριφέρονται συννόμως (θετική γενική πρόληψη),με παράλληλη ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος του κοινωνικού συνόλου. Με άλλα λόγια η ποινή επιβάλλεται χάριν της πρόληψης όχι όμως πέραν ή κάτω των ορίων που χαράσσει η ιδέα της Δικαιοσύνης.
Έτσι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση – υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη.
Άλλωστε το μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια. Συνακόλουθα αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται, αστικούς κανόνες η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 Κ.Π.Δ. για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου προκειμένου ν’ αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού.
Από τον συνδυασμό όλων όσων προεκτέθηκαν είναι φανερό πως για την θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας”.
Απόσπασμα της απόφασης
Σύμφωνα με τις στο περί ενοχής σκεπτικό παραδοχές της προσβαλλόμενης κατά την κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας η τέλεση εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου της αξιόποινης πράξης για την οποία κρίθηκε ένοχος δεν ήταν άκρως εξαιρετική και περιστασιακή, όλα δε τά πραγματικά περιστατικά που επίσης δέχθηκε στο σκεπτικό του ότι προηγήθηκαν της ανθρωποκτονίας ως και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε το αδίκημα, που αποκαλύπτουν προηγούμενη συμπεριφορά του κατηγορουμένου ενδεικτική της προσωπικότητάς του υποδηλώνουσα έλλειψη σεβασμού αυτού σε έννομα αγαθά και που, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγηθείσα σκέψη της παρούσης, λαμβάνονται υπόψη για την θεμελίωση του σύννομου βίου οι παραδοχές της προσβαλλόμενης επί της ενοχής επιβάλλετο να συνέχονται μ’ αυτές που περιλαμβάνονται στο σκεπτικό της απόφασης του επί του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρότερου σύννομου βίου.
Όμως στο τελευταίο ουδεμία αναφορά υπάρχει στα εν λόγω περιστατικά καθώς και στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, τα οποία εισφέρθηκαν στην ακροαματική διαδικασία γεγονός που επιβάλλεται από την υποχρέωση του Δικαστηρίου για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων.
Η έλλειψη αυτή η οποία δεν καλύπτεται από την παράθεση στο περί ενοχής σκεπτικό, αποσπασμάτων των καταθέσεων των ανωτέρω αυτοπτών μαρτύρων, καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την εκ μέρους του Δικαστηρίου μετά βεβαιότητας, λήψη υπόψη όλων των αποδεικτικών μέσων και περαιτέρω για τον λειτουργικό συσχετισμό και την συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων αυτών, έχει δε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κενών τα οποία καθιστούν την αιτιολογία ανεπαρκή, ελλιπή και μη ειδική και εμπεριστατωμένη όπως απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 193 παρ. 3 του Συντάγματος και την διάταξη του άρθρου 139 του Κ.Π.Δ. με συνακόλουθη συνέπεια η ποινή που λόγω της παραδοχής της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης επιβλήθηκε στον ήδη αναιρεσίβλητο να μην ευθυγραμμίζεται με τη συνταγματική αρχή της αναλογίας κατά τα εκτιθέμενα αναλυτικά γι ΄ αυτήν στην προηγηθείσα σχετική νομική σκέψη.
Εκτίθεται ότι τρία μέλη της Ολομέλειας ήτοι η Βασιλική Ηλιοπούλου, Άννα Φωτοπούλου και Τριανταφυλλιά Πατρώνα είχαν την άποψη πως στο ‘σκεπτικό της παρούσας απόφασης και συγκεκριμένα στην σελίδα ·70 αυτού θα πρέπει να προστεθεί και κάποια άλλη πρόταση, της τελευταίας λέξης με την στο συντακτικό έννοιά της. Κατά τη γνώμη όμως όλων των υπολοίπων μελών ουδέν πρέπει να προστεθεί.
Επομένως ο παραπεμφθείς ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 510 παρ._ 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. περί έλλειψης αιτιολογίας καθόσον αφορά την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α Π.Κ. είναι βάσιμος κι εντεύθεν η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει ν’ αναιρεθεί εν μέρει ήτοι καθόσον αφορά τον κατηγορούμενο ήδη αναιρεσίβλητο ……………….. και μόνον κατά το περί παραδοχής της ελαφρυντικής περίστασης μέρος της και συνακόλουθα αυτό περί ποινής κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο τμήμα της προς νέα συζήτηση στο Δικαστήριο που την εξέδωσε συγκροτούμενο από Δικαστές και ενόρκους άλλους εκτός απ’ αυτούς που είχαν δικάσει προηγουμένως την υπόθεση (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.).
Ολόκληρη η απόφαση δημοσιεύεται στο dikastis.blogspot.gr